Παρασκευή 4 Οκτωβρίου 2019

Κορινθιακός κόλπος. Γεωλογική προσέγγιση.

 
Δίολκος
  

Το πλάτος του κυμαινόταν από τρεισήμισι μέχρι πέντε μέτρα. Στο μέσο του υπάρχουν δύο παράλληλες αυλακώσεις, οι οποίες είναι βέβαιο πως δεν οφείλονται στη φθορά από την τριβή που προκαλούσε η μεταφορά των πλοίων, αλλά αποτελούσαν μέρος της κατασκευής. Σκοπός τους ήταν η προφύλαξη από εκτροπές σε σημεία ιδιαίτερης επικινδυνότητας, όπως οι στροφές. Τον ίδιο σκοπό εξυπηρετούσαν και τα θεμέλια, τα οποία προστέθηκαν στο πιο επικίνδυνο σημείο του έργου, που ανακαλύφθηκε στον χώρο της Σχολής Μηχανικού και αντιστοιχεί σε κλειστή στροφή. Φαίνεται ότι τα πλοία σύρονταν επάνω σε πλατφόρμες από δούλους, γιατί ίχνη από οπλές ζώων ή κάποιο μηχάνημα δεν είναι ορατά. 

Σήμερα όμως κινδυνεύουν να εξαφανισθούν και τα τελευταία υπολείμματα του από το κυματισμό της θάλασσας εξαιτίας της διέλευσης των μεγάλων πλοίων.


Τα ερωτήματα πολλά:

Ξεκινώντας ο περιηγητής την μελέτη του για τη περιοχή βρέθηκε μπροστά σε ένα πλήθος από ερωτήματα και θα προσπαθούσε να τα απαντήσει. Ίσως κάποια από αυτά ακόμα και σήμερα να είναι αναπάντητα ή να επιδέχονται και άλλης ερμηνείας. Τα ερωτήματα που προέκυψαν:

- Η περιοχή βρίσκεται στο όριο σύγκλισης των λιθοσφαιρικών πλακών της Ευρώπης και της Αφρικής και κοντά της υπάρχει ένα ανενεργό ηφαίστειο. Το Σουσάκι. Πώς επέδρασε στην γεωλογία και στην  ιστορία της περιοχής?

- Γιατί επιλέχθηκε η συγκεκριμένη θέση για να χτιστεί η πόλη της αρχαίας Κορίνθου?

 - Η επιλογή της αρχαίας πόλης έγινε τυχαία ή την επέβαλαν μία σειρά από παράγοντες?

- Τι ήταν αυτό που συνέβη και έχουμε μία σειρά από αρχαίες πόλεις στη Βόρεια ακτή της Πελοποννήσου βυθισμένες σήμερα κάτω από τη θάλασσα?

- Γιατί το κεντρικό τμήμα της Πελοποννήσου παρουσιάζει μεγάλα υψομετρικά σημεία σε σχέση με το ανατολικό και το δυτικό άκρο της?

-   Αυτοί οι τετραγωνισμένοι ογκόλιθοι που σήμερα είναι βυθισμένοι στη θάλασσα είναι μήπως τμήματα κάποιας τεχνικής κατασκευής και τι θα μπορούσε να είναι αυτή?

Τμήματα της αρχαίας προβλήτας στο Λέχαιο


- Εντάξει εκεί που τσαλαβουτούσε ο Αλέξανδρος πρέπει να ήταν τμήματα της προβλήτας ενός αρχαίου λιμανιού, αλλά που ήταν το ίδιο το λιμάνι?



- Πώς γίνεται η Αρχαία Κόρινθος να διαθέτει ένα λιμάνι στις Κεχριές σήμερα βυθισμένο στο Σαρωνικό, ενώ αντιθέτως το  άλλο λιμάνι της στο Λέχαιο στον Κορινθιακό είναι υπερυψωμένο? Πότε και πως έγινε αυτό?





-          Τα αναχώματα στην είσοδο του αρχαίου λιμανιού του Λεχαίου είναι φυσικά ή τεχνητά?

-          Πως εξηγείται η ύπαρξη καλά πελεκημένων ογκόλιθων εσωτερικά της λιμνοθάλασσας στο Λέχαιο?




-          Όλο το  αλμυρό πεδίο που συναντάμε εσωτερικά είναι δυνατόν να δημιουργήθηκε από το αλάτι της θάλασσας και  να μεταφέρθηκε από τον άνεμο?



-           Η ακτή είναι σε μεγάλο βαθμό υπό την επίδραση μιας μεγάλης διάβρωσης. Τι συνετέλεσε για αυτό ?

-          Γιατί βρίσκουμε τμήματα κεραμικής τοιχοποιίας στο επίπεδο της θάλασσας στις Κεγχριές?

-           Κάτι που ο περιηγητής ανακάλυπτε στην κοκκομετρική ανάλυση των ιζημάτων (κάνοντας ξανά και ξανά τις αναλύσεις για να είναι σίγουρος)  στην έξοδο ενός ρέματος διαπίστωνε ότι δεν ίσχυε το ίδιο σε ένα διπλανό χείμαρρο. Μία συστηματική ασυνέχεια.... Γιατί?

-          Πως δικαιολογείται αυτή η διαφοροποίηση των αποθέσεων των χειμάρρων? Είναι κατανοητό ότι η διακύμανση της ποσότητας του νερού (χειμώνας, καλοκαίρι) των χειμάρρων παίζει ρόλο  στη σύσταση των μεταφερόμενων υλικών. Αλλά σε μεγαλύτερο βάθος χρόνου αυτή η διακύμανση μήπως έχει σχέση με τη σταθερότητα της υψομετρίας της ακτής?

