Σελίδες

Κυριακή 11 Μαρτίου 2018

Ο Δρόμος του Μεταξιού και οι διαδρομές του δια μέσω της Ανατολίας και του Πόντου.


Βασίλη Κωνσταντινίδη
Γεωλόγου, Εκπαιδευτικού

   Η ονομασία Δρόμος του Μεταξιού δεν ήταν γνωστή στην αρχαιότητα. Την ονομασία «Seidenstrasse» (Δρόμος του Μεταξιού) την έδωσε ένας Γερμανός ταξιδευτής - επιστήμονας και γεωγράφος, ο Ferdinand Von Richthofen τον 19ο αιώνα και συγκεκριμένα το 1877.



   Ο Πόντος εξαιτίας της γεωγραφικής του θέσης υπήρξε από την αρχαιότητα κέντρο διαμετακομιστικού εμπορίου. Στις παράλιες πόλεις του κατέληγαν πανάρχαιοι εμπορικοί δρόμοι που τις συνέδεαν μέσα από τις κοιλάδες του Ευφράτη, του Κάνη – Χαρσιώτη ποταμού – και του Πυξίτη με τις επαρχίες του Καυκάσου, τη Συρία, τη Μεσοποταμία, και διαμέσου της τελευταίας με την Περσία, τις Ινδίες και την Κίνα. Από αυτούς τους δρόμους τα καραβάνια μετέφεραν τα περιζήτητα προϊόντα της Ανατολής στη Μαύρη Θάλασσα, από όπου μεταβιβάζονταν σε καράβια με προορισμό τις αγορές της Δύσης.

   Ήδη κατά τη ρωμαϊκή εποχή μαρτυρείται η λειτουργία δρόμου, που οδηγεί κατά μήκος του Πυξίτη ποταμού στην κοιλάδα του Ευφράτη και τα μικρασιατικά οροπέδια.. Η όξυνση των σχέσεων με τους Πέρσες περί το 568 οδήγησε τις βυζαντινές αρχές να επιχειρήσουν, με αφετηρία την Τραπεζούντα, να ανοίξουν το δρόμο του Καυκάσου, για να αποκτήσουν πρόσβαση στις αγορές της Κεντρικής Ασίας, παρακάμπτοντας τους βαρείς τελωνειακούς δασμούς που επέβαλλαν οι Πέρσες στα περιζήτητα προϊόντα των Ινδιών και της Κίνας. Κατά τη διάρκεια των λεγόμενων «σκοτεινών αιώνων» (7ος-8ος αιώνας) το εσωτερικό εμπόριο της Μικράς Ασίας γνώρισε μια αισθητή κάμψη, η οποία αποδίδεται στην αποδυνάμωση των αστικών κέντρων (σμίκρυνση του οικισμένου χώρου, μετατόπιση ή εγκατάλειψη των πόλεων) και αντανακλάται στον περιορισμό της νομισματικής κυκλοφορίας.

   Τα καραβάνια κατά την Βυζαντινή περίοδο  ερχόμενα από την Περσία ή την Μεσοποταμία εισέρχονταν στη Μικρά Ασία  και διακλαδίζονταν σε διαφορετικές διαδρομές: ένας κλάδος ακολουθούσε την διαδρομή Θεοδοσιούπολη – Νικόπολη - Νεοκαισάρεια – Αμάσεια – Νικομήδεια - Κωνσταντινούπολη, ένας άλλος την διαδρομή Μελιτηνή (Μαλάτεια) – Σεβάστεια – Αμάσεια - Άγκυρα – Ικόνιο – Δορύλαιο - Κωνσταντινούπολη, και ένας τρίτος μέσω της Αργυρούπολης κατέληγε στην Τραπεζούντα, οπότε από κει τα εμπορεύματα μεταφέρονταν στα λιμάνια της Μαύρης Θάλασσας και στην Κωνσταντινούπολη.


  Άραβες γεωγράφοι του 10ου αι. αναφέρουν την Τραπεζούντα ως μεγάλο εμπορικό κέντρο που κατακλυζόταν από Βυζαντινούς, Κιρκάσιους, Αρμένιους, Πέρσες και μουσουλμάνους εμπόρους. Αλλά  τη μεγαλύτερη εμπορική ακμή γνώρισε ο Πόντος την εποχή της αυτοκρατορίας της Τραπεζούντας, που διακινούσε το εμπόριο για τη νότια Ρωσία, τη Μικρά Ασία και τη Δύση. H ζηλευτή στρατηγική θέση της Τραπεζούντας, που της εξασφάλιζε άνετη πρόσβαση στη νότια Ρωσία, στα βάθη της Ασίας αλλά και στη Δύση, την ανέδειξε σε αδιαμφισβήτητο κέντρο του εξαγωγικού και διαμετακομιστικού εμπορίου. Από το 12ο αιώνα και εξής οι εμπορικοί δρόμοι διευρύνθηκαν προς την Κριμαία, την Ιβηρία του Καυκάσου και τη Μολδαβία και τελικά προς τη Δύση, με κύριους διάμεσους Γενουάτες και Βενετούς εμπόρους.


   Η ιστορική συγκυρία υπήρξε ευνοϊκή, καθώς μετά την καταστροφή της Βαγδάτης από τους Μογγόλους, η Τραπεζούντα έγινε ο μοναδικός σύνδεσμος ανάμεσα στους δρόμους των καραβανιών της κεντρικής Ασίας και στα λιμάνια της Ρωσίας και της Δυτικής Ευρώπης.


  Έτσι, μέσω της πόλης διεξαγόταν, σχεδόν κατ' αποκλειστικότητα, το εμπόριο ειδών πολυτελείας. Ο κοσμοπολίτικος χαρακτήρας της πόλης λόγω του εμπορίου, επιβεβαιώνεται και από την λειτουργία πολλών προξενείων ξένων χωρών. Στο χάνι της κεντρικής αγοράς υπήρχε το τμήμα των χρυσοχόων που  πρωτοχτίστηκε από Βενετούς τον 11ο αι. και αποκαλείται Τζενεβίζ Χανί (Αγορά των Γενοβέζων). Μετά την άλωση της Τραπεζούντας το εμπόριο θα υποστεί πλήγμα και θα ξανανθίσει μετά τον 18ο αι.



 Τα καραβάνια επειδή έπρεπε να σταματάνε κάθε περίπου σαράντα χιλιόμετρα  για  να ξεκουράζονται οι καμήλες (τόσο μπορούσαν να διανύσουν καθημερινά), δημιούργησαν την ανάγκη να φτιαχτούν τα Χάνια ή τα Καραβανσεράι (Παλάτια των Καραβανιών) όπως αποκαλούνταν.




   Στο Ερζερούμ εντυπωσιακό είναι το Ρουστέμ Πασά Καραβανσεράι (γνωστό σήμερα σαν Τας Χαν) του 16ου  αι., που έχει μετατραπεί σε αγορά ημιπολύτιμων λίθων του τοπικού ηφαιστειακής προέλευσης πετρώματος oltu.

   Το Τας Χαν της Μερζιφούντας βρίσκεται πολύ κοντά στο τζαμί του Καρά Μουσταφά Πασά και αυτό ακριβώς δίπλα στο Μπετεστένι στο κέντρο της πόλης. Αν και η ημερομηνία κατασκευής του δεν είναι γνωστή, τα αρχιτεκτονικά χαρακτηριστικά δείχνουν ότι χτίστηκε τον 17ο αιώνα ταυτόχρονα με τα υπόλοιπα. Έχει ορθογώνιο σχήμα και η μεγάλη πόρτα της εισόδου του βρίσκεται κάτω από μια στρογγυλή καμάρα στη νότια πλευρά του.




   Στη Κασταμονή υπάρχει το Ισμαήλ Μπέη Χαν ή αλλιώς Κουρσουνλού  Χαν που χτίστηκε από τον Κεμαλεττίν Ισμαήλ και το γιο του Φατίχ Σουλτάν Μεχμέτ μεταξύ 1443-1461, που ανακαινισμένο χρησιμοποιείται ακόμα και σήμερα για εμπορικούς σκοπούς.



   Στη Σαφράμπολη συναντάμε αντίστοιχα το Σιντσί Χανί, που χτίστηκε το 1645 από τον Χουσεΐν Εφέντη (το πραγματικό όνομα ήταν Σιντζί Χότζα). Το χάνι είναι ένα διώροφο κτίριο που κατασκευάστηκε με τούβλα και χρησιμοποιήθηκε για την κατασκευή του κουρασάνι.



   Στο κέντρο της Αμάσειας  το Τας Χαν του 18ου αι. είχε μετατραπεί σε  χώρο σιδηρουργείων, σήμερα όμως είναι πλήρως ανακαινισμένο. Όμως στο δρόμο προς τη Τοκάτη  συναντάμε πρώτα το Εζινεπάζαρι και μετά το Χατούν Χανί δείγματα σελτζουκικής περιόδου Καραβανσεράι.



   Στο Ερζιγκιάν υπάρχει το καραβανσεράι  Μαμά Χατούν, κτίσμα τέλη του 12ου ή αρχών του 13ουαι. Πρόκειται για τον τύπο του πανδοχείου πόλης που χτίστηκε την οθωμανική περίοδο.


  
   Στη Τραπεζούντα είναι φυσικό να βρίσκονται αρκετά χάνια κυρίως στο κέντρο της πόλης για να εξυπηρετούν τους εμπόρους. Το Τας Χαν βρίσκεται στην συνοικία Τσαρσί (Αγορά) και χτίστηκε από τον Ισκεντέρ Πασά μεταξύ 1531 και 1533, αλλά πιθανόν να έχουν γίνει προσθήκες σε διαφορετικές εποχές. Το Βακίφ Χαν (Τασάν) βρίσκεται επίσης στο κέντρο της πόλης στη βόρεια πλευρά του μπετεστένι της συνοικίας Τσαρσί. Χτίστηκε το 1781 από τον Αμπντουλάχ Μπιν αλ-Χατζ Γιάγια Εφέντι, όπως μας πληροφορεί εντοιχισμένη επιγραφή και πρόκειται για τριώροφο πανδοχείο με πελεκητή πέτρα και η είσοδος του είναι προς τα ανατολικά. Το Αλατσά Χαν χτίστηκε από πελεκητή πέτρα σε ορθογώνιο σχέδιο. Καλύπτεται από οροφή. Σήμερα, μόνο η δυτική πόρτα χρησιμοποιείται στο πανδοχείο. Λιγότερο καλοδιατηρημένα είναι  επίσης στο κέντρο της πόλης είναι τα: Ανάντολου Χαν και Σουλού Χαν, απέναντι από το Μεΐντάν Χαμάμ.



   Τα λιμάνια της Μαύρης Θάλασσας και η κυριαρχία του Ελληνικού στοιχείου στο διαμετακομιστικό εμπόριο υπήρξε μία από τις αιτίες οικονομικής και πολιτιστικής υπεροχής των Ελλήνων έναντι των Οθωμανών με επακόλουθο το αίτημα για ίδρυση της Δημοκρατίας του Πόντου.



Το ανωτέρω άρθρο είναι περίληψη δημοσιευθείσα στο:

και περιλαμβάνει το φιλμ:

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου