Εισαγωγή
Στην ιστορία της εξέλιξης του ανθρώπου
η εύρεση και η εκμετάλλευση πολύτιμων μεταλλευμάτων δημιουργεί οικονομική και
πολιτιστική επανάσταση. Η ναυτοκρατορία της αρχαίας Αθήνας οφείλεται στην
λειτουργία των μεταλλείων του Λαυρίου, η εκστρατεία του Μεγάλου Αλεξάνδρου στον
χρυσό του Παγγαίου και ο Κροίσος – συνώνυμο του πλούτου στον χρυσό του Πακτωλού
ποταμού στις Σάρδεις της Μικράς Ασίας. Η Αργυρούπολη του Πόντου λογικά δεν θα μπορούσε να αποτελέσει εξαίρεση.
-Α-
Γένεση
μεταλλευμάτων
Η περιοχή της Μεσογείου και κατ’
επέκταση και η περιοχή της Αργυρούπολης στο Πόντο βρίσκεται στο όριο της σύγκλισης των λιθοσφαιρικών
πλακών της Αφρικής και της Ευρασίας με αποτέλεσμα την άνοδο του μάγματος και τη
δημιουργία υδροθερμικών διαλυμάτων που προκαλεί μεταβολές στα προϋπάρχοντα
πετρώματα, τα οποία με την σειρά τους εμπλουτίζονται με διάφορα μέταλλα.
Αυτά όταν ψύχονται και στερεοποιούνται έχουν συνήθως
ακανόνιστη φλεβική μορφή και κατά τόπους, και αν η «εισβολή» των διαλυμάτων γίνεται
αργά δημιουργούνται κρύσταλλοι ορυκτών, ενώ αν γίνεται γρήγορα παρουσιάζονται
άμορφες μάζες ορυκτών διαφορετικής σύστασης. Και αυτό γιατί πολλά μέταλλα όπως
ο Zn (ψευδάργυρος),
ο Cu (χαλκός), ο Fe (σίδηρος), ο Pb (μόλυβδος), το Mo (μολυβδαίνιο), έχουν παρόμοια ιοντική ακτίνα και
δημιουργούν συμπλέγματα ενώσεων κυρίως
θειούχων ή ανθρακικών.
Ανάμεσα σ’ αυτά είναι δυνατόν να υπάρχουν
πολύτιμα μέταλλα: ο χρυσός και ο άργυρος, ενώ αντιθέτως όταν συνυπάρχουν
αρσενικό και φώσφορος ρίχνουν την
ποιότητα του μεταλλεύματος.
Η περιεκτικότητα του στερεού φλοιού
της Γης σε ασήμι είναι μεταξύ 0,07 και 0,08 γραμμάρια
ανά τόνο (g/t ή μέρη στο εκατομμύριο, p.p.m).
Όσο πιο μεγάλη είναι η περιεκτικότητα σε
άργυρο σε ένα πέτρωμα ή ορυκτό τόσο πιο συμφέρουσα οικονομικά είναι η
εκμετάλλευση του. Ο άργυρος σπάνια
βρίσκεται ως αυτοφυής και πολλές φορές συνυπάρχει με χρυσό.
Λαμβάνεται κυρίως ως παραπροϊόν παραγωγής και ηλεκτρολυτικής επεξεργασίας άλλων
μετάλλων (χαλκού, μολύβδου, ψευδαργύρου) στα θειούχα ορυκτά των οποίων
βρίσκεται σε πολύ μικρές αλλά εκμεταλλεύσιμες ποσότητες. Βρίσκεται και σε
ορυκτά όπως ο αργεντίτης
και ο χλωραργυρίτης.
Το 2010, πάνω από 50 χώρες σε όλο τον κόσμο διατηρούσαν
ορυχεία αργύρου. Οι κυριότερες χώρες παραγωγής αργύρου είναι μεταξύ άλλων τo
Μεξικό, το Περού, η Κίνα, η Αυστραλία, η Χιλή, η Πολωνία, η Ρωσία, η Βολιβία
και οι Ηνωμένες Πολιτείες.
Ο
άργυρος χρησιμοποιείται για να κατασκευασθούν κοσμήματα, νομίσματα, σκεύη τραπεζιού, κυρίως μαχαιροπίρουνα (τα οποία
συλλογικά καλούνται ασημικά), φωτογραφικά φιλμ (όπου
υπάρχει στα φωτοευαίσθητα αλογονούχα άλατα) και καθρέπτες. Η περιεκτικότητα σε άργυρο ενός κοσμήματος συνήθως
μετριέται με τους «βαθμούς» που συμβολίζονται με °. Για παράδειγμα ένα
κόσμημα 925° περιέχει 92,5 % άργυρο, ένα κόσμημα 950° περιέχει 95 %
άργυρο και ούτω καθεξής.
-Β-
Τα
μεταλλεία της Αργυρούπολης
Η χώρα των Χαλύβων πρέπει να ήταν
αρχικά η περιοχή της Παφλαγονίας και συγκεκριμένα η Αλύβη ,οι οποίοι σταδιακά
προχώρησαν προς το εσωτερικό και κατέληξαν ανατολικά και νότια της Τραπεζούντας
στην περιοχή που μετέπειτα ονομάστηκε Χαλδία, μεταφέροντας την τεχνογνωσία
επεξεργασίας των μεταλλευμάτων.
Στους Ομηρικούς
χρόνους πρέπει τα μεταλλεία της Αργυρούπολης να ήταν σε πλήρη λειτουργία:
«αντάρ Αλιζώνων – βδιός και επίστροφος
ήρχον – τηλόθεν εξ Αλύβης όθεν αργύρου εστί γενέθλη» (Ομήρου Ιλιάς Β΄ κατάλογος
νεων 52, 855-857).
Ανέκαθεν στην περιοχή υπήρχαν κάστρα
που φύλαγαν τα περάσματα της Βυζαντινής αυτοκρατορίας και είχε καλλιεργηθεί
στους κατοίκους η συνείδηση του Ακρίτα.
Η περιοχή καταλήφθηκε από τους Τούρκους
το 1479, 18 χρόνια μετά την Άλωση της Τραπεζούντας. Σύμφωνα με τον Πατριάρχη
Ιεροσολύμων Χρύσανθο Νοταρά η Αργυρούπολη υπήρξε «η σωστική κιβωτός του
Ελληνισμού της Ανατολής». Η ακμή των μεταλλείων και κατά συνέπεια της πόλης
ήταν ο 17ος και 18ος αιώνας, με το μέγιστο της ακμής της στα
τέλη του18ου αιώνα.
Το παλιό όνομα της πόλης ήταν Καν και
το όνομα Αργυρούπολη το έδωσε ο Γεώργιος Κυριακίδης το 1846 από και από τότε
υιοθετήθηκε από όλους. Στην πόλη και στα περίχωρα λειτουργούσαν στις αρχές
του 18ου αιώνα 17 μεταλλεία. Σύμφωνα δε με άλλη πηγή, το 1722 μεταλλεία
λειτουργούσαν και σε άλλες περιοχές του Πόντου, όπως στην Κρώμνη, στη Ματσούκα,
στα Σούρμενα, στην Κερασούντα,
στην Τρίπολη και στο Σεμπινκαραχισάρ, στη Σεβάστεια, και στην Παϊπούρτη αλλά και σε περιοχές
εκτός Πόντου, όπως η Μεσοποταμία, το Ερζερούμ, η
Τιφλίδα, το Καρς, το Βατούμ και το Ικόνιο, ενώ τα μεταλλεία της Ανατολίας για τα οποία
υπάρχουν στοιχεία ανέρχονταν σε 33. Τέλος, σύμφωνα με άλλη πηγή, τα πιο
σημαντικά μεταλλεία στο έδαφος της Μικράς Ασίας κατά την περίοδο 1559-1785 ήταν
αυτά στις περιοχές: Αργυρούπολη, Άργαναμαντέν, Μπιλετζίκ, Έσπιε, Κεμπάν,
Ινεγκιόλ, Κιγί και Κιουρέ, Νιφ. Μεταλλεία νίτρου υπήρχαν στις περιοχές: Αχσέν-ντερέ, Άκνταγμαντεν,
Μπιλετζίκ, Ερτζίς, Ιτς Ιλ, Καισάρεια, Καμένγκιραντ, Κιλισέχισαρ, Λαρέντε, Μαλάτεια, Νίγδη, Ρουντίκ, Βαν.
Οι Σουλτάνοι Μουράτ Γ΄ (1574-1595),
Μεχμέτ Γ΄ (1595-1603) επικύρωσαν τα προνόμια των μεταλλωρύχων και των
μεταλλείων που θεωρήθηκαν μπεηλίκια (προνομιούχα, κυβερνητικά). Οι μεταλλωρύχοι
μπεηλικσήδες απαλλάχθηκαν από την φορολογία, τις εισφορές, τις αγγαρείες, τις
διώξεις, αλλά και την υποχρεωτική στράτευση και το παιδομάζωμα. Τα έσοδα από τα
μεταλλεία ήταν περιουσία των Σουλτάνων που μ’ αυτά χρηματοδοτούσαν τον στρατό.
Η εργασία ήταν βέβαια επίπονη και βαριά και μόνο οι Έλληνες μαζί με ελάχιστους
Αρμένιους εργάζονταν στα μεταλλεία. Η απροθυμία των Τούρκων να εργάζονται στα
μεταλλεία διευκόλυνε τους συσταμπάσηδες (αρχιμεταλλουργούς), ώστε να γίνονται
σεβαστοί και αποδεκτοί από τους μεταλλωρύχους και αυτοί με τη σειρά τους να
διευθύνουν ένα ομοιογενές και ομόδοξο προσωπικό με δικαιοσύνη και ασφάλεια. Τα
προνόμια των μεταλλωρύχων καταργήθηκαν επίσημα το 1839 (Hatti Sherif) αλλά στην ουσία ίσχυαν καθ όλη την
διάρκεια του 19ου αιώνα.
-Β-
1.
Διαδικασίες απόληψης του αργύρου
Τα μεταλλεία της Αργυρούπολης μοιάζουν
γεωλογικώς γενετικά με αυτά του Λαυρίου- όχι όμως ως προς τον πλούτο των
εμφανιζομένων διαφορετικών ορυκτών. Όσο αφορά την ανάπτυξη και την εκμετάλλευση
τους οφείλεται ίσως στο DNA
της μεταλλευτικής τέχνης των Ελλήνων που διατηρήθηκε από την αρχαιότητα ως τον
19ο αιώνα. Αυτή δημιούργησε
την ανάπτυξη αρχικά των μεταλλοφόρων κοιτασμάτων στον Πόντο και αργότερα
επεκτάθηκε σ’ όλη την Μικρά Ασία αλλά και αλλού, καθ’ όσο μόνο Έλληνες και
ελάχιστοι Αρμένιοι κατείχαν την τέχνη του μεταλλωρύχου.
Από
άποψη γενετικής κατάταξης τα κοιτάσματα της ευρύτερης περιοχής της Αργυρούπολης
ανήκουν σ’ αυτή των μικτών θειούχων (P.B.G. C., δηλαδή σιδηροπυρίτη, σφαλερίτη,
γαληνίτη και χαλκοπυρίτη) άμορφης μάζας ή πορφυριτικού ιστού, όταν οι
μεμονωμένοι μεγάλοι κρύσταλλοί (φαινοκρύσταλλοι) των ορυκτών ανάμεσα στα
πυριγενή ή μεταμορφωμένα πετρώματα είναι πάνω από 50% διασκορπισμένοι σε
λεπτόκοκκο υλικό. O διαχωρισμός του αργυρούχου μολύβδου σε
άργυρο και μόλυβδο γινόταν στο δεύτερο στάδιο της τήξης με την
αρχαία τεχνική της «κυπέλλωσης».
Στο Λαύριο οι αρχαιολογικές ανασκαφές
αποκάλυψαν εκτός από τις στοές που δημιούργησαν οι αρχαίοι μεταλλωρύχοι, τον
τρόπο εξόρυξης και απόληψης των μετάλλων με τις εγκαταστάσεις τους (σπαστήρες,
πλυντήρια, καμίνους κλπ.) οι οποίες δεν
διαφέρουν επί της ουσίας σε τίποτα από τις σημερινές σύγχρονες μεθόδους, απλώς
εξελίχθηκαν τα εργαλεία και τα μέσα. Τις ίδιες μεθόδους με τους αρχαίους
προγόνους τους ακολούθησαν και οι Πόντιοι μεταλλωρύχοι.
Το μετάλλευμα βρισκόταν συνήθως σε
στοές (μαγαρά) που διάνοιγαν οι μεταλλωρύχοι και σπανίως σε επιφανειακά σημεία.
Προκειμένου να το ανεβάσουν από τις υπόγειες στοές οι εργάτες χρησιμοποιούσαν
σάκους, χάλκινα σκεύη και χαλύβδινα σχοινιά ή σκοινιά από φυτική ύλη για να μη
σαπίζουν. Στη συνέχεια, αφαιρούσαν τους μεγάλους λίθους και με τη χρήση σφυριού
κονιορτοποιούσαν το μετάλλευμα, το οποίο ακολούθως, πλενόταν σε ειδικές
επιμήκεις σκάφες, ώστε να απομακρυνθούν τα άχρηστα υλικά, όπως τα χώματα και
πέτρες που είχαν απομείνει. Όλα ήταν πλέον έτοιμα για την τήξη του
μεταλλεύματος. Σε περίπτωση που τα μεταλλεία βρίσκονταν μακριά από τους
μεταλλευτικούς φούρνους (καζάνια, φουρνία), το μετάλλευμα μεταφερόταν εκεί με
ζώα.
Η πρώτη φάση επεξεργασίας του
μεταλλεύματος γινόταν με το λιώσιμό του, (τζοχέρ ή τζοχάρ) με την καύση
ξυλανθράκων και το μίγμα μολύβδου, αργύρου και χρυσού χυνόταν σε καλούπια – τις
«χελώνες». Οι μεταλλευτικοί φούρνοι έμοιαζαν με καμίνια παραγωγής ασβέστη. Στο κάτω
μέρος είχαν μεγαλύτερο πλάτος και στένευαν προοδευτικά προς τα πάνω. Το
εσωτερικό τους ήταν σκεπασμένο με πυρίμαχα υλικά. Ως καύσιμη ύλη
χρησιμοποιούνταν ξύλα. Η ρευστή μάζα περνώντας από 12 σωλήνες κατέληγε σε 2 λάκκους,
όπου ολοκληρωνόταν η διάλυση του μεταλλεύματος («χώνεψη»). Στη συνέχεια, το
έπαιρναν με σιδερένιες κουτάλες και το έριχναν σε μικρότερους λάκκους για να
πήξει. Ο διαχωρισμός των διαφόρων μετάλλων επιτυγχανόταν
λόγω του ότι τα μέταλλα τήκονται σε διαφορετικές θερμοκρασίες , όπως παρουσιάζονται
στον παρακάτω πίνακα.
Μέταλλο Βαθμοί °C.
Αλουμίνιο 659
Χαλκός 1083
Μόλυβδος 327
Μαγνήσιο 651
Νικέλιο 1452
Άργυρος 951
Ψευδάργυρος 419
Αλουμίνιο 659
Χαλκός 1083
Μόλυβδος 327
Μαγνήσιο 651
Νικέλιο 1452
Άργυρος 951
Ψευδάργυρος 419
Οι όγκοι που περιείχαν ασήμι μεταφέρονταν, ακολούθως,
σε άλλους φούρνους που βρίσκονταν στον ίδιο χώρο. Η υπόλοιπη ύλη, το τζουρούφ (σκουριά), που
λόγω ανεπαρκών γνώσεων θεωρείο άχρηστη και μόνο από το 1914 όταν οι Γερμανοί «περιηγητές» που το αντίκρισαν, το εκτίμησαν
και το αγόραζαν μεταφέροντας το στην Μερσίνα και από κει φορτώνοντας το σε
τρένα μέχρι την Γερμανία.
Η
δεύτερη φάση της επεξεργασίας του μεταλλεύματος προέβλεπε τον διαχωρισμό του
μολύβδου από τον άργυρο και το χρυσό και όποιο άλλο πολύτιμο μέταλλο περιείχαν.
Η εκ νέου τήξη του μικτού μολύβδου γινόταν σε δύο ξεχωριστές υψικαμίνους –
χωνευτήρια (γκαλ-χανέ). Τοποθετούσαν το μετάλλευμα σε καζάνια και πάνω –πάνω έβαζαν
κορμούς δένδρων- τα κουρία- οι οποίοι με την βοήθεια φυσερών καίγονταν.
Από την τήξη
των υπολειμμάτων, η οποία γινόταν σε ειδικούς φούρνους, παραγόταν μαύρο μολύβι.
Ως καύσιμη ύλη σε αυτούς τους φούρνους χρησιμοποιούσαν κάρβουνο. Εκεί
διακρίθηκαν ως φουρναραίοι και κτίστες των καμινιών οι Σανταίοι.
Για ώρες το μετάλλευμα έβραζε, ώσπου το
μίγμα αργύρου και χρυσού σαν ελαφρύτερο έμενε στο καζάνι-χωνευτήριο. Κατά τη
διαδικασία αυτή ο μόλυβδος ευρισκόμενος σε υγρή κατάσταση μέσα σε ειδικό
κύπελλο ενωνόταν με το οξυγόνο και μετατρεπόταν σε οξείδιο του μολύβδου (PbO)
που στα αρχαία ελληνικά ονομάζονταν λιθάργυρος, ενώ ο άργυρος έμενε ανέπαφος,
διότι δεν οξειδώνεται.
Το υπόλειμμα της καύσης ο τεχνητός λιθάργυρος (μουρτεσένκ)
έτρεχε από το μπροστινό μέρος του λέβητα. Το μουρτεσένκ πάλι λιώνονταν και παραγόταν
ο καθαρός μόλυβδος, ο δε άργυρος παραδινόταν κάθε Τετάρτη σε υπαλλήλους που το
συνόδευαν μέχρι την Κωνσταντινούπολη για το διαχωρισμό του αργύρου από τον
χρυσό. υπό τη συνοδεία στρατιωτών. Αρχικά ακολουθούνταν η χερσαία οδός, ενώ στη
συνέχεια και η θαλάσσια, μέσω Τραπεζούντας.
Οι τιμές που λάμβαναν οι μεταλλωρύχοι σύμφωνα
με τον παπά- Βασίλη Καθρεπτίδη στο Μπουγά Μαντέν ήταν: 1 δράμι αργύρου 32
παράδες, του χρυσού 49,5 γρόσια και του λιθαργύρου 28 παράδες.
-Γ-
Η
συμβολή των μεταλλείων της Αργυρούπολης στην διάσωση του Ποντιακού Ελληνισμού
Η συμβολή της λειτουργίας και της
ανάπτυξης των μεταλλείων της Αργυρούπολης στην διάσωση του Ποντιακού Ελληνισμού
συνίσταται στους εξής άξονες:
--
επιβίωση αρχικά
-- αυτονομία, καθιέρωση προνομίων στους
εργαζόμενους σ’ αυτά, αυτοοργάνωση μέσω
της δημιουργίας θεσμών συνεργασίας των κοινοτήτων των μεταλλωρύχων με την
εκκλησία και τις Οθωμανικές αρχές, εξειδίκευση εργασίας, καθιέρωση ιεραρχίας
και μορφών διοίκησης στα μεταλλεία και αντιπροσώπευσης
-- ανάπτυξη της παιδείας μέσω της ίδρυσης
εκπαιδευτικών μονάδων διαφορετικής βαθμίδας, λειτουργία βιβλιοθηκών, ανάπτυξη
τοπικών εργαστηρίων αργυροχρυσοχοΐας, ενδυμασίας, εκκλησιαστικών ειδών, επαγγελματική
κατάρτιση στους μεταλλωρύχους, επιβολή αρχιτεκτονικών προτύπων, καλλιέργεια της
συναδελφοσύνης μέσω της λειτουργίας συλλόγων.
--
καθιέρωση εθνικής συνείδησης, και
συμμετοχή στους εθνικούς αγώνες καθ’ όσο η οικονομική άνοδος των χριστιανικών
πληθυσμών τους διαφοροποιεί από τους αντίστοιχους οθωμανικούς.
-Γ-
1.
Επιβίωση
Όταν οι Οθωμανοί καταλύουν την
Αυτοκρατορία της Τραπεζούντας δεν μεταφέρουν πληθυσμό από τις στέπες που δεν διέθεταν φυσικά, αλλά επιβάλλουν
βίαιους εξισλαμισμούς. Οι κάτοικοι των παραλίων αποσύρονται στις Ποντικές
Άλπεις και ζουν σε δύσβατες περιοχές. Ένα τέτοιο παράδειγμα είναι και η
εγκατάλειψη του χωριού Ρωμανάντων κοντά στην Τραπεζούντα και η εγκατάσταση τους
στην Χάρσερα όπως μαρτυρούν οι εικόνες και ο σταυρός της εκκλησίας. Στην
συνέχεια κάπου στις αρχές του 16ου αιώνα κοντά στο οχυρό Τζάγχα ιδρύεται η
Αργυρούπολη λόγω ανάπτυξης των
μεταλλείων της περιοχής και από τότε συρρέουν πολλοί που μπορούσαν να εργαστούν
εκεί. Για την προστασία των πληθυσμών από επιδρομείς οι μεγαλύτερες κοινότητες
των μεταλλωρύχων Κρώμνη, Σάντα και
Αργυρούπολη επικοινωνούν μεταξύ τους με δύσβατους δρόμους και με το μοναστήρι
της Παναγίας Σουμελά το οποίο εκτός από τον θρησκευτικό Φάρο αποτελεί και τον
αντίστοιχο εθνικό.
-Γ-
2. Αυτονομία, δημιουργία
θεσμών
Είναι επόμενο ότι εφόσον στα ταμεία του
σουλτάνου συρρέουν έσοδα από τα μεταλλεία και οι εργαζόμενοι σ’ αυτά να
απαιτούν ιδιαίτερη μεταχείριση και αυτό εκφράζεται με χορήγηση προνομίων από
αυτόν τόσο ατομικά όσο και στις κοινότητες των μεταλλωρύχων.
-Γ-
2.