-          Οτιδήποτε βλέπεις την επιφάνεια της γης είναι άραγε το ίδιο ή ανάλογο με αυτό που συνέβη σε κάποιο βάθος? Το ίδιο μήπως είναι και στη ζωή μας? Αυτό που βλέπουμε στη συμπεριφορά ενός ανθρώπου είναι το ίδιο  με αυτό που συμβαίνει στα βάθη της ψυχής του?

-          Πώς όμως δημιουργούνται και γιατί υπάρχουν «φραγμένες» ακτές στη περιοχή μελέτης? Είναι μόνο παροδικό φαινόμενο η ελάττωση της παροχής ιζημάτων από τους χείμαρρους, ή μήπως ανυψώνεται η ακτή κατά περιόδους και εμποδίζει την έξοδο των ιζημάτων στη θάλασσα και ξεκινάει ένας καινούργιος γεωμορφολογικός κύκλος?

Η έξοδος του χειμάρρου είναι φραγμένη από χαλαρά ιζήματα

-          Και πώς είναι δυνατόν να βρίσκουμε απολιθωμένες θίνες και παλαιοακτές  σε υψόμετρο και σε μικρή απόσταση από την ακτή όταν η δημιουργία τους απαιτεί επίπεδη γεωμορφολογία? Ή μήπως τα επίπεδα εδάφη υπήρξαν σε κάποια διαστήματα στο παρελθόν?

-          Όταν βλέπουμε μεγάλο εύρος παραλίας με ομοιόμορφη κοκκομετρία ή κροκαλλομετρία σημαίνει τίποτα?



-          Ο άνθρωπος με τις κατασκευές του και την απληστία του έπαιξε ρόλο στη σύγχρονη εποχή στη διαμόρφωση της ακτής ή θα διαδραματίσει κάποιο σημαντικότερο ρόλο στο μέλλον?



Οι απαντήσεις?    Ίσως….. Συνοπτικά…..

Εν συντομία και κωδικοποιημένα θα δοθούν κάποιες εκτιμήσεις που η κάθε μία αποτελεί ολόκληρη ανάλυση και στήριξη με επιχειρήματα. Η περιοχή μελέτης προϋποθέτει ότι πριν την διατύπωση μιας άποψης θα πρέπει να συνεκτιμηθούν τα ιστορικά δεδομένα και τα αρχαιολογικά ευρήματα.  Ας ξεκινήσουμε να εκθέτουμε τις απόψεις μας….

-          Όποιος επισκεφτεί το Σουσάκι (3D), που ανήκει στο ηφαιστειακό τόξο του Νοτίου Αιγαίου, δεν είναι σίγουρο ότι θα αντιληφθεί ότι πρόκειται για κρατήρα ηφαιστείου ηλικίας 2,5 εκατομμυρίων χρόνων.

Το ηφαίστειο του Σουσακίου

Σίγουρα η συμπεριφορά του επηρέασε γεωλογικά και ιστορικά τη περιοχή. Εν τούτοις υπάρχουν ακόμα και τώρα τα σημάδια της δράσης του. Εκχύσεις υδροθείου, διοξειδίου του άνθρακα, αποθέσεις θειαφιού και  στοές για την απόληψη του πιστοποιούν ότι το ηφαίστειο έχει δράση. Περιμένει όμως την επίσκεψη μαθητών. Πολλά φύλλα εργασίας μπορεί να  δημιουργηθούν για μαθητές διαφορετικών βαθμίδων.

-          Η Πελοπόννησος παρουσιάζει φαινόμενα στρέψης. Όμως αυτό δεν γίνεται ενιαία. Μία σειρά από δευτερεύοντα ρήγματα με κλήση ως προς τον άξονα της διώρυγας δημιουργούν διαφορετικά γεωλογικά περιβάλλοντα και κατά συνέπεια διαφορετικές γεωλογικές δομές, κάτι που είναι πολύ εμφανές μετά τη διάνοιξη της διώρυγας και της εθνικής οδού που έδωσε τη δυνατότητα της μελέτης των ιζημάτων.

-          Η διάνοιξη του Ισθμού και της εθνικής οδού στο ύψος του ηφαιστείου μας έμαθε πολλά για τη στρωματογραφία και τη τεκτονική της περιοχής, αλλά και τις ενδογενείς δυνάμεις που έδρασαν για τη πτύχωση των ιζηματογενών πετρωμάτων που εναποτίθενται σε οριζόντια διάταξη.




Ρήγματα και πτυχώσεις στον Ισθμό της Κορίνθου είναι αποτέλεσμα ενδογενών δυνάμεων.



Είναι αυτονόητο να βλέπουμε να βλέπουμε ρήγματα (όταν είναι σε επαφή δύο ιζηματογενή πετρώματα διαφορετικής ηλικίας), αποσφηνώσεις (μεταβολή του πάχους του ιζηματογενούς πετρώματος) ή και ιζηματογενή πετρώματα με κλίση ως προς το οριζόντιο επίπεδο.





-          Δεν έχουμε ενιαία χρονική συμπεριφορά του κύκλου διάβρωση- απόθεση, ανύψωση- βύθιση  στην ακτή γιατί η Φύση  σαν οργανισμός λειτουργεί εξισορροπητικά. Ανταγωνιστικά θα έλεγε ο αρθρογράφος.



Η αλληλεπίδραση των παραγόντων διαμόρφωσης μιας ακτής.
(Το σχήμα προτείνεται από τον αρθρογράφο)


Όταν ένα σύστημα του οργανισμού υφίσταται κάτι και λειτουργεί με κάποιο τρόπο, ένα άλλο λειτουργεί με άλλο τρόπο και διαφοροποιεί το αποτέλεσμα. Έτσι εξηγείται η γεωμορφολογική πολυπαραγοντική ασυνέχεια. Τα ιζήματα που μεταφέρονται στην ακτή ταξινομούνται και αποτίθενται σε στρώσεις από τα θαλάσσια ρεύματα σε πρώτο χρόνο επί της ακτής ή αν είναι μεγάλη η παροχή του γλυκού νερού των χειμάρρων  βυθίζονται στο αλμυρό νερό και τοποθετούνται σε δεύτερο χρόνο. Αν η παροχή του ποταμού είναι μεγάλη ενδέχεται να μεταφέρονται ιζήματα στη θάλασσα χωρίς να δημιουργείται πρόσκαιρα ακτή και τα βαρύτερα υλικά παραμένουν σε κάποια απόσταση από αυτή.





Είναι προφανές ότι τα μεταφερόμενα υλικά στην ακτή πρέπει να συνδέονται με τα πετρώματα που υπάρχουν σε αρκετή απόσταση και σε μεγαλύτερα υψόμετρα από την ακτή στη στεριά. Για παράδειγμα αν είναι ασβεστολιθικά στην ακτή θα συναντάμε κροκάλες ή λατύπες, αν είναι ψαμμιτικά τότε ενδεχόμενα να βρίσκουμε και άμμο κ.λ.π.


Η έξοδος του ποταμού Κράθη

Το μέγεθος των κροκάλων ή των ψηφίδων της άμμου, η σύσταση τους ή η στρογγυλότητα τους, οδηγεί στην εξαγωγή συμπερασμάτων για την δυναμική κατάσταση δημιουργίας της μορφής της ακτής.

Η ύπαρξη θινών στην ακτή προϋποθέτει δράση του ανέμου σε συγκεκριμένη κατεύθυνση. Ταυτόχρονα το αλάτι της θάλασσας αποτελεί το συνδετικό υλικό για την συνεκτικοποίηση των χαλαρών ιζημάτων.




-          Επειδή ο αρθρογράφος πρώτα από όλα είναι ταξιδευτής, πολλές φορές περπάτησε χωρίς στόχευση στη περιοχή (και μακριά από την παραλία), ελπίζοντας ότι η ανησυχία του αυτή θα αμειβόταν στη μελέτη του και θα εύρισκε απαντήσεις στα ερωτήματα του. Όταν δεν υπάρχουν ενόργανες μετρήσεις η επίμονη παρατήρηση της γύρω περιοχής ίσως βοηθήσει. Ανεβαίνοντας ψηλά στον Κράθη ποταμό διαπίστωσε ότι η έξοδος του ελαφρύτερου γλυκού νερού διαστρωματωνόταν επιπλέοντας πάνω στο αλμυρό νερό και στρεφόταν ανατολικά εξαιτίας  των επιφανειακών θαλάσσιων ρευμάτων. Μήπως όμως υπάρχουν και κατακόρυφα? Και πώς θα το αντιληφθεί όταν δεν έχει μετρήσεις?

Η έξοδος του γλυκού νερού του ποταμού Κράθη (η άσπρη γραμμή) και η επίπλευση του προσωρινά λόγω της διαφοράς της πυκνότητας του.


Ναι αλλά  και οι αρχαίοι Έλληνες γεωμέτρες και φιλόσοφοι συλλάμβαναν την "καρδιά" του προβλήματος χρησιμοποιώντας τα εργαλεία του νου τους. Έτσι έπρεπε να λειτουργήσει και ο αρθρογράφος. Ενώ οι σημερινοί ερευνητές στηρίζονται εν πολλοίς  στα  όργανα-εργαλεία της επιστήμης τους που είναι αλήθεια απίστευτα. Μην υποτιμάμε όμως και τα παλιά. Το σημαντικό στον άνθρωπο και ειδικά στον μαθητή είναι να βγάζει συλλογισμούς, έστω και λανθασμένους και μέσω της διαλεκτικής να τους τεκμηριώνει ή να τους αναθεωρεί. Έτσι προχωράει η επιστήμη…

-      Χρησιμοποιώντας τους χάρτες της υδρογραφικής υπηρεσίας ο παρατηρητής για να κάνει βυθομετρικές τομές ώστε να κατανοήσει τη μορφή του πυθμένα αντιλήφθηκε ότι ο βυθός του Κορινθιακού κόλπου είναι ασύμμετρος.





Η θαλάσσια κατωφέρεια στην Πελοπόννησο είναι σχετικά ομαλή, ενώ στη Στερεά Ελλάδα είναι απότομη. 

Εξαιτίας τίνος? 

Σήμερα πολλές μελέτες έχουν δείξει ότι υπάρχουν πολλές σεισμικές εστίες στον Κόλπο των Αλκυονίδων, δίκην σμήνους και συνδέονται με τη γέννηση των ρηγμάτων.









Άρα είναι λογική η ασυμμετρία του κόλπου μιας και είναι προφανές ότι στο σημείο εκείνο έδρασαν κατακόρυφα ρήγματα. 

Μα και τόσο βάθος στον Ανατολικό Κορινθιακό…. Σχεδόν ωκεάνιο (935 μέτρα) σε μία κλειστή θάλασσα....

-          Στο Λουτράκι στην ακτή της Στερεάς Ελλάδας τα ηφαιστειακά ιζήματα δεν είναι τόσο εύφορα. Άρα όχι ιδανικά για καλλιέργεια όπως είναι αυτά των ακτών της Βόρειας Πελοποννήσου. Επίσης τα υπόγεια νερά στην ίδια ακτή είναι επηρεασμένα από τα άλατα που μεταφέρονται από το ηφαίστειο. Συνεπώς ακατάλληλα για ύδρευση και καλλιέργειες. Η λειτουργία της πόλης απαιτεί καθημερινά μεγάλες ποσότητες νερού και αυτό το διαθέτει μόνο η βόρεια ακτή της Πελοποννήσου (βλέπε υδραγωγείο στα Ίσθμια, στην Αρχαία Κόρινθο κ.λ.π.). Η επιλογή της τοποθεσίας της αρχαίας Κορίνθου είχε να κάνει και με την ασφάλεια των κατοίκων της. Εξάλλου σε μικρή απόσταση η Ακροκόρινθος εκτός της προστασίας των κατοίκων της από επιδρομείς, πρόσθετε και την επόπτευση του χώρου της Πελοποννησιακής γης.  Οι εχθροί της πόλης ήταν από το νότο. Οι Σπαρτιάτες..... Ανατολικά το δύσβατο έδαφος επέτρεπε μόνο δια θαλάσσης την επικοινωνία με τους θαλασσοκράτορες Αθηναίους. Άρα είχαν τα ίδια συμφέροντα: εμπόριο και ναυτιλία.

-        Η Ελλάδα υποφέρει από τα υψηλότερα επίπεδα διάβρωσης (28,6%), το τέταρτο υψηλότερο επίπεδο στην Ευρώπη, αλλά και από έλλειψη ευαισθησίας απέναντι στο  πρόβλημα, καθώς όπως έδειξε έρευνα που διεξήχθη στις ευρωπαϊκές χώρες της Μεσογείου εμφάνισε τα χαμηλότερα ποσοστά ενημέρωσης πάνω σε θέματα ολοκληρωμένης διαχείρισης των παράκτιων ζωνών, διάβρωσης των ακτών και των παράκτιων συστημάτων προστασίας.

Όταν η κυματική ενέργεια είναι ισχυρή τότε η ακτή διαβρώνεται σημαντικά


Η ακτή του Ανατολικού Κορινθιακού Κόλπου δεν θα μπορούσε να ξεφύγει από τον κανόνα. Μια σειρά από ανθρωπογενείς παρεμβάσεις, όπως οικιστική επέκταση, αμμοληψίες, λιμενικά έργα, επιχωματώσεις της κοίτης των χειμάρρων επιτείνουν το πρόβλημα. Για αυτό το λόγο πρέπει να εφαρμοστούν επιστημονικά προγράμματα διαχείρισης και παρακολούθησης της διάβρωσης της ακτής και  να εφαρμοστούν ήπιες μέθοδοι αντιμετώπισης του φαινομένου.



-   Στο Λέχαιο το χωμάτινο ανάχωμα δημιουργήθηκε από εκσκαφή για να προστατέψει τις εσωτερικές λιμνοδεξαμενές από τους βόρειους ανέμους και ανάμεσα στα χώματα υπάρχουν θραύσματα από ρωμαϊκά κεραμικά, δομικά ή άλλα. Οι παρατεταγμένοι σε ευθεία γραμμή ογκόλιθοι υποδηλώνουν την εσωτερική προβλήτα και οι μεμονωμένοι αντίστοιχοι, δίκην μικρού νησιού, πιθανώς φάρο καθοδήγησης των πλοίων που εισέρχονταν μέσα στο εσωτερικό λιμάνι.




-         Το ότι στο επίπεδο της θάλασσας στις Κεγχριές συναντάμε κεραμική τοιχοποιία (χαρακτηριστική των Ρωμαϊκών χρόνων) σημαίνει ότι πολύ πιθανό να είναι τα παλαιότερα αρχαϊκά έως και της ελληνιστικής εποχής τμήματα του αρχαίου λιμανιού βυθισμένα στο Σαρωνικό Κόλπο. Άρα μπορεί κάποιος να συμπεράνει και το τέλος λειτουργίας αυτού του λιμανιού.





-     Είναι σίγουρο ότι εκεί που οι παράγοντες διαμόρφωσης της ακτής λειτούργησαν μεγάλο χρονικό διάστημα και κατά το δυνατόν σε σταθερές συνθήκες το εύρος του αιγιαλού είναι μεγαλύτερο και παρουσιάζει μια κανονική κατανομή μεγέθους και βάρους των κροκάλων (οι μεγαλύτερες και βαρύτερες πιο μακριά από το σημείο επαφής του κύματος).




 Η περιοχή παγκόσμιο κέντρο γεωλογικής μελέτης.

Γεωλογικώς η Κορινθία ανήκει στο ευρύτερο γεωλογικό σύνολο, που προέκυψε από τη σύγκλιση και  τελικά την σύγκρουση των ηπειρωτικών πλακών της Αφρικής και της Ευρασίας. Αν δεχθούμε ότι ο γεωλογικός κύκλος ξεκινά από τα πυριγενή πετρώματα και η γένεση τους  επιδρά έτσι ώστε να δημιουργηθούν τα μεταμορφωμένα και με τη διάβρωση τους τα ιζηματογενή πετρώματα, τότε η περιοχή αποτελεί ένα αυτοτελές γεωλογικό εργαστήριο μιας και διαθέτει ηφαίστειο που λειτούργησε στο παρελθόν. 




Τα παλαιότερα πετρώματα της περιοχής είναι οι Περμικής ηλικίας ασβεστόλιθοι, δηλαδή 230-285 εκατομμύριων χρόνων, όπως έδειξε η χρονολόγηση των πετρωμάτων, και εμφανίζονται στο δρόμο Λουτρακίου-Περαχώρας, μετά τη διασταύρωση προς Όσιο Πατάπιο. Οι ασβεστόλιθοι αυτοί καλύπτουν μικρή έκταση επιφανειακά, έχουν μικρό πάχος (3-4 μέτρα) και διασχίζονται από ηφαιστειακά πετρώματα.

Στη συνέχεια εμφανίζονται οι ασβεστόλιθοι Τριαδικής ηλικίας, δηλαδή δημιουργήθηκαν πριν από 195-225 εκατομμύρια χρόνια, στην ευρύτερη περιοχή Β.Α του Σοφικού καλύπτοντας μεγάλη έκταση. Επίσης συναντώνται στην Περαχώρα και στο παράκτιο τμήμα της Μυλοκοπής.

Γεωλογία του Κορινθιακού

  
Ιουρασικής ηλικίας (135-195 εκατομμύρια χρόνια πριν  από σήμερα) πετρώματα είναι  οι ασβεστόλιθοι που εμφανίζονται, κυρίως, στις περιοχές νοτίως του Σοφικού και του Αγίου Βασιλείου, βόρεια του Λουτρακίου. Ίδιας ηλικίας είναι και ο ασβεστόλιθος της Ακροκορίνθου. Επίσης οι οφιόλιθοι που εμφανίζονται κυρίως στα Γεράνεια όρη και στο Μαυροβούνι είναι της ίδιας ηλικίας.

Κρητιδικής ηλικίας (65-135 εκατομμύρια χρόνια από σήμερα) είναι οι ασβεστόλιθοι της περιοχής νότια του Λουτρού και του λόφου της Κορφιώτισσας και ο φλύσχης της περιοχής της Περαχώρας.

Νεότερα πετρώματα της περιοχής είναι οι γνωστές «ασπριές», που η ηλικία τους είναι Πλειοκαινική (τέλος Τριτογενούς) και καλύπτουν την ημιλοφώδη ζωνη του νομού. Τέλος οι ηλικιακά τελευταίοι γεωλογικοί σχηματισμοί είναι οι Τεταρτογενείς (2 εκατομμύρια χρόνια από σήμερα), που καλύπτουν κυρίως την παράκτια ζώνη και τις κλειστές εσωτερικές λίμνες (Νεμέας, Κλεωνών, Κεφαλαρίου).

Η υψηλή σεισμικότητα του Κορινθιακού Κόλπου προκαλεί το ενδιαφέρον της παγκόσμιας επιστημονικής κοινότητας. Για τους γεωλόγους, τους σεισμολόγους και τους επιστήμονες άλλων συναφών ειδικοτήτων, ο Κορινθιακός αποτελεί ένα «παγκόσμιας σημασίας φυσικό εργαστήριο για τη μελέτη των σεισμών» κατά τον Δρ. Γιάννη Παπανικολάου, γεωλόγο- καθηγητή του Πανεπιστήμιου Αθηνών. Κάθε χρόνο καθηγητές και φοιτητές από τουλάχιστον δέκα εκπαιδευτικά ιδρύματα του εξωτερικού καταφθάνουν στη συγκεκριμένη περιοχή και παραμένουν εκεί για μία-δύο εβδομάδες ώστε να μελετήσουν τους σεισμούς και τις ευρύτερες γεωλογικές διεργασίες που συντελούνται.


«Η περιοχή μπορεί να εξελιχθεί σε έναν εκπαιδευτικό γεώτοπο, με προφανή οφέλη για την τοπική κοινωνία και τη χώρα»,


σημειώνει ο ίδιος, προσθέτοντας ότι διαθέτει χαρακτηριστικά που την καθιστούν μοναδική σε ολόκληρο τον κόσμο.




Η δημιουργία του Κορινθιακού Κόλπου


Η γεωλογική δομή της ευρύτερης περιοχής έρευνας περιλαμβάνει χερσαίους, αλλά  και θαλάσσιους ή λιμνοθαλάσσιους σχηματισμούς. Το κυρίαρχο από γεωμορφολογικής και γεωτεκτονικής άποψης στοιχείο είναι ότι ο Κορινθιακός Κόλπος αποτελεί ένα ευρύ τεκτονικό βύθισμα με υψηλούς ρυθμούς απομάκρυνσης, μεταξύ των δυο τεμαχών, της Πελοποννήσου και της Στερεάς Ελλάδας, σαν  αποτέλεσμα της εφελκυστικής τεκτονικής που επέδρασε και συνεχίζει να επιδρά στην ευρύτερη περιοχή μετά το τέλος των αλπικών πτυχώσεων κατά το Μέσο Μειόκαινο. Το μήκος του κόλπου είναι περίπου 100 Km και το μέγιστο πλάτος 40 Km, χωρίζοντας την Ηπειρωτική Ελλάδα από την Πελοπόννησο.





Ας δούμε την εξέλιξη του Κορινθιακού σε σχέση πάντα με τις γεωλογικές διεργασίες που γίνονταν στην ευρύτερη περιοχή.

Πριν 30.000.000 χρόνια από τα βάθη της θάλασσας αναδύθηκε η Ελληνική Γη (Ολιγόκαινο, της Τριτογενούς περιόδου, του Καινοζωικού αιώνος). Αρχικώς ήταν μια συμπαγής ξηρά η οποία εκτεινόταν από το Ιόνιο πέλαγος μέχρι την Μ. Ασία και η οποία περιλάμβανε τα σημερινά νησιά του Αιγαίου, την Κρήτη, την Θράκη, τη Μακεδονία. Το επιστημονικό όνομα της ξηράς ήταν Αιγαιίς.

