ОДИССЕЯ ОДНОЙ ГРЕЧЕСКОЙ СЕМЬИ
Από την Κορόνιξα και τη Χάκαξα ως τη …Μαντζουρία, τη Δραπετσώνα και την Άρδασσα…
Από την Κορόνιξα και τη Χάκαξα ως τη …Μαντζουρία, τη Δραπετσώνα και την Άρδασσα…
Είναι Ιούλιος του 1994. Μόλις έχω πληροφορηθεί από το Υπουργείο Παιδείας
ότι αποσπώμαι σε σχολείο του εξωτερικού. Διακόπτω τις διακοπές μου στον
Άη-Στράτη και μαθαίνω ότι είμαι πρώτος στον πίνακα της ειδικότητάς μου για
απόσπαση σε σχολείο στη Βεγγάζη της Λιβύης και στην Αντίς Αμπέμπα (Addis_Ababa) της
Αιθιοπίας. Τελικά, ο προορισμός μου είναι η Αντίς.
Μιας και η γιαγιά μου είναι ήδη
μεγάλη, πηγαίνω στην Άρδασσα για να την αποχαιρετίσω και να πάρω την ευχή της.
Έχει προηγηθεί ένας σεισμός στην περιοχή και η γιαγιά έχει χάσει λίγες
δυνάμεις. Ωστόσο, στο άκουσμα της απόφασής μου, είναι έκδηλη η συγκίνησή της.
Τον λόγο τον αντιλήφθηκα αμέσως
μετά:
- «Πόσες ελιές έχεις στο σώμα σου και σε ποιά
σημεία;», με ρωτάει.
- «Τρείς μεγάλες, εδώ, εδώ και εδώ.»
Χαμογελάει και μου αποκρίνεται:
- «Εκεί τις είχε κι ο παππούς σου, όχι όμως
και ο δικός σου πατέρας. Κάτσε να σου πω την ιστορία μας. Όταν ο παππούς σου
ήρθε στη Δραπετσώνα, μαζί με εμένα, τη μάνα του τη Θυμία, τις κόρες μας (την
Ελένη και την Κίτσα), και τον πατέρα σου μωρό, είχε μαζί του 175.000 δρχ. Μας
έδειξαν ένα τετράγωνο που είχε μέσα σπίτι, φούρνο και μας το πουλούσαν 25.000
δρχ. Ο παππούς σου, ο Βασίλης, ήταν ανήσυχος άνθρωπος. Τότε η Αβησσυνία, έτσι
λέγανε την Αιθιοπία, ζητούσε Χριστιανούς για εγκατάσταση. Έκανε τα χαρτιά του
και λίγο πριν φύγουμε για τη χώρα του Χαϊλέ Σελασιέ συνάντησε κάτω στον Πειραιά
κάποιον συγχωριανό του από τον Πόντο, που του είπε ότι ο αδελφός του ο Θόδωρας
βρίσκεται στα Καϊλάρια (Πτολεμαΐδα). Τότε ο παππούς σου ακύρωσε το ταξίδι στην
Αιθιοπία και πήγαμε στο Σούλποβο (έτσι αποκαλούσαν τότε την Άρδασσα, ένα χωριό
6 χμ. από την Πτολεμαΐδα) και σοχρέψαμε (...ειρωνικά στα ποντιακά, προοδέψαμε).
Πάει και αυτός το 1943 και... από τα ψηλά στα χαμηλά. Είστε 16 πρώτα ξαδέρφια
και εσύ είσαι ο μοναδικός Κωνσταντινίδης Βασίλης του Ευσταθίου (υπάρχει και ο
Βασίλης του Αριστοτέλη), έχεις τι ελιές του, του μοιάζεις στα γράμματα και στα
χούγια και μετά από 70 χρόνια ακριβώς, σου ‘μελλε να πας στη χώρα που θα
πήγαινε ο παππούς σου. Γι’ αυτό η πρώτη κάρτα που θα στείλεις από την
Αβησσυνία, θα’ ναι δική μου, για να δω πώς θα ήταν η χώρα που θα πηγαίναμε. Και
επειδή μου είπες κι αυτό, πάρε τη φωτογραφία που ‘χε βγάλει ο παππούς σου όταν
ήταν 18 χρόνων και δούλευε στη Ρωσία, για να δεις πόσο του μοιάζεις».
Μου την έδωσε, ακριβώς με την
κορνίζα του 1906, και την έχω ακόμα στο σαλόνι του σπιτιού μου. Όσο για το που
του μοιάζω; Όταν πέθανε ο πατέρας μου
και μεταφέραμε στην Άρδασσα τα οστά του, το 2007, επειδή ήθελα τιμώντας τον να
πάω να δω τα Νάματα, το Σισσάνι (χωριά του νομού Κοζάνης) και τη Σιάτιστα –μέρη
που είχε πολεμήσει- μπήκα στο αυτοκίνητο και ξεκίνησα. Όμως στα σημεία εκείνα δεν έπιανε το κινητό
και η αδερφή μου ανησύχησε λόγω της πολύωρης απουσίας μου. Τότε η θεία
Περμαχία, αδερφή του πατέρα μου, την καθησύχασε:
- «Μην ανησυχείς! Εμείς οι Πόντιοι λέμε όνομα
με όνομα και η χάρη. Κάπου θα ‘ναι και θα βλέπει κάτι».
Έτσι της διηγήθηκε μια πραγματική
ιστορία.
- «Όταν ο πατέρας μου ήρθε στη Δραπετσώνα το
1924, ένα πρωινό ξύπνησε νωρίς και είπε στη μάνα μου ότι θα πάει στην Αθήνα.
Ήρθε το απόγευμα, ήρθε το βράδυ, ο πατέρας μου δε φάνηκε. Η μάνα μου ανησύχησε.
Άρχισε να κλαίει νομίζοντας ότι χάθηκε και την άφησε με τρία μωρά παιδιά και
την ιδιότροπη μάνα του. Aργά το
βράδυ γύρισε ο πατέρας μου, μιας και περπάτησε από την Αθήνα ως τη Δραπετσώνα,
καθώς τότε το βράδυ δεν κυκλοφορούσαν τα μέσα συγκοινωνίας. Πού ήσουνα;, τον
ρώτησε η μάνα μου. Αχ, Λισάφ (το υποκοριστικό της Ελισάβετ στα ποντιακά), εγώ
Ακρόπολη διάβαζα στα ξένα και Ακρόπολη δεν έβλεπα. Και τώρα που είναι δίπλα μου
η Ακρόπολη να μην πάω να τη δω; Και αφού πήγα μέχρι εκεί να μην κάτσω ως τη
δύση να την απολαύσω;»
Και όντως δεν την ξανάδε!!! Τέτοια
λαχτάρα είχαν οι Πόντιοι για την Ελλάδα. Άρα ξέρω σε ποιον έμοιασα... Το DNA
φυγείν αδύνατον !!!
ΧΑΚΑΞΑ - ΤΟ ΧΩΡΙΟ ΤΟΥ ΠΑΠΠΟΥ
Ο παππούς μου Βασίλης Κωνσταντινίδης γεννήθηκε στο Θεφίλ της Χάκαξας που ήταν
κεφαλοχώρι της περιοχής της Ίμερας. Βρισκόταν ανάμεσα στην Ίμερα, το Γουζούλ
και την Χάρσερα. Είχε περίπου 100 οικογένειες που κατοικούσαν στις συνοικίες:
Τσουκάντων (όπου υπήρχε η εκκλησία του Αγίου Ιωάννη του Πρόδρομου), Μουγζουλή (όπου
λειτουργούσε η εκκλησία του Αγίου Δημητρίου και διτάξιο δημοτικό σχολείο),
Ισραηλάντων, Θεφίλ, Τζιμπραηλάντων, Παπαδάντων, Παπανικολάντων και Κυρεφέντων.
Πολλοί από τους Χακαξενούς μετακινούνταν
στη Ρωσία όπου έβρισκαν εργασία και ησυχία κατά περιόδους, αποφεύγοντας την
τουρκική καταπίεση. Κύριο επάγγελμα τους ήταν το εμπόριο και οι φούρνοι.
Εξάλλου και σήμερα, όπου και αν πάει κανείς στην Τουρκία, θα δει σε επιγραφές
«Trabzon ekmek» (ψωμί αφράτο Τραπεζούντας) και είναι σίγουρο ότι ο ιδιοκτήτης
του θα είναι από την περιοχή της Τραπεζούντας, ίσως ακόμα και ποντιόφωνος.
Μετά την ανταλλαγή Χακαξενοί
εγκαταστάθηκαν στην Καλλιθέα και τη Δραπετσώνα της Αττικής, στο Τσοτύλι και την
Άρδασσα της Κοζάνης και στην Αγροσυκιά της Πέλλας.
Τίποτα σήμερα δε θυμίζει το παλαιό
κραταιό κεφαλοχώρι. Οι περίπου 100 κάτοικοί του λίγα πράγματα μπορούν να σου
πουν για τους παλαιούς κατοίκους της. Το όνομα της παραπέμπει στο ίδιο νόημα: Κορόνιξα (κορό_νύκτα= μαύρη νύχτα) ή Κορόξενα (κορό-ξένα= μαύρα ξένα). Πολύ
πιθανόν οι πρώτοι κάτοικοί της να βρήκαν καταφύγιο στο οροπέδιο που
περιβάλλεται από τα ψηλά βουνά Κάγκανος, Παγωμένον και Ταχμούτ ή πήγαν εκεί
γιατί κοντά υπήρχαν μεταλλοφόρες φλέβες και από την αρχαία εποχή των Χαλύβων,
οι κάτοικοι του Πόντου ήταν μεταλλουργοί. Εξάλλου και το όνομα της επαρχίας
–Χαλδία- εκεί παραπέμπει.
Η Κορόνιξα, ιστορικό χωριό της
επαρχίας Χαλδίας είναι γνωστή, από τη βυζαντινή περίοδο τουλάχιστον, οπόταν
υπήρχε και το κάστρο του Αγίου Θεοδώρου. Στις αρχές του 19ου αι.
αριθμούσε περίπου 4.000 κατοίκους, οι οποίοι προφανώς λόγω της ακμής των
μεταλλείων είχαν εισρεύσει εκεί και από άλλες περιοχές. Όταν τα μεταλλεία
φθίνουν γύρω στο 1860 λόγω εξάντλησης του μεταλλεύματος, οι πολύ έμπειροι
μεταλλωρύχοι πηγαίνουν όπου υπάρχουν μεταλλεύματα και ιδρύουν ή οργανώνουν νέα
μεταλλεία. Κερασούντα, Μελανθία, Ανταπάζαρι, Ακ-Νταγ-Μαντέν, Μπουγά -Μαντέν,
Πουλαντζάκη, Ρωσία είναι οι περιοχές
μετακίνησής τους. Κάποιοι όμως ασχολούνται και με το εμπόριο. Μετακινούνται
προς Τραπεζούντα, Τρίπολη, Κερασούντα, Κωνσταντινούπολη. Στα χρόνια της ακμής
της ήταν οργανωμένη σε 9 οικισμούς, όπου λειτουργούσαν 2 εκκλησίες –ο Άγιος
Γεώργιος και η Παναγία- ενώ υπήρχαν και 8 παρεκκλήσια. Στο εξατάξιο σχολείο που
υπήρχε στην Κορόνιξα πολλοί ήταν οι μαθητές που έμαθαν εκεί τα πρώτα γράμματα.
Πολλές πληροφορίες για το σχολείο μας δίνει ο Κοροξενέτης δάσκαλος Ανανίας Νικολαΐδης,
ο οποίος όταν εγκαταστάθηκε στην Πτολεμαΐδα, έγινε ο ληξίαρχος του Δήμου Πτολεμαΐδας.
Στις αρχές του 20ου αι. μόνο
50 οικογένειες ζούσαν στο χωριό, αλλά σύμφωνα με τις διηγήσεις της γιαγιάς μου,
κάθε καλοκαίρι πήγαιναν με τα κάρα οι γυναίκες και τα παιδιά από την
Τραπεζούντα στην Κορόνιξα για να μαθαίνουν και τα μικρά παιδιά τον τόπο
καταγωγής τους.
Μια συνήθεια που είναι και έθιμο σε
όλο τον Πόντο, είναι το καλοκαίρι τα αλπικά λιβάδια, τα «παρχάρια», να γεμίζουν
από κόσμο και οι γιορτές και τα γλέντια να είναι σε ημερήσια διάταξη. Έτσι και η
Κορόνιξα είχε τα δικά της παρχάρια: Αγία Μαρίνα, Σούδα, Ηλιακόν, Ασπρόλιθον,
Αέν Παύλον.
Μέχρι το 1923, σύμφωνα με μαρτυρίες παλαιότερων, υπήρχε το κάστρο του Αγίου Θεόδωρου και υπήρχαν ακόμα 50 μαθητές. Κυριότερα επίθετα Κοροξενετών ήταν τα: Κοροξενίδης, Εξακουστίδης ή Εξακουστείδης, Προκοπίδης, Νικολαίδης, Πολυχρονίδης, Ξανθόπουλος, Ταργοντζίδης, Αλεξανδρίδης. Πιθανόν κάποιοι να μετοίκησαν και στην Πόλη, γιατί το επίθετο απαντάται και σε Κωνσταντινουπολίτες. Οι περισσότεροι μετά την ανταλλαγή εγκαταστάθηκαν στην Άρδασσα Πτολεμαΐδας, στη Θεσσαλονίκη, στα Άνω Πορόια Σερρών, στην Καλλιθέα, τη Δραπετσώνα και το Κερατσίνι Αττικής.
• από το βιβλίο των εκδόσεων infognomon: Ανατολικός Πόντος
• και φωτογραφικό υλικό μπορείτε να δείτε στο
DVD "Ενα
ταξίδι στον χώρο και τον χρόνο"
Ο ΓΑΜΟΣ ΤΟΥΣ
Ο παππούς μου Βασίλειος γεννήθηκε το 1888 στο Θεφίλ' της Χάκαξας και σε μικρή
ηλικία αναγκάστηκε να μεταναστεύσει στη Ρωσία. Παρόλο ότι είχε αποκτήσει μόνο γνώσεις δημοτικού από την πατρίδα του, έμαθε
άψογα τα ρωσικά, καθώς ήταν ιδιαίτερα φιλομαθής. Είχε επίσης πολύ μεγάλη θέληση
να μάθει ότι μπορούσε για την ελληνική ιστορία. Δούλεψε σαν εργάτης σε φούρνους
της νότιας Ρωσίας στην αρχή και γρήγορα, έφτασε να γίνει ικανός έμπορος και
φούρναρης.
Γύρισε στην Τραπεζούντα για να
παντρευτεί τη γιαγιά μου στις 29
Ιανουαρίου του 1917 και μέσω του
Βατούμ (Batumi, Βαθύς Λιμένας= αρχαία
ελληνική αποικία) της Γεωργίας πήγαν στη Γρόζνα
(Grozny - Грозный), όπου υπήρχε ακμάζουσα ελληνική παροικία
Ποντίων, ανάμεσα σε αυτούς και το σόι της μαμάς μου, οι Παπαδοπουλαίοι (από την
Χάρχερα ή Χάρσερα= Χαίρε Χήρα, Χαίρε Σέρα). Το όνομά της το πήρε επειδή μια χήρα
είχε δώσει πολλά χρήματα για τον Αγώνα της Ανεξαρτησίας, όπως μου διηγήθηκε ο
θείος Ζόρας, ξάδερφος του παππού μου, χωρίς όμως να μπορώ να διασταυρώσω αν
είναι αυτό ακριβές.
Στη Γρόζνα έμειναν 17 μέρες και έπειτα, με το τρένο, πήγαν στην Τσαρίτσα (Στάλινγκραντ), όπου περίμεναν 3 μέρες. Στη συνέχεια, πάλι με το τρένο, πέρασαν στο Νικολαέφσκι, το Νόβα-Νικολαέφσκι, το Ομσκ, το Τομσκ, την Ούφα, το Ιρκούτσκ (Irkutsk), το Τσιτά (Chita - Чита) - 6.166 χμ. από Μόσχα -και μετά το Ζαμπαϊλκάσκι Όμπλαστ (6.626 χμ. από Μόσχα) κατέληξαν στο χωριό Κλούσεβσκο (Klyuchevskoye - Ключевское), κοντά στην κωμόπολη Μπόρτζια (Borzya - Борзя).
Εκεί ο παππούς μου άνοιξε φούρνο που
τροφοδοτούσε με ψωμί τους εργάτες που δούλευαν στα εργοστάσια, τους στρατιώτες
και μαγαζιά με οτιδήποτε μπορεί να χρειαστεί κάποιος. Στην κωμόπολη αυτή
έμειναν 3 μήνες και αργότερα μετακινήθηκαν στην πόλη Ολοβγέναγια (Olovyannaya - Оловянная) - 6.410 χμ. από τη Μόσχα. Τότε ήταν μεγάλη
κωμόπολη, σαν μια μικρή πόλη αλλά και πολύ σημαντικός σταθμός τρένου. Ο παππούς
μου άνοιξε φούρνο, μαγαζί και μεγάλο κατάστημα όλων των ειδών στο σταθμό του
τρένου για 7 περίπου μήνες.
Στη συνέχεια μετακινήθηκαν προς στην Μπόρτζια (Borzya - Борзя) - 6.509 χμ. από τη Μόσχα έχοντας ακολουθήσει τον Αταμάν (στρατηγό) Συμεόνοφ. Η Μπόρτζια ήταν και αυτή μεγάλος σταθμός τρένου όπου κάθισαν 8 μέρες.
Εκεί έφτασαν με περιπετειώδη τρόπο. Ο στρατηγός του Τσάρου Συμεόνοφ είχε
φυγαδεύσει 5 βαγόνια με χρυσό και
δημιούργησε στρατό για να πολεμήσει εναντίον των "Κόκκινων"
(Σοβιετικών).
Την 1η Μαϊου του 1918 ανατίναξαν τη γέφυρα στον ποταμό Αμούρ (Amur) με συνέπεια ο υπόλοιπος στρατός να περάσει με καΐκια τον ποταμό Ανόνα (Onona).
Και η γιαγιά μου με τον παππού μου, αφού περίμεναν λίγο τελικά πέρασαν και αυτοί αργότερα τον Μάη του 1918 με καΐκι.
Την 1η Μαϊου του 1918 ανατίναξαν τη γέφυρα στον ποταμό Αμούρ (Amur) με συνέπεια ο υπόλοιπος στρατός να περάσει με καΐκια τον ποταμό Ανόνα (Onona).
Και η γιαγιά μου με τον παππού μου, αφού περίμεναν λίγο τελικά πέρασαν και αυτοί αργότερα τον Μάη του 1918 με καΐκι.
Μετά την Μπόρτζια κατευθήθηκαν προς
το Μαντζούλι (Manzhouli - 满洲里市), 6.638 χμ. από τη Μόσχα). Στο Μαντζούλι άνοιξαν
πάλι φούρνο και μαγαζιά, ενώ έμεναν σε ένα πολύ ωραίο σπίτι. Εκείνα τα χρόνια η
περιοχή της Μαντζουρίας ήταν υπό
ιαπωνική κατοχή ενώ προηγουμένως ήταν ρωσική επικράτεια. Εν τω μεταξύ είχε
ξεσπάσει και η Οκτωβριανή Επανάσταση, που όμως δεν επικράτησε αυτόματα σε όλες
τις περιοχές της Ρωσίας. Ξεκινώντας από την Πετρούπολη, εξαπλώνονταν αργά προς
τα ανατολικά. Ίσως και αυτός να ήταν ο λόγος που αναγκαζόταν ο παππούς μου να
μετακινείται συνέχεια. Το Μαντζούλι δεν ήταν μακριά από το Χαρμπίν (Harbin - 哈尔滨), την
πρωτεύουσα της Μαντζουρίας . Η γιαγιά μου έλεγε ότι καθόσουν το πρωί στο τρένο
από το Μαντζούλι και έβγαινες το βράδυ στο Χαρμπίν. Πράγματι, το Χαρμπίν- 7.573
χμ. από τη Μόσχα, το επισκεπτόταν ο παππούς μου τακτικά για δουλειές. Μάλιστα
είχε επισκεφτεί και το Σινικό Τείχος αρκετές φορές. Στο Μαντζούλι κάθισαν 6
μήνες.
Στη συνέχεια από το Μαντζούλι γύρισαν πίσω στην Ολοβγέναγια (Olovyannaya - Оловянная). Ασχολήθηκαν ξανά με φούρνο
και με εμπορικό κατάστημα, ενώ το σπίτι τους ήταν πολύ ωραίο. Εκεί έμειναν ως το 1920.
Στη συνέχεια πήγαν στο Τσιτά (Chita - Чита),
όπου εν τω μεταξύ πέθανε το πρώτο τους παιδί, ο Γεώργιος σε ηλικία 2,5 χρόνων-
και γεννήθηκε το δεύτερο, το οποίο πάλι ονόμασαν Γιώργο και πέθανε και αυτό
μόλις 28 ημερών. Το 1921 γεννήθηκε η Ελένη, η οποία πέθανε 25 χρόνων στην
Άρδασσα, αφού πρώτα είχε προλάβει να αποκτήσει με τον Λάζαρο Ρωμανίδη, την
Ελένη, τη Μαρία και τον Γαβριήλ. Το 1923 στο Τσιτά γεννήθηκε και η Κυριακή.
Σε αυτή την πόλη ήταν το πιο ήσυχο διάστημα της οικογένειας και μάλιστα το καλύτερο από οικονομικής πλευράς. Είχαν ανοίξει φούρνο και μαγαζιά (τι άλλο?) και εμπορεύονταν όλα τα είδη που χρειάζεται ένα νοικοκυριό. Στα μαγαζιά δούλευαν τέσσερις υπάλληλοι, δέκα στο φούρνο, ενώ και δύο υπηρέτριες βοηθούσαν στην τακτοποίηση του σπιτιού. Τα χρόνια εκείνα συνέβη και ένα περιστατικό που αργότερα αποδεικνύει ότι τα πάντα στη ζωή μπορούν να ανατραπούν από στιγμή σε στιγμή και ότι η ιστορία επαναλαμβάνεται με άλλο πρόσωπο. Ένα βράδυ χτύπησε κάποιος την πόρτα του σπιτιού. Όταν άνοιξαν, αντίκρισαν έναν καλοντυμένο και ευγενικό κύριο που μιλούσε άψογα μοσχοβίτικα ρωσικά. Του είπαν να περάσει στο σαλόνι και να τους πει τι θέλει. Τότε αυτός είπε στη γιαγιά μου:
- "Μου 'παν ότι είστε πολύ καλή χριστιανή και
ευκατάστατη. Έχω ένα πρόβλημα. Φεύγω για την Αμερική και το μικρό μου αγοράκι
αρρώστησε. Έχει υψηλό πυρετό και φοβάμαι μην πεθάνει. Θέλω κάπου να σταματήσω
για να γίνει καλά, αν γίνεται, και να συνεχίσω. Αλλά δεν έχω πολλά χρήματα για
να σου δώσω".
Η
γιαγιά μου τότε είπε να περάσει όλη η οικογένεια: αυτός, η γυναίκα του, τα δύο
κοριτσάκια και το άρρωστο αγοράκι του. Έστειλε να φέρουν γιατρό και είπε στις
υπηρέτριες να καθαρίσουν μια αποθήκη, που όμως είχε κρεβάτια, σόμπα, κουζίνα
και ότι άλλο ήταν απαραίτητο για να στεγαστεί μια οικογένεια. Ταυτόχρονα τους
έδωσε ρούχα και στέγνωσαν τα δικά τους στη σόμπα του σαλονιού μέχρι να
ετοιμαστεί η αποθήκη. Πέρασε αρκετός καιρός μέχρι ο μικρός να συνέλθει και
καθημερινά οι κόρες του επισκέπτη έπαιζαν με τη γεννημένη έως τότε Ελένη. Η
γιαγιά μου δεν τους ζήτησε καμιά οικονομική απολαβή –δεν είχε ανάγκη εξάλλου και
φρόντιζε να μην στερηθούν το παραμικρό, πιθανόν επειδή είχε χάσει και δυο
αγόρια πριν λόγω ασυμβατότητας αίματος (γιατί ο πατέρας μου όταν χρειάστηκε
αίμα, αποδείχτηκε ότι είχε ομάδα αίματος 0Rh αρνητικό). Όταν πια μετά από
καιρό-μήνες θα' ταν- έπρεπε να φύγει η οικογένεια γύρισε ο Ρώσος φιλοξενούμενος
με γλυκόπικρο χαμόγελο και είπε στη γιαγιά μου:
-"Το
καλό που μου έκανες δεν ξεπληρώνεται με τίποτα. Κάτι πρέπει να σου κάνω και εγώ
για να νοιώθω καλά. Σε παρακαλώ, μιας και δεν έχω λεφτά να σου δώσω, πάρε
αστραχάν (υμένας από πολύ λεπτό αρνί ή κατσίκι) να σου ράψω ένα παλτό".
Η γιαγιά μου δεν ήξερε τι ήταν, αλλά
για να μην του χαλάσει το χατίρι και να μην αισθάνεται άβολα ο φιλοξενούμενος,
είπε στον παππού μου και της έφερε το υλικό και πράγματι της έραψε ένα παλτό,
τόσο μαλακό που χωρούσε μέσα σε μια χούφτα. Ο Ρώσος επισκέπτης της αποκάλυψε
λοιπόν ότι ήταν ο ράφτης του τσάρου και έφυγε άρον- άρον επειδή τους
κυνηγούσαν.
Στη διάρκεια της Κατοχής στην Ελλάδα
πλέον, όταν πέθανε ο παππούς μου και η γιαγιά μου -αλλιώς ήταν μαθημένη,- έραβε
για να ζήσει την οικογένεια της, αναγκάστηκε να πουλήσει ότι είχε και δεν είχε.
Μόλις τέλειωσαν τα χρυσαφικά, είδε στο ντουλάπι το παλτό και ήρθε η σειρά του
αστραχάν. Την επισκέφθηκε λοιπόν μια ντόπια, η οποία νόμιζε ότι είναι
κομπινεζόν και το 'βαλε κατάσαρκα, αλλά της φάνηκε ακριβό. Ρώτησε λοιπόν τη
γιαγιά μου τι ήταν αυτό και γιατί κόστιζε τόσα χρήματα. Η γιαγιά μου με τι ίδιο
πικρόγλυκο χαμόγελο του ράφτη της απάντησε:
-"Πάρε το γιατί αξίζει τα λεφτά του. Μα με
όποιον τρόπο το πήρα, με τον ίδιο τρόπο το δίνω".
Και πολύ αργότερα σε συζήτηση μαζί
της μου το' πε σαν συμβουλή:
-"Στη ζωή μην κοιτάς τα πλούτη ...Έρχονται και
φεύγουν με τον ίδιο τρόπο. Μόνο την ψυχή σου κοίταξε μη χάσεις".
Μεγάλη κουβέντα, αλλά πόσες φορές
την ξεχνάμε;
Στο Τσιτά κάτσανε τέσσερα χρόνια, τα
ωραιότερα της οικογένειας. Μέχρι το 1924, τέσσερα υπέροχα χρόνια. Η περιοχή
στην καλή της εποχή είχε θέατρο και η γιαγιά μου συνήθιζε κάθε Δευτέρα να
'ρχεται ένας κούλης (αγωγιάτης) με έλκηθρο -τον χειμώνα ήταν το πιο σίγουρο
μέσο μετακίνησης- και να πηγαίνει να παρακολουθεί παραστάσεις μαζί με την
κουμπάρα της. Κάποια στιγμή η γιαγιά μου ανέφερε ότι δεν ήταν μόνοι τους στην
πόλη, αλλά υπήρχαν και καμιά 400αριά οικογένειες Ποντίων και θυμάμαι πάντα όταν
ερχόταν να μείνει μαζί μας στο Κερατσίνι από την Άρδασσα, μόλις τέλειωνε τα
βιβλία που είχα στο σπίτι ("Όσα
παίρνει ο άνεμος", "Η μάννα", "Ο Βαρκάρης του Βόλγα",
"Οι αδερφοί Καραμαζόφ", "Ο Ηλίθιος" κ.α, η αλήθεια είναι
ότι είχε ιδιαίτερη έφεση στην ρωσική λογοτεχνία), την πηγαίναμε σε μια
οικογένεια πίσω από το γήπεδο Καραϊσκάκη. Η γιαγιά τους, η Μαρία Παπαδοπούλου,
συμπτωματικά συγγενής με τη μαμά μου, ήταν μαζί με τη γιαγιά μου στη
Μαντζουρία. Απίστευτο το πώς βρίσκονταν μαζί γνωστοί άνθρωποι στα τέσσερα
σημεία του ορίζοντα!!!
Κάποια στιγμή η γιαγιά μου μαζί με
την κουμπάρα της, δε θυμάμαι αν την έλεγαν Φωστήρα ή όχι, έπεσαν πάνω στην
κηδεία ενός Κινέζου υψηλού αξιωματούχου. Η γιαγιά μου από ευγένεια ήθελε να αποδώσει φόρο τιμής στο νεκρό. Έτσι έβγαλε το γούνινο καπέλο της και πλησίασε στο
φέρετρο υποκλινόμενη, με την κουμπάρα της φυσικά να ακολουθεί. Οι Κινέζοι ξαφνιάστηκαν και το θεώρησαν μεγάλη τιμή ότι μια
Ευρωπαία ήθελε να αποδώσει τιμή και άνοιξαν χώρο να περάσει ανάμεσά τους.
Προφανώς τα νέα διαδόθηκαν γρήγορα και πήγε κάποιος να το πει στον παππού μου.
Αυτός γνωρίζοντας τη γυναίκα του, που της είχε η αλήθεια μεγάλη αδυναμία,
χαμογέλασε και είπε στον παρευρισκόμενο κουμπάρο του:
- "Να ξέρεις ότι ήταν η γυναίκα μου, δεν ξέρω
αν ήταν και η δική σου"
Όταν γύρισε στο σπίτι της είπε με
ύφος που σήμαινε φόβο αλλά και θαυμασμό, γιατί μην ξεχνάμε οι Ρώσοι ή οι λευκοί
κάτοικοι της περιοχής ήταν μειοψηφία και μόνο έμποροι και στρατιωτικοί υπήρχαν
στην πόλη ,αλλά είχαν ακόμη ισχύ:
-"Λισάφ, μην ξεχνάς ότι είμαστε με τους Ρώσους
που αντιπροσωπεύουν τα συμφέροντά μας και είναι η ασφάλειά μας".
Η γιαγιά μου του απάντησε:
-"Όποιος είναι πεθαμένος, είτε κίτρινος
είτε λευκός, είτε βασιλιάς είτε φτωχός, δικαιούται τον ίδιο σεβασμό. Έτσι έμαθα
στο σχολείο και έτσι μου λέει η πίστη μου".
Πάντως, από τότε η γιαγιά μου, όσες
φορές έβγαινε για ψώνια στην πόλη, απολάμβανε τον απόλυτο σεβασμό και την άμεση
εξυπηρέτηση από τον ντόπιο πληθυσμό. Γι' αυτό δεν τους πείραξαν ποτέ, ούτε
είχαν καμιά ενόχληση μέχρι που έφυγαν. Αργότερα, όταν ταξίδεψα κι εγώ μέσα στην
Κίνα πολλές φορές κατάλαβα το πόσο οι Κινέζοι σέβονται τους ανθρώπους που έχουν
ρίζες και κουβαλάνε μέσα τους πολιτισμό και όχι πλούτη.
Η γιαγιά μου…. Πού να τα βγάλεις πέρα
μαζί της… Οι Πόντιες γυναίκες είχαν πάντα το πάνω χέρι στο σπίτι της πατρίδας
τους. Μητριαρχία!!! Οι δε "αυτού μεγαλειότητες πεθερές" καθόριζαν τα
πάντα…. Και όταν οι νέες γυναίκες έφευγαν από το χώρο τους και ανέπνεαν τον
αέρα της αριστοκρατίας της Ρωσίας, άστα να πάνε ... Ο απόλυτος πρώιμος
φεμινισμός…. Ένα περιστατικό το αποδεικνύει. Μια μέρα η γιαγιά μου μάζεψε τα
πράγματά της και ετοιμάστηκε να φύγει και όταν την ρώτησε ο παππούς μου τον
λόγο, του απάντησε με αποφασιστικότητα χωρίς όμως να έχει το παραμικρό παράπονο
από τον σύζυγό της:
- "Τι να κάθομαι εδώ αφού παιδιά δεν στεριώνω
και υποφέρω από την δύστροπη τη μάνα
σου. Καλύτερα πέρναγα στον πατέρα μου…".
Αλλά η εξάπλωση των Κόκκινων
(κομμουνιστών) κάποια στιγμή έφτασε και στο Τσιτά, πράγμα που σήμαινε ότι η
μικρή οικογένεια έπρεπε να φύγει. Κι ενώ τότε ο παππούς μου μπορούσε να φύγει
για την Αμερική, λόγω της φιλίας του με τον Συμεόνοφ, που κατευθύνθηκε προς τα
εκεί, αποφάσισε τελικά να φύγει για την Ελλάδα που την ήξερε μόνο από τα βιβλία.
Που να ’ξερε…
Πήρανε λοιπόν τον Υπερσιβηρικό επιστρέφοντας ως τη Μόσχα, κάθισαν μια μέρα,
άλλαξαν τρένο, πέρασαν από το Χάρκοβο,
το Κίεβο, το Ροστόφ, το Εκατερίνεμπουργκ, το Μπακού, την Τιφλίδα και έφτασαν
στο Βατούμ (Batumi - ბათუმი).
Η γιαγιά μου ήταν ήδη έγκυος στον πατέρα μου Στάθη, ο
οποίος γεννήθηκε στις 15 Μαΐου του 1924. Στο Βατούμ έτρωγαν από τα έτοιμα και
έμειναν εκεί για πέντε μήνες. Μόλις γεννήθηκε ο πατέρας μου, που σημειωτέον τον
ξεγέννησε η Ζαραφία Ηλιάδου, (στης οποίας το σπίτι στη Χαραυγή του Κερατσινίου, τα έφερε έτσι η ζωή και
μείναμε με ενοίκιο από το 1964 ως το 1974), αποφάσισαν να φύγουν για Ελλάδα.
Στην αρχή πήραν το καράβι για Βάρνα (Varna - Варна), μετά άλλο καράβι για Κωνσταντινούπολη και
μετά μαζί με άλλους πρόσφυγες, αποβιβάστηκαν στη Δραπετσώνα, όταν ο πατέρας μου
σαράντισε.
Τα άλλα αδέρφια του, η Παρθενόπη
(γεννημένη το 1927), ο Κωνσταντίνος (το 1929), ο Αριστοτέλης (το 1932), ο
Παναγιώτης (το 1935 -πέθανε 2 χρόνων) και η Υπερμαχία (26 Οκτωβρίου 1936),
γεννήθηκαν όλα στην Άρδασσα.
Απορούσα και απορώ πολλές φορές πώς
χώρεσε αυτός ο άνθρωπος, η γιαγιά μου η Ελισάβετ στο χωριό, όπου απ' την αρχή
μέχρι το τέλος της ζωής της έμεινε σε ένα παλιό τούρκικο σπίτι (που άφησαν οι
Τούρκοι- μωαμεθανοί παλαιοί κάτοικοι του χωριού για να αναχωρήσουν για την
Τουρκία, άγνωστο για που), έστω και επισκευασμένο, σε ένα περιβάλλον πληκτικό
χωρίς ανέσεις, με Κατοχή και Εμφύλιο και κηδεύοντας όχι μόνο τον άντρα της αλλά
και κάποια απ’ τα παιδιά της! Κάποια
στιγμή, σε μια εξομολογητική κουβέντα μαζί της, γύρισε και μου είπε:
- "Δεν υπήρξε ούτε μια μέρα στη ζωή μου χωρίς
να πω ούτε ένα βαχ. Και πάλι Δόξα τω Θεώ!" Ήταν πάντα ένας άνθρωπος
που είχε τη γνώμη του και δε δίστασε ποτέ να την εκφράσει. Δεν πείραζε ποτέ
κανένα, αλλά αλίμονο σου αν την πείραζες πρώτος! Ακριβοδίκαιη, εγκρατής,
γενναιόδωρη, ολιγαρκής! Σηκωνόταν κάθε μέρα αξημέρωτα και έκανε την γυμναστική
της. Νήστευε πάντα στις μεγάλες νηστείες. Αξιοπρεπής, υπερήφανη Της άρεσε το
ωραίο, έστω και αν τα ‘φερε η ζωή και πορεύτηκε με ένδεια .Ο κήπος της γεμάτος
λουλούδια όλων των χρωμάτων, που τα πότιζε με το κουβά με πολύ αγάπη... Ήταν η συντροφιά της. Ο ίδιος κήπος με τα ίδια
χρώματα τον διατήρησε η κόρη της η Περμαχία και στο καινούργιο σπίτι που
αντικαταστάθηκε λόγω του σεισμού.
Νομίζω ότι αυτός από τα παιδιά της
που της έμοιασε περισσότερο απ’ όλους ήταν ο πατέρας μου, ο Στάθης,
αποκαλούμενος απ όλους στο χωριό με το υποκοριστικό "Στάσκας".
Ο παππούς μου, "Σίσκος" το
παρατσούκλι του στο χωριό, καλοκάγαθος γίγαντας. Σήκωνε ένα τσουβάλι 50 οκάδων
με το δεξί και ένα ίδιο με το αριστερό. Ήρεμος, μορφωμένος, φιλάνθρωπος,
δημοκρατικός, ταξιδευτής, με ένα τεράστιο λάθος στη ζωή του. Τι ήθελε να
καταδικαστεί στις λάσπες και στα χωράφια
της Άρδασσας, αυτός ο καθωσπρέπει αστός, αντί
να γίνει έμπορος σε μια πόλη, (αυτό δηλαδή που ήξερε να κάνει καλά σε
όλη του τη ζωή, και να δημιουργεί πάντα από το μηδέν); Λίγο πριν πεθάνει όμως
όταν ο μικρότερος γιος του ο Τέλης του είπε ότι ευτυχώς που υπήρχε και το ψηλό
βουνό της περιοχής, το Σινιάτσικο και δεν πήγε παραπέρα από την Άρδασσα,
σηκώθηκε να κυνηγήσει τον εννιάχρονο όντας βαριά άρρωστος αναγνωρίζοντας το τεράστιο λάθος του.
Αλλά στην μεγάλη πείνα του ‘41 όταν
διάφοροι συμπατριώτες του πήγαιναν στο σπίτι του και ζητούσαν καλαμπόκι ή
πατάτες επιτιμούσε την γιαγιά μου.
- " Μόνο τόσα έδωσες. Πεινασμένοι άνθρωποι είναι…"
Ακόμα και μια φορά που ανοίχθηκε μια
αποθήκη στην Πτολεμαΐδα στην Κατοχή, ο παππούς μου αυτό που πήρε ήταν ένα ιστορικό βιβλίο και ο
δεκαεπτάχρονος τότε πατέρας μου μια μπάλα. Τυχαίο; Τέτοιος άνθρωπος ήταν. Σαν
τους σημερινούς…
Και όμως, το ζευγάρι είχε βρει την ισορροπία του όσο διάστημα τους επέτρεψε ο Θεός να ζήσουν μαζί με πολύ αγάπη ο ένας με τον άλλο, αν και οι συνθήκες είναι εκείνες που σφυρηλατούν το χαρακτήρα του καθενός. Τι σοφία κουβαλούσαν αυτοί οι ταλαιπωρημένοι Πόντιοι; Πόσες συμβουλές και παραδείγματα ζωής δεν ευεργετήθηκα από τη γιαγιά μου, που μάλιστα με στιγμάτισαν σ’ όλη τη ζωή μου; Φράσεις της όπως:
o
"όταν πεθάνεις, ο τάφος σου αν δεν μπορεί
να ευωδιάζει ας μην βρωμάει",
o
"και αν έφυγαν τα δάκτυλα τα δακτυλίδια (οι
αρετές ενός ανθρώπου) μένουν",
o
"ο Θεός κατά το βουνό δίνει και τα
χιόνια"
o
"αν δεν μπορείς να κάνεις ψυχικό κάνε
συντροφιά σ’ έναν άνθρωπο"
o
"αν πληρώνεις καλά τους ανθρώπους που σου
δουλεύουν δεν χρειάζεται να κάνεις ψυχικό
o
"γιάβρουμ τιδέν κι’ απομέν σε κανενός
κοιλίαν" (τίποτα δεν μένει στην κοιλιά κανενός)
o
"αν κε πορείς να φτας καλόν μ’ εφτάς πα
κακόν"
o
"όσο ελαφριά πατάς στο χώμα τόσο ελαφριά θα
σε δεχτεί"
o
"όταν εφτάς ένα καλόν ανέσπαλέ το, ο θεόν
απ’ αλλού θα δίσατο"
...θα τις θυμάμαι πάντα.
Θεωρώ πνευματική αναπηρία-ναι είναι
μεγάλη κουβέντα-το ότι στη σύγχρονη εποχή μας οι νέοι δεν αφουγκράζονται την
εμπειρία και τα βιώματα των παππούδων τους. Και μάλιστα ψέγω τον εαυτό μου που
δεν ταξίδεψα πιο νωρίς στον Πόντο ώστε να μεταφέρω εικόνες στη γιαγιά μου και
να ταυτοποιήσω τον τόπο με την εκεί ζωή τους.
Η γιαγιά μου πέθανε το 1996 και πριν
πεθάνει, έστειλε χαιρετίσματα ονομαστικά σε όσους ήμασταν στο εξωτερικό,
ανάμεσα σε αυτούς κι εμένα, γιατί βρισκόμουν τότε με απόσπαση στον Μίχειο Γυμνάσιο της Αντίς Αμπέμπα. Μετά τον θάνατό της μάθαμε ότι από την πενιχρή
αγροτική της σύνταξη, πλήρωνε μέρος του κάρβουνου για τις ανάγκες του δημοτικού
σχολείου του χωριού, για να ζεσταίνονται τα παιδιά…
Αιωνία της η μνήμη και μακάρι στο
σύγχρονο χωνευτήρι της εποχής μας να διατηρήσουμε εμείς οι νεότεροι τον
"ποντιακό ουμανισμό" που παραλάβαμε από τους προγόνους μας.
Για όσους
πιθανόν να ενδιαφέρει…
Ο ΠΑΠΠΟΥΣ ΜΟΥ ΚΑΙ ΟΙ ΠΡΟΓΟΝΟΙ ΤΟΥ
Στον Πόντο υπάρχει η παροιμία: "το καλόν τ’ απίδ ο άρκον τρώιατο"
(το καλό αχλάδι το τρώει η αρκούδα). Η ιστορία κάνει κύκλους!!!
Ο παππούς μου είχε αδέρφια τον
Γεώργιο, που όπως είπαμε πέθανε από αναθυμιάσεις κάρβουνου από μαγκάλι, τη
Χρυσάνθη, σύζυγο του Σεραφείμ Παπαδόπουλου που εγκαταστάθηκε στο Τσοτύλι. Η
Χρυσάνθη απέκτησε τη Λεμόνα (παιδί της ο Νίκος), τον Αβραάμ (με παιδιά τον
Γεώργιο, τη Χρυσάνθη, τη Μαρία και την Ελισάβετ), την Αγάπη (σύζυγο Ουζουνίδη,
που μετανάστευσε στο Βέλγιο), τον Κωνσταντίνο και τον Κοσμά που απέκτησε τη
Χρυσάνθη, την Ευθυμία (σύζυγο Γιάννη Λαζαρίδη-τα παιδιά της η Σόνια, ο Στάθης
και ο Σεραφείμ) και την Αθανασία.
Τα υπόλοιπα αδέρφια του παππού μου
ήταν ο Κωνσταντίνος που πέθανε ανύπαντρος, η Ελένη (σύζυγος Ανδρεάδη), η
Ευγενία (σύζυγος Παραστατίδη, που απέκτησε τον Ευριπίδη και τον Δημοσθένη) και
ο Θόδωρας που απέκτησε τη Δέσποινα, την Όλγα, το Γιώργο, την Ευγενία, τη Μαρία
και την Ευθυμία.
Η ΓΙΑΓΙΑ ΜΟΥ ΚΑΙ ΟΙ ΠΡΟΓΟΝΟΙ ΤΗΣ
Η γιαγιά μου, λοιπόν, Ελισάβετ Παναγιώτη Εξακουστείδου
γεννήθηκε το 1900 στην Τραπεζούντα, κόρη του Παναγιώτη και της Παρθένας (το
γένος Κοροξενίδου, οι γονείς της Γεώργιος και Μαρία ήταν και αυτοί από την
Κορόνιξα). Φοίτησε στο παρθεναγωγείο Τραπεζούντος και όταν ήταν νεαρή βοηθούσε
τον χήρο πατέρα της, Παναγιώτη, στο εμπορικό κατάστημα και στο ξενοδοχείο που
είχαν στην Τραπεζούντα. Το σπίτι τους ήταν πίσω από το ιερό της εκκλησίας του
Χριστού στην περιοχή του Ταμπά-Χανέ. Η εκκλησία δεν υπάρχει σήμερα και μπόρεσα
να εντοπίσω το σημείο που βρισκόταν από τον τοπογραφικό χάρτη που έφτιαξε ο
Τραπεζούντιος μηχανικός Φυλλίζης του Ρωσικού Στρατού που κατέλαβε την
Τραπεζούντα το 1916. Ο πατέρας της Παναγιώτης (οι γονείς του Παπαδιαμαντής
Εξακουστείδης και η μητέρα του το γένος Αλεξανδρίδη -που πέθανε νωρίς-ήταν από
την Κορόνιξα) είχε 5 αδερφούς και 2 αδερφές. Ο Ιάκωβος απέκτησε τον Θεοφύλακτο,
τον Χρήστο, την Ευδοξία, την Παρθένα, τη Χαρίκλεια και την Όλγα. Ήρθαν
οικογενειακώς στην Ελλάδα.
Ο Πέτρος απέκτησε τη Συμέλα
(που πέθανε στον Πόντο το 1914 από τύφο), τον Ανέστη (που πέθανε στην
Τραπεζούντα ανύπαντρος) και τον Ευστάθιο που πέθανε στη Ρωσία.
Ο Κωνσταντίνος απέκτησε τον
Γεώργιο, τον Μιλτιάδη, τη Δέσποινα, την Αγάπη (που παντρεύτηκε στα Γιαννιτσά,
το γένος Ελευθεριάδη) και τον Γιάννη. Όλοι ήρθαν στην Ελλάδα.
Ο Λάζαρος απέκτησε τον
Στέφανο, τον Αριστείδη και την Αναστασία (παιδιά
της: ο Δημήτρης, ο Δήμος, ο Χαράλαμπος, ο Λάζαρος, η Ευτυχία και η Συμέλα).
Ο Χριστόδουλος ήρθε στην
Ελλάδα και έψελνε στην εκκλησία του Σωτήρα της Άρδασσας. Πέθανε σε πολύ μεγάλη
ηλικία, υπεραιωνόβιος, απέκτησε την Ευτυχία, τη Συμέλα, την Ειρήνη (που
παντρεύτηκε στο Αμύνταιο) και την Ελισσάβετ (που παντρεύτηκε στη Θεσσαλονίκη,
σύζυγος Συβροπούλου).
Η Σόνια, σύζυγος Ορφανίδη,
απέκτησε τον Ελευθέριο, τον Δημήτρη, τον Ιωακείμ και τον Γιώργο και
εγκαταστάθηκε στην Πτολεμαΐδα.
Και τέλος, η Ελένη, που
παντρεύτηκε αλλά δεν έκανε παιδιά.
Ο πατέρας της γιαγιάς μου,
Παναγιώτης, είχε ως πρώτη σύζυγό του την Παρθένα (αδελφός της Παρθένας,
λυκογιαγιάς μου -προγιαγιάς- ήταν ο Χαράλαμπος που απέκτησε τον Ιωάννη τον
Γαβριήλ, τον Ανέστη, τη Λεμόνα-σύζυγο Ταργοντζίδη, που απέκτησε τον Κλέονα, τον
Ανδρόνικο και τη Ζωή-και την Αναστασία- σύζυγο Πολυχρονίδη, που απέκτησε τον
Αριστομένη, πολύ φημισμένο γιατρό- φυματιολόγο και τον Ιωάννη-. Ο Παναγιώτης από
την πρώτη σύζυγό του λοιπόν, απέκτησε τον Δαμιανό που εγκαταστάθηκε στη
Θεσσαλονίκη, τη Μελπομένη (σύζυγος Τσεμπερλίδη), την Ελισάβετ (η γιαγιά μου),
τη Ζωή (σύζυγος Κυριακίδη). Από τη δεύτερη σύζυγό του, τη Σουλτάνα, απέκτησε
την Καλλιόπη.
Ο Δαμιανός παντρεύτηκε τη Βαλασία
από τον Μαρμαρά της Πόλης και απέκτησε την Παρθενόπη το 1927 (τα παιδιά της
Μαρία και Αναστάσιος), και την Άννα το 1928 (σύζυγος Νίκου Παπαδόπουλου με τον
οποίο απέκτησε τον Δημοκράτη και τον Δαμιανό).
Η Μελπομένη απέκτησε τη Βάσω και τη
Βαλεντίνη (έχει 2 κορίτσια και 1 αγόρι και ζούνε στη Βέροια), τον Γρηγόρη
(Παύλος και Μελπομένη τα παιδιά του) και τον Γιώργο (που απέκτησε τον Ντίνο και
τον Βασίλη). Η Ζωή (σύζυγος Κυριακίδη Θεοχάρη) απέκτησε τον Κυριάκο, τη
Βασιλική, την Ελένη, τον Γιώργο και τον Περικλή.
---------------------------------------------------
Φωτογραφίες από το ταξίδι του Παναγιώτη Σκανδάλη, δισέγγονου της Ελισάβετ (γιού της Ελισάβετ Κωνσταντινίδου, εγγονής της) πάνω στην ίδια διαδρομή, με τον Υπερσιβηρικό, το καλοκαίρι του 2014
Παρατήρηση:
η γραπτή αφήγησή μου
έγινε μετά από μεσολάβηση μεγάλου χρονικού διαστήματος και στηρίχθηκε σε
σημειώσεις που κράτησα σε ένα μικρό τετράδιο. Ενδεχομένως να έχω κάνει κάποια λάθη
στην παράθεση των ονομάτων. Όποιος είναι σίγουρος για αυτά μπορεί να βοηθήσει
στην διόρθωση.
Βασίλης
Κωνσταντινίδης
Χρόνια Πολλά Βασίλη ...πως έκανες το γενεαλογικό δέντρο?? Υπάρχει κάτι βοηθιτικό???
ΑπάντησηΔιαγραφήΚαλησπέρα Βασίλη, κατα τύχη έπεσα στο blog σου καθώς έψαχνα πληροφορίες για το χωριό της γιαγιάς μου της Παρθένας από την Κορόξενα. Διαβάζοντας τις πληροφορίες που δίνεις για το γενεολογικο δέντρο της γιαγιάς σου Ελισάβετ διαπίστωσα κατα πάσα πιθανότητα μιλάς για τους δικούς μου συγγενείς... Είμαι η εγγονή της Παρθένας, κόρη του Ιάκωβου που ήταν αδελφός του Παναγιώτη Εξακουστίδη. Νομίζω πως είμαστε μακρινά ξαδέλφια. Εξαιρετική δουλειά και μπράβο για την πληθώρα πληροφοριων. Ελένη Πολυχρονίδου.
ΑπάντησηΔιαγραφή