Σελίδες

Σάββατο 21 Δεκεμβρίου 2019

Καύκασος, η «στέγη της Ευρώπης»


Η γη των Αργοναυτών και του Προμηθέα.
  




Εισαγωγή



Η εµβληµατική οροσειρά του Καυκάσου µοιράζεται ανάµεσα σε τέσσερεις χώρες (Ρωσία, Γεωργία, Αζερµπαϊτζάν και Αρµενία) και περιβάλλεται από ένα πολύµορφο σκηνικό φυσικών τοπίων. Έχει συνολικό µήκος (ο κυρίως Καύκασος και ο µικρός Καύκασος) περίπου 1.200Km και πλάτος 100-200km. Το ψηλότερο σηµείο του είναι το όρος Ελµπρούζ στη Ρωσία (5.642m), το οποίο είναι ουσιαστικά και το ψηλότερο σηµείο στην Ευρώπη.




Από γλωσσολογικής και πολιτισµικής απόψεως, ο Καύκασος είναι από τις πιο ποικιλόµορφες περιοχές της γης. Ο Καύκασος είναι η γεωλογική "ραφή" µεταξύ δύο ηπείρων, της  Ασίας και της Ευρώπης. Ταυτόχρονα αποτελεί Σταυροδρόµι ή Γέφυρα Πολιτισµών, τόπος συνάντησης δύο µεγάλων πολιτισµικών ενοτήτων, της Ασιατικής και της Ευρωπαϊκής, του Ισλάµ και του Χριστιανισµού. Μια περιοχή όπου τον 20ο αιώνα δοκιµάστηκαν δύο συστήµατα, δύο διαφορετικοί κόσµοι. Η περιοχή του Καυκάσου και της Κασπίας Θάλασσας βρίσκεται στο µαλακό υπογάστριο της πάλλε ποτέ Σοβιετικής Ένωσης και αποτελεί µία περιοχή πλούσια σε πετρέλαιο και φυσικό αέριο, αλλά και μεταλλεύματα.



 Ο Καύκασος των Ελλήνων

Επίσης είναι συνδεδεμένος με την Ελληνική μυθολογία μέσω των Αργοναυτών και του Προμηθέα (στην Αία –Βάνι  έφθασε ο Ιάσων με τους  50 Αργοναύτες), μέσω της σύγχρονης ιστορίας επίσης είναι γνωστός  για τη μετανάστευση των Ποντίων εκεί και την ίδρυση ελληνικών κοινοτήτων που διατηρούνται μέχρι και σήμερα.


Christian Daniel Rauch: Jason und Medea


Εκτός από τη πρωτεύουσα οι Πόντιοι κατοίκησαν στο Βατούμ, στο Σοχούμι, στο Κομπουλέτι, στη Κβήρικα, στην Άτσκοβα, στην Ιραγκά, στο Τσιχισβάρι, στο Αβραλό, στη Τσάλκα (με τα 27 χωριά της, ανάμεσα σε αυτά το Τσινίς, το Κουμπάτ, η Σάντα, το Τριαλέτι, το Τσινσκαρό, το Τέκιλησε).

Η περιοχή του Καυκάσου χωρίζεται σε τρία τµήµατα:

- Προκαυκασία: η βόρεια  περιοχή του Καυκάσου.

- Κεντρική Καυκασία: η έκταση που απλώνεται η οροσειρά.

- Υπερκαυκασία: η νότια περιοχή της κύριας οροσειράς. Στα όρια της Υπερκαυκασίας βρίσκονται η Γεωργία, η Αρµενία και το Αζερµπαϊτζάν. Στο κείμενο μας θα αναφερθούμε στις χώρες που επισκεφθήκαμε:  την Γεωργία και την Αρμενία.
                                                  

ΓΕΩΡΓΙΑ



 Η περιοχή κατοικήθηκε από τα προϊστορικά χρόνια.

Βραχογραφίες: Gobustan (ancient Azerbaycan)


Οι αρχαίοι θεωρούσαν τον Καύκασο αρχέγονη εστία της μεταλλουργίας. Χρυσά αντικείμενα και κοσμήματα με πολύτιμες πέτρες κατασκευάζονταν από τη 2η χιλιετία π.Χ.). Είναι προφανές ότι έχουμε επιδράσεις από την αρχαϊκή Ελληνική και  την Ελληνιστική περίοδο.



Αργότερα ο χριστιανισμός επιδρά στην αρχιτεκτονική των εκκλησιών, των μοναστηριών και των οικισμών. Η ζωγραφική όπως και η γλυπτική γνωρίζουν άνθηση. Χρησιμοποίησαν μάλιστα και φυσικά υλικά από μεταλλεύματα που αφθονούν στη περιοχή για τη χρώση των διάφορων αντικειμένων.




Η αργυροχρυσοχοΐα, κυρίως η εκκλησιαστική αναπτύσσεται πάρα πολύ γρήγορα.

Το 85% του εδάφους της χώρας είναι ορεινό, ενώ το ένα τρίτο καλύπτεται από δάση ή θάμνους. Το τοπίο παρουσιάζει εξαιρετική ποικιλία από τα υποτροπικά παραλία της Μαύρης θάλασσας, ως τους πάγους και τα χιόνια της κορυφογραμμής του Καυκάσου. Οι αντιθέσεις αυτές γίνονται ιδιαίτερα αισθητές, λόγω και της περιορισμένης έκτασης.




Το κλίμα της χώρας παρουσιάζει μεγάλη ποικιλότητα. Η δυτική Γεωργία έχει υποτροπικό ωκεάνιο κλίμα, το κλίμα ανατολικά κυμαίνεται από μέτρια υγρό έως ξηρό υποτροπικό. Στα ορεινά  σε υψόμετρο πάνω από τα 2.000 μέτρα το κλίμα είναι αλπικού τύπου ενώ πάνω από τα 3400 μέτρα υπάρχουν μονίμως πάγοι και χιόνια. Οι βροχές είναι περισσότερες στη δυτική Γεωργία. Αυτό το γεγονός, μαζί με την ύπαρξη ψηλών χιονοσκεπών βουνών, είχε σαν συνέπεια να δημιουργούνται μεγάλα και ορμητικά ποτάμια. O Άκαμψις (τουρκικά Çoruh), ο Ενγκούρι, ο Κύρος (τουρκικά Kura, γεωργιανά Μτ’κ’βάρι), ο Μόκβι, ο Φάσις (γεωργιανά Ριόνι που βρίσκεται πλησίον της πόλης Πότι, είναι ο ποταμός που αναφέρεται στα Αργοναυτικά και ρέει στα δυτικά της Δημοκρατίας της Γεωργίας δηλαδή στην Αρχαία Κολχίδα, και ο οποίος αποτελούσε το όριο μεταξύ Ευρώπης και Ασίας, σύμφωνα με τον Ηρόδοτο), είναι τα μεγαλύτερα ποτάμια της χώρας.


Ποταμός Κούρα. Τιφλίδα



ΙΣΤΟΡΙΚΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ

Αρχαιότητα

Κατά τους 9ο και 8ο π.Χ. αιώνες η περιοχή αποτελούσε τμήμα του βασιλείου της Χαλδαϊκής αυτοκρατορίας. Κατά την κλασική αρχαιότητα εμφανίστηκαν διάφορα κράτη στην περιοχή. Έκτοτε η ιστορία της Γεωργίας έχει συνδεθεί επανειλημμένως με την ιστορία του Ελληνισμού. Έτσι, κατά τους 6ο και 5ο π.Χ. αιώνες οι Έλληνες, και κυρίως οι Μιλήσιοι, ίδρυσαν πολλές αποικίες κατά μήκος των ανατολικών ακτών του Ευξείνου Πόντου. Τα δύο πρώτα βασίλεια στην περιοχή κατά την ύστερη αρχαϊκή περίοδο ήταν γνωστά στους αρχαίους Έλληνες και στους Ρωμαίους στα παράλια του Εύξεινου Πόντου στα δυτικά ως Κολχίδα, γνωστή τοπικά ως Εγκριζιάν (Εγρισία) ή Λάζικα, και στην ανατολική σημερινή Γεωργία ως Ιβηρία, γνωστή και ως Κάρτλι (Κάρθλιο).

Ο όρος Κολχίδα πρωτοεμφανίζεται τον 6ο π.Χ. αιώνα με_σημαντική_πόλη_τη Διοσκουριάδα (σήμερα Σουχούμι).
Κατά την ελληνική μυθολογία (όπως περιγράφεται στα Αργοναυτικά του Απολλώνιου του Ροδίου) στην Κολχίδα βρισκόταν το χρυσόμαλλο δέρας  που  αναζήτησε ο_Ιάσονας με_τους Αργοναύτες του.

Το δέρας πιθανώς αναφέρεται στην τοπική τεχνική χρήσης δερμάτων για τη συλλογή χρυσού από τα ποτάμια. 

Ο Στράβων αναφέρει για τους Σβανέτιους ότι: 
«τοποθετούσαν δορές προβάτων στις κοίτες ποταμών, ώστε τα ψήγματα χρυσού που έφερνε το νερό του ποταμού να κολλούν στο μαλλί».

Η τεχνική αυτή για τη συλλογή χρυσού διατηρήθηκε στο Σβανέτι μέχρι σχετικά πρόσφατα. Στο μεταίχμιο του 4ου και 3ου π.Χ. αιώνα, το 302π.Χ., ιδρύθηκε από το βασιλιά Παρναβάζ (Φαρνάβαζος, σύγχρονος του Μεγάλου Αλεξάνδρου) το Βασίλειο της Ιβηρίας
(Κάρτλι) με πρωτεύουσα τη Μτσχέτα. Στα χρόνια του Παρναβάζ καθιερώθηκαν το αλφάβητο και η γεωργιανή γραφή. Τους τελευταίους αιώνες της προχριστιανικής περιόδου, η περιοχή της Γεωργίας επηρεαζόταν στη δύση από τους Έλληνες και στην ανατολή από τους Πέρσες.

Μετά την ολοκλήρωση της κατάκτησης του Καυκάσου από τη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία, η χώρα αποτέλεσε ένα υποτελές στη Ρώμη κράτος για σχεδόν 400 χρόνια, από τον 1ο π.Χ έως τον 3ο μ.Χ. αιώνα.

Το 337 μ.Χ. o βασιλιάς Μίριαν Γ΄, υπό την επήρεια της ιεραποστόλου Νίνο από την Καππαδοκία, καθιέρωσε τον Χριστιανισμό ως επίσημη θρησκεία, γεγονός που προήγαγε την άνθηση των τεχνών, της λογοτεχνίας και συνέβαλε στην ενοποίηση της χώρας. H αποδοχή του χριστιανισμού από το επίσημο κράτος, το οδήγησε σε ισχυρούς δεσμούς με τη γειτονική Βυζαντινή Αυτοκρατορία, η οποία επηρέασε την πολιτιστική εξέλιξη της χώρας για περισσότερα από 800 χρόνια.



Η περιοχή του Νοτίου Καυκάσου ήταν συχνά πεδίο μαχών ή ουδέτερη ζώνη μεταξύ των ανταγωνιστών Βυζαντινών και Περσών, με εναλλαγή του ελέγχου της εξουσίας αρκετές φορές μεταξύ της Ανατολικής Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας (Βυζαντινής) και της αυτοκρατορίας των Σασσανιδών. Το 571, λόγω των Περσικών εισβολών, η Ιβηρία ζήτησε την προστασία του αυτοκράτορα του Βυζαντίου Ιουστίνου Β΄, ο οποίος, διόρισε ως ηγεμόνα τον Γκούραμ, στον οποίο και έδωσε τον τίτλο του κουροπαλάτη.


Μεσαίωνας

Στις αρχές του Μεσαίωνα τα πρώτα βασίλεια παρήκμασαν σε ένα σύνολο φεουδαρχικών μονάδων, γεγονός που διευκόλυνε τους Άραβες στην κατάκτηση της Γεωργίας τον 7ο αιώνα. Οι Άραβες μέχρι και τον 10ο αιώνα πραγματοποίησαν επανειλημμένες εισβολές στην περιοχή. Αν και κατέλαβαν την πρωτεύουσα Τιφλίδα το 645, το βασίλειο της Ιβηρίας απέκτησε σημαντική αυτονομία από τους τοπικούς Άραβες ηγεμόνες.

Το 813, ο πρίγκιπας Άσοτ Α΄ Κουροπαλάτης ήταν ο πρώτος του οίκου των Μπαγκρατιόνι (Βαγρατιδών) που ανέβηκε στην εξουσία και εδραίωσε μία δυναστεία η οποία διοίκησε μεγάλο τμήμα της σημερινής χώρας για περίπου 1000 χρόνια. Η Γεωργία, δεν ήταν ενιαίο κράτος, αλλά παρέμενε ένα άναρχο συνονθύλευμα από φέουδα ως τον 11ο αιώνα, που χαρακτηρίζονταν από οχυρωμένες πόλεις και καστρομονάστηρα.


Γκρέμι

Υπό την ηγεσία του Μπαγκράτ του Γ΄ (Bagrat III), η Γεωργία έγινε ένα ισχυρό βασίλειο. Ο Μπαγκράτ Γ΄ βασίλευσε κατ’ αρχή στην Αμπχαζία από το 978, ενώ το 1008 επέτυχε τη συνένωση όλων των υπόλοιπων περιοχών της Γεωργίας με πρωτεύουσα το Κουτάισι. Πέθανε το 1014, αφήνοντας στο Βασίλειό του την ονομασία Σακάρτβελο (όλη η Γεωργία).

Τον Γεώργιο Α΄ διαδέχθηκε ο γιός του, ο Μπαγκράτ Δ΄ (Παγκράτιος ο 4ος,1027-1072), ο οποίος κατάφερε να διατηρήσει την ανεξαρτησία της χώρας του από τις βλέψεις των Βυζαντινών και των Σελτζούκων. Οι βασιλείς της Γεωργίας είχαν στενές σχέσεις με τους Βυζαντινούς επί αιώνες και μέσω των γάμων με Βυζαντινές πριγκίπισσες εξασφάλιζαν την ειρήνη στη περιοχή.


Νεότερα χρόνια

 Οι αλλεπάλληλες εισβολές Οθωμανών και Περσών, αποδυνάμωσαν καταλυτικά το Βασίλειο της Γεωργίας και το 1724, και με τη συνθήκη της Κωνσταντινουπόλεως η χώρα διαμοιράσθηκε μεταξύ των Περσών και των Οθωμανών. Όταν αργότερα, το 1795, οι Πέρσες ανακατέλαβαν ολόκληρη σχεδόν τη χώρα, ο τότε βασιλιάς της Ηράκλειος ο Β΄ (Heraclius II of Georgia, βασ: 1744-1798) κατέφυγε στα βουνά, ενώ ο γιός του Γεώργιος ΙΒ΄ παραιτήθηκε υπέρ του Τσάρου της Ρωσίας Παύλου Α΄. O Τσάρος Παύλος στις 22 Δεκεμβρίου του 1800, προσάρτησε τη χώρα στην Ρωσική Αυτοκρατορία, καταργώντας τόσο τη χιλιόχρονη δυναστεία των Μπαγκρατιόνι, όσο και την Αυτοκέφαλη Εκκλησία της Γεωργίας. Η προσάρτηση επιβεβαιώθηκε και από τον Τσάρο Αλέξανδρο Α΄ στις 12 Σεπτεμβρίου 1801, ενώ το 1829 με την προσάρτηση της επαρχίας Κάρτλι ολοκληρώθηκε η Ρωσική κυριαρχία σε ολόκληρη τη Γεωργία, η οποία έκτοτε και για πολλά χρόνια κυβερνήθηκε ως Ρωσική επαρχία μέχρι το 1917.
Μετά την επανάσταση του Φεβρουαρίου 1917, που οδήγησε στην ανατροπή της τσαρικής απολυταρχίας, άρχισαν να εξαπλώνονται οι ιδέες του διαφωτισμού και να εμφανίζονται χωριστικά εθνικιστικά κινήματα. Οι λαοί του νοτίου Καυκάσου, το Σεπτέμβριο του 1917 ίδρυσαν στην Τιφλίδα την Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Υπερκαυκασίας (Γεωργία, Αρμενία, Αζερμπαϊτζάν), η οποία όμως λίγους μήνες αργότερα, τον Μάιο του 1918 διαλύθηκε. Η Γεωργία έζησε μια μικρή περίοδο ανεξαρτησίας υπό Σοσιαλδημοκρατική ηγεσία από το 1918 μέχρι το 1921. Τότε μετά από ένα πόλεμο με τους Αρμένιους, για περιοχές που κατοικούνταν κυρίως από Αρμένιους, η Γεωργία αποδυναμώθηκε. Το γεγονός κατέληξε σε εμπλοκή της Αγγλίας, καθώς τα Βρετανικά στρατεύματα αποβιβάστηκαν στο Μπατούμι στις 27 Δεκεμβρίου 1918 και έθεσαν τη Γεωργία υπό Βρετανική προστασία μέχρι το 1920. Το 1921, μια τουρκική προέλαση προκάλεσε ξανά την είσοδο των Ρώσων στη χώρα, οι οποίοι, αφού απέσπασαν την Αζαρία από τους Οθωμανούς, ενέταξαν τη χώρα στην Ομοσπονδία της Υπερκαυκασίας (Transcaucasian Socialist Federative Soviet Republic), μαζί με τις όμορες χώρες της Αρμενίας και του Αζερμπαϊτζάν, καθεστώς που διατηρήθηκε από το 1922 μέχρι το 1936. Η Ομοσπονδία της Υπερκαυκασίας ήταν μία από τις τέσσερεις Δημοκρατίες (μαζί με τη Ρωσία, τη Λευκορωσία και την Ουκρανία) που το 1922, ίδρυσαν τη Σοβιετική Ένωση. Στις 5 Δεκεμβρίου 1936, με τη διάλυση της Ομοσπονδίας, ιδρύθηκε η Γεωργιανή Σοβιετική Σοσιαλιστική Δημοκρατία που παρέμεινε μέχρι το 1991 οπότε έγινε η κατάρρευση της  Σοβιετικής Ένωσης και  κηρύχτηκε η ανεξαρτησία της Γεωργίας. Από την  ανεξαρτητοποίησή της το  1991, η Γεωργία  πλήττεται από χρονίζουσα αστάθεια. Ο  αγώνας ανεξαρτησίας στον  οποίον έχουν αποδυθεί   οι αυτόνομες Δημοκρατίες που  συναποτελούν τη  χώρα (Νότια Οσσετία  και Αμπχαζία), καθώς και οι συγκρούσεις μεταξύ των οπαδών του Z.  Gamsakourdia και  του  E.Chevardnadze   έχουν   προκαλέσει   μια   σειρά   φυλετικών  και   εμφύλιων συγκρούσεων.  Οι συνέπειες  των συγκρούσεων  αυτών  έχουν επιβαρύνει  ακόμη περισσότερο  την  οικονομία  της  Γεωργίας   (η  οποία  έχει  χειροτερεύσει περαιτέρω  λόγω  της  κατάρρευσης  του  εθνικού  νομίσματος,  της  έλλειψης ενέργειας και της  υποβάθμισης των μεταφορών  μεταξύ της  Γεωργίας και  της Ρωσίας), ενώ  επιπλέον  έχει  προκύψει μεγάλος  αριθμός  ατόμων  που  έχουν μετακινηθεί χωρίς  τη θέλησή  τους (240.000 άτομα  περίπου επί  συνολικού πληθυσμού 5,45 εκατομμυρίων). Μεγάλες πόλεις στην περιοχή είναι: η Τιφλίδα, το Κουτάισι, το Μπατούμι, το Ρουστάβι, το Ζουγντίντι, το Πότι, το Σοχούμι, το Γκόρι.


Ο Ελληνισμός της Γεωργίας

Οι Πόντιοι μετανάστευαν κατά κύματα από τον τουρκοκρατούμενο Πόντο και εύρισκαν καταφύγιο στη Ρωσσοκρατούμενη Γεωργία, όπως και στην υπόλοιπη Ρωσία.

Ενδιαφέρον από Ελληνική άποψη έχει το γεγονός ότι το Μάιο του 1917 πραγματοποιήθηκε στην Τιφλίδα η Εθνική Συνέλευση των Ελλήνων της Υπερκαυκασίας, όπου συζητήθηκαν αιτήματα εκπαιδευτικής, κοινοτικής και εκκλησιαστικής αυτοδιοίκησης, καθώς και η εκπροσώπησή τους στο Συνέδριο των Ελλήνων της Ρωσίας στο Ταγκανρόγκ.

Ελληνικό σπίτι. Τυφλίδα

Σημασία για τη διαπίστωση της τότε δυναμικότητας των Ελλήνων της Γεωργίας, έχει και η ίδρυση στο Μπατούμι Ελληνικού Δημοκρατικού Κόμματος. Όμως όλες οι παραπάνω κινήσεις ξεχάστηκαν σύντομα, με το ξέσπασμα του εμφυλίου πολέμου, που δίχασε και τους Έλληνες της Γεωργίας και κατέληξε στη νίκη των μπολσεβίκων.  

Ταυτόχρονα με την επικράτηση των Κεμαλιστών στη Τουρκία τέθηκε ζήτημα εκτόπισης των Ποντίων από τη περιοχή του Καυκάσου όπως και του Πόντου. Ο Ελευθέριος Βενιζέλος ανέθεσε στο Νίκο Καζαντζάκη τοποθετώντας τον διευθυντή στο νεοσύστατο υπουργείο Περιθάλψεως να φροντίσει για τη διάσωση των Ποντίων και την ασφαλή μεταφορά τους στην Ελλάδα.  Η σύντομη παραμονή του στον Καύκασο τον έφερε σε επαφή με το μεγάλο πρόβλημα και τη τεράστια τραγωδία…..

«Πρώτη φορά παρουσιαζόταν στη ζωή μου η ευκαιρία να μπω στην πράξη να μη έχω πια να παλεύω με Χριστούς και Βούδες, παρά με ζωντανούς, σάρκα και κόκαλα ανθρώπους. Καλή η στιγμή να δοκιμάσω αν η πράξη είναι η μόνη ικανή ν απαντήσει, κόβοντας με το σπαθί της τους αξεδιάλυτους κόμπους της θεωρίας. Δέχτηκα και για έναν άλλο λόγο, πόνεσα την αιώνια σταυρωμένη ράτσα μου που κιντύνευε πάλι στο προμηθεϊκό βουνό του Καυκάσου. Δεν ήταν ο Προμηθέας, ήταν η Ελλάδα καρφωμένη πάλι από το κράτος και τη βία και φωνάζει. Φωνάζει όχι τους θεούς, φωνάζει τους ανθρώπους, τα παιδιά της, να τη σώσουν. Έτσι ταυτίζοντας  τα σημερινά παθήματα  με τα αιώνια πάθη της Ελλάδας, υψώνοντας την τραγική σύγχρονη περιπέτεια σε σύμβολο,  δέχτηκα. Tο βαπόρι ήταν γεμάτο ψυχές που ξεριζώθηκαν από τα χώματα τους και πήγαινα να  τις φυτέψω στην Ελλάδα. Ανθρώποι, αλόγατα, βόδια, σκάφες, κούνιες, στρώματα, αξίνες, άγια κονίσματα, Βαγγέλια, τσάπες, έφευγαν τους  μπολσεβίκους και τους Κούρδους και δρόμωναν κατά τη λεύτερη Ελλάδα. Η Μαύρη θάλασσα κυμμάτιζε αλαφριά σκούρα, λουλακιά και μύριζε σαν καρπούζι, ζερβά  μας τ’  ακρόγιαλο και τα βουνά του Πόντου,  μια φορά κι έναν καιρό δικά μας,  δεξιά αστραφτερό, απέραντο το πέλαγο. Ο Καύκασος είχε σβύσει μέσα στο φως, μα οι γέροι με τη ράχη γυρισμένοι, κάθονταν στην πρύμνα και δεν μπορούσαν να ξεκολλήσουν τα μάτια τους από τ ΄αγαπημένο ακροθάλασσο. Ο Καύκασος είχε χαθεί, φάντασμα ήταν και σκόρπισε, μα απόμεινε ασάλευτος, αβασίλευτος, βαθιά στις λαμπυρίθρες των ματιών τους. Δύσκολο πολύ η ψυχή να ξεκολλήσει από την πατρίδα. Βουνά, θάλασσες, αγαπημένοι άνθρωποι, φτωχό αγαπημένο σπιτάκι. Ενα  χταπόδι είναι η ψυχή του ανθρώπου κι όλα ετούτα απλοκαμοί της». (Νίκος Καζαντζάκης. Αναφορά στον Γρέκο). 

Η ιστορία θα επαναληφθεί στα τέλη του 20ου αιώνα και με τους εμφυλίους πολέμους που πραγματοποιήθηκαν στη Γεωργία για προφανείς  λόγους μεγάλος αριθμός Ποντίων μετακινήθηκε προς τη Ρωσία, τη Κύπρο και την Ελλάδα.


ΑΡΜΕΝΙΑ


Η Αρμενία είναι μια ορεινή χώρα και χαρακτηρίζεται από την ποικιλομορφία του τοπίου της. Το μέσο υψόμετρο της είναι 1800 μέτρα. Το κλίμα της Αρμενίας είναι ξηρό και ηπειρωτικό λόγω της θέσης της βαθιά στο εσωτερικό του Βόρειου τμήματος μιας υποτροπικής ζώνης που περιβάλλεται από επιβλητικές οροσειρές. Λόγω της ύπαρξης πολλών ποταμών και της ποικιλότητας του κλίματος συναντάμε πάνω από 3.000 είδη φυτών. Τα μεγαλύτερα ποτάμια της χώρας είναι ο Αράς ή Αράξης, ο Βοροτάν ή Μπαζαρτσάυ, ο Αχουριάν και ο Ραζντάν. Η βλάστηση εξαρτάται από το υψόμετρο. Συναντάμε εδώ βλάστηση ημιερημική, στέπας, δασών, αλπικών λειμώνων και  της τούνδρας των μεγάλων υψομέτρων.

Η αρχιτεκτονική αποτελεί την πιο πρωτότυπη και την πιο σημαντική έκφραση της τέχνης της Αρμενίας. Εξελίχθηκε πολύ γρήγορα και τα περισσότερα μνημεία της είναι οι ναοί. Έχουνε μεγάλη ποικιλία με στενές πόρτες και παράθυρα εξαιτίας πιθανώς του κλίματος, αλλά και της ανασφάλειας της χώρας.


Εκκλησία στο Ανί
  
Η αστική πολεοδομία άρχισε κατά την ελληνιστική περίοδο. Επίσης αργότερα οι διαδρομές των καραβανιών επηρέασαν μία σειρά από κτίσματα. Για παράδειγμα χάνια, γέφυρες, κρήνες. Η στρατιωτική αρχιτεκτονική αντιπροσωπεύεται από μία σειρά κάστρων.

Η γλυπτική είχε μικρή ανάπτυξη αν κρίνουμε και από τον περιβάλλοντα μουσουλμανικό  κόσμο. Η ζωγραφική υπήρξε πρωτότυπη και επηρεάστηκε από τη Βυζαντινή, την Αραβική και την Περσική τέχνη. Αντιθέτως αναπτύχθηκε σε μεγάλο βαθμό η μικροτεχνία κυρίως η χρυσοχοΐα και η αργυροχρυσοχοΐα. Η μουσική και ο χορός εξελίχθηκαν πάρα πολύ και μέχρι σήμερα υπάρχουν εξαιρετικοί μουσικοί. Το άγονο του εδάφους της οδήγησε σε έξοδο τους Αρμένιους από τη μητρική γη τους και σχεδόν παντού σε όλο τον κόσμο βρίσκεις παροικίες Αρμενίων.

Οι μεγαλύτερες πόλεις της Αρμενίας είναι: το Γιερεβάν, το Γκιουμρί, το Βαναντζόρ, το Βαγαρσαπάτ, το Καπάν, το  Σεβάν, το Ντιλιτζάν, το Γκορίς.


 Ιστορικά στοιχεία

Αρχαιότητα

Η Αρμενία περιγράφεται από τον Ξενοφώντα ως μια απέραντη και πλούσια χώρα, την οποία κυβερνούσε ο Ορόντης (Γιετβάρτ), με ύπαρχο (υποδιοικητή) τον Τιριμπάζ. Την εποχή του Ξενοφώντος οι Αρμένιοι δεν είχαν καταλάβει ακόμα την πεδιάδα του Αραράτ, εκεί κατοικούσαν διάφορες φυλές όπως οι Αλαρόδιοι (Ουραρτινοί) και άλλες αρχαίες εγγενείς φυλές. Οι Καρδούχοι  ήταν μια πολεμοχαρής φυλή η οποία δεν είχε υποταχθεί στους Πέρσες που είχε καταλάβει το νότιο τμήμα του Κεντρίτη ποταμού και βρισκόταν σε συνεχή σύγκρουση με τη φυλή των Αρμέν. Ο Ξενοφών αναφέρει «…για το λόγο αυτό δεν συνάντησα κανέναν οργανωμένο οικισμό ή χωριό στη δεξιά όχθη του ποταμού Κεντρίτη…».

Οι Αρμέν είχαν ένα συγκριτικά υψηλό επίπεδο πολιτισμού. Μαρτυρίες ελλήνων στρατιωτών αναφέρουν ότι είχαν χάλκινα σκεύη και εργαλεία, οι κατοικίες τους ήταν κομψές και είχαν μεγάλα αποθέματα κρασιού, τα οποία φύλαγαν σε μεγάλες δεξαμενές. Κατά τον Στράβωνα, ήταν επιδέξιοι αρχιτέκτονες ειδικευμένοι στις οχυρώσεις φρουρίων και ήταν οπλισμένοι με μακριά τόξα και σφεντόνες. Το Βασίλειο της Αρμενίας έφθασε στη μέγιστη ακμή του κατά τη βασιλεία του Τιγράνη του Μέγα. Οι Αρμένιοι κατάγονται από τους αρχαίους Χουρρίτες οι οποίοι από την 3η χιλιετία π.Χ. δημιούργησαν αξιόλογους πολιτισμούς στα υψίπεδα που περιβάλλουν το Αραράτ, πάνω στο οποίο, σύμφωνα με την ιουδαϊκή και χριστιανική πίστη, προσάραξε η κιβωτός του Νώε μετά τον κατακλυσμό (Γένεση 8:4).

Το πρώτο γνωστό βασίλειο των Χουρριτών βρισκόταν την 3η χιλιετία π. Χ. στην πόλη Ουρκές (σημερινή Τέλλ Μοζάν. Η περιοχή γνώρισε αρκετούς κατακτητές όμως τα διάφορα βασίλεια  που στη συνέχεια κυριάρχησαν στην περιοχή όπως των Χαγιάζα-Άσι (1500-1200 π.Χ.), των  Ναϊρί (1200 – 1000 π.Χ.) και των  Ουραρτού (1000 – 600 π.Χ.),  συντέλεσαν στην εθνογένεση του αρμενικού λαού. Το Γιερεβάν, πρωτεύουσα της σύγχρονης Αρμενίας, ιδρύθηκε το 782 π.Χ. από τον βασιλιά των Ουραρτού Αργκίσθι Α΄.

Γύρω στο 600 π.Χ. ιδρύθηκε το Βασίλειο της Αρμενίας από τη Δυναστεία των Οροντιδών. Το βασίλειο έφτασε στην ακμή του κατά το 95-66 π.Χ., την εποχή του Τιγράνη του Μέγα, και ήταν ένα από τα πιο ισχυρά βασίλεια της περιοχής. Το βασίλειο της Αρμενίας υπήρξε άλλοτε ανεξάρτητο και άλλοτε προτεκτοράτο ισχυρότερων αυτοκρατοριών. Η στρατηγική θέση της Αρμενίας, μεταξύ δυο ηπείρων, προκάλεσε την εισβολή πολλών λαών ανά τους αιώνες, όπως οι Ασσύριοι, οι Έλληνες, οι Ρωμαίοι, οι Βυζαντινοί, οι Άραβες, οι Μογγόλοι, οι Πέρσες, οι Οθωμανοί και οι Ρώσοι.



Γκαρνί

Στις αρχές του 4ου αιώνα η Αρμενία έγινε το πρώτο κράτος στην ιστορία που υιοθέτησε το Χριστιανισμό ως επίσημη θρησκεία ενώ χριστιανικές κοινότητες είχαν κάνει την εμφάνισή τους ήδη από το 40 μ.Χ. Υπήρχαν επίσης και παγανιστικές κοινότητες, όμως προσηλυτίστηκαν στο χριστιανισμό από τους πολυάριθμους ιεραπόστολους που έδρασαν στην Αρμενία. Ο Τιριδάτης Γ΄ έγινε ο πρώτος μονάρχης που εκχριστιάνισε επίσημα τους υπηκόους του, δέκα χρόνια πριν την παύση των διώξεων από το Γαλέριο και τριάντα χρόνια πριν βαπτιστεί ο Μέγας Κωνσταντίνος. Μετά την κατάρρευση του Βασιλείου της Αρμενίας στα 428, το μεγαλύτερο μέρος του ενσωματώθηκε στην Περσική Αυτοκρατορία των Σασσανιδών. Οι Αρμένιοι ήταν μεγάλοι στρατιωτικοί ηγέτες και σκληροί μαχητές γι’ αυτό διέπρεψαν τον επόμενο αιώνα στο Βυζάντιο αναδεικνύοντας ισχυρούς στρατηγούς και αυτοκράτορες, όπως ο Ηράκλειος γιος ενός επίσης σπουδαίου Αρμένιου στρατηγού του Ηρακλείου έξαρχου της Καρχηδόνας.


Μεσαίωνας

Από τον 7ο αιώνα η Αρμενία έγινε Εμιράτο, μια αυτόνομη περιοχή μέσα στην Αραβική αυτοκρατορία, παίρνοντας πίσω και τα εδάφη που είχαν πριν αποτελέσει τμήμα της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας. Το Εμιράτο κυβερνούνταν από τον Πρίγκιπα της Αρμενίας, που αναγνωριζόταν από τον Χαλίφη και τον Βυζαντινό Αυτοκράτορα. Το πριγκιπάτο διατηρήθηκε μέχρι το 884, όταν και απέκτησε και πάλι την ανεξαρτησία του από την αποδυναμωμένη πλέον Αραβική Αυτοκρατορία. Η Δυναστεία των Βαγρατιδών ήταν πολύ σημαντική διότι  κράτησε την χώρα ανεξάρτητη έως το 1045. Στη συνέχεια η περιοχή κατελήφθη από τους Βυζαντινούς, τους Μογγόλους και τους Σελτζούκους. Μία πρωτεύουσα του κράτους των Βαγρατιδών ήταν και το Ανί.

Ανί

Το Ανί έφτασε την ακμή κατά την μακρά βασιλεία του βασιλιά Γκαγκίκ Ι (989–1020), ενώ κατοικείτο μέχρι τον 17ο αιώνα. Κατά τον 10ο αιώνα ο πληθυσμός της πόλης εκτιμάται σε 50.000–100.000. Στις αρχές του 11ου αιώνα ο πληθυσμός ξεπέρασε τις 100.000 και η πόλη απέκτησε την φήμη «της πόλης με τις σαράντα πύλες» και «της πόλης με τις χίλιες και μία εκκλησίες».

Νεότερα χρόνια

Ανέκαθεν κατά τη διάρκεια της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας συνέβαιναν διώξεις στη περιοχή του Πόντου. Κάποιοι μεταλλωρύχοι από τα χωριά της Αργυρούπολης και του Καρς κατέφευγαν στα μεταλλεία της Αρμενίας ιδρύοντας οικισμούς. Τα χωριά με μεγάλο ποσοστό Ποντίων βρίσκονται σε περιοχές κατά μήκος των βορείων συνόρων της Αρμενίας με τη Γεωργία στο βόρειο τμήμα της επαρχίας Λορί. 

Οι μεγαλύτερες κοινότητες μπορούν να βρεθούν στο Αλαβερντίτο Γερεβάν, στο Βαναντζόρ, το Γκιουμρί,  το Στεπαναβάν, το Χανκαβάν και το Νογιεμπεριάν. Η ομογένεια στην Αρμενία αριθμεί περίπου από 1.800 άτομα έως 4.000. Το Γιαγκντάν στην επαρχία Λορί έχει περιγραφεί ως το τελευταίο εναπομείναν ελληνικό χωριό στην Αρμενία.

Με το ξέσπασμα του Α’ Παγκόσμιου Πολέμου και την περιφερειακή διαμάχη μεταξύ Ρωσίας και Τουρκίας στον Καύκασο και την Περσία, η νέα κυβέρνηση άρχισε να βλέπει με καχυποψία τους Αρμένιους, επειδή στο Ρωσικό στρατό υπήρχε ένα τμήμα Αρμενίων εθελοντών. Στις 24 Απριλίου 1915 διάφοροι σημαίνοντες και διανοούμενοι Αρμένιοι διώχτηκαν από την Κωνσταντινούπολη. Στις 29 Μαΐου 1915 το Οθωμανικό Κοινοβούλιο πέρασε νόμο με τον οποίο διατασσόταν η μετακίνηση των αρμενικών πληθυσμών προς τη σημερινή Συρία, καθώς θεωρούνταν απειλή για την εθνική ασφάλεια. Κατά τη διάρκεια αυτής της μετακίνησης, πέθαναν ή δολοφονήθηκαν εκατοντάδες χιλιάδες Αρμένιοι, στα γεγονότα που σήμερα περιγράφονται με τον όρο «Γενοκτονία των Αρμενίων». Τα γεγονότα αυτά θεωρούνται από τους Αρμένιους και από μεγάλο μέρος των Δυτικών ιστορικών ως γενοκτονία οργανωμένη από το τουρκικό κράτος. Κατά το τέλος του Πολέμου, η Αντάντ επεδίωκε τη διάλυση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Η Συνθήκη των Σεβρών, που υπογράφηκε ανάμεσα στους νικητές του Πολέμου και την Υψηλή Πύλη στις 10 Αυγούστου 1920, εγγυάτο την ύπαρξη της Δημοκρατίας της Αρμενίας και προέβλεπε την προσθήκη σε αυτή επιπλέον των εδαφών της Οθωμανικής Αρμενίας. Καθώς τα νέα σύνορα της χώρας χάραξε ο τότε Πρόεδρος των ΗΠΑ Γούντροου Ουίλσον, το κράτος μερικές φορές αποκαλείται «Ουιλσονιανή Αρμενία». Υπήρχε επίσης η σκέψη να γίνει η Αρμενία προτεκτοράτο των Ηνωμένων Πολιτειών. Ταυτόχρονα όμως, η Εντεκάτη Στρατιά της Σοβιετικής Ένωσης εισέβαλε στην Αρμενία στο Καραβανσαράι (το σημερινό Ιτζεβάν) στις 29 Νοεμβρίου. Έως τις 4 Δεκεμβρίου, οι Σοβιετικές δυνάμεις είχαν μπει στο Γιερεβάν, σημαίνοντας και το τέλος της Δημοκρατίας της Αρμενίας. Η Αρμενία ενσωματώθηκε στη Σοβιετική Ένωση και μαζί με τη Γεωργία και το Αζερμπαϊτζάν αποτέλεσε την Ομοσπονδία Σοβιετικών Σοσιαλιστικών Δημοκρατιών της Υπερκαυκασίας, που ιδρύθηκε στις 4 Μαΐου 1922. Με την προσάρτηση αυτή, η Συνθήκη της Αλεξανδρούπολης αντικαταστάθηκε με την τουρκο-σοβιετική Συνθήκη του Καρς. Σύμφωνα με αυτή, η Τουρκία παρέδιδε στη Σοβιετική Ένωση τον έλεγχο της Αζαρίας και του λιμανιού Μπατούμι με αντάλλαγμα την κυριαρχία στις πόλεις Καρς, Αρνταχάν και Ιγντίρ, που όλες ήταν τμήμα της Ρωσικής Αρμενίας.

Το 1991 η Σοβιετική Ένωση διαλύθηκε και η Αρμενία έγινε ξανά ανεξάρτητο κράτος. Έγινε η πρώτη μη-Βαλτική χώρα που διακήρυξε την ανεξαρτησία της στις 23 Αυγούστου του 1991. Όμως, τα πρώτα χρόνια εκτός Σοβιετικής Ένωσης σημαδεύτηκαν από οικονομικές δυσκολίες καθώς και από την εισβολή της Αρμενίας στο Καραμπάχ κατά τον Πόλεμο του Ναγκόρνο Καραμπάχ ανάμεσα στους Αρμένιους του Καραμπάχ και το Αζερμπαϊτζάν. Τα οικονομικά προβλήματα επιδεινώθηκαν σε μεγάλο βαθμό από αυτή τη σύγκρουση, καθώς το Κόμμα Λαϊκού Μετώπου του Αζερμπαϊτζάν έπεισε την κυβέρνηση να επιβάλλει σιδηροδρομικό και αεροπορικό αποκλεισμό στην Αρμενία. Το εμπάργκο τσάκισε την οικονομία της Αρμενίας καθώς το 85% των εισαγωγών και εξαγωγών της γίνονταν μέσω σιδηροδρόμου. Το 1993 η Τουρκία επέβαλλε και αυτή αποκλεισμό στην Αρμενία σε υποστήριξη του Αζερμπαϊτζάν. Σήμερα η χώρα προσπαθεί να αναπτυχθεί με τη βοήθεια και των απανταχού της γης Αρμενίων.




Βιβλιογραφία:
-        Πάπυρος Λαρούς Μπριτάνικα.
-        Αζνίβ Γεραμιάν : Η Αρμενία όπως την είδε ο Ξενοφών.
-         https://ayf.gr/armenia.

-         Τασούλα Καμπουρίδου: Οδοιπορικό στον Καύκασο

1 σχόλιο:

  1. Όπως πάντα Βασίλη,μας εκπλήσσεις ευχάριστα. Τα θέματά σου είναι ασυνήθιστα, σχεδόν άγνωστα και γι αυτό πολύτιμα. ΣΥΝΕΧΙΣΕ, Βασίλη! Μπραβο.

    ΑπάντησηΔιαγραφή