Πριν 15.000.000 χρόνια (Πλειόκαινο) έγιναν διάφορες γεωλογικές μεταβολές. Δηλαδή καταποντίσεις και σημαντική ηφαιστειακή δραστηριότητα. Αποτέλεσμα αυτών των διεργασιών ήταν η κατάληψη από τη θάλασσα των χαμηλότερων περιοχών έτσι ώστε δημιουργήθησαν λίμνες, λιμνοθάλασσες και θάλασσες. Έτσι δημιουργήθηκε στην αρχή η Κορινθιακή λίμνη, με νερά που εισχώρησαν από το στενό του Ρίου-Αντιρρίου και αργότερα σχηματίστηκε ο Κορινθιακός κόλπος. 

Οι γεωλογικές μεταβολές συνεχίσθηκαν, υψώθηκε ο Ισθμός της Κορίνθου, καταβυθίσθηκε η βόρεια πλευρά του Κορινθιακού κόλπου και προέβαλλαν οι απότομες πλευρές της Βοιωτίας και της Φωκίδας. Αναδύθηκαν από τη θάλασσα οι βορεινές πλευρές της Πελοποννήσου, οι ακτές της Αργολικής Χερσονήσου και αποχωρίσθηκε η Αίγινα από τη Στερεά Ελλάδα.

Έτσι στο τέλος της εποχής του Πλειοκαίνου, πριν 2.000.000 χρόνια, η μορφολογία και το ανάγλυφο της ελληνικής γης έχει οριστικοποιηθεί και διαμορφωθεί σε γενικές γραμμές.

Στην επόμενη εποχή της Πλειστοκαίνου από το 1.800.000 έως 10.000 π.Χ., διαμορφώθηκε τελικά η σημερινή μορφή του ελληνικού χώρου και σ’ αυτό το διάστημα συνέβησαν πολλές και έντονες γεωλογικές διεργασίες: ανυψώσεις, καταβυθίσεις, γεωμορφολογικές διαφοροποιήσεις με την δημιουργία των γνωστών θαλασσών, των νησιών και σύγχρονες κλιματολογικές διακυμάνσεις που χαρακτηρίζουν την εποχή των παγετώνων με αποτέλεσμα τη μεταβολή της στάθμης της θάλασσας. Την εποχή αυτή λαμβάνει την τελική μορφή και ο Κορινθιακός κόλπος που είναι ο μεγαλύτερος κόλπος της Νοτίου Ελλάδος ο οποίος χωρίζει την Πελοπόννησο από τη Στερεά Ελλάδα. Ο Κορινθιακός την εποχή των παγετώνων είναι πλέον μια βαθιά τεκτονική λεκάνη μεγίστου βάθους Η=935μ., με βάθος υφαλοκρηπίδας που πλησιάζει τα 100μ. και με βάθος  συνήθως τα 600-700 μ.  Λόγω του μεγάλου βάθους του και των ρευμάτων που υπάρχουν εξασφαλίζεται η καλή ανανέωση των υδάτων έτσι ώστε ο Κορινθιακός να έχει ωκεανογραφικό χαρακτήρα ανοικτής θάλασσας και όχι κλειστού κόλπου.

Από την καταγεγραμμένη με όργανα  σεισμικότητα έχει υπολογισθεί ο ρυθμός της διάνοιξης του Κορινθιακού κόλπου ως ~1.5cm/yr με αποτέλεσμα να κατατάσσεται στις πιο γρήγορα διανοιγόμενες τάφρους στον κόσμο. Οι υψηλότεροι ρυθμοί διαστολής παρατηρούνται στο δυτικό άκρο της τάφρου με 1.5±0.2 cm/yr σε αντίθεση με το ανατολικό άκρο όπου ο ρυθμός διαστολής μειώνεται σε 1.0±0.4 cm/yr.

Τέλος πραγματοποιήθηκαν σεισμικά προφίλ πάνω στην τάφρο, η ανάλυση των οποίων έδειξε ότι η τάφρος επεκτείνεται πάνω στον ηπειρωτικό φλοιό, το πάχος του οποίου είναι μεγαλύτερο στο δυτικό άκρο σε αντίθεση με το ανατολικό και συγκεκριμένα μεταβαίνει από 40 Km σε 25 Km αντίστοιχα.

Η γρήγορη ανύψωση της Βόρειας Πελοποννήσου μπορεί να μελετηθεί  και από την ανάλυση/χρονολόγηση των θαλασσίων αναβαθμίδων του Μέσου-Ανωτέρου Πλειστοκαίνου, οι οποίες φθάνουν τις 11 στα νότια του Κιάτου και παρατηρούνται από την σημερινή ακτή έως το υψόμετρο των 750μ.. Το αίτιο της δημιουργίας των θαλασσίων αναβαθμίδων είναι οι κλιματικές αλλαγές σε συνδυασμό με την συνεχόμενη τεκτονική ανύψωση της Βόρειας Πελοποννήσου. Συνέπεια αυτού ήταν ότι μεταξύ δύο περιόδων χαμηλής θαλάσσιας στάθμης κατά την διάρκεια των περίπου 100.000 ετών με παγετώδες κλίμα, η ακτή έχει ανυψωθεί κατά περίπου 100μ. Έτσι η νέα θαλάσσια αναβαθμίδα της επόμενης θερμής περιόδου θα αποτεθεί 100μ. χαμηλότερα από την προηγούμενη.



Η γεωλογία του Ισθμού.

Ο Ισθμός της Κορίνθου μπορεί να είναι γεωλογικό υποσύνολο όλης της περιοχής, εντούτοις διαφέρει κατά τι και λειτουργεί ως ιδιαίτερο σύστημα που παρουσιάζει με τη σειρά του ιδιομορφία.

Από τις πρώτες γεωλογικές μελέτες που έγιναν στην περιοχή του Ισθμού ήταν του Philippson (1890), που χαρτογράφησε 23 κανονικά ρήγματα εγκάρσια στη διεύθυνση του και θεωρεί ότι ο χώρος του Ισθμού αποτελεί ένα τεκτονικό κέρας. Ο Freyberg (1973), παρουσίασε την πολύπλοκη τεκτονική δομή του Ισθμού σε μία πιο λεπτομερή χαρτογράφηση των πρανών του καναλιού, με 45 ρήγματα που δημιουργούν μία σειρά τεκτονικών τάφρων και κεράτων. Σύμφωνα με τον Freyberg (1973), ο Ισθμός φαίνεται να σχηματίζεται από αντιθετικά στρεφόμενα (antitilted) τεκτονικά μπλοκ. Το βόρειο σύστημα των τεκτονικών αυτών μπλοκ, στρέφεται προς τα δυτικά ενώ το νότιο σύστημα κινείται αντίθετα και μεταξύ τους παρεμβάλλεται μία ουδέτερη ζώνη. Επιπλέον το βόρειο σύστημα αναπτύσσει μορφολογικά μεγαλύτερα ύψη προς τα ανατολικά και βυθίζεται κάτω από την επιφάνεια της θάλασσας προς τα δυτικά, σε αντίθεση με το νότιο σύστημα τεκτονικών μπλοκ.





Με την χρήση γεωδαιτικών μετρήσεων επιβεβαιώνεται η άποψη που αρχικά διατύπωσε ο Freyberg (1973), ότι η παραμόρφωση του ευρύτερου χώρου συνδέεται με φαινόμενα στρέψης (tilting), παρά το γεγονός ότι τα ρήγματα είναι κανονικά και επομένως εύκολα θα μπορούσε κανείς να οδηγηθεί στη σκέψη ότι το κύριο αίτιο της παραμόρφωσης είναι ο εφελκυσμός, Mariolakos & Stiros (1986, 1987).

Βάση επαναληπτικών χωροσταθμήσεων που έχει εκτελέσει η ΓΥΣ, από το 1953 μέχρι το 1981 (μετά το σεισμό), παρατηρήθηκαν εδαφικές μετατοπίσεις τεκτονικής προέλευσης στην περιοχή του Ισθμού της Κορίνθου. Πιο συγκεκριμένα διαπιστώθηκε ότι το κεντρικό τμήμα του Ισθμού ανυψώνεται σε σχέση με τις γειτονικές παράκτιες περιοχές, ενώ χαρακτηριστικά η Ποσειδωνία δείχνει μία βύθιση σε σχέση με την Κόρινθο. Η μέση ετήσια ανύψωση που προσδιορίστηκε, αντιστοιχεί σε 0.2 χιλ./ χρόνο, Mariolakos & Stiros (1986, 1987).



Διάσχιση της Διώρυγας και η παρατήρηση του «ανοικτού εργαστηρίου» της Φύσης.


Ένα από τα πράγματα που πρέπει κάποιος  περιηγητής να πραγματοποιήσει στη ζωή του είναι να διασχίσει τη Διώρυγα με το καράβι που εκτελεί το δρομολόγιο κυρίως την άνοιξη και το καλοκαίρι.


Έτοιμος  και ο ξεναγός….


 Ας αναφερθούμε σε ότι θα δει ή στο που οφείλεται αυτό που βλέπει:

-    Η γεωλογική σύσταση των πρανών της Διώρυγας είναι ανομοιόμορφη, με εδάφη ποικίλης γεωλογικής σύστασης, που κόβονται από δεκάδες ρήγματα με κατεύθυνση από Ανατολή προς Δύση και με οξεία γωνία σχετικά με τον άξονα της Διώρυγας.

Τα ρήγματα που αποκαλύφθηκαν με τη διάνοιξη της Διώρυγας



-     Αποτελέσματα γεωδαιτικών μετρήσεων δείχνουν ότι τα υπάρχοντα ρήγματα παρουσιάζουν γενικά διεύθυνση Α-Δ και τέμνουν τη Διώρυγα υπό γωνία 30ο - 40ο. Η κλίση των ρηγμάτων είναι πολύ μεγάλη, από 60ο μέχρι σχεδόν κατακόρυφα. Οι γεωλογικοί σχηματισμοί της περιοχής του καναλιού παρουσιάζονται σε στρώσεις και είναι Νεογενείς και Τεταρτογενείς ιζηματογενείς αποθέσεις. Ο τύπος εναλλαγής των στρωμάτων των σχηματισμών είναι καθαρά αποτυπωμένος στα πρανή της διώρυγας. Οι κύριοι σχηματισμοί που συναντώνται είναι εναλλασσόμενα στρώματα μαργαϊκού πηλού, μαργαϊκής άμμου, αδρομερών και μαργαϊκών ασβεστόλιθων με τοπικές παρεμβολές, κάποια στρώματα μαργαϊκών αργίλων, ιλύος, άμμου και κροκαλοπαγών. Όλα τα στρώματα χαρακτηρίζονται από υψηλές τιμές περιεχόμενου ανθρακικού ασβεστίου (πάνω από 45%).

-          Η γεωτεχνική πολυπλοκότητα του συστήματος αποδίδεται εξίσου σε γενετικές διακυμάνσεις όσο και σε επιγενετικές διαδικασίες.

Πολύπλοκες γεωτεκτονικές διεργασίες


Μερικές από αυτές τις διαδικασίες είναι η διαγένεση, η τεκτονική δράση, η διάρρηξη λόγω της διαφορικής διαστολής των στρωμάτων, οι αλλαγές στην χημική σύσταση και το επίπεδο του υδροφόρου ορίζοντα και η εξαλλοίωση λόγω αλλαγής των κλιματολογικών συνθηκών. Επίσης η παρουσία επικρεμάμενων υδροφόρων αποτελούν ένδειξη αλλαγής της διαπερατότητας. Από γεωτεχνικής πλευράς ο μαργαϊκός σχηματισμός (γνωστός ως μάργα της Κορίνθου) μπορεί να θεωρηθεί ως ασθενής βράχος και χαρακτηρίζεται από ανισοτροπία, υπερστερεοποίηση, κυμαινόμενο βαθμό τσιμέντωσης και σχετικά μικρή ενεργότητα. Λαμβάνοντας υπ’ όψιν τις γεωλογικές συνθήκες, τη μορφολογία καθώς και τα ιδιαίτερα γεωτεχνικά χαρακτηριστικά των σχηματισμών που συναντώνται κατά μήκος του καναλιού, οι μελετητές της περιοχής ανάμεσα τους και η Ανδρικοπούλου (1988) διαχώρισαν την περιοχή της διώρυγας σε τέσσερις κύριες γεωτεχνικές ζώνες με κοινά χαρακτηριστικά. Σύμφωνα με αυτήν την ταξινόμηση, ξεκινώντας από την Ποσειδωνία (δυτικά) προς τα Ίσθμια (ανατολικά), διακρίνονται οι ακόλουθες γεωτεχνικές ζώνες:


Ζώνη 1: Τμήμα από Χ.Θ. 0 - 1200m καθώς και Χ.Θ. 5350 - 5750m. Συναντώνται κυρίως εδαφικοί Πλειο-Πλειστοκαινικοί σχηματισμοί, οι οποίοι αποτελούνται κυρίως από αργίλους, άμμους, χαλίκια, ιλύες, χαλαρούς ψαμμίτες και κροκαλοπαγή, όπου είναι συνεκτικά κατά θέσεις, ιδιαίτερα μεταξύ Χ.Θ. 700 - 1200m. Τα πετρώματα στη ζώνη αυτή είτε σκληρά είτε μαλακά έχουν σχετικά καλή διαγένεση και συνοχή όπου σε συνδυασμό, με το χαμηλό ύψος των πρανών, παρουσιάζουν ικανοποιητική ευστάθεια.


Ζώνη 2: Τμήμα από Χ.Θ. 1200 - 1500m περίπου. Κύριο χαρακτηριστικό της ζώνης είναι ο έντονος τεκτονισμός. Αποτελείται από εδαφικούς προς χαλαρούς βραχώδεις σχηματισμούς Πλειο-Πλειστοκαινικής ηλικίας. Συναντώνται κυρίως άμμοι και χαλίκια, χαλαροί ψαμμίτες, κροκαλοπαγή, διαβρωμένες και εξαλλοιωμένες μάργες καθώς και μαργαϊκοί ασβεστόλιθοι, χωρίς συγκεκριμένη σειρά κατά την απόθεση. Πέραν του κινδύνου κάποιων μικρών καταπτώσεων και τη ροή μικρής ποσότητας αλλουβιακών υλικών, η πλήρης σχεδόν αποστράγγιση του νερού, τα χαμηλά πρανή και η ικανοποιητική συνεκτικότητα των σχηματισμών δεν θέτουν ιδιαίτερο κίνδυνο όσον αφορά την ευστάθεια των πρανών.

Ζώνη 3: Τμήμα από Χ.Θ. 1500 - 2000m. Χαρακτηρίζεται ως ζώνη υψηλής αστάθειας, τόσο λόγω έντονου τεκτονισμού αλλά και λόγω της παρουσίας ασύνδετων σχηματισμών. Συναντώνται κυρίως χονδρόκοκκοι άμμοι, αμμοχάλικα και μάργες. Οι δύσκολες συνθήκες αποστράγγισης του νερού, λόγω της ημιπερατότητας του μαργαϊκού σχηματισμού σε συνδυασμό με την περατότητα των αμμοχάλικων, δημιουργούν προϋποθέσεις ρευστότητας των υλικών και ως αποτέλεσμα τις καταπτώσεις.





Ζώνη 4: Τμήμα από Χ.Θ. 2000-4600m. Η περιοχή αποτελείται από ψαμμίτες, κροκαλοπαγή, μαργαικούς ασβεστόλιθους, μάργες. Αυτή η ζώνη μοιάζει με τη ζώνη 3, τόσο στην ποιότητα όσο και στη γενική αστάθεια, αλλά διαφέρει στο βαθμό της διαγένεσης των σχηματισμών (υψηλότερες τιμές αντοχής). Δεν αναμένεται η συνάντηση υδροφόρου ορίζοντα πάνω από την επιφάνεια της θάλασσας. Ωστόσο, οι μαργαικοί σχηματισμοί Πλειοκαινικής ηλικίας έχουν υποστεί κατά θέσεις έντονη διάβρωση και τοπική αλλοίωση, κυρίως στα κατώτερα τμήματα των πρανών λόγω της παρουσίας υγρασίας. Επίσης, στην περιοχή κατά θέσεις παρατηρείται έντονος τεκτονισμός. Τονίζεται ότι η χαλάρωση της αντοχής των μαργών μεταξύ ρηγματωμένων ζωνών, ευνοεί την διήθηση του νερού, με κινδύνους αποκολλήσεων τεμαχών και μικρής κλίμακας κατολισθήσεων.




Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου