(1) Γεωλόγος
–εκπαιδευτικός, (2) Αρχαιολόγος -εκπαιδευτικός .
Εισαγωγή
ΑΡΧΑΙΑ ΟΛΥΜΠΙΑ |
Γένεση πετρωμάτων
Η σημερινή μορφή της Γης που δημιουργήθηκε πριν από 4,5 - 5δις.
χρόνια, δεν έχει σχέση με την αρχική της, όταν αποσπάστηκε από τον Ήλιο. Στη
μακρόχρονη ζωή της, ποτέ δεν υπήρξε μια ήρεμη περίοδος, άσχετα αν οι
επιτελούμενες αλλαγές στην εξωτερική επιφάνειά της δεν γίνονται πάντοτε
αντιληπτές λόγω του μεγάλου χρόνου - γεωλογικού - που διαρκούν. Μέσα στο
εσωτερικό της γης συνδυάζονται τα χημικά στοιχεία μεταξύ τους και σε
διαφορετικές θερμοκρασίες (συνήθως υψηλές) δημιουργούνται τα ορυκτά που έχουν σταθερή χημική σύσταση,
ενώ πολλά και διαφορετικά ορυκτά συνυπάρχουν
και δημιουργούν τα πετρώματα που δεν
έχουν σταθερή σύσταση.
Θερμά ρεύματα μεταφοράς μετακινούν από το εσωτερικό της Γης
διάπυρο υλικό, το μάγμα, προς την επιφάνεια της Γης, ψυχόμενα είτε απότομα κατά
την επαφή τους με την ατμόσφαιρα - δημιουργώντας τα ηφαιστειακά πετρώματα-συνέπεια πολλές φορές της έκρηξης των
ηφαιστείων, είτε στερεοποιούμενα αργά στο εσωτερικό της Γης – δημιουργώντας τα πλουτώνια πετρώματα.
Στο διάβα της λάβας προϋπάρχοντα πετρώματα που έρχονται σε επαφή
με την λάβα ή το μάγμα αναγκάζονται εξαιτίας της πίεσης ή της θερμοκρασίας να αλλάξουν
μορφή, δημιουργώντας τα μεταμορφωμένα
πετρώματα. Αφού οι προηγούμενες δύο κατηγορίες πετρωμάτων εκτεθούν στην
ατμόσφαιρα και υποστούν διάβρωση ή αποσάθρωση μεταφέρονται σε μικρές ή μεγάλες
λεκάνες οπότε δημιουργούν τα ιζηματογενή
πετρώματα.
Τα ιζηματογενή πετρώματα αποτελούν το 7,9% του συνολικού όγκου των
πετρωμάτων του φλοιού της γης, αλλά καλύπτουν το 75% της επιφάνειάς της. Απ’
αυτά μόνο το 2% είναι ανθρακικά (ασβεστόλιθοι και δολομίτες).
Τα ασβεστολιθικά πετρώματα ποικίλουν ως προς την σύστασή τους από
0-100% δολομίτη και 100%-0 % ασβεστίτη, ενώ μπορεί να υπάρχει ανάμεσα τους και
πυριτικό υλικό. Τα ασβεστολιθικά πετρώματα είναι οργανικής ή ανόργανης
προέλευσης και διαβρώνονται σε ζεστά και υγρά κλίματα με συγκεκριμένο τρόπο,
που αποκαλείται Καρστική διάβρωση.
Τα ανθρακικά ορυκτά που
συναντάμε μέσα σε ασβεστολιθικά πετρώματα είναι:
- ο ασβεστίτης, που είναι
συνήθως κίτρινου-λευκού χρώματος, αλλά με παρουσία ιχνοστοιχείων χρωματίζεται
ροζ, μαύρος, γαλάζιος ή πράσινου χρώματος.
- ο δολομίτης, που
αποτελείται από ανθρακικά άλατα του Ca και του Mg και
- ο αραγωνίτης, που
είναι μια πολυμορφική μορφή και κρυσταλλώνεται σε διαφορετικό σύστημα κρυστάλλωσης,
ενώ μπορεί να’ ναι και εντελώς διαφανής, οπότε και αποκαλείται τότε Ισλανδική
κρύσταλλος.
Το μάρμαρο είναι το μεταμορφωμένο πέτρωμα του ιζηματογενούς ασβεστόλιθου και αυτό
συνεπάγεται ότι οι κόκκοι του ορυκτού ασβεστίτη είναι διατεταγμένοι σε παράλληλες
γραμμές. Το μέγεθος των κόκκων του είναι από 0,5 – 5 χιλιοστά του μέτρου, όμως
το μάρμαρο που οι κόκκοι του είναι από 2-3 χιλιοστά σπανίως χρησιμοποιείται για
γλυπτά, αλλά μόνο για δομικά στοιχεία. Με βάση επιστημονικές μεθόδους είναι
δυνατός ο προσδιορισμός του λατομείου από το οποίο προήλθε το οποιοδήποτε
μαρμάρινο έργο τέχνης (π.χ. άγαλμα, κίονας, αέτωμα κλπ.).
Πρέπει να γίνει
κατανοητό ότι στο τεράστιο εργαστήρι της φύσης οι διαδικασίες που αναφέρονται συνεχίζονται
αδιάκοπα και αέναα και όλο πιο σύνθετες μορφές πετρωμάτων εμφανίζονται κάνοντας
την ερμηνεία γένεσης τους, ένα πολύ δυσεπίλυτο σταυρόλεξο.
Και οι τρεις
κατηγορίες των πετρωμάτων χρησιμοποιήθηκαν από όλους τους πολιτισμούς στη Γη σε
δομικές ή διακοσμητικές μορφές, όμως μόνο στον Ελληνικό Πολιτισμό ταυτοποιήθηκε μοναδικά η χρήση του μαρμάρου στην
τέχνη.
Ποια
ήταν άραγε η αιτία που έκανε το υλικό αυτό το σημαντικότερο μέσο λατρευτικής
και καλλιτεχνικής έκφρασης και μεταφοράς της τέχνης και του πολιτισμού από την
Ελλάδα στη ∆ύση;
Ίσως οι λόγοι ήταν δύο. Η φύση του ίδιου
του υλικού και η σχέση του με τον ελληνικό πολιτισμό. Το μάρμαρο είναι το μόνο
πέτρωμα που έχει την ιδιότητα, να λαμπυρίζουν οι κρύσταλλοί του στο φως, είναι
άσπρο, έχει διαφάνεια και είναι λιγότερο σκληρό από άλλα πετρώματα ώστε να
σμιλεύεται αλλά αρκετά σκληρό για να μην τρίβεται και να μη βγάζει σκόνη στη
αφή, παραμένοντας ένα καθαρό υλικό για κάθε χρήση. Η σχέση του μαρμάρου με τον
ελληνικό πολιτισμό ήταν αρχικά συγκυριακή αλλά στη συνέχεια επιβλήθηκε σαν
αναντικατάστατο.
Α.1. Η σχέση του
ανθρώπου και του μαρμάρου στον Ελλαδικό
χώρο από τα προϊστορικά χρόνια έως την
Ελληνιστική περίοδο.
Η σχέση του ανθρώπου με το μάρμαρο αρχίζει πολύ νωρίς στην εξέλιξη
του πολιτισμού, με την κατασκευή κάποιων πολύ σπάνιων μαρμάρινων χρηστικών
αντικειμένων, όπως μικρά αγγεία και δοχεία κατά τη Μέση Νεολιθική Περίοδο (4500
π. Χ.).
Η ουσιαστική όμως σχέση του ανθρώπου με το μάρμαρο αρχίζει βασικά
στην πρώιμη εποχή του χαλκού (γύρω στο 3000 π. Χ.) στα Κυκλαδίτικα νησιά του
Αιγαίου. Το άσπρο μάρμαρο που λαμπίριζε στο ξερό (χωρίς μεγάλη βλάστηση)
Κυκλαδίτικο τοπίο, τράβηξε ίσως την προσοχή του ανθρώπου που κατοίκησε τους
τόπους αυτούς στην πρώιμη Κυκλαδική Εποχή.
Η μοναδική συγκυρία της ανάπτυξης του Κυκλαδίτικου πολιτισμού πάνω
στη Νάξο και την Πάρο, νησιά γεμάτα μάρμαρο, οδήγησε στην γέννηση της γλυπτικής
του μαρμάρου, της τέχνης που διαδόθηκε και επικράτησε σε ολόκληρο τον δυτικό
κόσμο. Ο πρώιμος αυτός πολιτισμός δημιούργησε τα γνωστά κυκλαδικά ειδώλια
απαράμιλλης αφαιρετικής σύλληψης και τέχνης. Τα έργα τέχνης αυτά είναι συνήθως
μικρού μεγέθους, αλλά μερικά εντυπωσιάζουν φτάνοντας και σε μέγεθος ανθρώπου.
Πρέπει να τονιστεί ότι τη γλυπτική επεξεργασία συμπλήρωνε η χρωματική απόδοση
του στόματος, των ματιών, της κόμης και άλλων λεπτομερειών του προσώπου. Τα
αντικείμενα αυτά όταν τα είδε ο γνωστός άγγλος σύγχρονος γλύπτης Henry Moore έμεινε εμβρόντητος δηλώνοντας πως η τέχνη αυτή είναι τόσο
μοντέρνα ώστε φαντάζει πραγματικά αδύνατο να φτιάχτηκαν 5000 χρόνια πριν.
Αργότερα
και κατά τη διάρκεια της Αρχαϊκής Περιόδου η χρήση του μαρμάρου γίνεται πιο
εκτενής με την χρησιμοποίησή του σαν δομικό και διακοσμητικό υλικό σε μεγάλους
ναούς και στην γλυπτική με την εμφάνιση στην περίοδο αυτή των Κούρων, των
γνωστών μεγάλων μαρμάρινων γλυπτών, ορισμένα εκ των οποίων είναι γιγαντιαίου
μεγέθους. Τα επιβλητικά αυτά αριστουργήματα εντυπωσιάζουν με την ιδιόμορφη
στατική αισθητική τους υποδηλώνοντας όμως και κάποια κίνηση. Με την πάροδο του
χρόνου αρχίζουν να εμφανίζουν και κάποια πλαστικότητα. Η τέχνη αυτή όπως και
των ειδωλίων έχει επίκεντρο πάλι τις Κυκλάδες συνεχίζοντας την αρχική παράδοση
και ακολουθώντας την εξέλιξη του πολιτισμού στα Αιγαιοπελαγίτικα αυτά νησιά.
Γρήγορα όμως ξεφεύγει από εκεί και διαδίδεται στην Αττική, την Θάσο, στους
Φούρνους και αλλού. Η ανάγκη για
μεγάλους και ενιαίους όγκους μαρμάρου αυτή την περίοδο δημιούργησε τα πρώτα
οργανωμένα μαρμάρινα λατομεία. Τα υπολείμματα των λατομείων αυτών μπορούν να
εντοπιστούν από τα χαρακτηριστικά σημάδια των εργαλείων που σώζονται μέχρι και
σήμερα σε διάφορες θέσεις στην Ελλάδα.
Λίγο
αργότερα, στους κλασσικούς χρόνους το μάρμαρο γίνεται ακόμα πιο σημαντικό λόγω
της εκτεταμένης πλέον χρήσης του στην αρχιτεκτονική, με την κατασκευή ναών και
δημοσίων κτιρίων εξολοκλήρου από μάρμαρο και στον ίδιο χρόνο με την ανάπτυξη
της απαράμιλλης τέχνης της πλαστικής γλυπτικής, μιας εξαιρετικά υψηλής
αισθητικής αξίας που εξουσίασε την τέχνη για περισσότερο από μία χιλιετία.
Α.2. Τα αρχαία λατομεία της Πεντέλης και η συμβολή τους στην ανέγερση
του Παρθενώνα.
ΕΡΜΗΣ ΤΟΥ ΠΡΑΞΙΤΕΛΗ |
Οι παλιοί ναοί στην αρχαία Ελλάδα είναι δωρικοί και πώρινοι. Πέντε
χρόνια μετά τη μάχη του Μαραθώνα αποφασίζεται να κτιστεί ένας νέος ναός
αφιερωμένος στην προστάτιδα πόλης της Αθήνας- την θεά Αθηνά- κατά παράδοση
δωρικός και αυτός. Προκύπτει όμως το ερώτημα, με ποιό υλικό. Στα χρόνια του
Πεισίστρατου χρησιμοποιείται σε μικρές ποσότητες το Υμήττειο μάρμαρο, που όμως
είναι κατώτερο από το Κυκλαδίτικο, κυρίως του Παριανού. Το ιδιαίτερο
χαρακτηριστικό που παρουσιάζει το μάρμαρο της Πάρου, που δικαιολογημένα το
καθιστά μοναδικό στον κόσμο είναι η διαύγεια και η διαφάνειά του που φθάνει τα
6 - 7 εκατοστά βάθος, και σε ορισμένες περιπτώσεις ακόμη και τα 30 εκατοστά,
όπου περνώντας έτσι το φως χαρίζει αυτή τη μοναδικότητα. Υπόψη ότι η διαφάνεια
του πεντελικού μαρμάρου δεν ξεπερνάει το 1,5 εκατοστό. Γι’ αυτό, το μάρμαρο της
Πάρου ήταν περιζήτητο από πολλούς μεγάλους γλύπτες διαφόρων εποχών, οι οποίοι
δημιούργησαν σπουδαία μνημεία της αρχαιότητας και αγάλματα, όπως: η Αφροδίτη
της Μήλου, ο Ερμής του Πραξιτέλη, οι Κόρες της Ακρόπολης, η Νίκη της Δήλου, η
Νίκη της Σαμοθράκης, ο ναός του Απόλλωνα και ο θησαυρός των Σιφνίων στους
Δελφούς, ο ναός του Δία στην Ολυμπία, ο ναός του Απόλλωνα στην Δήλο με Παριανό
μάρμαρο. Επίσης πολλά εκθέματα του Αρχαιολογικού μουσείου της Πάρου, είναι
κατασκευασμένα από αυτό. Τα αρχαία
λατομεία της ήταν δίπλα στον γραφικό οικισμό Μαράθι, λίγα μόλις
χιλιόμετρα από την Παροικιά. Από αυτή την περιοχή εξορυσσόταν το ξακουστό
παριανό μάρμαρο ή "λυχνίτης". Η ονομασία του οφείλεται στο γεγονός
ότι η διαδικασία εξόρυξής του γινόταν μέσα από βαθιές στοές υπό το φως των
λύχνων.
Ο Κολοφώνας της χρήσης του μαρμάρου είναι οπωσδήποτε η κατασκευή
του Παρθενώνα και της Ακρόπολης, κορυφαίο μνημείο της
Ανθρωπότητας.
Α.3. Η αρχαία
Λιθαγωγία.
ΑΡΧΑΙΟ ΛΑΤΟΜΕΙΟ |
Η
καταπληκτική εργασία του καθηγητή Μανόλη Κορρέ μας δίνει πληροφορίες για τον
τρόπο εργασίας των λατόμων, την Λιθαγωγία από την Πεντέλη έως τον Παρθενώνα και
τα εργαλεία που χρησιμοποιήθηκαν κατά την εξόρυξη του μαρμάρου. Στην αρχαία
εποχή, 800 μέτρα πάνω από το αρχαίο λατομείο, εγκαθίσταται εντός της Σπηλιάς το
Νυμφαίο (αρχαίο μαντείο) που αφιερώνεται στην λατρεία των Νυμφών (γυναικείων
θεοτήτων) από τους λατόμους και αποτελεί τόπο ξεκούρασης από την κοπιαστική
δουλειά τους, όπου στις σκιές των σταλαγμιτών του σπηλαίου έβλεπαν μορφές των
Νυμφών σε διάφορες στάσεις. Τις πρόχειρες καλύβες που έμεναν οι αρχαίοι λατόμοι
θα χρησιμοποιήσουν κατά τους βυζαντινούς χρόνους οι χριστιανοί ασκητές και από
τότε το Πεντελικό ονομάζεται όρος των Αμώμων (αμόλυντων).
Η ανάγκη για
μεγάλες ποσότητες εξόρυξης αναγκάζει τους λατόμους να αποκτήσουν μοναδική
οργάνωση και ο προϊστάμενος των λατόμων κατανέμει τους τεχνίτες, ανάλογα με τις
δεξιότητές τους, σε διαφορετικές εργασίες. Η εξόρυξη του μαρμάρου γίνεται με σιδερένια ελάσματα και σφήνες χαλκού, ενώ για
τη μεταφορά του χρησιμοποιούν τροχαλίες, αντίβαρα και βαρούλκα. Μυώδεις εργάτες
μεταφέρουν τους μαρμάρινους όγκους από το σημείο εξόρυξης στην αρχή της
επονομαζόμενης οδού της Λιθαγωγίας («Πεντελέθεν
Λιθαγωγίας»).
Πλέον όλοι μαζί συντονισμένα απέκοπταν μαρμάρινους όγκους από το
μητρικό πέτρωμα και τους παρέδιδαν σε ειδικούς λιθοξόους που τους μετέτρεπαν
είτε σε ημίεργα κιονόκρανα βάρους πεντακοσίων περίπου ταλάντων (12 τόνων), είτε
σε σπονδύλους κιόνων (μικρότερου βάρους 10 τόνων). Στη συνέχεια οι καλύτεροι
μηχανοποιοί έχοντας κατασκευάσει βαρούλκα, ανέσυραν έλκοντας από το λατομείο τα
ημίεργα κιονόκρανα και τα φόρτωναν σε βαρύτατες άμαξες τις τετράκυκλες, καύχημα
ενός γνωστού αμαξοπηγού από την Φλύα.
Η καταγωγή των μαρμάρινων ημίεργων σε μήκος 94 σταδίων από το
Πεντελικό όρος έως την Αθήνα γινόταν πάνω σε λιθόστρωτη οδό με την βοήθεια
πολλών ζευγαριών ημιόνων. Η λιθόστρωτη οδός συμπίπτουσα με την σημερινή οδό
Περικλεούς της Ν. Πεντέλης, η οποία χρησιμοποιείτο μέχρι το 1977, οπότε έπαιζαν
οριστικά οι λατομικές εργασίες στην ορατή από την Αθήνα πλευρά του όρους,
κατέληγε σε δύο κλάδους.
Οι κλάδοι αυτοί, παράλληλοι της βόρειας και της νότιας πλευράς της
ρεματιάς του Χαλανδρίου περνούσαν μέσα από το Χαλάνδρι (αρχαία Φλύα). Στη
συνέχεια μέσω των σημερινών λεωφόρων Μεσογείων & Βασιλίσσης Σοφίας
κατέληγαν στην Ακρόπολη. Στη διαδρομή οι άμαξες συναντούσαν αρκετές πηγές και
ποταμούς, ώστε να μπορούν να δροσίζονται τα ζώα και οι αμαξοδηγοί τους θερινούς
μήνες.
Στους πρόποδες του λόφου της Ακρόπολης η τετράκυκλη άμαξα σταματούσε
και επιθεωρείτο σ’ όλα τα μέρη της καθώς και σ’ όλα τα μηχανικά μέσα (πάσσαλοι,
τροχαλίες, σχοινιά) που θα χρησιμοποιούνταν.
Τότε τα ζώα ξεζεύονταν και ζεύονταν σε μια άδεια άμαξα που
κατέβαινε απ’ τον λόφο του Παρθενώνα. Έτσι το βάρος της κατερχόμενης άμαξας με
την βοήθεια των ζώων βοηθούσε στο να ανέλθει το ημίεργο κιονόκρανο στο πλάτωμα, έξω από τις
πύλες, πριν να γίνουν ρόδινα τα χρώματα του Ουρανού επάνω από τον Αιγάλεω και
τον Πάρνηθα.
Α.4. Η παρουσία του μαρμάρου στον υπόλοιπο αρχαίο κόσμο.
Παράλληλα όμως με τον Παρθενώνα και τους άλλους χώρους λατρείας
των αρχαίων Ελλήνων (Δήλος, Δελφοί, Αίγινα. Σούνιο, Ελευσίνα) το μάρμαρο
χρησιμοποιείτο και στην κατασκευή θεάτρων, όπως στην Επίδαυρο, Δωδώνη, Θορικό
και αλλού με ντόπιο μάρμαρο ή μεταφερόμενο
από άλλα λατομεία. Πάρα πολλά αρχαία λατομεία όμως βρίσκονταν σε νησιά
διασκορπισμένα σ’ όλο το Αιγαίο και η
λειτουργία τους ήταν προτιμότερη από αντίστοιχα που βρίσκονταν σε δύσβατα
σημεία στην στεριά. Η θαλάσσια μεταφορά, που κόστιζε πολύ φθηνότερα, γινόταν με
«φορτηγίδες λιθαγωγούς» στις οποίες στοίβαζαν τους μικρότερους όγκους, ενώ τους
μεγαλύτερους – για να είναι ελαφρότεροι – τους κρεμούσαν στο νερό από ξύλινα
δοκάρια που στηρίζονταν σε δυο φορτηγίδες για να εκμεταλλεύονται την άνωση.
Εκτός από το
ναό του Παρθενώνα, Πεντελικό μάρμαρο έχει χρησιμοποιηθεί σε πολλά αρχαία
μνημεία της Ελλάδας και του εξωτερικού. Μερικά από αυτά είναι το Τελεστήριο της
Ελευσίνας, ο ναός του Ασκληπιού της Γόρτυνας, ο ναός του Ολυμπίου Διός. Οι
αρχαίοι λατόμοι εργάζονταν πολύ σκληρά και με μεγάλη τέχνη για να εξάγουν από
το εσωτερικό της γης το πολύτιμο μάρμαρο.
ΣΤΗΛΕΣ ΟΛΥΜΠΙΟΥ ΔΙΟΣ |
Η Σικελική εκστρατεία των Αθηναίων και η τραγική κατάληξη του
πολέμου, οδήγησε χιλιάδες, αιχμαλώτους – το άνθος της πόλης - να εργάζονται ως
σκλάβοι στα μεγαλύτερα λατομεία του αρχαίου κόσμου - αυτά των Συρακουσσών.
Στις αποικίες των Δωριέων που ιδρύθηκαν τον 8ο π. Χ. αιώνα η τέχνη λάξευσης του μαρμάρου
ήταν γνωστή και οι άποικοι κόσμησαν την Μεγάλη Ελλάδα μ’ ένα πλήθος ναών
απαράμιλλης ομορφιάς (Συρακούσσες, Σελινούς, Ακράγας, Έγεστα).
Σ’ όλο το Αιγαίο και την Κύπρο οι αρχαίοι ναοί, οι Ακροπόλεις και
οι πόλεις δηλώνουν την Ελληνική καταγωγή του αρχιπελάγους. Παράλληλα όμως ελληνικοί
πληθυσμοί που είτε προϋπήρχαν (Ίωνες), είτε με βάση την Σάμο (Δωριείς) εξαπλώθηκαν
ιδρύοντας αποικίες στην Μικρασιατική ακτή κατά τον πρώτο αποικισμό (11ος αιώνας π.Χ.) και πολύ αργότερα στην Κλασσική
και Ελληνιστική εποχή κόσμησαν την περιοχή με πανέμορφους ναούς και θέατρα
ακολουθώντας τις αρχιτεκτονικές γραμμές και την τεχνοτροπία των προγόνων τους. Στην
Μικρά Ασία είναι αναρίθμητοι οι ναοί και τα θέατρα των ελληνικών πόλεων με
διαρκή εξέλιξη έως και τους Ελληνιστικούς χρόνους. Τι να πρωτοθαυμάσει κανείς;
Το Αρτεμίσιο της Εφέσου, τον ναό του Απόλλωνα στα Δίδυμα, την Ιωνική Στοά στη
Μίλητο, τον ναό της Πολιάδας Αθηνάς στην Πριήνη, τον ναό του Διός Σωσιπόλεως στη
Μαγνησία του Μαιάνδρου, τον ναό της Άρτεμης στις Σάρδεις, τον βωμό του Δία της
Περγάμου, την Ξάνθο, τον Όλυμπο;
Α.5. Ρωμαϊκή
εποχή και Ελληνορωμαϊκός Πολιτισμός.
ΑΦΡΟΔΙΣΙΑΣ |
Το
ιδεώδες του Αριστοτέλη ότι “η τέχνη είναι η μίμηση της φύσεως” έγινε δόγμα στη
∆ύση μέχρι τουλάχιστον την Αναγέννηση. Στη Ρωμαϊκή Εποχή, που διαδέχεται την
Κλασσική Περίοδο, αναπτύσσεται έντονη γλυπτική παραγωγή και εμφανίζονται
πληθώρα γλυπτών και κτιρίων φτιαγμένα από μάρμαρο.
Η ρωμαϊκή όμως τέχνη είναι σαφώς επηρεασμένη από την
κλασσική εποχή. Κατά την περίοδο αυτή έγιναν και πάρα πολλά αντίγραφα γλυπτών
της κλασσικής εποχής. Σύμφωνα με τους Lullies and Hirmer (1960), κατά τη
διάρκεια της περιόδου της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας οι πλαστικοί καλλιτέχνες ήταν
κυρίως Έλληνες αλλά η ελληνική αίσθηση της μορφής ήταν τροποποιημένη όλο και
περισσότερο από ένα νέο ανακάτεμα των λαών και την επιρροή της ρωμαϊκής
νοοτροπίας. Η έντονη ζήτηση του μαρμάρου στη περίοδο αυτή, τόσο για γλυπτά όσο
και αρχιτεκτονήματα, επεκτείνει σημαντικά την εξόρυξη και διακίνηση του. Κατά τον
Πλούταρχο στα χρόνια του Δομιτιανού Αυγούστου κατασκευάστηκαν από Πεντελικό
μάρμαρο οι κίονες του ναού του Δία στο Καπιτώλιο της Ρώμης. Όμως πρακτικοί και
οικονομικοί λόγοι επιβάλλουν ώστε την
περίοδο αυτή να έχουμε χρήση εκτός από τα λευκά και χρωματιστά μάρμαρα,
κόκκινα, πράσινα, γκρίζα και μαύρα σε διακοσμητικούς αρχιτεκτονικούς
συνδυασμούς. Οι παντοκράτορες Ρωμαίοι
παραλαμβάνουν την γλυπτική τέχνη και την τεχνογνωσία κατασκευής των θεάτρων από
τους Έλληνες και ο ενιαίος πλέον ελληνορωμαϊκός πολιτισμός εξαπλώνεται σ’ όλη
την Μεσόγειο (στη Συρία στην Ιορδανία, στον Λίβανο, στην Αίγυπτο, στην Τυνησία,
στην Λιβύη), εξυμνώντας τους πρώτους και αξεπέραστους δημιουργούς.
Α.6. Το μάρμαρο
κατά την Βυζαντινή Αυτοκρατορία.
Στα
πρώτα χρόνια του Χριστιανισμού λειτουργούν αρχαίοι ναοί (ως επί το πλείστον
μαρμάρινοι) μιας και πολλοί αυτοκράτορες είναι οπαδοί των Ολυμπίων θεών.
Με την
επικράτηση του Χριστιανισμού και κυρίως μετά τον Θεοδόσιο πάρα πολλοί αρχαίοι
ναοί καταστράφηκαν ή μετατράπηκαν σε χριστιανικούς ναούς και μόνο αργότερα
χρησιμοποιήθηκαν μάρμαρα για να κατασκευαστούν κυρίως διακοσμητικά μέλη εκκλησιών και μοναστηριών
(τέμπλα, υπέρθυρα, πρεβάζια, εξωτερικές λιθανάγλυφες
παραστάσεις, κίονες, κιονόκρανα κ. λ .π ) κάτι που
διατηρείται έως και τον 19ο αιώνα.
Α.7. Η χρήση του
μαρμάρου από την Άλωση έως τον 19ο αιώνα.
Στους χρόνους
που ο Ελλαδικός χώρος ήταν κάτω από κατοχή ποικίλων επιδρομέων η χρήση του
μαρμάρου είχε περιοριστεί πολύ ως διακοσμητικό υλικό και μόνο ως δομικό υλικό
χρησιμοποιείτο κυρίως σε δάπεδα, βρύσες και γεφύρια.
Α.7.1. Η αναβίωση
της σμίλευσης του μαρμάρου και η Τήνος.
H εξόρυξη και η
χρήση του μαρμάρου συνεχίστηκε αδιάκοπα στην Ελλάδα, με ελάχιστα μόνο
διαλείμματα κατά τους Βυζαντινούς χρόνους και τους χρόνους της Τουρκοκρατίας.
Τους τελευταίους αιώνες η μαρμαροτεχνία είχε μεγάλη ακμή στην Τήνο που δεν
γνώρισε τον τουρκικό ζυγό, όπως η υπόλοιπη Ελλάδα.
Όπως αναφέρει ο εθνολόγος – λαογράφος Αλέκος Ε. Φλωράκης «οι
αφετηρίες της Τηνιακής μαρμαροτεχνίας πρέπει να τοποθετηθούν στα χρόνια της
βενετσιάνικης κυριαρχίας. Αν και το μέγιστο μέρος των λιθόγλυπτων που σώζονται
ανήκουν στο 18ο και στο 19ο αιώνα, η έναρξη της ακμής τοποθετείται αρκετά
παλαιότερα. Ήδη κατά το 17ο αιώνα, μαρμαράδες- μάστορες ακολουθούσαν τους
οικοδόμους σ’ ολόκληρο το νησί, κατασκευάζοντας μαρμάρινα μέλη οικοδομών και
διακοσμητικά ανάγλυφα ή συνδύαζαν και τις δυο ιδιότητες, του μαρμαρά και του
οικοδόμου, όπως συνάγεται από επιγραφές…».
Η παράδοση, βέβαια, προσπαθώντας
να ερμηνεύσει τις ρίζες της τηνιακής μαρμαροτεχνίας και αδιαφορώντας για
αληθοφανείς εξηγήσεις λέει ότι στην Τήνο διδάχτηκαν την τέχνη της γλυπτικής από
το Φειδία. Όταν αυτός ταξίδευε εξόριστος για τη Δήλο φυσούσε τόσο δυνατό
μελτέμι που αναγκάστηκε να σταματήσει στην Τήνο. Εκεί ο μεγάλος δημιουργός
έμεινε για ένα διάστημα και δίδαξε τη γλυπτική στους κατοίκους του νησιού.
Ανεξάρτητα πάντως από τα αίτια που
ώθησαν στην άνθηση της τέχνης του μαρμάρου στην Τήνο, είναι γεγονός ότι την
εποχή που στην υπόλοιπη Ελλάδα η μαρμαρογλυπτική βρισκόταν σε λήθαργο, οι
Τήνιοι συνέχιζαν την καλλιτεχνική γλυπτική παράδοση.
Όπως επισημαίνει ο Δημ. Σοφιανός, διευθυντής
του Κέντρου Ερεύνης του Μεσαιωνικού και Νέου Ελληνισμού της Ακαδημίας Αθηνών,
οικογένειες ολόκληρες ασχολούνταν αποκλειστικά με την τέχνη του μαρμαρά,
παραδίνοντας από πατέρα σε γιο την πείρα και τη φλέβα του καλλιτεχνικού
πνεύματος των προγόνων τους.
Το παιδί στον Πύργο και στα
Υστέρνια της Τήνου, όπου κι αν πήγαινε άκουγε συνεχώς τον ξερό και καμπανιστό
ήχο των ματρακάδων. Έβλεπε τον τεχνίτη να μετασχηματίζει υπομονετικά την άμορφη
πέτρα και να κάνει να αναδυθούν από μέσα της κιονόκρανα, επιστύλια, χαριτωμένοι
ρόδακες, άκανθες και πολυάριθμες άλλες διακοσμητικές μορφές. Ήταν φυσικό αυτά
τα παιδικά βιώματα να σημαδέψουν και τη μελλοντική του πορεία.
Ειδικευμένοι λοιπόν και άριστοι
τεχνίτες του μαρμάρου οι Τηνιακοί ταξίδευαν τακτικά σε διάφορα μέρη της
Ανατολής, στην Κωνσταντινούπολη, Γαλάτσι, Οδησσό, Σμύρνη, Θεσσαλονίκη, Άγιο
Όρος, όπου εργάζονταν, μελετούσαν και αποκτούσαν γνώσεις και τελειοποιούνταν
συνεχώς στην τέχνη τους. Το πνεύμα της γλυπτικής και γενικότερα της
καλλιτεχνικής παράδοσης τροφοδοτούσε και διατηρούσε ακμαία τη φλέβα εκείνη από
τα σπλάχνα της οποίας ξεπήδησε η μεγάλη σειρά των Τηνίων καλλιτεχνών, γλυπτών
και ζωγράφων, όπως ο Γύζης, ο Λύτρας, οι Φυταλήδες, οι Βιτάληδες, οι Σώχοι, ο
Φιλιππότης, ο Χαλεπάς και τόσοι άλλοι.
Αμέσως μετά την απελευθέρωση
Τήνιοι έμπειροι γλύπτες ήρθαν και εγκαταστάθηκαν στην Αθήνα και άνοιξαν τα
πρώτα μαρμαρογλυφεία. Πρώτοι οι αδελφοί Ιάκωβος και Φραγκίσκος Μαυρίδη από τα
Υστέρνια της Τήνου άνοιξαν το 1835 το πρώτο συστηματικό μαρμαρογλυφείο στη
διασταύρωση των οδών Σταδίου και Κοραή, εκεί που βρίσκεται σήμερα η Τράπεζα
Πειραιώς. Το μαρμαράδικο αυτό, μοναδικό στην εποχή του, έγινε το πρώτο μεγάλο
φυτώριο απ’ όπου βγήκαν τα πρώτα μαστορόπουλα, που λίγο αργότερα μαζί με άλλους
νεοφώτιστους της τέχνης, οι οποίοι ήρθαν από την υπόλοιπη Ελλάδα απάρτισαν και
το πρώτο μαθηματικό δυναμικό του νεοϊδρυθέντος «Σχολείου Τεχνών», που αργότερα
αναδιοργανώθηκε και αποτέλεσε το σημερινό Πολυτεχνείο.
Η δραστηριότατα των Τηνιακών
μαρμαράδων και καλλιτεχνών επεκτάθηκε σε ολόκληρο τον ελλαδικό, αλλά και το
βαλκανικό χώρο. Μαρμάρινα καμπαναριά, τέμπλα, εικονοστάσια, άμβωνες, ηρώα και
κάθε λογής επιτύμβια μνημεία, προτομές, ανδριάντες, όλα έργα της σμίλης του
ανώνυμου ή επώνυμου Τηνιακού μαρμαρά κοσμούν τις εκκλησίες, τα νεκροταφεία και τις
πλατείες σε όλες τις πόλεις του ελεύθερου ελληνικού κράτους που δημιουργείται.
Εκτός από τους Τηνιακούς
μαρμαράδες που πρωτοστάτησαν στην αναβίωση τη τέχνης του μαρμάρου υπήρχαν, στη
νεότερη ιστορία της Ελλάδας και τα «μπουλούκια» των χτιστών ή των μαστόρων,
όπως ονομάζονταν, από την Ήπειρο, τη
Μακεδονία, τα Λαγκάδια Αρκαδίας, τα Καλάβρυτα και άλλα χωριά της Πελοποννήσου
που ταξιδεύοντας σε ολόκληρη την ηπειρωτική Ελλάδα και στο εξωτερικό (Ρουμανία,
Μικρά Ασία, Αίγυπτος, Περσία) χρησιμοποίησαν με δεξιοτεχνία την πέτρα στις
διάφορες κατασκευές που ολοκλήρωσαν και είχαν σοβαρή συμβολή στη διαμόρφωση
στης παραδοσιακής μας αρχιτεκτονικής.
ΛΑΤΟΜΕΙΟ ΤΗΝΟΥ |
Α.7.2
Η χρήση του μαρμάρου στην Αθήνα.
Με την κάθοδο
των αρχαιολατρών Βαυαρών στην Ελλάδα αρχίζει η επαναχρησιμοποίηση του μαρμάρου
ως δομικό και διακοσμητικό υλικό και μετακινούνται πάλι Κυκλαδίτες για να
ανοίξουν λατομεία που ήταν αργά για πολλούς αιώνες.
Οι Ευρωπαίοι
και οι δικοί μας αρχιτέκτονες χρησιμοποιούν σχεδόν αποκλειστικά Τηνιακούς
μαρμαράδες, καλλιτέχνες και εφαρμοστές για την κατασκευή όλων των αξιόλογων
δημόσιων και ιδιωτικών οικοδομημάτων που κοσμούν σήμερα την Αθήνα. Στην
κατασκευή των παλαιών Ανακτόρων γενικός επιστάτης είναι ο πρακτικός, αλλά
τέλειος εφαρμοστής, γλύπτης Αντ. Λύτρας, πατέρας του μεγάλου ζωγράφου Νικηφόρου
Λύτρα από τον Πύργο της Τήνου. Επίσης Τηνιακοί μαρμαράδες δουλεύουν στα
πολυάριθμα μέγαρα της Αθήνας, όπως το Πανεπιστήμιο, το Μουσείο, το Ζάππειο, τη
Βουλή των Ελλήνων, την Ακαδημία, την Εθνική Βιβλιοθήκη, τη Μητρόπολη και τόσα
άλλα. Στη νεότερη εποχή με Πεντελικό
μάρμαρο έχουν κατασκευασθεί η Ακαδημία Αθηνών, η Εθνική Βιβλιοθήκη, το Πολυτεχνείο,
η είσοδος του Ζαππείου, το Καλλιμάρμαρο. Και επειδή είναι γνωστή η αξία του
Πεντελικού μαρμάρου γίνεται επιτακτική ανάγκη τα κλειστά αρχαία λατομεία να
ξαναλειτουργήσουν.
ΜΕΓΑΡΟ ΡΟΔΟΔΑΦΝΗΣ |
Ιδιαίτερη αναφορά θα γίνει στην
Δούκισσα της Πλακεντίας που το 1834 εγκαθίσταται μόνιμα στην Αθήνα, όπου και
αγόρασε μεγάλες εκτάσεις στην Πεντέλη, αλλά και στο κέντρο της πόλης. Το 1840
αποφασίζει να κτίσει δύο μέγαρα χρησιμοποιώντας μαρμάρινους όγκους: ένα στην
Πεντέλη (το μεγαλοπρεπές «Καστέλο της
Ροδοδάφνης») και το άλλο εκεί που σήμερα
στεγάζεται το Βυζαντινό Μουσείο σε σχέδια του νέου συντρόφου της και
αρχιτέκτονα Κλεάνθη.
Για να μεταφέρει τα μάρμαρα στο
κτίριο του Βυζαντινού Μουσείου κατασκευάζει στην Πεντέλη δύο πέτρινα γεφύρια (1841-42) εκ των οποίων το ένα πεντάτοξο και το άλλο μονότοξο. Το πεντάτοξο
έχει μήκος 40μ., ωφέλιμο πλάτος 3,50μ. και ολικό ύψος 10μ. Η επίστεψη από τα
αρχικά στηθαία έχει λεηλατηθεί. Τα τόξα έχουν ακτίνα ίση με 3μ. και η καμάρα
τους έχει μήκος γωνίας 120ο αντί του συνηθισμένου ημικυκλίου. Το
γεφύρι αυτό είναι πάνω στον ίδιο άξονα
της αρχαίας λιθαγωγίας, καθόσον οι αρχαίοι λατόμοι ακολουθούσαν την βόρεια και
νότια πλευρά της Ρεματιάς Χαλανδρίου, γιατί στη διαδρομή έπρεπε να σταματούν τα
ζώα και να δροσίζονται.
Κτίστηκε με χρήματα της Δούκισσας της
Πλακεντίας σε σχέδια του γεωμέτρη-μηχανικού Αλεξάνδρου Γεωργαντά και στόχο είχε
να εξυπηρετήσει τη μεταφορά των μαρμάρων στο μέγαρο των Ιλισσίων (Βυζαντινό
Μουσείο).
Ο Καμπούρογλου το 1923 επισκεπτόμενος τα γεφύρια γράφει γι’ αυτά….
“και είναι όντως απρόοπτη θελκτική η
συνάντηση εντός δασωδών εις την φυσικήν κατάσταση εκτάσεων αφελούς και απλής
αλλά πάντοτε ποιητικής γέφυρας. Ότι όμως εκπλήσσει είναι η μεγαλειώδης και
αιωνόβιος πολύτοξος γέφυρα, η προορισμένη
δια την από του ορυχείου του όρους μεταφορά μαρμάρων εις Αθήνας”.
Β. Η λατόμευση
του μαρμάρου στον 20ο και 21ο αιώνα.
Η αναβίωση της μαρμαροτεχνίας που
ξεκίνησε από την Τήνο εξαπλώθηκε σ’ όλη την Ελλάδα και μια σειρά από λατομεία
άρχισαν να λειτουργούν, που από το καθένα εξάγεται και διαφορετικό είδος
μαρμάρου.
Ανάλογα με το μέγεθος των κόκκων των κρυστάλλων τους, τα μάρμαρα
χαρακτηρίζονται ως λεπτοκοκκώδη (με μέγεθος κόκκων 0,01-0,5mm), ως μεσοκοκκώδη
(με μέγεθος κόκκων 0,5-2 mm) και ως χονδροκοκκώδη (με μέγεθος κόκκων 2-6mm). Τα
λεπτοκοκκώδη μάρμαρα θεωρείται ότι έχουν μεγαλύτερη μηχανική αντοχή από τα
χονδροκοκκώδη. Η αντοχή τους όμως εξαρτάται και από τα ιστολογικά
χαρακτηριστικά τους.
Γνήσια κρυσταλλικά ελληνικά μάρμαρα είναι τα λευκά μάρμαρα
Πεντέλης και Διονύσου, τα λευκά – ημίλευκα μάρμαρα της περιοχής Δράμας -
Καβάλας – Θάσου, τα μάρμαρα Τρανοβάλτου Κοζάνης, τα μάρμαρα Νάξου, τα ροζ
μάρμαρα Λαύκου Πηλίου κ.ά. Πολύ γνωστά γνήσια ξένα μάρμαρα είναι τα μάρμαρα της
περιοχής Carrara της Ιταλίας, τα λευκά μάρμαρα της Lasa Ιταλίας, το ιταλικό
μάρμαρο Giallo di Siena, το μάρμαρο Portuguese Pink, το λευκό μάρμαρο Αfyon της
Τουρκίας με ζαχαρώδη δομή, το λευκό μάρμαρο Sivec του FYROM κ.ά.
Β.1. Εξαγωγές ελληνικού
μαρμάρου.
Ο πλούτος της ελληνικής γης σε
φυσικά διακοσμητικά πετρώματα και ιδιαίτερα σε εκλεκτής ποιότητας λευκά
μάρμαρα, σε συνδυασμό με την πείρα αιώνων στην τέχνη της εξόρυξης και της
μαρμαρογλυπτικής, αποτέλεσαν τις βάσεις πάνω στις οποίες στηρίχτηκε η δυναμική
πορεία που διέγραψε στη συνέχεια ο κλάδος του μαρμάρου. Μια πορεία που αρχίζει
από τα τέλη του 19ου αιώνα και από τις αρχές του 20ου, όταν η αγγλική εταιρεία
«GRECIAN MARBLES» που εκμεταλλευόταν συστηματικά πολλά λατομεία μαρμάρου σε διάφορες
περιοχές της χώρας πραγματοποιούσε σημαντικές εξαγωγές στη Δυτική Ευρώπη,
γεγονός που βοήθησε να γίνουν ακόμη πιο γνωστά και περιζήτητα τα ελληνικά
μάρμαρα σε όλο τον κόσμο. Σήμερα όμως τα μάρμαρα χρησιμοποιούνται κυρίως ως
δομικά υλικά.
Τα ελληνικά μάρμαρα είναι από τα πλέον γνωστά στον κόσμο. Πέρα από
τα κοιτάσματα και τις ποικιλίες που υπάρχουν, ουσιαστικά έχουν ταυτιστεί με τα
αρχαία αριστουργήματα της γλυπτικής και της αρχιτεκτονικής της αρχαίας Ελλάδας.
Έτσι, η ζήτηση για ελληνικό μάρμαρο ανέκαθεν υπήρξε σημαντική και ο κλάδος έχει
ένα έντονο εξαγωγικό προσανατολισμό, κατατάσσοντας την Ελλάδα ανάμεσα στους
σημαντικότερους παραγωγούς και εξαγωγείς μαρμάρου σε παγκόσμιο επίπεδο.
Το 2013 εξήχθη το 75-80% της συνολικής παραγωγής μαρμαρικών
προϊόντων με αξία 226 εκατ. ευρώ. Από το προϊόν που εξάγεται, πάνω από το
30-35% κατευθύνεται προς την Κίνα και το υπόλοιπο εξαγόμενο μάρμαρο διατίθεται
σε χώρες της Μέσης Ανατολής, στις ΗΠΑ και σε μικρότερο βαθμό στην ευρωπαϊκή
αγορά.
Τα αποθέματα των κοιτασμάτων μαρμάρου στην Ελλάδα είναι τεράστια,
πολλοί μάλιστα τα χαρακτηρίζουν πρακτικά ανεξάντλητα. Υπάρχει μια μεγάλη
ποικιλία μαρμάρων σε διάφορους χρωματισμούς και τύπους, κυρίως όμως λευκά
μάρμαρα, ορισμένα από τα οποία είναι από τα καλύτερα μάρμαρα του κόσμου. Γι'
αυτό και η Ελλάδα θεωρείται η χώρα με τη μεγαλύτερη ποικιλία σε λευκά και
ανοιχτόχρωμα μάρμαρα. Εκτός από τα λευκά, υπάρχουν και πολλοί τύποι
χρωματιστών, όπως μαύρα μάρμαρα, γκρι, μπεζ, κόκκινα, πράσινα κ.ά. με πολύ καλά
ποιοτικά χαρακτηριστικά. Εξορύσσονται, επίσης, τραβερτίνης και όνυχας πολύ
καλής ποιότητας. Η εξόρυξη όμως των λατομικών υλικών προκαλεί και ποικίλα
περιβαλλοντικά προβλήματα. Στην περίπτωση του πεντελικού μαρμάρου το καθαρό
απολήψιμο είναι μόνο 10-20%, άρα τα στείρα που είναι πολύ μεγάλο ποσοστό είναι
εύκολο και λόγω των μεγάλων κλίσεων των πρανών να μεταφερθούν σε χαμηλότερα
σημεία βοηθούμενα και από τις πυρκαγιές. Έτσι, παρατηρούνται πολύ συχνά έντονα
πλημμυρικά φαινόμενα Στα μάρμαρα λόγω
των έντονων κλίσεων η επιφανειακή απορροή είναι της τάξης του 50-60%, ενώ στους
μη περατούς σχιστόλιθους το 70-80% των συνολικών κατακρημνίσεων.
Ειδικά στο Πεντελικό η εγκατάλειψη της εξόρυξης του μαρμάρου έγινε για την προστασία του με το Ν.386/76 και το Π.Δ 755/88 που συνετέλεσε
στο να μην επιδεινωθεί το φαινόμενο των πλημμυρών.
Γ.
Διατήρηση της
μνήμης του Ελληνικού Πολιτισμού που
συνδέθηκε με το μάρμαρο.
Στην σημερινή εποχή για να διατηρήσουμε ζωντανή την τέχνη της
κατεργασίας ενός φυσικού υλικού που
συνδέθηκε με τον Ελληνικό Πολιτισμό επιβάλλεται να ενδιαφερθούμε για τους εξής τομείς:
-
προστασία των γλυπτών από την ρύπανση και τις καιρικές συνθήκες με
μεταφορά τους σε μουσεία (π.χ. γλυπτά
του Παρθενώνα) ,των ναών και γενικά των
αρχαίων μνημείων με κάλυψη τους (π.χ. ναός Επικούριου Απόλλωνα)
-
τοποθέτηση μαρμάρινων γλυπτών αντικειμένων σε δημόσιους χώρους
- λειτουργία σχολών μαρμαρογλυπτικής, όπου οι ενδιαφερόμενοι μαθητές θα διδάσκονται την γλυπτική τέχνη
,όπως αυτή του Πύργου στην Τήνο,
- πραγματοποίηση πολιτιστικών και περιβαλλοντικών προγραμμάτων στην
εκπαίδευση, με θέμα την ιστορία και την
πολιτιστική συνεισφορά του μαρμάρου
- λειτουργία Κ.Π.Ε Περιβαλλοντικής Εκπαίδευσης στην Πεντέλη ,που θα συμβάλει στην ενημέρωση μαθητικών ομάδων για
τα αρχαία λατομεία
-
ίδρυση μουσείων που να εξιστορούν την εξόρυξη και την κατεργασία του μαρμάρου με πρωταρχική απαίτηση να’ ναι
και στην Πεντέλη (γιατί όχι στο Ανάκτορο της Ροδοδάφνης;)
- ανακήρυξη των αρχαίων λατομείων σε αρχαιολογικό πάρκο
- επίμονη απαίτηση να επιστραφούν κλεμμένα γλυπτά που βρίσκονται σε
ξένα μουσεία ή ιδιωτικές συλλογές
- δράσεις και ανακοινώσεις που αφορούν την λατόμευση και την
κατεργασία του μαρμάρου, όπως αυτή
που πραγματοποίησε ο Βριλησσός την 5η Ιουνίου του 2016 συνδέοντας την αρχαία
λιθαγωγία με την πεζοπορική διάσχιση της ρεματιάς Χαλανδρίου.
ΒΡΙΛΗΣΣΟΣ - ΔΡΑΣΗ 5.6.2016 |
Γ.1.
Αντιπροσωπευτικά Μουσεία Διατήρησης της μνήμης.
Από τα δεκάδες μουσεία που στεγάζουν μαρμάρινα έργα που
αναδεικνύουν την ταυτοποίηση του υλικού με τον Ελληνικό Πολιτισμό επιλέχθηκε η
αναφορά στο Μουσείο της Ακρόπολης και στο Μουσείο Μαρμαροτεχνίας της Τήνου.
Γ.
1. 1. Το Μουσείο της Ακροπόλεως.
Επειδή το μάρμαρο-ανθρακικό ασβέστιο - εξ αιτίας της ατμοσφαιρικής
ρύπανσης (όξινη βροχή) διαβρώνεται και μετατρέπεται σταδιακά σε γύψο - θεϊκό
ασβέστιο – κρίθηκε αναγκαίο να μεταφερθούν τα γλυπτά του Παρθενώνα σ ’ένα
καινούργιο μουσείο και να τα στεγάσει για να προστατευθούν. Το κοπιώδες αυτό
έργο της μεταφοράς τους ανατέθηκε στον Μανόλη Κορρέ και έτσι σε τέσσερα επίπεδα
στο νέο μουσείο εκτίθενται ευρήματα από τις κλιτύες της Ακρόπολης, των ναών της
από την αρχαϊκή περίοδο έως και την
κλασσική εποχή ,αγάλματα από την ζωφόρο, τα Προπύλαια, τα αετώματα και τις
μετόπες του Παρθενώνα. Σήμερα είναι σε λειτουργία και χιλιάδες επισκεπτών
θαυμάζουν τα εκθέματα του.
Γ
.1.2. Το Μουσείο Μαρμαροτεχνίας.
Ένα μοναδικό μουσείο στο
είδος του είναι της αυτό της μαρμαροτεχνίας του Πύργου στην Τήνο. Το
Μουσείο Μαρμαροτεχνίας στον Πύργο της Τήνου δημιουργήθηκε από το Πολιτιστικό
Ίδρυμα Ομίλου Πειραιώς (ΠΙΟΠ), το οποίο έχει και την ευθύνη για τη λειτουργία
του. Ανήκει στο Δίκτυο Θεματικών Μουσείων του Ιδρύματος και είναι το πρώτο του
είδους του στην Ελλάδα. Στεγάζεται σε σύγχρονες, πλήρως εξοπλισμένες
εγκαταστάσεις, εναρμονισμένες με το χαρακτηριστικό τηνιακό τοπίο, στις οποίες
περιλαμβάνεται και Αίθουσα Πολλαπλών Χρήσεων. Το έργο χρηματοδοτήθηκε από το Γ΄
Κοινοτικό Πλαίσιο Στήριξης, αφού εντάχθηκε στο Περιφερειακό Επιχειρησιακό
Πρόγραμμα Νοτίου Αιγαίου 2000-2006, και την Τράπεζα Πειραιώς.
Στο Μουσείο παρουσιάζεται η τεχνολογία του μαρμάρου, υλικού που
κατέχει ιδιαίτερη θέση στην αρχιτεκτονική και την τέχνη της Ελλάδας από την
αρχαιότητα έως τις μέρες μας, ενώ παράλληλα περιγράφεται αναλυτικά το πλέγμα
εργαλειακού εξοπλισμού και τεχνικών. Ταυτόχρονα, με την έμφαση που δίνεται στην
προβιομηχανική και πρωτοβιομηχανική Τήνο, του σημαντικότερου νεοελληνικού
κέντρου μαρμαροτεχνίας, αναδεικνύεται το κοινωνικό και οικονομικό πλαίσιο στο
οποίο αναπτύχθηκαν τα τοπικά εργαστήρια.
Η μόνιμη έκθεση περιλαμβάνει ποικίλα κοσμικά, εκκλησιαστικά,
επιτύμβια και καθημερινής χρήσης πρωτότυπα έργα σε μάρμαρο (υπέρθυρα, κρήνες,
οικόσημα, φουρούσια, προσκυνητάρια, γουδιά, κ.ά.), πήλινα προπλάσματα και
γύψινα αντίγραφα, εργαλεία λατόμευσης και μαρμαροτεχνίας, μηχανολογικό
εξοπλισμό, αρχειακό υλικό, καθώς και την πλουσιότερη συλλογή σχεδίων παλαιών
μαρμαρογλυπτών που υπάρχει στην Ελλάδα. Αυτός ο αξιοσημείωτος αριθμός
αυθεντικών αντικειμένων συγκεντρώθηκε κυρίως χάρις στην ευαισθητοποίηση ιδιωτών
αλλά και φορέων, οι οποίοι τα δώρισαν ή τα παραχώρησαν στο Ίδρυμα. Σε
συνδυασμό, εξάλλου, με τις αλληλένδετες αναπαραστάσεις λατομείου, εργαστηρίου μαρμαροτεχνίας
και συναρμογής δεσποτικού θρόνου, οι επισκέπτες έχουν την ευκαιρία να γνωρίσουν
παραδοσιακές τεχνικές και διαδικασίες που αφορούν την εξόρυξη, την πρώτη
επεξεργασία και μεταφορά του μαρμάρου, καθώς και τη μορφοποίηση και τοποθέτηση
μιας κατασκευής· με άλλα λόγια, τη διαδρομή από την πρώτη ύλη έως το
ολοκληρωμένο έργο. Παράλληλα, το οπτικοακουστικό υλικό της έκθεσης ζωντανεύει
με τρόπο άμεσο τις παραδοσιακές μεθόδους εργασίας του λατόμου και του
μαρμαροτέχνη, ενώ οι εικόνες του οδοιπορικού καταγράφουν την έντονη παρουσία
του μαρμάρου σε ολόκληρο το νησί και παροτρύνουν τους επισκέπτες.
Βιβλιογραφία:
- Πελεκάση Τερψιχόρη: λατομεία μαρμάρου και τοπικές κοινωνίες (Οκτώβριος 2010).
- 1ο
ΤΕΕ Χαλανδρίου: το μάρμαρο σαν υλικό διακόσμησης στον Ελληνικό Πολιτισμό
(2003-2004).
- Γιάννης
Μανιάτης: το μάρμαρο σαν υλικό για την λατρεία, την τέχνη και την αρχιτεκτονική
:από την προϊστορική Ελλάδα ως την σύγχρονη Δύση(2003)
- Μανόλης
Κορρές: από την Πεντέλη στον Παρθενώνα (1994).
- Υπουργείο
Πολιτισμού και Αθλητισμού: Μουσείο Ακρόπολης. odysseus.culture.gr/h/1/gh151.jsp?obj_id=16781.
- Υπουργείο
Πολιτισμού και Αθλητισμού: ΠΑΡΟΣ (Οδηγός του Μουσείου).
- Τσάκου
Κωνσταντίνου: Η Ακρόπολη και το νέο Μουσείο της.
- www.orykta.gr/oryktes-protes-yles-tis-ellados/latomika-orykta/marmara Orykta.gr.
- www.piop.gr/el/diktuo-mouseiwn/Mouseio-Marmarotexnias-Tinou/to-mouseio.aspx.
- J.
Kourimsky: The illustrated encyclopedia of minerals and rocks.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου