Δευτέρα 18 Φεβρουαρίου 2019

Οι εντιμότατοι συμμαθητές μου....42 χρόνια μετά !!!






   Ξημέρωσε, δεν ξημέρωσε στη Μαρίνα Ζέας και ακούγεται ένας περίεργος θόρυβος κάτι σαν παφλασμός κουπιών βάρκας ή μήπως όχι. Δεν είναι η ημέρα δα και της Αγίας Βαρβάρας που ακουγόντουσαν οι κανονιές σ' ένα σχολείο, κατά Κολοκοτρώνη μεριά.

   Σιγά-σιγά ξεπροβαίνει μια βάρκα. Ένας κύριος τραβάει κουπί και ένας όρθιος πιο ηλικιωμένος τον σφαλιαρίζει συνεχώς.

- "Τράβα κουπί βλαμμένε και μη κλαψουρίζεις" έλεγε ο ηλικιωμένος στο μικρότερο του.

- "Καλέ γιατί βαράτε αυτόν τον κυριούλη. Καλός φαίνεται. Τι σας έκανε;" Ρώτησε με αμηχανία ένας κύριος που βρέθηκε εκεί τη στιγμή εκείνη.

- "Δεν είναι καλός... Είναι ο βλαμμένος κύριος Λαβαρίδης. Διάβασε το διήγημα "Ζάννειο: Αναμνήσεις από το Σχολείο που αγάπησα" και θα καταλάβεις. Αμόλησε ένα σωρό μπουκάλια στη θάλασσα που είχαν μέσα τα ονόματα των συμμαθητών του και έστειλε ένα σωρό περιστέρια να πάνε να τους βρούνε ο άχρηστος... Τι θες να κάνω; Τον έβαλα να τα μαζέψει από τη θάλασσα. Γέμισε όλο το Αιγαίο σκουπίδια. Και τώρα βγήκαμε όλο το βράδυ έξω στο πέλαγος για να τα μαζέψει. Το παίζει και της περιβαλλοντικής τάχα μου. Άσε το άλλο. Ήρθε ένας βιβλιοπώλης από τους παλιούς του Πειραιά, ο Παρασκευόπουλος που είναι στη Β΄ Μεραρχίας και Κολοκοτρώνη και μου διαμαρτυρήθηκε. Έχουν κατασκηνώσει περιστέρια στην πλατεία μπροστά στο βιβλιοπωλείο του και την έχουν κατακουτσουλίσει. Ζητάνε τα μεροκάματα τους".

- "Ποιά μεροκάματα καλέ κύριε;"

- "Αυτά που τους χρωστάει ο βλαμμένος επειδή τόσα χρόνια αμολήθηκαν να ψάχνουν. Και επειδή τους είπανε ότι έχει σχέση με μένα, τα ζητάνε από μένα. Που ζεις ρε παιδάκι μου. Σε ποιον αιώνα στέλνουν αλληλογραφία με περιστέρια.... Πρωτόγονος είσαι; Άσε τα μπουκάλια... Κοίτα τα. Πήγε και βρήκε ο βλαμμένος κάτι φθηνομπούκαλα.... Μπορεί άνθρωπος να βγάλει από μέσα το γράμμα να το διαβάσει από αυτό το στενομπούκαλο;" έλεγε με αγανάκτηση ο ηλικιωμένος.

          Μετά από αυτά τα λόγια η βάρκα έδεσε στη προβλήτα, αλλά οι σφαλιάρες συνέχισαν να πέφτουν. Πήδησαν έξω ο κυριούλης που τον λέγανε Λαβαρίδη και ο ηλικιωμένος που τον τραβούσε, σχεδόν τον έσερνε από το αυτί... Προχώρησαν, άγνωστο προς τα που και εγώ τους ακολούθησα.

-"Που τον πάτε αυτόν τον κυριούλη;" τόλμησα να ρωτήσω.

-"Που τον πάω; Ευτυχώς που οι συμμαθητές του, οι εντιμότατοι συμμαθητές του ήταν οργανωμένοι. Επικοινώνησαν μεταξύ τους και είπαν να συναντηθούν. Αυτό το βλαμμένο μου το είχε φέρει ο πατέρας του να τον κάνω μάστορα.... Αλλά που… Άτεχνο και το νου του στο παιγνίδι είχε. Του ΄ βαλα τους καλύτερους δασκάλους αλλά δεν... "

-"Δηλαδή δεν έμαθε γράμματα;"

- "Κάτι λίγα. Και που δεν τον πήγα μετά για δουλειά. Στην Πτολεμαΐδα στα ορυχεία, στην Ολυμπιακή, σε εστιατόριο, μέχρι στην Αραπιά τον έστειλα, αλλά ούτε εκεί... Τζίφος!!!

- "Και με τι ασχολήθηκε στη ζωή του;"

- "Άς είναι καλά τα χαϊβάνια της Παιδείας. Τον πήραν και τον έριξαν, να κάνει το δάσκαλο... Ποιος αυτός που δεν μπορεί να ορμηνέψει τον εαυτό του.. .Τώρα στα γεράματα τον έβαλαν στο κέντρο".

- "Ποιο κέντρο, αποκατάστασης;"

- "Περιβαλλοντικό το λένε. Θα μπορούσε να είναι και Αποκατάστασης της Ψυχής..."

   Περπατήσαμε πολύ και χωρίς να το καταλάβω πλησιάσαμε σ' ένα κτίριο στον Κορυδαλλό και από μέσα ακουγόταν θόρυβος, σαν νηπιαγωγείο την ώρα διαλείμματος.

- "Νηπιαγωγείο είναι αυτό καλέ κύριε;" Τόλμησα να ρωτήσω.

- "Ναι, νηπιαγωγείο των εξηντάρηδων... Τον συνοδεύω γιατί τα άλλα παιδιά μου είναι σοβαρά, και αυτός ο βλαμμένος μπορεί να τα κάνει μπάχαλο.. .Άσε που έχω ελπίδα να' ναι ανάμεσα τους και κανένας γιατρός. Ψυχίατρος, άντε έστω παιδίατρος. Γιατί η σωματική του ηλικία είναι εξήντα αλλά η πνευματική του πέντε-έξι, άντε το πολύ επτά. Και δεν είναι νηπιαγωγείο. Είναι ταβέρνα. Η ταβέρνα, ο Σταύρος στον Κορυδαλλό".

Γιατρέ μου κοίταξε τον αν έχει σώας τας φρένας του

Ανοίξαμε την πόρτα και ένα πλήθος γύρω στα τριανταπέντε άτομα με συγκίνηση φιλούσαν τον ηλικιωμένο κύριο και τον βλαμμένο με χαρά.

Γιατρέ μου κοίταξε τον αν έχει σώας τας φρένας του.

 Σε μερικούς κλεφτά είδα να τρέχουν κάποια δάκρυα. Καθώς ήμουνα και εγώ καλεσμένος άρχισα να τους παρατηρώ έναν-έναν, αλλά παράλληλα με διακριτικότητα προσπάθησα να τους ψυχογραφήσω. Ήταν όλο αγάπη ο ένας για τον άλλον. Κυκλοφορούσαν αρκετές έγχρωμες φωτοτυπίες που έδειχναν κάποιους έφηβους με γραβάτα, αλλά... φορούσαν κοντομάνικα πουκάμισα.

Τώρα ποιος είσαι στη φωτογραφία;
Α..., και ένας με παπιόν. Άλλο και τούτο. Προχωρούσαν ο ένας προς τον άλλον και έλεγαν:

"Είσαι ο... και λέγεσαι.."

   Τα χρόνια πέρασαν, πολλοί είχαν τα χάπια μαζί τους, άλλοι καράφλιασαν, άλλοι είχαν μεγάλη κοιλιά, αλλά όλοι χαρούμενοι. Είδα τον βλαμμένο να πηγαίνει κατ' ευθείαν στους συμμαθητές του. Του δευτέρου τμήματος των Ηλεκτρολόγων. Αυτών ντε με τα κοντομάνικα και τις γραβάτες. Του πιο ατίθασου τμήματος του Ζαννείου στην χρονιά που αποφοίτησαν. Το 1976. Κάθισαν κάτω στα τραπέζια με την εντολή του πολύ άξιου συγκεντρωσιάρχη. Του μηχανολόγου Γιάννη Καλαρουτάκου. Τα τραπέζια γέμισαν κρασί, μεζέδες, κρέατα.




   Άρχοντας ο Γιάννης. Πλούσια τα ελέη... Σηκώθηκε ο ηλικιωμένες κύριος και είπε με τρυφερή φωνή:

-"Παιδιά, το πρώτο κρασί που θα πιούμε είναι αφιερωμένο στους δασκάλους μας στον ουρανό. Στον Μιχαλάκο, στη Βαρβατσούλη, στον Κωνσταντινίδη, στο Σκουρογιάννη, στην Χ΄΄πανηγύρη, στη Περιμένη, στο μεγάλο Γλαρό και στα αδέλφια σας: τον Ηλία τον Κουτρουμάνο που έφυγε νωρίς, όντας φοιτητής στο Μαθηματικό σε αυτοκινητιστικό, στον Τορός τον Μαβουσιάν, στο Στάθη τον Δυναμίδη, στον Μανώλη τον Εμμανουήλ. Καλό τους παράδεισο και να ξέρετε εκεί οργάνωσαν το άλλο ουράνιο σχολείο", κόμπιασε λίγο συγκινημένος ο ηλικιωμένος αλλά συνέχισε.

- "Και μια μεγάλη προσευχή σιωπηλά με όλη τη δύναμη της ψυχής μας για τα αδέλφια μας που κάνουν χημειοθεραπεία ή είναι κατάκοιτα, γιατί υπάρχουν και αυτά. Μια πιο πολύ δυνατή προσευχή για το παλληκάρι του Κώστα. Να γίνει γρήγορα καλά και να επιστρέψει στην οικογένειά του. Παρ' όλο που πολλοί από σας δεν μπορούσατε να δώσετε αίμα ενδιαφερθήκατε."

   Τους παρατηρούσα με προσοχή.

   Ένας  όμως ξεχώριζε. Κούρος. Εύζωνας και ρώτησα τον παππού.
-"Δε μου λες πως τον λένε αυτόν τον όμορφο;"

"Δε μου λες πως τον λένε αυτόν τον όμορφο;"



- "Όλα τα παιδιά μου είναι όμορφα, να ξέρεις. Ο άνθρωπος ομορφαίνει απ' την καλοσύνη του και ασχημαίνει απ' την κακία του ... Να βλέπεις αυτόν τον άσχημο; Κοίταξε τα μάτια του να καταλάβεις τι μάλαμα κρύβει. Σίμο τον λένε... Αυτός όμως που ρωτάς είναι ο Ευρωπόντιος".

- "Και τι δουλειά κάνει;" Ρώτησα με απορία.

-"Ευγονιστής".

-"Δηλαδή;"

- "Να πάει στο Ανατολικό Μπλοκ, εκεί που εκφυλίζεται το είδος και το .... βοηθάει να βελτιωθεί".

- "Και είναι καλή δουλειά αυτή;"

-"Ότι μπορεί κάνει. Δε χαλάει χατίρι. Τόσο πολύ που μετά δεν θυμάται ποια έχει εξυπηρετήσει".

-" Και αυτός εκεί καλλιτέχνης φαίνεται".

-"Ναι, άμα πας στην Αίγινα στο ξενοδοχείο της μάνας του σου φτιάχνει κάτι πιάτα  μούρλια".


-"Σήμερα δεν μπορώ να σου πω για όλα τα παιδιά μου. Σιγά-σιγά" ψιθύρισε λίγο με κουρασμένο βλέμμα ο γεράκος.

-"Αυτοί εκεί φαίνονται λεπτοχέρηδες".

-"Ναι, ο ένας κόβει ότι του φέρουνε, μεγάλος χειρουργός και ο άλλος ψαχουλεύει στο στομάχι και στα έντερα. Καλλιτέχνες. Σαν βάλουν το χέρι τους στο πρόβλημα... πάει, τελείωσε" είπε με περηφάνια ο ηλικιωμένος.


   Γιατρέ σου έμεινε το κουσούρι, όλο με το μαχαίρι είσαι αν δεν κρατάς νυστέρι….

- "Όλα τα παιδιά σου έτσι προικισμένα είναι;" Τόλμησα να τον ρωτήσω.

- "Όλα. Τα μεγάλωσα με μεράκι, αλλά δεν τους έκανα τα χατίρια είτε ήτανε καλοί μαθητές είτε όχι", αποκρίθηκε.

-" Άμα βρεις καλύτερους μαστόρους από τον Σταμάτη και το Δήμο έλα να μου πεις. Πιτσιρίκια ήτανε και βγάζανε μεροκάματο μάστορα στο μηχανουργείο και στο ηλεκτρολογείο. Αλλά τι να σου πω; Μου' χαν έρθει με κοντά παντελονάκια και πάντοτε όπου πηγαίνανε όλα μαζί. Ένα να πείραζες σου ορμούσανε όλα... Άμα τα δεις στις εκδρομές, στα γλέντια, πάντα όλα μαζί".




-"Και αυτοί με το σεντόνι που είναι σαν τους Λώρενς της Αραβίας ήταν φρόνιμοι;",  ρώτησα γιατί μου είχε κάνει εντύπωση μια φωτογραφία.





- "Τι να σου πω τώρα; Φρόνιμοι; Ρώτα την Λουκία να σου πει. Μα όταν τη βρήκανε στο Κρανίδι και τη ρώτησαν για τα σχολεία που είχε περάσει, μόνο για το Ζάννειο του '76 είχε να λέει. Σκληρά παιδιά, μα τόσο.... αγαπησιάρικα".

-"Έχω ακούσει για το σκύλο. Που είναι αυτός;"

-"Τρελοκομείο. Στην Αστυπάλαια. Μαθαίνει στα ψάρια τρόπους. Και δεν φτάνει αυτό, έκανε και ραδιοφωνικό σταθμό. Ποιος αυτός που δεν ακούει ούτε σε πέντε πόντους απόσταση τον ήχο της καμπάνας. Τρομάρα του..."

-"Και πώς τον ονόμασε;"

-"Εε.... Ράδιο Μαμούνι. Σοβαρεύει ποτέ ο άνθρωπος!!!. Βλέπεις αυτούς εκεί; Είναι σοβαρά παιδιά. Όπως πάντα. Ο Μιχάλης, Ο Δημήτρης, ο Σούλης, ο Παναγιώτης. Ήρεμος Ντον, ο χαρακτήρας τους, αλλά μαζί με τους άλλους χάλασαν και αυτοί. Αλλά λίγο".

- "Δεν λείπει κανένας;"

- "Πολλοί λείπουν, αλλά δεν μπορούσαν. Έχουν λόγους. Σαν τον Κώστα που μας αντιπροσωπεύει στο εξωτερικό, και τα άλλα παιδιά μου που έχουν πρόβλημα υγείας. Αν μπορούσαν, δεν θα έλειπε κανένας. Εγώ τα μεγάλωσα με τέτοια αγάπη και έγιναν άξια. Όχι λαμόγια. Της προσφοράς".

   Φάγανε, ήπιανε το Δούναβη και ήρθε η ώρα να φύγουνε.  Δώσανε υπόσχεση να ξαναβρεθούνε και να φωνάξουν και τους δασκάλους τους …Όσους βρούνε και όσους ζούνε…

-"Πάμε τώρα, γιατί αύριο θα μου 'ρθουνε κάτι ατίθασα μικρά. Κουράστηκα πια, αλλά δεν μπορώ να σταματήσω" είπε ο γέρος.

   Ο γέρος με τον ξένο απομακρύνθηκαν, αλλά έδωσαν την υπόσχεση ότι θα ξανάρθουν όταν τους καλέσουν. Αλλά για στάσου. Τόση ώρα μιλάμε και δεν μας είπες παππού το όνομά σου.

-"Ζάννειο με λένε παιδί μου".

 Και ύστερα βασίλεψε η νύχτα, ενώ το νηπιαγωγείο των εξηντάρηδων συνέχιζε τα πειράγματά του...





2 σχόλια:

  1. Μπράβο Βασίλη! Καθηλωτικό κείμενο όπως όλα όσα γράφεις...

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  2. Ζήλεψα. Κρίμα που δεν υπήρξα Ζαννειόπαις του 76! Βέβαια δεν θα μπορούσα, μιας και είμαι κοριτσάκι/κορασίς του 78. Όμως τα άλλα απαραίτητα τα είχα,... και σκανδαλιά στο μάτι και τεράστια αγάπη για το σχολείο. Και αυτό είναι που πραγματικά μας χαρίζουν τα κείμενά σου. Το ταξίδι στα αγαπημένα χρόνια τα μαθητικά, της νιότης, της συντροφιάς και της ανακάλυψης του κόσμου, που σαν καινούργιος που ήταν για μας, φάνταζε στα μάτια μας λαμπερός, αστραφτερός. Σ΄ευχαριστούμε Βασίλη!

    ΑπάντησηΔιαγραφή