1. Προνόμια κοινοτήτων των μεταλλωρύχων
Μερικά παραδείγματα χορήγησης προνομίων
στις κοινότητες:
Σάντα:
Κατά τον Κωνσταντίνο Παπαμιχαλόπουλο, ο
οποίος περιηγείται τον Πόντο το 1903 η Σάντα είχε 6000 με 7000 κατοίκους αμιγώς
Χριστιανούς παρόλη την μετανάστευση προς την Ρωσία. Είχαν ελευθερία να
οπλοφορούν και σχετική τοπικά αυτονομία. Πως την κατέκτησαν; Στο Πελιγράδ ή
Βελιγράδ (πολύ πιθανό να πρόκειται περί παράφρασης του Μπουλγάρ Δαλή, δηλαδή το
όρος Ταύρος) της αυτοκρατορίας ανακαλύφθηκε μεταλλείο αργύρου, δύσκολο στην
τήξη. Ο Σουλτάνος έψαξε να βρει τους καταλληλότερους μεταλλουργούς και οι
Σανταίοι προτάθηκαν από τον τοπάρχη Τραπεζούντας. Αυτοί με αρχηγό ένα
γεροντότερο πήγαν στην Κωνσταντινούπολη και από κει στο μεταλλείο. Και πέρα
πάσης προσδοκίας έλυσαν το δυσεπίλυτο πρόβλημα. Ο Σουλτάνος πολύ ευχαριστημένος
τους προσκάλεσε στην Κωνσταντινούπολη και τους πρότεινε τι θα ήθελαν να τους ανταμείψει
επιστρέφοντας στην πατρίδα τους. Οι Σανταίοι ζήτησαν τρεις ημέρες προθεσμία να
σκεφτούν και επανερχόμενοι του ζήτησαν να γίνουν κύριοι της περιοχής τους και
να τους εξασφαλίσει από εξωτερικές επεμβάσεις και προσβολές επειδή ο Σουλτάνος
εκτίμησε την αφιλοκέρδεια τους, τους χορήγησε υψηλό αυτοκρατορικό φιρμάνι, που
ανέφερε ότι αυτοί και μόνο είναι κύριοι της γης τους, δεν επιτρεπόταν σε ξένους
Τούρκους και Χριστιανούς να εισέρχονται μέσα από τα όρια της χώρας τους και
όποιος το παρέβαινε να τύχαινε αυστηρής τιμωρίας. Ταυτόχρονα οι κατά τόπους
πολιτικές και στρατιωτικές αρχές, οι υπουργοί, οι πασάδες και λοιποί κρατικοί
υπάλληλοι έπρεπε να τους προστατεύουν και να τιμωρούν τους παραβάτες
παραδειγματικά. Παράλληλα με το φιρμάνι εκδόθηκε από τον Σεϊχούλ Ισλάμ Χοτζέτι
Σερίφ που επικύρωνε τα όρια της περιοχής τους. Αυτός ήταν ο λόγος που
οπλοφορούσαν οι Σανταίοι αναπτύσσοντας το πνεύμα αυτονομίας και αυτοδιάθεσης
ανεξαρτήτως αν ήταν άνδρες ή γυναίκες. Η Σάντα υπαγόταν διοικητικά
στην Αργυρούπολη καίτοι βρισκόταν εκτός των γεωγραφικών ορίων της.
Φιρμάνι του 1737 και 1739 του
σουλτάνου προστατεύει τους ντόπιους πληθυσμούς από τις απαιτήσεις του
οποιουδήποτε Οθωμανού αξιωματούχου που διερχόταν από την περιοχή και με
προσχήματα ζητούσε χρήματα έστω και αν αυτός ήταν ο Μεγάλος Βεζύρης.
Μπουγά Μαντέν:
Το Σουλτανικό φιρμάνι που
παραδόθηκε στις 11-23/2/1826 στον Χατζή Λευτέρη Αποστόλογλου περιλάμβανε τα
εξής:
- η Οθωμανική Κυβέρνηση δεν είχε το δικαίωμα να μεταβιβάσει τα δικαιώματα κυριότητας και εκμετάλλευσης του μεταλλείου, ούτε να πωλήσει ή μεταβιβάσει μερίδα αυτού σε τρίτους χωρίς τη σύμφωνη γνώμη και συγκατάθεση των ιδίων των μεταλλουργών.
- δεν υπήρχε δυνατότητα αποπομπής οποιουδήποτε ζητούσε άδεια εκμετάλλευσης του μεταλλείου.
- αναγνωρίζονταν το δικαίωμα ισόβιας κληρονομιάς και
- κατοχή όλων των δασών σε ακτίνα 9 ωρών γύρω από τον οικισμό χωρίς σχετική άδεια του κράτους και χωρίς φόρους.
Χάρσερα:
«Πεν Χαρσέραλη ιμ
τσεκέμεμ»
Εγώ είμαι Χαρσερέτης και
δεν υποβάλλομαι σε αγγαρεία ή με τη χρήση ποντιακών:
«Νέπε πέϊ ,πεν Χαρσέραλη ιμ
τσεκέμεμ»
Κοινότητες μεταλλωρύχων σ’ όλη την Μικρά Ασία: δεν υπάγονταν διοικητικά στις τοπικές μητροπόλεις αλλά σ ΄ αυτή της
Αργυρούπολης.
-Γ-
2.2 Ατομικά προνόμια
Οι εργαζόμενοι στα μεταλλεία, μη μουσουλμάνοι στην
πλειονότητά τους, ήταν απαλλαγμένοι από τακτικούς και έκτακτους φόρους.
Υποχρεώνονταν μόνο να καταβάλλουν τον κεφαλικό φόρο (cizye). Ήταν επίσης
απαλλαγμένοι από τη στρατολογία. Αντίστοιχα προνόμια ίσχυσαν και για τα γύρω
χωριά, που ήταν επιφορτισμένα με την παροχή ξυλείας και κάρβουνου για τις
ανάγκες των μεταλλείων, καθώς και για τους σιδεράδες, προφανώς επειδή έφτιαχναν
τα απαραίτητα εργαλεία, αλλά και για όσους ήταν επιφορτισμένοι με την ασφάλεια
των περιοχών (ντερμπεντζή).
-Γ-
2.3.
Η οργάνωση της εργασίας των μεταλλωρύχων
Τα μεταλλεία αποτελούσαν πολύ σημαντικό, αν όχι και το
μοναδικό τομέα οικονομικής δραστηριότητας των οικισμών των μεταλλωρύχων. Γύρω
από αυτά υπήρχαν κάστρα που φύλασσαν τα περάσματα. Είναι επομένως αναμενόμενο,
τα μεταλλεία δεδομένης τόσο της εσωτερικής ιεραρχίας όσο και του αυστηρού
καταμερισμού της εργασίας, να αποτελούν καθοριστικό παράγοντα στην κοινοτική
οργάνωση των οικισμών.
ΠΟΝΤΙΟΙ ΜΕΤΑΛΛΟΡΥΧΟΙ |
Οι
αρχιμεταλλουργοί άλλωστε είχαν και αρμοδιότητες που προσιδιάζουν περισσότερο σε
κοινοτικούς αξιωματούχους. Οι αρχιμεταλλουργοί δημιούργησαν σταδιακά στην πράξη
κλειστό σώμα. Ο πρώτος αρχιμεταλλουργός
φέρεται να είναι ο Γεώργιος Σταυράκογλους από την ενορία Αληθινός της Κρώμνης
και ακολουθούν ο Κωνσταντίνος Καρατζάς, ο Χαράλαμπος Κουτρουπάντης, Λάζαρος
Σαρασίτης κ.α. Ενδεικτικά αναφέρουμε ότι το αξίωμα του γενικού
αρχιμεταλλουργού κατέλαβε σχετικά μικρός αριθμός οικογενειών, ενώ η διαδοχική
ανάδειξη μελών της ίδιας οικογένειας δεν ήταν σπάνιο φαινόμενο. Το χαρακτηριστικότερο
παράδειγμα είναι η οικογένεια Σαρασίτη, η οποία
μονοπώλησε το αξίωμα την περίοδο 1676-1785.
Οι αρχιμεταλλουργοί δραστηριοποιούνταν και στον
εκκλησιαστικό τομέα ή διατηρούσαν στενές σχέσεις με τους μητροπολίτες Χαλδίας, στη δικαιοδοσία των οποίων
ανήκαν και οι εκτός Χαλδίας παροικίες. Συχνές ήταν, τέλος, οι δωρεές
αρχιμεταλλουργών σε ναούς, σχολεία, ακόμα και σε πατριαρχεία. Την ίδρυση των
μεταλλευτικών οικισμών ακολουθούσε η συγκρότηση των συνεργατικών, στη βάση των
οποίων γινόταν η εκμετάλλευση των μεταλλείων. Η κατανομή των κερδών γινόταν το
Νοέμβριο, ανάλογα με τις ανάγκες κάθε οικογένειας, όπως αυτές καθορίζονταν από
τη δημογεροντία, αλλά κυρίως από τους
αρχιμεταλλουργούς. Από το σύνολο των κερδών εξέπιπτε ένα ποσό –στην Αργυρούπολη
το 2%– το οποίο προοριζόταν για έργα οδοποιίας, για την εκπαίδευση και για
κοινωνική πρόνοια, όπως η προικοδότηση ορφανών κοριτσιών και η ενίσχυση θυμάτων
εργατικών ατυχημάτων. Οι συνεργατικές είχαν επίσης αστυνομικά και δικαστικά
καθήκοντα, εξαιρουμένων των περιπτώσεων φόνου.
Η εργασία των μεταλλωρύχων για να’ ναι
αποτελεσματική και αποδοτική έπρεπε να ακολουθεί μια συγκεκριμένη ιεραρχία και
μάλιστα να τυχαίνει του σεβασμού όλων των εργαζομένων. Οι απλοί εργαζόμενοι στα μεταλλεία εξειδικεύονταν σε
διαφορετικές εργασίες και διακρίνονταν σε:
- μιπασίρηδες
(εργοδηγοί κάθε γαλαρίας)
-
ισοζίδες
(απλοί μεταλλορύχοι). Οι μεταλλουργοί (μαντεντζήδες - madenci), χριστιανοί
στην πλειονότητά τους, ήταν οι απλοί εργάτες των μεταλλείων. Εργάζονταν στις
στοές, όπου πραγματοποιούσαν την εξόρυξη του μεταλλεύματος. Η ηλικία τους
κυμαινόταν μεταξύ 15 και 60 ετών. Η εργασία ήταν ιδιαίτερα επικίνδυνη και
ανθυγιεινή. Έφεραν ως διακριτικά σφυρί, μοχλό και θρυαλλίδα από ορείχαλκο.
Προστάτης άγιός τους θεωρούνταν ο προφήτης Ηλίας
- τσαγιλτζήδες
ή τσαουλτζήδες (κονιορτοποιητές, διαχωριστές), που αναλάμβαναν
το θρυμματισμό των όγκων του μεταλλεύματος μετά την εξόρυξή τους
-
γαλτζήδες
ή καλδζίδες και γιουμαδζίδες (πλύσταρχοι, που απομακρύνουν το
μετάλλευμα από το τζουρούφ (σκουριά). Σε αυτή την εργασία στην περιφέρεια Αργυρούπολης
διακρίνονταν οι Κρωμναίοι
- Οι παραστάτες ή φούρναροι ήταν
επιφορτισμένοι με την τήξη του μεταλλεύματος. Φημισμένοι παραστάτες στην
περιφέρεια Αργυρούπολης ήταν οι Γιμερίτες και οι Σανταίοι
-
φυσητές
(που εργάζονται στα χωνευτήρια γκαλ χανέδες ή στους φούρνους
-
Οι μπαλτατζήδες
ήταν ειδικό σώμα που επανδρωνόταν από χριστιανούς, επιφορτισμένο με την
προμήθεια ξύλων που χρησιμοποιούνταν για καύσιμη ύλη στα καμίνια καθώς και
δοκαριών για την υποστήριξη των στοών των μεταλλείων. Σε καιρό πολέμου
προμήθευαν το στράτευμα με τα απαραίτητα ξύλα και κάρβουνα, κατασκεύαζαν
δρόμους μέσα από δάση, υπονόμους, τάφρους, προχώματα και γέφυρες. Φορούσαν
κοντό επενδύτη, κίτρινο ύφασμα στο πηλήκιο και ως διακριτικό του επαγγέλματός
τους έφεραν μια αξίνα. Ο αρχηγός του τάγματος, μπαλτατζή-μπασής (baltacıbaşı),
απολάμβανε τιμές πασά, έπαιρνε τα ίδια δώρα με τους αρχιμεταλλουργούς και
νεμόταν τα εισοδήματα χωριού. Οι οικισμοί Ίμερα, Κρώμνη, Κορόνιξα και Αμπρικάντων
ανέδειξαν πολλές οικογένειες μπαλτατζήδων
-
κατιρτζήδες
ή γατιρτζήδες (katir = μουλάρι, αγωγιάτες), ήταν αγωγιάτες
που μετέφεραν μετάλλευμα από την Αργυρούπολη και από τα ιδιαίτερα σημαντικά
μεταλλεία αργυρούχου χαλκού Άργαναμαντέν στην Τραπεζούντα.
Συχνά ήταν πρώην μεταλλωρύχοι που είχαν καταφέρει να συγκεντρώσουν τα
απαραίτητα χρήματα για την αγορά των μεταφορικών μέσων. Οι περισσότεροι
κατιρτζήδες κατάγονταν από την Άδισσα. Υπήρχαν όμως και πιο εξειδικευμένοι
εργαζόμενοι που γι αυτούς καθιερώθηκαν και βαθμοί διοίκησης. Ανάλογα με τα
αξιώματα ήταν και οι ευθύνες τους.
Τα αξιώματα των μεταλλωρύχων ήταν:
Α] Γενικός
Μαντέν Εμίνης (διευθυντής μεταλλείων της Μ. Ασίας).
Β] Μαντέν Εμίνης
(επόπτης σε κάθε μεταλλείο).
Ο Εμίνης της Αργυρούπολης είχε ανώτερο βαθμό
από όλους τους άλλους κατά τόπους συναδέλφους του στα μεταλλεία που συνδέονταν
με εκείνα της Αργυρούπολης. Σε συνεργασία με το γενικό αρχιμεταλλουργό
αναλάμβανε την έρευνα για ανακάλυψη νέων μεταλλείων, τηρούσε κατάλογο των κατά
τόπους αρχιμεταλλουργών, παραλάμβανε από αυτούς το εξορυσσόμενο μετάλλευμα και
το έστελνε στην Κωνσταντινούπολη, μεριμνούσε για
την απρόσκοπτη λειτουργία των μεταλλείων, είχε δικαίωμα να προσαρτά στα
μεταλλεία χωριά, οι κάτοικοι των οποίων μπορούσαν να εργάζονται σε αυτά
απολαμβάνοντας τα σχετικά προνόμια, εφόσον το επιθυμούσαν. Τέλος, είχε δικαίωμα
να κόβει αργυρό νόμισμα. Ως δηλωτικά του αξιώματός του έφερε στο καβούκ μελανοδοχείο και γραφίδα. Μέχρι το 1722
τη θέση αυτή καταλάμβανε κάποιος από τους τοπικούς αξιωματούχους
(ντερεμπέηδες), γεγονός που δημιουργούσε τριβές με τους αρχιμεταλλουργούς. Από
το 1722 εμίνης οριζόταν κάποιος αξιωματούχος της αυτοκρατορικής αυλής.
Γ]
Γενικός αρχιμεταλλουργός ή ουμουμή μαντεντζή πασάς
(προϊστάμενος όλων των μεταλλείων της Χαλδαίας). Ο γενικός αρχιμεταλλουργός είχε υπό
την εποπτεία του όλα τα μεταλλεία της Χαλδίας και των παροικιών της και έφερε
τον τίτλο του αγά. Εκτός από μια εξαίρεση, το αξίωμα το καταλάμβαναν πάντα
ορθόδοξοι. Συνεργαζόταν με τον επόπτη στην ανεύρεση νέων μεταλλείων, έδινε
ονόματα στα μεταλλεία και διόριζε τον εκάστοτε αρχιμεταλλουργό. Συγκέντρωνε τα
μεταλλεύματα στην Αργυρούπολη, επέβλεπε την τήξη και πλινθοποίησή τους και σε
συνεργασία με τον επόπτη των μεταλλείων τα απέστελλε στην Κωνσταντινούπολη.
Τηρούσε κώδικες που αφορούσαν τη λειτουργία των μεταλλείων και το προσωπικό
τους. Φορούσε την ίδια στολή με τον εμίνη, τα διακριτικά του όμως ήταν σφυρί,
μοχλός και θρυαλλίδα (φιτίλι). Μέχρι το 1722 οριζόταν από τον επόπτη των
μεταλλείων, ενώ μετά ήταν απαραίτητη η συγκατάθεση των αρχιμεταλλουργών. Η
εκλογή του επικυρωνόταν από το σουλτάνο σε ειδική τελετή κατά την οποία τον
περιέβαλλε με ειδικό ένδυμα και του δώριζε ένα σπαθί.
Δ]
Ειδικός αρχιμεταλλουργός ή εμπρολάτης ή συστάμπασης
του κάθε μεταλλείου, που ήταν προϊστάμενοι στις κοινότητες των μεταλλουργών
και θεωρούνταν αντιπρόσωποι του σουλτάνου. Διηύθυναν τις εργασίες των
μεταλλείων και παρέδιδαν τα προϊόντα στο γενικό αρχιμεταλλουργό. Επίσης,
αναλάμβαναν την αντιπροσώπευση των μεταλλουργών στις οθωμανικές αρχές και στα
ιεροδικεία, ενώ είχαν και αρμοδιότητες δικαστικού χαρακτήρα. Μετέβαιναν στην
Κωνσταντινούπολη για την εκλογή του γενικού αρχιμεταλλουργού. Λάμβαναν δώρα από
το σουλτάνο, στα οποία όμως δεν περιλαμβανόταν σπαθί. Φορούσαν την ίδια στολή
και έφεραν τα ίδια διακριτικά με το γενικό αρχιμεταλλουργό, τα οποία όμως ήταν
αργυρά. Οι περισσότεροι αρχιμεταλλουργοί της Χαλδίας και των αποικιών
κατάγονταν αρχικά από την Αργυρούπολη, αργότερα και από τους οικισμούς Σάντα, Κρώμνη, Τσίτες, Φυτίανα. Το 1830 έλαβαν
επίσημα το δικαίωμα να ερευνούν μόνοι τους για νέα μεταλλεία και να τα εκμεταλλεύονται.
-Δ-
Η πνευματική
και πολιτιστική ανάπτυξη των κοινοτήτων των μεταλλωρύχων
Η πνευματική και πολιτιστική ανάπτυξη ακολουθεί την
οικονομική. Επόμενο είναι οι κοινότητες των μεταλλωρύχων να ενδιαφερθούν και
για την ίδρυση σχολείων.
Πριν από τη ίδρυση του Φροντιστηρίου λειτουργούσε στην
μονή Χουτουρά ονομαστή σχολή στην οποία φοιτούσαν τα παιδιά των
αρχιμεταλλουργών.
Από το 1722 όμως που ιδρύεται το Φροντιστήριο της Αργυρούπολης σηματοδοτείται η πνευματική και πολιτιστική
ανάταση όλης της περιοχής. Πολύ αργότερα ιδρύεται και το πεντατάξιο
παρθεναγωγείο. Οι κοινότητες των μεταλλωρύχων ιδρύουν η μία μετά την άλλη
σχολεία διαφορετικών βαθμίδων ανάλογα με τον πληθυσμό ή την οικονομική
δυνατότητα τους. Μερικοί απόφοιτοι του Φροντιστηρίου γίνονται δάσκαλοι και
διδάσκουν σε σχολεία των χωριών της και σημαντικοί πνευματικά άνθρωποι αναδεικνύονται από αυτό,
ανάμεσα τους και μητροπολίτες. Όλοι όμως την εξυμνούν. Και δεν είναι τυχαίο.
Το 1908 σ’ αυτό διδάσκονται ρωσική φιλολογία, βυζαντινή μουσική, εμπορικό
δίκαιο…. Σημαντικά τέκνα της οι οποίοι
ήρθαν πρόσφυγες στην Ελλάδα είναι ο Άνθιμος Παπαδόπουλος (1878-1962),
διακεκριμένος φιλόλογος και γλωσσολόγος, που συνέταξε το Ιστορικό Λεξικό της Ποντιακής Γλώσσας της Ακαδημίας Αθηνών, ο
Γεώργιος Κανδηλάπτης κ.α.
Η Βιβλιοθήκη της πόλης περιλάμβανε 5000 τόμους από τον
13ο αιώνα έως τις αρχές του 20ου . Από αυτούς οι
πρόσφυγες που τους μετέφεραν στην Ελλάδα το 1924 σήμερα σώζονται οι 973 και
φυλάσσονται στην Εύξεινο Λέσχη Ποντίων της Νάουσας και οι οποίοι έχουν
ψηφιοποιηθεί από το Α.Π.Θ.
Δημιουργούνται τοπικά εργαστήρια αργυροχρυσοχοΐας,
που φτιάχνουν εξαιρετικής τέχνης κοσμήματα και διαδήματα ή εκκλησιαστικά είδη.
Αυτά είτε χρησιμοποιούνται από ιδιώτες είτε δωρίζονται από τους
αρχιμεταλλουργούς σε εκκλησίες ή μοναστήρια ή αξιωματούχους. Το Μουσείο Μπενάκη
έχει συγκεντρώσει μερικά εκκλησιαστικά είδη της Αργυρούπολης και μάλιστα έχει
καθιερώσει εκπαιδευτικά προγράμματα με την επίδειξη τους. Όχι βέβαια ότι
υστερούν και η ξυλογλυπτική ή επεξεργασία μάλλινων ή δερμάτινων ειδών καθώς και ενδυμασίας.
Επίσης εντυπωσιακή είναι η κατασκευή
των εκκλησιών από πελεκητή πέτρα των χωριών της Αργυρούπολης και ακολουθούνται
ενιαία αρχιτεκτονικά πρότυπα στην κατασκευή των σχολείων με μαρμάρινα υπέρθυρα
και πέτρινα περιγράμματα παραθύρων. Οι οικισμοί επιβάλλεται να έχουν στο κέντρο
τους την εκκλησία και το σχολείο. Αυτή η χωροδιάταξη ακολουθείται σε όλους τους
οικισμούς. Τα κτίρια είναι συνήθως πέτρινα δίπατα και φέρουν κεραμοσκεπή. Στην
πρόσοψη τους φέρουν αρκετά παράθυρα και
είναι προσανατολισμένα στην ανατολή. Στα μικρότερα σε διαστάσεις σπίτια η κλίση
της δίρριχτης κεραμοσκεπής είναι μεγάλη. Οι κτιστάδες των φούρνων Σανταίοι
διακρίνονται ως οικοδόμοι και μετά το κλείσιμο των μεταλλείων ταξιδεύουν παντού
και χτίζουν γεφύρια, εκκλησίες, σπίτια, σχολεία.
Η καλλιέργεια της συναδελφοσύνης
επιτυγχάνεται μέσω της λειτουργίας συλλόγων, όπως η Αδελφότητα Αργυρουπολιτών,
ο Μεταλλεύς, ο Κυριακίδης, η Φιλόπτωχος Αδελφότης με προφανείς σκοπούς κάτι που
θα αποτελέσει παρακαταθήκη για όλες τις μετέπειτα γενιές.
Για κάποιο διάστημα εκδιδόταν και η
εφημερίδα Περικλής.
Η Αργυρούπολη στα χρόνια της ακμής της
είχε έξη χριστιανικές ενορίες με τους
αντίστοιχους ναούς: Αγ. Γεωργίου, Αγ. Στεφάνου, Τιμίου Σταυρού, Τιμίου
Προδρόμου, Παναγίας, Αγ. Θεοδώρου, μία αρμενική της Αγ. Σοφίας και δύο
μουσουλμανικές με τα τζαμιά: Ουλού και
Κιουτσούκ.
-Ε-
Αυτοσυνείδηση, συμμετοχή
στους εθνικούς αγώνες
Οι
κοινότητες των μεταλλωρύχων φρόντιζαν να επικοινωνούν μεταξύ τους πολλές φορές
με δύσβατους δρόμους, όπως και με τα μοναστήρια. Η Σάντα συνδεόταν με την
Παναγία Σουμελά και αυτή μέσω του Σταυρίν και της Κρώμνης με την Αργυρούπολη
ενισχύοντας και καλλιεργώντας με αυτό τον τρόπο την εθνική και θρησκευτική τους
συνείδηση. Τα μοναστήρια της Χαλδίας: του Αγ. Γεωργίου του Χαλιναρά, του Αγ.
Γεωργίου του Χουτουρά, της Κοίμησης της Θεοτόκου του Χουτουρά μαζί με της
Παναγίας Σουμελά έπαιξαν σημαντικό ρόλο σ’ αυτό.
Την περίοδο της ελληνικής
επανάστασης 1821-1827 συμμετείχαν ως μέλη της Φιλικής Εταιρίας, με πρόταση του
εθνομάρτυρα γενικού αρχιμεταλλουργού Ιάκωβου Γρηγοριάδη (1802-1830).
Όλοι
οι Μητροπολίτες της Χαλδίας μέχρι και τους τελευταίους Γερβάσιο Σουμελίδη
(1864-1905) και Λαυρέντη Παπαδόπουλο (1905-1922) δίνουν μεγάλη σημασία στην
επικοινωνία και την εποπτεία των ξενιτεμένων μεταλλωρύχων.
Η συνείδηση αυτή των απανταχού Ποντίων
αποδεικνύεται ότι από τις περιοχές των μαντεμτζήδων συμμετέχουν ομάδες στο
Ποντιακό αντάρτικο κατά την περίοδο 1914-1922 με ονομαστούς αρχηγούς όπως ο
Κωνσαντίνος Καραχισσαρίδης, ο Χαρ. Κοντοβραχιονίδης, ο Ευάγγελος Ιωαννίδης από
τις περιοχές Ακ νταμ Μαντέν, Κουμούλ Μαντέν.
-ΣΤ-
Η
παρακμή των μεταλλείων της Αργυρούπολης.
Οι λόγοι παρακμής και το κλείσιμο των μεταλλείων αξιολογείται από τον Anthony A.M. Bryer που πιστεύει πως η κοπή και κατά
συνέπεια η καταστροφή των δασών της Χαλδίας οδήγησε σε μαρασμό όλα τα
μεταλλεία, αφού στέρεψε η κύρια καύσιμη ύλη για την τήξη των μεταλλευμάτων και
τελικά την εγκατάλειψη τους.
Ο Περικλής Τριανταφυλλίδης μάλιστα
αναφέρει στους Φυγάδες: «… αι πηγαί απεξηράνθησαν πολλαχού και απαντώνται ήδη
ναοί εν χωρίοις, εν οις ουδείς οικεί πλέον Έλλην».
Για να αντιμετωπιστεί η φτώχεια και η
ανεργία στην Αργυρούπολη με πρωτοβουλία του
μητροπολίτη Λαυρέντιου Παπαδόπουλου ιδρύθηκε και λειτούργησε στη πόλη
για ένα διάστημα ταπητουργείο και ένα οικοτροφείο για να μένουν οι σπουδαστές
στα σχολεία της που ήταν από τα γύρω χωριά. Όμως από τα στοιχεία που παραθέτει
ο Κ. Κωνσταντινίδης το 1918 ήδη η περιφέρεια Αργυρούπολης έχει περισσότερες
κοινότητες και λιγότερα σχολεία από όλες τις άλλες στον Πόντο. Κατά την
Ανταλλαγή μόνο 120 οικογένειες υπήρχαν στην Αργυρούπολη και αναχώρησαν για την
Ελλάδα. Σήμερα μάλιστα ελάχιστα ερείπια
θυμίζουν ότι κάποτε η πόλη ήταν ένα
λίκνο του Ελληνισμού.
O Gustave de Pauliny, Γενικός Διευθυντής των μεταλλείων της
Τουρκίας το 1836 που επισκέπτεται όλα τα γνωστά μεταλλεία αργύρου μένει
έκπληκτος από την έλλειψη τεχνολογικής υποδομής και τις απηρχαιωμένες μεθόδους
εξόρυξης που εφαρμόζουν, όπως και οι μέθοδοι διάλυσης και τήξης.
Επειδή το πρόβλημα που δημιουργείται
πάντα είναι πολυπαραγοντικό
θα εκθέσουμε κατά την γνώμη μας τους λόγους για τους οποίους ήρθε η παρακμή των
μεταλλείων πρώτα στην Αργυρούπολη και μετά σ’ όλη την Μικρά Ασία.
-
Το άγονο και πενιχρό στην μεγαλύτερη
έκταση του το έδαφος της Χαλδαίας ήταν δυσμενές για την ανάπτυξη της γεωργίας.
-
Το «δαιμόνιο» DNA των Ελλήνων που έλκουν την καταγωγή
τους από αποικιστές και μεταλλουργούς τους οδηγούν στην ίδρυση άλλων
μεταλλείων.
-
Η ανάπτυξη του θαλάσσιου διαμετακομιστικού
εμπορίου.
-
Η παντελής έλλειψη τεχνολογίας και η
άγνοια σύγχρονων μεθόδων εξόρυξης και κατεργασίας.
-
Η έλλειψη χερσαίου συγκοινωνιακού
οδικού και σιδηροδρομικού δικτύου, που ανέβαζε το κόστους μεταφοράς των
προϊόντων σε μεγάλα βιομηχανικά και αστικά κέντρα.
- Η σταδιακή διακοπή του μέτρου της
υποχρεωτικής εργασίας των προνομιούχων εργατών στα μεταλλεία.
-
Οι Ρωσσοτουρκικοί πόλεμοι.
-
Οι εσωτερικές πολιτικές ανακατατάξεις
στην Τουρκία.
- Η ψήφιση νόμων που απέτρεπαν την
δυνατότητα εκμετάλλευσης των κοιτασμάτων από ξένους επενδυτές που θα έφερναν
καινούργιο τεχνολογικό εξοπλισμό, ώστε να δώσει ώθηση στην εκμετάλλευσή τους.
Μετά την έκδοση του Χάτι Χουμαγιούν το
1856 πολλοί φαινομενικά μουσουλμάνοι απαίτησαν να δηλωθούν Χριστιανοί, οι
λεγόμενοι Κλωστοί, με χαρακτηριστικό παράδειγμα τους Κρωμναίους και τους
Σταυριώτες. Όσοι αισθάνθηκαν κίνδυνο μετανάστευσαν στην ομόδοξη Ρωσία.
Όμως το ανήσυχο πνεύμα των Ελλήνων δεν
ησυχάζει. Κατά τους Α. Παπαδόπουλο και Σ. Ιωαννίδη η Χαλδία από καταφύγιο των
τυραννουμένων Ελλήνων έγινε μια κυψέλη νέας αποικιακής επέκτασης και δικαίως ο
Γκουμουσχανάς θεωρείται Μητρόπολις των Ελληνικών Μεταλλουργικών παροικιών της
Μ. Ασίας και ξεπερνά ακόμα και τη Σινώπη και τη Μίλητο.
Έτσι μεταλλουργοί από την Κορόνιξα εγκαταστάθηκαν
στο Ερσεήλ της Τρίπολης, στα Πλάτανα της Τραπεζούντας, στο Ακ-νταγ Μαντέν της
Άγκυρας, στο Χαλβά Μαντέν του Ερζερούμ, στα Άδανα, στο Αλαβέρντι και Ακτάλια ή
Μισχανέ της Τιφλίδας και στο Μπουγά Μαντέν του Ικονίου.
Κατά πάσα πιθανότητα τα μεταλλεία της
περιοχής του Μπουγά Νταγ (όρος Ταύρος) είχαν ανακαλυφθεί και λειτουργούσαν πολύ
πριν την εγκατάσταση των Χαλδιωτών μεταλλουργών.
-ΣΤ-
1.
Το μεταλλείο του Ταύρου – Μπουγά Μαντέν
Ένα μεταλλείο για το οποίο έχουμε
πολλές πληροφορίες είναι του Μπουγά Μαντέν στο οποίο κατοικούσαν αποκλειστικώς
Έλληνες μεταλλωρύχοι. Απόδειξη περί της ικανότητας των μεταλλωρύχων είναι η ομολογία
του Μουχεδίν Μπέη, το 1918, βουλευτή της Νίγδης μέσα στην Οθωμανική Βουλή
ενώπιον των Οθωμανών και μη συναδέλφων του παραδέχτηκε: «… ημείς (ενν. οι
Τούρκοι), ποτέ δεν είμεθα δημιουργικοί, αλλά πάντοτε μιμηταί τούτων (ενν. των
Ελλήνων της Μ. Ασίας) και εν Έθνος, όταν δεν έχει πνεύμα δημιουργίας δεν είναι
δυνατόν να παρακολουθήσει μίαν επιχείρηση τοσαύτης σπουδαιότητας (ενν. τα
μεταλλεία)». Με σουλτανικό φιρμάνι που παραδόθηκε στις 11-23/2/1826 στον Χατζή
Λευτέρη Αποστόλογλους δινόταν αυτονομία γης και εκμετάλλευσης του μεταλλείου.
Αυτή η αυτονομία περιελάμβανε:
- η Οθωμανική Κυβέρνηση δεν είχε το
δικαίωμα να μεταβιβάσει τα δικαιώματα κυριότητας και εκμετάλλευσης του
μεταλλείου, ούτε να πωλήσει ή μεταβιβάσει μερίδα αυτού σε τρίτους χωρίς τη
σύμφωνη γνώμη και συγκατάθεση των ιδίων των μεταλλουργών.
--
δεν υπήρχε δυνατότητα αποπομπής
οποιουδήποτε ζητούσε άδεια εκμετάλλευσης του μεταλλείου.
-
- αναγνωρίζονταν το δικαίωμα ισόβιας
κληρονομιάς και κατοχή όλων των δασών σε ακτίνα 9 ωρών γύρω από τον οικισμό
χωρίς σχετική άδεια του κράτους και χωρίς φόρους.
Πολύ εύστοχα κατά την ταπεινή μου γνώμη
ο εκάστοτε Μητροπολίτης Χαλδίας είχε την εποπτεία των σχολείων οπουδήποτε εντός
της Τουρκίας των Μαντετζήδων, διότι διαφορετικά οι νησίδες των Ελλήνων θα
χάνονταν στην αχανή Τουρκία περικυκλωμένες από τουρκικούς πληθυσμούς κάτι που
επιχειρήθηκε με την ίδρυση του Τουρκοορθόδοξου πατριαρχείου του παπά Ευθίμ. Η
δε οργάνωση των κοινωνιών, ακόμα και με την καθιέρωση διδάκτρων για τα σχολεία
και εισφορών για τα μυστήρια εξασφάλιζε την οικονομική αυτοτέλειά των σχολείων
και των εκκλησιών. Η εκκλησία μάλιστα είχε την δυνατότητα (π.χ. στο Μπουγά
Μαντέν) να κόβει νόμισμα, που ήταν αναγνωρισμένο από το Οθωμανικό Κράτος. Το
νόμισμα των δέκα παράδων, από λεπτό και ακατέργαστο ορείχαλκο με μια σφραγίδα
στο κέντρο με την επιγραφή «Άγιος Γεώργιος» εξυπηρετούσε τις ανάγκες για την
ύπαρξη νομισμάτων μικρής αξίας.
Το 1907 το Μπουγά Μαντέν παρήγαγε
683,12 κιλά μεταλλεύματος από τα οποία 185,7 ήταν μόλυβδος, 5,12 κιλά χρυσός,
770,5 κιλά άργυρος, 125,4 κιλά ψευδάργυρος, ενώ το 1908 υπό την διοίκηση του
Χιλμή Μπέη η απόδοση απογειώθηκε: 3.525 κιλά αργύρου, 22,4 κιλά χρυσού και 400
τόνοι μολύβδου.
Επίλογος
Μόνο όταν κάποιος δει τα αντικείμενα
και τα κειμήλια που συγκέντρωσε το Μουσείο Μπενάκη από την Αργυρούπολη, τους
διασωθέντες τόμους από την Βιβλιοθήκη της, και τα κειμήλια που διασώθηκαν από
μοναστήρια και εκκλησίες των χωριών της μπορεί να συναισθανθεί την τεράστια
συμβολή των μεταλλείων της στην διάσωση του Ποντιακού Ελληνισμού.
ΠΑΡΟΥΣΊΑΣΗ ΤΟΥ ΥΛΙΚΟΥ ΤΗΣ ΟΜΙΛΙΑΣ ΕΔΩ
Βιβλιογραφία:
Εγκυκλοπαίδεια
του Μείζονος Ελληνισμού. Μεταλλεία του Πόντου. asiaminor.ehw.gr/Forms/fLemmaBody.aspx?lemmaId=5296 .
Αρχοντούλα Κωνσταντινίδου: Τα μεταλλεία του Πόντου.
Διαμαντής
Λαζαρίδης: Τα μεταλλεία της
Χαλδίας.
Κ.Π.Ε
Λαυρίου: Αργύρου πηγή.
Κ.
Χατζηκυριακίδη: Το Μεταλλείο
του Ταύρου.
Κ.
Χατζηκυριακίδη: Τα μεταλλεία
των Ελλήνων του Πόντου ( εκδόσεις Έφεσος).
Κωνσταντίνου
Παπαμιχαλόπουλου: Περιήγησις εις
τον Πόντον.
Γ. Κανδηλάπτη : Οι
αρχιμεταλλουργοί του Πόντου και το εθνικόν έργον αυτών μετά παραρτήματος. Τα
ανέκδοτα των Ουσταπασίδων.
Εκδόσεις Info: Ανατολικός
Πόντος.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου