Σελίδες

Πέμπτη 24 Μαΐου 2018

ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΤΡΙΗΜΕΡΗΣ ΕΚΔΡΟΜΗΣ ΤΟΥ 5ου ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ ΑΓΙΑΣ ΠΑΡΑΣΚΕΥΗΣ ΣΤΗΝ ΚΑΛΑΜΑΤΑ

Θεματολογία

Αρχαίοι αθλητικοί χώροι και καστροπολιτείες κατά την Ελληνική Επανάσταση


1Η ΜΕΡΑ - ΠΕΜΠΤΗ 10 ΜΑΙΟΥ: ΑΘΗΝΑ - ΚΑΛΑΜΑΤΑ


07.00: Αναχώρηση από το σχολείο. Στη διαδρομή ενημέρωση για το ιστορικό των ονομάτων Πίτυς, Ευπάλινος, Κακιά Σκάλα, Ισθμός της Κορίνθου, Δίολκος, Ίσθμια, Λέχαιο, Αιγιαλεία. 

09.30- 10.00: Στάση.

12.00- 14.00: Αρχαία Ολυμπία. Ξενάγηση.


Αρχαία Ολυμπία




Στη δυτική Πελοπόννησο, στην πανέμορφη κοιλάδα του ποταμού Αλφειού, άνθισε το πιο δοξασμένο ιερό της αρχαίας Ελλάδας, που ήταν αφιερωμένο στον πατέρα των θεών, τον Δία. Απλώνεται στους νοτιοδυτικούς πρόποδες του κατάφυτου Κρονίου λόφου, μεταξύ των ποταμών Αλφειού και Κλαδέου, που ενώνονται σε αυτή την περιοχή. Παρά την απομονωμένη θέση της κοντά στη δυτική ακτή της Πελοποννήσου, η Ολυμπία καθιερώθηκε στο πανελλήνιο ως το σημαντικότερο θρησκευτικό και αθλητικό κέντρο. Εδώ γεννήθηκαν οι σπουδαιότεροι αγώνες της αρχαίας Ελλάδας, οι Ολυμπιακοί, που γίνονταν κάθε τέσσερα χρόνια προς τιμήν του Δία, ένας θεσμός με πανελλήνια ακτινοβολία και λάμψη από την αρχαιότητα μέχρι σήμερα. Η απαρχή της λατρείας και των μυθικών αναμετρήσεων που έλαβαν χώρα στην Ολυμπία χάνεται στα βάθη των αιώνων. Οι τοπικοί μύθοι σχετικά με τον ισχυρό βασιλιά της περιοχής, τον ξακουστό Πέλοπα, και τον ποτάμιο θεό Αλφειό, φανερώνουν τους ισχυρούς δεσμούς του ιερού τόσο με την Ανατολή όσο και με τη Δύση.

Τα παλαιότερα ευρήματα στο χώρο της Ολυμπίας εντοπίζονται στους νότιους πρόποδες του Κρονίου λόφου, εκεί όπου αναπτύχθηκαν τα πρώτα ιερά και οι προϊστορικές λατρείες. Μεγάλος αριθμός οστράκων, που χρονολογούνται στην Τελική Νεολιθική εποχή (4η χιλιετία π.Χ.), βρέθηκαν στο βόρειο πρανές του σταδίου. Ίχνη κατοίκησης και των τριών περιόδων της Εποχής του Χαλκού έχουν εντοπισθεί στην ευρύτερη περιοχή της Άλτεως και του Νέου Μουσείου. Στην Πρωτοελλαδική ΙΙ περίοδο (2800-2300 π.Χ.) κατασκευάσθηκε μεγάλος τύμβος, που αποκαλύφθηκε στα κατώτερα στρώματα του Πελοπίου, και στην Πρωτοελλαδική ΙΙΙ περίοδο (2150-2000 π.Χ.) οικοδομήθηκαν τα πρώτα αψιδωτά κτήρια του οικισμού. Σύμφωνα με την αρχαία παράδοση, τον 11ο αιώνα π.Χ. στην ευρύτερη περιοχή της Ολυμπίας εγκαταστάθηκαν οι Αιτωλοί, με αρχηγό τον Όξυλο, οι οποίοι ίδρυσαν το κράτος της Ήλιδας. Προς τα τέλη της μυκηναϊκής εποχής πιθανότατα διαμορφώθηκε και το παλαιότερο πρωτόγονο ιερό, αφιερωμένο σε τοπικές και πανελλήνιες θεότητες.

Γύρω στο 10ο-9ο αι. π.Χ. άρχισε να διαμορφώνεται η Άλτις, το ιερό άλσος που ήταν κατάφυτο με αγριελιές, πεύκα, πλατάνια, λεύκες και δρυς. Τότε καθιερώθηκε η λατρεία του Δία, και η Ολυμπία από τόπος κατοίκησης έγινε τόπος λατρείας. Για αρκετό καιρό μέσα στο ιερό δεν υπήρχαν οικοδομήματα, παρά μόνο η Άλτις, που προστατευόταν από περίβολο, μέσα στον οποίο υπήρχαν βωμοί για τις θυσίες στους θεούς και ο τύμβος του Πελοπίου. Τα πολυάριθμα αναθήματα, κυρίως ειδώλια, χάλκινοι λέβητες και τρίποδες τοποθετούνταν στην ύπαιθρο, πάνω σε κλαδιά δένδρων και σε βωμούς. Στην Γεωμετρική εποχή χρονολογούνται και τα πρώτα ειδώλια που απεικονίζουν τον Δία, τον κύριο του ιερού. Το 776 π.Χ. αναδιοργανώθηκαν προς τιμήν του οι αγώνες, από τον Ίφιτο, βασιλιά της Ήλιδας, από τον Κλεοσθένη της Πίσας και τον Λυκούργο της Σπάρτης, οι οποίοι θέσπισαν και την ιερή εκεχειρία. Τα Ολύμπια τελούνταν κάθε τέσσερα χρόνια και σύντομα απέκτησαν πανελλήνιο χαρακτήρα.



Στην Αρχαϊκή εποχή άρχισε η μεγάλη ανάπτυξη του ιερού, όπως δείχνουν τα χιλιάδες αφιερώματα της περιόδου, όπλα, ειδώλια, λέβητες και πολλά άλλα, ενώ τότε οικοδομήθηκαν τα πρώτα μνημειακά κτήρια: ο ναός της Ήρας, το Πρυτανείο, το Βουλευτήριο, οι θησαυροί και το πρώτο στάδιο. Η ακμή του ιερού συνεχίσθηκε και στην κλασική εποχή, όταν κτίσθηκε ο μεγαλοπρεπής ναός του Δία (470-456 π.Χ.), λουτρά, στοές, θησαυροί, βοηθητικά κτήρια, και το στάδιο, το οποίο μεταφέρθηκε ανατολικότερα των δύο αρχαϊκών, εκτός της ιεράς Άλτεως. Πολυάριθμα ήταν και τα αφιερώματα που προσέφεραν οι πιστοί. Οι χιλιάδες ανδριάντες και άλλα πολύτιμα έργα που υπήρχαν σε όλο τον ιερό χώρο της Άλτεως χάθηκαν, δεδομένου ότι το ιερό συλήθηκε αρκετές φορές κατά την αρχαιότητα, ιδιαίτερα στη Ρωμαϊκή εποχή. Κατά την Ελληνιστική εποχή συνεχίσθηκε η ανέγερση οικοδομημάτων κυρίως κοσμικού χαρακτήρα, όπως το γυμνάσιο και η παλαίστρα, και στα ρωμαϊκά χρόνια έγιναν μετασκευές στα υπάρχοντα κτήρια. Οικοδομήθηκαν επίσης θέρμες, πολυτελείς κατοικίες και το υδραγωγείο. Το ιερό λεηλατήθηκε, προκειμένου τα εξαίρετα αφιερώματα να κοσμήσουν ρωμαϊκές επαύλεις.




Η λειτουργία του συνεχίσθηκε κανονικά τα πρώτα χριστιανικά χρόνια επί Μεγάλου Κωνσταντίνου. Το 393 μ.Χ. έγιναν οι τελευταίοι Ολυμπιακοί Αγώνες και λίγο αργότερα ο αυτοκράτορας του Βυζαντίου Θεοδόσιος Α’, με διάταγμά του απαγόρευσε οριστικά την τέλεσή τους, ενώ επί Θεοδοσίου Β΄, επήλθε η οριστική καταστροφή του ιερού (426 μ.Χ.). Στα μέσα του 5ου αι. μ.Χ. επάνω στα ήδη ερειπωμένα κτίσματα αναπτύχθηκε μικρός χριστιανικός οικισμός, και το εργαστήριο του Φειδία μετατράπηκε σε παλαιοχριστιανική βασιλική. Δύο μεγάλοι σεισμοί, το 522 και 551 μ.Χ. προκάλεσαν την οριστική καταστροφή του ιερού, εφ' όσον τότε κατέρρευσαν όσα κτήρια είχαν απομείνει όρθια, μεταξύ αυτών και ο ναός του Δία. Στους αιώνες που ακολούθησαν ο χώρος καλύφθηκε από τις πλημμύρες των ποταμών Αλφειού και Κλαδέου και από τις κατολισθήσεις του Κρονίου λόφου και η Ολυμπία πέρασε στη λησμονιά με τα ερείπια καλυμμένα από επίχωση 5-7 μέτρων. Η περιοχή ονομάσθηκε Αντίλαλος και μόλις το 1766 εντοπίσθηκε η θέση του αρχαίου ιερού.


Η πρώτη ανασκαφή στο χώρο διεξήχθη το 1829 από τη Γαλλική Επιστημονική Αποστολή στην Πελοπόννησο, με επικεφαλή το στρατηγό N. J. Maison (Μαιζών). Τότε αποκαλύφθηκε μέρος του ναού του Δία και τμήματα των μετοπών που τον κοσμούσαν, πολλά από τα οποία μεταφέρθηκαν στο Μουσείο του Λούβρου. Η συστηματική έρευνα του ιερού άρχισε το 1875 από το Γερμανικό Αρχαιολογικό Ινστιτούτο και με διακοπές συνεχίζεται μέχρι σήμερα. Οι πιο πρόσφατες έρευνες, την τελευταία δεκαετία, έγιναν στο νοτιοδυτικό κτήριο, υπό τη διεύθυνση του καθηγητή Κλασικής Αρχαιολογίας του Πανεπιστημίου του Wurzburg και μέλους του Γερμανικού Αρχαιολογικού Ινστιτούτου κ. U. Sinn, και στα προϊστορικά κτήρια του ιερού, υπό τη διεύθυνση του Δρ Η. Kyrieleis, τ. Διευθυντή του Γερμανικού Αρχαιολογικού Ινστιτούτου. Σήμερα, παράλληλα με το ανασκαφικό έργο σε όλο το χώρο του αρχαίου ιερού πραγματοποιούνται έργα συντήρησης και αναστήλωσης.




Το Μουσείο της Αρχαίας Ολυμπίας



Το Αρχαιολογικό Μουσείο της Ολυμπίας, από τα σημαντικότερα της Ελλάδας, παρουσιάζει τη μακραίωνη ιστορική εξέλιξη ενός από τα λαμπρότερα ιερά της αρχαιότητας, που ήταν αφιερωμένο στον πατέρα των θεών και των ανθρώπων, τον Δία, και αποτέλεσε την κοιτίδα των Ολυμπιακών Αγώνων. Περιλαμβάνει τη μόνιμη έκθεση ευρημάτων από τις ανασκαφές στον ιερό χώρο της Άλτεως, τα οποία χρονολογούνται από τα προϊστορικά έως και τα πρώτα χριστιανικά χρόνια. Από το σύνολο των, ανεκτίμητης αξίας, εκθεμάτων σημαντικότερη είναι η έκθεση των γλυπτών, για την οποία είναι κυρίως γνωστό το μουσείο, καθώς και η συλλογή χάλκινων αντικειμένων, που είναι η πλουσιότερη στον κόσμο και απαρτίζεται από όπλα, ειδώλια και άλλα αντικείμενα, ενώ ιδιαίτερα σημαντικά είναι και τα ευρήματα της μεγάλης πηλοπλαστικής.




Το κτηριακό συγκρότημα του Μουσείου αποτελείται από εκθεσιακούς, βοηθητικούς και αποθηκευτικούς χώρους. Ο εκθεσιακός χώρος περιλαμβάνει τον προθάλαμο και δώδεκα αίθουσες, που όλες φιλοξενούν τη μόνιμη έκθεση ευρημάτων, προερχομένων από την ιερή Άλτι. Οι βοηθητικοί-λειτουργικοί χώροι για την εξυπηρέτηση των επισκεπτών (αναψυκτήριο, χώροι υγιεινής κ.ά.) βρίσκονται στην ανατολική πτέρυγα του Μουσείου, ενώ το πωλητήριο λειτουργεί σε ξεχωριστό οικοδόμημα, ανάμεσα στο μουσείο και στον αρχαιολογικό χώρο. Το Μουσείο διαθέτει αποθηκευτικούς χώρους, που καταλαμβάνουν τμήμα της ανατολικής πτέρυγας και του υπογείου, καθώς και εργαστήρια συντήρησης πήλινων, χάλκινων, λίθινων αντικειμένων, ψηφιδωτών και μικροευρημάτων.



14.00-16.00: Γεύμα.


18.00: Άφιξη στη Καλαμάτα. Βόλτα στη πόλη.




Καλαμάτα

Η Καλαμάτα είναι η πρωτεύουσα του Νομού Μεσσηνίας, η δεύτερη μεγαλύτερη πόλη της Πελοποννήσου, μετά την Πάτρα. Είναι χτισμένη στους πρόποδες του όρους Καλάθι (παρυφή του Ταϋγέτου), στην καρδιά του Μεσσηνιακού κόλπου. Η ιστορία της Καλαμάτας χάνεται στα βάθη των αιώνων. Ξεκινάει από τον Όμηρο, όπου αναφέρει τις Φαρρές, αρχαία πόλη χτισμένη περίπου εκεί που βρίσκεται σήμερα το φράγκικο κάστρο της πόλης. Η Καλαμάτα έχει περιορισμένη σημασία κατά την αρχαία περίοδο καθώς βρίσκεται κάτω από λακωνική κυριαρχία.

Αποκτά αίγλη μετά την τέταρτη σταυροφορία (1204 μ.Χ.), οπότε περνάει στα χέρια των Φράγκων.

Το 1459 την καταλαμβάνουν οι Τούρκοι και εναλλάσσονται στην ηγεμονία της πόλης με τους Ενετούς μέχρι το 1715 οπότε την καταλαμβάνουν οριστικά, μέχρι το 1821 που απελευθερώθηκε.

Το σημαντικότερο γεγονός της μακρόχρονης ιστορίας της πόλης είναι η απελευθέρωσή της από τους Τούρκους στις 23 Μαρτίου του 1821. Την ημέρα εκείνη ο Κολοκοτρώνης, ο Νικηταράς, ο Πετρόμπεης Μαυρομιχάλης, ο Παπαφλέσσας και άλλοι μπήκαν στην πόλη ως απελευθερωτές.



Συμμετείχαν στην πανηγυρική δοξολογία που τελέστηκε στον Ιερό Ναό των Αγίων Αποστόλων, ευλογείται η επαναστατική σημαία και από εδώ ξεκινάει ουσιαστικά η Επανάσταση του 1821. Από την Καλαμάτα, η Μεσσηνιακή Γερουσία συντάσσει δύο σπουδαία κείμενα την «Προειδοποίηση προς τας ευρωπαϊκάς αυλάς» και την «προκήρυξη», με αποδέκτες τους Αμερικανούς.

Στα τέλη του 19ου αιώνα χτίζεται το λιμάνι  της Καλαμάτας, το οποίο λειτουργεί μέχρι και σήμερα, και η πόλη παρουσιάζει σημαντική ανάπτυξη και ακμή.

Το Σεπτέμβριο του 1986 η Καλαμάτα χτυπήθηκε από δύο ισχυρούς σεισμούς που δυστυχώς είχαν θύματα και προκάλεσαν εκτεταμένες ζημιές. Παρ’ όλα αυτά η πόλη ανασυγκροτήθηκε γρήγορα και σήμερα είναι μια σύγχρονη ελληνική παραθαλάσσια πόλη, που διατηρεί την ιστορική της ταυτότητα στους δρόμους της και σε κάθε έκφανση της ζωής.



Αξιοθέατα

Το κάστρο

Ιδρύθηκε τα χρόνια του Βυζαντίου και μέχρι σήμερα οι επισκέπτες του περιηγούνται ανάμεσα στα ερείπια της εποχής εκείνης. Στο νότιο άκρο του κάστρου διοργανώνεται το Διεθνές Φεστιβάλ Χορού, ενώ το κάστρο είναι το σκηνικό που εκτυλίσσεται και το πολυδιαβασμένο μυθιστόρημα του Άγγελου Τερζάκη «Πριγκίπισσα Ιζαμπώ».


Παλιά Πόλη.
Είναι η περιοχή στα βόρεια της σύγχρονης πόλης, κάτω από την περιοχή του Κάστρου. Σήμερα οριοθετείται από το μητροπολιτικό ναό της Υπαπαντής, την οδό Σπάρτης και την Πλατεία της 23ης Μαρτίου και έχει συγκεντρώσει, εκτός των άλλων, πολλά στέκια της νεολαίας ιδίως τους χειμερινούς μήνες. Θεωρείται το καλύτερο μέρος για να ξεκινήσει κανείς την περιήγησή του στην πόλη. Η περιπλάνηση στα στενά δρομάκια θα σας μεταφέρει σε μία άλλη εποχή και θα σας δώσει την ευκαιρία να ανακαλύψετε παλιά κτίρια που άντεξαν στο πέρασμα του χρόνου, δεκάδες αρχοντικά, λιθόχτιστες εκκλησίες, μουσεία και καταστήματα με τοπικά προϊόντα.


Πλατεία Υπαπαντής.
Ήταν η πρώτη εκτός κάστρου περιοχή που κατοικήθηκε στην πόλη. Στην πλατεία Υπαπαντής  δεσπόζει ο μεγαλοπρεπής Μητροπολιτικός ναός της Υπαπαντής του Σωτήρος, με τα διπλά κωδωνοστάσια και τους ασημένιους τρούλους. Βόρεια του ναού και της πλατείας Υπαπαντής βρίσκεται το Δημοτικό Ωδείο Καλαμάτας, που στεγάζεται σε ένα παραδοσιακό κτίριο του 19ου αιώνα. Ακριβώς απέναντι από τον ναό βρίσκεται και το Στρατιωτικό Μουσείο Καλαμάτας, με αξιόλογα εκθέματα από το 1821 και μετά, ενώ πολύ κοντά, στην οδό Αγίου Ιωάννου μπορείτε να επισκεφθείτε το Ιστορικό και Λαογραφικό Μουσείο Καλαμάτας.


Πλατεία 23ης Μαρτίου.
Θα τη συναντήσετε στην παλιά πόλη της Καλαμάτας και βέβαια πήρε το όνομά της από την ημέρα απελευθέρωσης της πόλης από τους Τούρκους, το 1821. Σε αυτή την πλατεία άλλωστε βρίσκεται και το εκκλησάκι των Αγίων Αποστόλων, όπου σύμφωνα με την παράδοση, κηρύχτηκε η Επανάσταση και τελέστηκε η πρώτη λειτουργία της απελευθερωμένης Καλαμάτας. Στο κέντρο της δεσπόζει το Ηρώον, ενώ περιμετρικά θα δείτε πολλές καφετέριες, μπαρ και μεζεδοπωλεία. Στα δρομάκια γύρω από αυτήν βρίσκονται καφεκοπτεία, παραδοσιακοί καφενέδες και φούρνοι, που φροντίζουν να γεμίζουν τον αέρα της περιοχής με τις υπέροχες μυρωδιές από τα καλούδια τους. Λίγα μέτρα βορειότερα της πλατείας 23ης Μαρτίου, στη συνοικία Παπλωματάδικα  θα συναντήσετε και τα πολυσύχναστα στέκια της νεολαίας της πόλης.


Οδός Αριστομένους.
Διασχίζει την καρδιά της πόλης, με την αρχή της οριοθετείται από την πλατεία 23ης Μαρτίου και το τέλος της στο Τελωνείο, στο λιμάνι. Όταν κατασκευάστηκε το 1871, λεγόταν Εθνική οδός Παραλίας – Καλαμών. Περπατώντας από την αρχή την οδό Αριστομένους, που έχει πεζοδρομηθεί, θα συναντήσετε μερικά από τα σπουδαιότερα νεοκλασικά κτίσματα της Καλαμάτας, που στεγάζουν δημόσιες υπηρεσίες και ιδρύματα: αρχικά το κτήριο του ξενοδοχείου REX και δίπλα το Δημαρχείο Καλαμάτας. Μετά το τέλος του πεζοδρομημένου τμήματος της οδού Αριστομένους συναντάμε την πλατεία Βασιλέως Γεωργίου, την κεντρική πλατεία της Καλαμάτας. Εκεί βλέπουμε το κτήριο της Τράπεζας της Ελλάδος, νεοκλασικό των αρχών του 20ού αιώνα. Από την οδό Αριστομένους που διασχίζει όλη την πλατεία Βασιλέως Γεωργίου, θα δείτε και τη σύνθεση «Ελευθερία» που έχει στηθεί στο μέσον της πλατείας, με τους ήρωες της ελληνικής Επανάστασης, Παπαφλέσσα, Κολοκοτρώνη, Μαυρομιχάλη. Σε όλο της το τμήμα η οδός Αριστομένους είναι γεμάτη με καφετέριες και εμπορικά καταστήματα.

Είναι το μοναδικό στο είδος του υπαίθριο μουσείο στην Ελλάδα και είναι γνωστό σε όλους τους φίλους των Σιδηροδρόμων ανά τον κόσμο. Καταλαμβάνει συνολική έκταση 54 στρεμμάτων και βρίσκεται σε ένα από τα πιο κεντρικά σημεία της πόλης. Το συναντά κανείς σε μια απόσταση 5 λεπτών από την κεντρική πλατεία της Καλαμάτας ακολουθώντας την οδό Αριστομένους με κατεύθυνση προς το λιμάνι. Ατμάμαξες, μια ντηζελάμαξα, ένας χειροκίνητος γερανός του 1890, δύο δραιζίνες (μία ποδήλατη και μία χειροκίνητη), τρία επιβατηγά οχήματα Α’ θέσης και πέντε Α’-Β’ θέσης του 1885 είναι ανάμεσα στα εκθέματα που απολαμβάνει κανείς στη βόλτα του, ενώ διαθέτει επίσης, γήπεδο μπάσκετ και βόλεϊ αλλά και άλλες εγκαταστάσεις για την ψυχαγωγία των παιδιών. Στον ανακαινισμένο σταθμό «Καλαμάτα – Λιμήν» λειτουργεί αναψυκτήριο στο ισόγειο.



19.00: Άφιξη στο ξενοδοχείο. Δείπνο.




2Η ΜΕΡΑ. ΠΥΛΟΣ- ΜΕΘΩΝΗ- ΚΟΡΩΝΗ.


Ο9.00: Αναχώρηση από Καλαμάτα.


10.00-11.00: Επίσκεψη στο παλάτι του Νέστορα.



Παλάτι του Νέστορα.
Σε απόσταση 14 χιλιομέτρων από τη σημερινή Πύλο, πιο κοντά στο χωριό Χώρα βρίσκεται το Ανάκτορο του Νέστορα ή Παλάτι του Νέστορα. Είναι κεντρικό μέγαρο της Ύστερης Ελλαδικής Εποχής, που περιβάλλεται από οχυρωματικό περίβολο. Διώροφο κτίριο που περιελάμβανε αποθηκευτικούς χώρους, εργαστήρια, λουτρά, φωταγωγούς, χώρους υποδοχής και κεντρικό σύστημα αποχέτευσης και βρίσκεται στον επιμήκη λόφο του Επάνω Εγκλιανού. Πρόκειται για το πιο καλά διατηρημένο μυκηναϊκό παλάτι που έχει ως τώρα ανακαλυφθεί. Κατά τη διάρκεια της ανασκαφής του ταυτοποιήθηκαν επίσης περίπου 1.000 πινακίδες της γραμμικής Β. Επίσης ανακαλύφθηκαν πολλά καλλιτεχνικά αντικείμενα που χρονολογούνται από το 1300 π.Χ.. Το ανακτορικό συγκρότημα που χρησιμοποίησε ο βασιλιάς Νέστωρ, καταστράφηκε ολοσχερώς από πυρκαγιά γύρω στο 1200 π. Χ..


 
Τοποθεσία του ανακτόρου & γεωγραφικά στοιχεία. 
Ο Εγκλιανός είχε χρησιμοποιηθεί επίσης κατά τα τέλη της πρωτοελλαδικής εποχής (τέλη της 3ης χιλιετίας π.X.) με επάλληλα αψιδωτά κτίσματα, κατά τη μεταβατική Εποχή του Χαλκού (2000 - 1600 π.X.) και κατά τη μυκηναϊκή εποχή, (1600 - 1200 π.X.), αλλά ήταν αχρησιμοποίητος μέχρι της ανασκαφής του ανακτόρου (1939, 1952-1964), από τον Κάρολο Μπλέγκεν, με εξαίρεση το θολωτό τάφο ανατολικά του ανακτόρου. 

Το Παλάτι βρίσκεται στην κορυφή του λόφου σε υψόμετρο 150 μέτρα και καταλαμβάνει έκταση 170 Χ 90 μέτρων με στρατηγική θέση.

Από τη στρατηγική αυτή θέση της κλασικής Ακρόπολης της Πύλου εποπτευόταν ο θαλάσσιος χώρος από τη νήσο Πρώτη (Mαραθονήσι) μέχρι τις Μεσσηνιακές Οινούσσες (Σαπιέντζα, Σχίζα, Αγία Μαριανή Μεσσηνίας ή Αμαριανή και Βενέτικο Μεσσηνίας), καθώς παράλληλα ελέγχει τη βόρεια είσοδο του όρμου του Ναβαρίνου και το εκεί λιμάνι (της Γιάλοβας). Το τρίγωνο επίσης που περιλαμβάνει την κεντρική αυτή περιοχή της αρχαίας Πύλου, με την Ακρόπολη και το Παλάτι του Νέστορα, όσο και με το σημείο που σήμερα βρίσκεται η σύγχρονη Πύλος, ήλεγχε στρατηγικά εκτός από τον όρμο του Ναυαρίνου και τη περιοχή νότια, βόρεια, αλλά και ανατολικά της λιμνοθάλασσας της Γιάλοβας, που σήμερα είναι ένας από τους σημαντικότερους υδροβιότοπους των Βαλκανίων που υποστηρίζεται από δίκτυο «NATURA 2000» και το Ευρωπαϊκό Πρόγραμμα LIFE - Φύση (1997-2000), καθώς και στην εκπληκτική παραλία της Βοϊδοκοιλιάς αλλά και πάνω ακριβώς από τη 2η σε μέγεθος λιμνοθάλασσα της Ελλάδας (μετά από αυτήν του Μεσολογγίου) ή Διβάρι Πύλου.




Μυθολογία - μυθιστορία - ιστορία



Βασιλείς και πρίγκιπες της αρχαίας Πύλου

Νηλέας & Χλωρίδα ή Μελίβοια: Ο Νηλέας ήταν γιος του θεού Ποσειδώνα και της Τυρούς. Ο Νηλέας κατέφυγε στη Μεσσηνία, όπου και ίδρυσε την Πύλο. Εκεί πήρε ως σύζυγό του τη Χλωρίδα, κόρη του Αμφίονα. Η Χλωρίδα πριν την μετονομασία της λεγόταν Μελίβοια. Μαζί απέκτησαν μία κόρη, την Πηρώ, και πολλούς γιούς, μεταξύ των οποίων και οι Ταύρος, Αστέριος, Πυλάων, Δηίμαχος, Ευρύβιος, Περικλύμενος, ο μετέπειτα σοφός βασιλιάς Νέστορας, κ.ά. 

Το τέλος του Νηλέα επήλθε όταν ο Ηρακλής εξεστράτευσε εναντίον του με την αιτιολογία ότι ο Νηλέας αρνήθηκε να τον εξαγνίσει από τον φόνο του Ιφίτου. Τότε ο Νηλέας σκοτώθηκε μαζί με 11 από τους γιούς του ή, σύμφωνα με άλλη παράδοση, διασώθηκε και πέθανε από κάποια ασθένεια στην Κόρινθο όπου είχε καταφύγει, οπότε στη συνέχεια ενταφιάσθηκε εκεί. Οι απόγονοι του Νηλέα ονομάσθηκαν Νηλείδες. Οι Νηλείδες, διωγμένοι από τους Ηρακλείδες, σκορπίστηκαν σε διάφορους τόπους, σε μερικούς από τους οποίους και βασίλευσαν. Χρονικά κατατάσσονται στα τέλη του 12ου αι. π.Χ., αφού η μετακίνησή τους από την Πύλο προς την Αθήνα χρονολογείται το 1104 π.Χ..


Νέστωρ & Αναξιβία (ή Ευρυδίκη): Ο Νέστορας ήταν μυθικός ήρωας της αρχαίας Ελλάδας και βασιλέας της Πύλου. Ήταν γιος του Νηλέα και της Χλωρίδας. Πήρε το προσωνύμιο Γερήνιος, από τη Γερήνια, πόλη της Λακωνίας ή της Μεσσηνίας, όπου βρισκόταν, όταν ο Ηρακλής σκότωσε τον Νηλέα και έντεκα από τα παιδιά του (επειδή ο Νηλέας αρνήθηκε να τον βοηθήσει στην κάθαρση για τον φόνο του Ιφίτου) και έτσι σώθηκε.

Έλαβε μέρος μαζί με τους Λαπίθες στον πόλεμο εναντίον των Κενταύρων, στην Αργοναυτική εκστρατεία, στη θήρα του Καλυδώνιου κάπρου και στον Τρωικό Πόλεμο. Ο Όμηρος τον παρουσιάζει ως σοφό και συνετό γέροντα, που οι συμβουλές του ακούγονται με σεβασμό από όλους τους Αχαιούς. 



Ανασκαφές

Στην περιοχή της αρχαίας Πύλου έχουν ανακαλυφτεί ως τώρα αξιόλογοι αρχαιολογικοί θησαυροί.

Αρχικά ήρθαν στο φως πέτρινοι τοίχοι, κομμάτια από τοιχογραφίες, δάπεδα, μυκηναϊκά αγγεία, πήλινες επιγραφές στον Επάνω Εγκλιανό Μεσσηνίας. 
Αργότερα ανασκάφηκαν δύο θολωτοί τάφοι βόρεια του κόλπου του Ναβαρίνου που θεώρησαν ότι ήταν βασιλικοί.


Η σημασία της ανασκαφής του Ανακτόρου ήταν μεγάλη:

α) Ανακάλυψη ενός ανακτορικού κέντρου, με διοικητική και βιοτεχνική επάρκεια,

β) Διαπίστωση, ότι οι κάτοικοι του Εγκλιανού ήταν συγγενείς με τους κατοίκους της Αργολίδος και ότι ελάτρευαν τους ίδιους θεούς όπως οι λοιποί Μυκηναίοι,

γ) Ανακάλυψη των πήλινων πινακίδων, με μυκηναϊκή διάλεκτο, (γραφή γραμμικής Β)

Όμως, κάτω από το τελευταίο ανακτορικό συγκρότημα υπάρχουν πολλά ακόμη στρώματα, που δεν έχουν ανασκαφεί ακόμη, και αναμένουν τη συνέχεια της αρχαιολογικής σκαπάνης. 

Το 1957 ανακαλύπτεται ο κυψελοειδής τάφος του Νηλέα, πατέρα του Νέστορα, επίσης βασιλιά της Πύλου, όπως και πτέρυγα του ανακτόρου ηλικίας 3.000 ετών. Οι προσπάθειες συνεχίστηκαν και το 1964, ήρθε στο φως ολόκληρο σχεδόν το Ανάκτορο του Νέστορα. Το ανάκτορο αυτό χρονολογικά τοποθετείται γύρω στα 1300 και 1200 π.Χ. και καταστράφηκε με την κάθοδο των Δωριέων (1100 π.Χ.). Μολονότι το μεγαλύτερο μέρος του ανακτόρου έχει ήδη έρθει στο φως, οι έρευνες συνεχίζονται μέχρι και σήμερα.





Πρωτοελλαδικός οικισμός.
Από ανασκαφές που πραγματοποιήθηκαν στην ευρύτερη περιοχή αυτή ερευνήθηκαν ίχνη κατοίκησης οικισμού της πρωτοελλαδικής εποχής (3η χιλιετία π.X.), και δύο μεσοελλαδικοί τύμβοι (γύρω στο 2.000 π.X.).

Σύμφωνα με τα ευρήματα της πρωτοελλαδικής εποχής από τα παράλια της περιοχής, τόσο τα ανασκαφικά όσο και τα επιφανειακά, αποδεικνύουν ότι η περιοχή του όρμου του Nαυαρίνου και της Βοϊδοκοιλιάς, ανήκαν στην επικράτεια της λεγόμενης «Πρωτοελλαδικής Kοινής», δηλαδή, στο σύνολο του πολιτισμού που αναπτύχθηκε στην ηπειρωτική Ελλάδα κατά το δεύτερο μισό της τρίτης χιλιετίας π.X. Αυτός είναι ο πρώτος μεγάλος πολιτισμός της ηπειρωτικής Ελλάδος και αυτή ήταν η πρώτη εποχή των μεγάλων εμπορικών ανταλλαγών και επικοινωνιών μέσω της θάλασσας. 

Το πιο ουσιαστικό συμπέρασμα από τη μελέτη όλων αυτών των ευρημάτων του λόφου όπου βρίσκεται το Ανάκτορο (17ος – 16ος αι. π.Χ.) και της ευρύτερης περιοχής είναι ότι κατά τη μετάβαση από τη Μεσαία στην Υστέρα Εποχή του Χαλκού δεν υπήρξε καμιά εισβολή και, μάλιστα, θεωρείται βέβαιο, όπως και για την υπόλοιπη Μεσσηνία, ότι το ίδιο φυλετικό στοιχείο, που κατοικούσε στην προ-μυκηναϊκή εποχή, συνέχισε να κατοικεί και κατά τη μυκηναϊκή περίοδο.

 

Μυκηναϊκός Πολιτισμός 
Μετά τις διάφορες περιόδους, όπως η «Τελική Νεολιθική Εποχή» (4000-3100 π.Χ. περίπου), η «Πρώιμη Εποχή του Χαλκού» (3100-2050 π.Χ.), η «Μέση Εποχή του Χαλκού» (2050-1680 π.Χ.), για τις οποίες υπήρξε αναφορά των διαφέρων ευρημάτων στην Αρχαία Πύλο, όπως αναφέρθηκε παραπάνω ξεκινά η «Ύστερη Εποχή του Χαλκού (Μυκηναϊκή Περίοδος, 1680-1060 π.Χ.)», με κυρίαρχη την Μυκηναϊκή εποχή με την ακμή του μυκηναϊκού βασιλείου της Πύλου, όπου στο επίκεντρο του αρχαιολογικού ενδιαφέροντος είναι το μυκηναϊκό ανάκτορο στον Επάνω Εγκλιανό σε απόσταση έξι χιλιομέτρων σε ευθεία γραμμή από τον όρμο του Ναυαρίνου. 

Το εξουσιαστικό αυτό κέντρο έλεγχε τη ζωή που αναπτύχθηκε σ’ όλη την περιοχή. Και η ζωή αυτή είναι πυκνότατη και εντυπωσιακή, εμφανιζόμενη σε θέσεις όπως ο Oσμάναγας Κορυφασίου, όπου έχει βρεθεί ο παλαιότερος θολωτός τάφος της ηπειρωτικής Ελλάδος, η Βοϊδοκοιλιά, η Τραγάνα,  τα Βολιμίδια, η Ίκλαινα, το Μυρσινοχώρι , τα Παπούλια , η Πύλα και το Μηδέν Μεσσηνίας.


11.30-13.00: Ξενάγηση στη Πύλο.



Νιόκαστρο
  


Είναι τοποθετημένο στο λόφο πάνω από την Πύλο, φύλακας, μαζί με το Παλαιόκαστρο, του περάσματος του φυσικού λιμανιού της Πύλου. Το κάστρο είναι παιδί των μοντέρνων για την εποχή οχυρωματικών τάσεων, που ήθελε την πλήρη αξιοποίηση των πυροβόλων όπλων (κανονιών) και παράλληλα, την όσο το δυνατόν μεγαλύτερη αμυντική προστασία του εσωτερικού οικισμού αλλά και του ίδιου του οικοδομήματος από τα εχθρικά πυρά.

Χτίστηκε το 1573 από τους Οθωμανούς Τούρκους οι οποίοι το κράτησαν υπό τον έλεγχο τους για περισσότερο από έναν αιώνα. Οικοδομήθηκε αμέσως μετά από την ήττα που γνώρισε ο στόλος τους στη ναυμαχία της Ναυπάκτου (1571). Την Οθωμανική κυριαρχία ακολούθησε η Βενετική παρουσία στην περιοχή από το 1686 έως το 1715 και η σύντομη εξέγερση των Ορλωφικών το 1770, μέχρι και την τελική απελευθέρωση με την ελληνική επανάσταση του 1821 και την άφιξη του Γαλλικού εκστρατευτικού σώματος.




 Η οχυρωματική κατασκευή, πλούσια και καλοδιατηρημένη, μια από τις καλύτερα σωζόμενες στις μέρες μας, έχει πληθώρα χαρακτηριστικών και κτισμάτων που μαρτυρούν την πορεία της μέσα στο χρόνο· από την τουρκική οχύρωση, τον στρατώνα του Γάλλου στρατηγού Maison μέχρι τις προσθήκες από την περίοδο της Β' Ενετοκρατίας και τον Ναό του Σωτήρος (πρώην τζαμί), και φυσικά την ακρόπολη του κάστρου με τις 6 τειχισμένες πλευρές της και τους προμαχώνες της.

Η μεγάλη στρατηγική σημασία του οχυρού για τον έλεγχο του περάσματος στην είσοδο του Ναβαρίνου οδήγησε σε αρκετές καταλήψεις ανά τους αιώνες.

Το κάστρο έχει δύο εισόδους, στις μέρες μας χρησιμοποιείται αυτή που βρίσκεται στο κεντρικό δρόμο δεξιά της εξόδου της Πύλου στη διαδρομή για την Μεθώνη. Έχει έξι πύργους (προμαχώνες): το βόρειο πύργο, το νότιο πύργο, και τον πύργο του Αγίου Πατρικίου, της Αγίας Αγνής και του Αγίου Αντωνίου. Ο πύργος γνωστός και ως Castello da Mare χτίστηκε από τους Τούρκους για την προστασία της περιοχής και έπειτα ενσωματώθηκε και στην υπόλοιπη οχύρωση.



Μουσείο Ενιάλιων Αρχαιοτήτων
Στο Νιόκαστρο στο "Κτίριο του Πασά" (απέναντι από το ναό της Μεταμορφώσεως της Σωτήρος) από τον Αύγουστο του 2012 ξεκίνησε τη λειτουργία του η θεματική έκθεση "Ναυάγια". Πρόκειται για έναν ιδιαίτερα προσεγμένο χώρο, όπου αναδεικνύονται τα σημαντικότερα ναυάγια της Πελοποννήσου. Η έκθεση λειτουργεί υπό την εποπτεία της Εφορίας Ενάλιων Αρχαιοτήτων που διατηρούσε ήδη έδρα και στο Κάστρο της Πύλου.


Στην όμορφα διαμορφωμένη κεντρική αίθουσα της έκθεσης, θα περπατήσετε πάνω σε ένα μεγάλο χάρτη της Πελοποννήσου με σημειωμένα επάνω του τα ναυάγια, το καθένα με διαφορετικό χρώμα. Θα μάθετε για το ναυάγιο «Μέντωρ» του σκάφους του Έλγιν, ο οποίος είχε ένα ατύχημα κατά τη μεταφορά των κλοπιμαίων, των γλυπτών του Παρθενώνα, στην Μεγάλη Βρετανία. Σε προθήκη θα δείτε επίσης να εκτίθεται η πιστόλα του και άλλα αντικείμενα του ναυαγίου. Θα μάθετε ποια είναι η μέθοδος καθαρισμού των ευρημάτων στο βυθό των θαλασσών και τον ρόλο που παίζουν τα ψάρια του γλυκού νερού. Θα μάθετε ακόμη για το ρωμαϊκό ναυάγιο με τους μεγάλους κίονες και τις σαρκοφάγους έξω από τη Σαπιέτζα που είναι και το πρώτο υπό διαμόρφωση υποθαλάσσιο πάρκο της χώρας μας. Θα δείτε τα τέλεια διατηρημένα φουντούκια από ναυαγισμένο εμπορικό πλοίο και άλλα πολλά ενδιαφέροντα.

Στο τέλος της επίσκεψης σας ζητήστε να δείτε το video με την προσφορά και το έργο της Εφορίας Ενάλιων Αρχαιοτήτων. Θα δείτε εικόνες από τους δύτες - αρχαιολόγους και το υπόλοιπο προσωπικό σε δράση, καθώς και σκηνές από τα υποθαλάσσια ευρήματα σε διάφορα ναυάγια. Αξίζει της επίσκεψης σας αν μπείτε στο Νιόκαστρο, καθώς δε χρειάζεται να κόψετε κάποιο επιπρόσθετο εισιτήριο για να έχετε πρόσβαση στην έκθεση.

Ναός Μεταμορφώσεως του Σωτήρος.
Στο Νιόκαστρο, στο μεγάλο περίβολο του κάστρου θα αντικρίσει ο επισκέπτης το ναό της Μεταμορφώσεως του Σωτήρος, ο οποίος αρχικά ήταν τζαμί (μπορεί να το αντιληφθεί ο επισκέπτης από την εμφάνιση του κτίσματος) για την εξυπηρέτηση των θρησκευτικών αναγκών του μουσουλμανικού πληθυσμού




Κατά τη διάρκεια της σύντομης βενετικής κατοχής του Νιόκαστρου (1865-1715) λειτουργούσε σαν εκκλησία. Την περίοδο 1900-1930, ο ναός απέκτησε και το καμπαναριό που έχει μέχρι και τις μέρες μας. Σήμερα ο ναός βρίσκεται σε κατάσταση συντήρησης. Η πρόσβαση στο εσωτερικό του δεν είναι εφικτή, καθώς πραγματοποιούνται εργασίες στήριξης και ενίσχυσης των τοιχωμάτων του. 

Εντός των τειχών στο Νιόκαστρο, υπάρχει σε πολύ καλή κατάσταση ο στρατώνας, ο οποίος χτίστηκε από τον Γάλλο Στρατηγό Maison. Στο οικοδόμημα αυτό, το οποίο μέχρι σήμερα είχε πολλές χρήσεις, έδρευε κάποτε το γαλλικό εκστρατευτικό σώμα μεταξύ άλλων. Πρόκειται για ένα μακρόστενο λίθινο διώροφο κτήριο, το οποίο θα δείτε στα αριστερά σας καθώς εισέρχεστε στο κάστρο. 

Στο ισόγειο φιλοξενούνταν μέχρι το 2012 η συλλογή του Rene Puaux, ενός από τους μεγαλύτερους φιλέλληνες. Ο Rene κατά τη διάρκεια της ζωής του συγκέντρωσε μεγάλο αριθμό σκίτσων, πινάκων και άλλων αντικειμένων από την ελληνική επανάσταση, και ιδιαίτερα της Πύλου και της Πελοποννήσου. Τη συλλογή του αυτή τη δώρισε στην Πύλο. Η συλλογή μεταφέρθηκε στην ανακαινισμένη Οικία Τσικλητήρα (δίπλα στο Δημαρχείο).


Πλατεία Ναυάρχων.
Κέντρο της ζωής της Πύλου και σημείο αναφοράς του τόπου είναι η κεντρική πλατεία των Τριών Ναυάρχων, όπου βρίσκεται και το ομώνυμο μνημούρι για την θύμηση της Ναυμαχίας του Ναβαρίνου, δημιούργημα του γλύπτη Θωμόπουλου. Στις τρεις πλευρές του μνημείου απεικονίζονται οι μορφές των ναυάρχων των τριών στόλων που αντιμετώπισαν το Τουρκο-Αιγυπτιακό ναυτικό στη ναυμαχία του 1827∙ τον Κόδριγκτον, Χέυδεν και Δεριγνύ. Εκατέρωθεν του μνημείου στέκουν δύο κανόνια, ένα οθωμανικό και ένα ενετικό, τα οποία αποτελούν σύμβολα των πολιτισμών που πέρασαν από εκεί.
Στη μεγάλη πλατεία αξίζει να απολαύσετε τον ίσκιο που δημιουργούν τα μεγάλα πλατάνια, σχεδόν καλύπτοντάς την απ' άκρη σ' άκρη. Από το πρωί ως το βράδυ, θα συναντήσετε κόσμο να συζητάει και να τριγυρίζει κοντά στα καφέ και τα ζαχαροπλαστεία της πλατείας. Αναζητήστε τον "πλάτανο του Λυκούδη", έναν αιωνόβιο πλάτανο στην πλατεία των "Τριών Ναυάρχων" της Πύλου που φυτεύτηκε από τον Πέτρο Λυκούδη το 1880, όταν ήταν φρούραρχος της Πύλου.


Οικία Τσικλητήρα.
Ο Κώστας Τσικλητήρας θα μπορούσε να χαρακτηριστεί και ως ο τοπικός ήρωας-σύμβολο της Πύλου. Αποτελέι σίγουρα μια φυσιογνωμία που εμπλουτίζει τη σημαντική ιστορική παρουσία του τόπου. Ο Τσικλητήρας με τις πράξεις του και τα κατορθώματά του κατάφερε να μνημονεύεται μέχρι και τις μέρες μας. Συμμετείχε στους Ολυμπιακούς αγώνες του 1908, όπου ήρθε δεύτερος σε δύο αγωνίσματα, και του 1912 κερδίζοντας δύο χρυσά μετάλλια στο άλμα εις ύψος και στο αγώνισμα της εποχής, άλμα εις μήκος άνευ φόρας.

Τίμησε την πατρίδα του αγωνιζόμενος με τον ελληνικό στρατό στον Α' Βαλκανικό πόλεμο στη μάχη του Μπιζανίου, η οποία διεξήχθη το Φεβρουάριο του 1913 στο μέτωπο της Ηπείρου ανάμεσα στην Ελλάδα και τη Τουρκία. Η νίκη των Ελλήνων ήταν καθοριστική για την απελευθέρωση και ενσωμάτωση της περιφέρειας αυτής.
Δυστυχώς ο Τσικλητήρας απεβίωσε σε μικρή ηλικία, μόλις 25 ετών, από μηνιγγίτιδα. Προς τιμήν του έχει ανεγερθεί ανδριάντας στην Πύλο και η οικία του, αφού αγοράστηκε, έχει μετατραπεί σε μουσείο. Βρίσκεται σε κεντρικό σημείο της πόλης∙ ακριβώς δίπλα από το Δημαρχείο, στο λιμάνι. Έχει αναπαλαιωθεί και στεγάζει την συλλογή του Rene Puaux που μεταφέρθηκε από το Στρατώνα του Μαίζωνος στο Νιόκαστρο.

Καίτοι δεν θα τα επισκεφθούμε αναφέρονται συμπληρωματικά και άλλα αξιοθέατα που θα μπορούσε κάποιος να επισκεφθεί:


Αρχαιολογικό Μουσείο Πύλου
Το Μουσείο της Πύλου βρίσκεται στο Κέντρο της πόλης και είναι προσβάσιμο από το δρόμο με κατεύθυνση προς Μεθώνη, δεξιά της Πλατείας των Τριών Ναυάρχων. Θα το δείτε στο δεξί σας χέρι.
Στο μουσείο, θα βρείτε αρχαιολογικά ευρήματα από ανασκαφές στην περιοχής της Πυλίας, που χρονολογούνται από τη Νεολιθική εποχή έως και τα Ρωμαϊκά χρόνια. Θα βρείτε κτερίσματα από το θολωτό τάφο της Βοϊδοκοιλιάς και της Κουκουνάρας. Αγγεία, κοσμήματα, αιχμές βελών, χρυσά αντικείμενα, ανάγλυφες παραστάσεις ζώων κ.α. Φιλοξενούνται επίσης ευρήματα από το Νησακούλι Μεθώνης, το Βλαχόπουλο, την Τουρλίδα, το Σουληνάρι και το Κορυφάσιο.
Είδαμε αντικείμενα από το αρχαίο νεκροταφείο της ελληνιστικής περιόδου από την περιοχή Διβάρι της Γιάλοβας.
Ξεχωρίσαμε τα όμορφα ζωγραφισμένα γυάλινα δοχεία, μια περίτεχνη χρυσή ζώνη, τα αγάλματα των Διοσκούρων και τις ζωγραφικές παραστάσεις πάνω στα αγγεία.
Στον αρχαιολογικό χώρο του Κάστρου θα γίνει αναφορά για τα νησιά του κόλπου, χωρίς προφανώς να υπάρχει δυνατότητα επίσκεψης.


Νησιά του κόλπου.
Κατά τη παραμονή σας στην Πύλο, αξίζει να επισκεφτείτε με καραβάκι τα νησάκια του Κόλπου του Ναβαρίνου! Αρχικά, τις νήσους Σφακτηρία και Τσιχλί Μπαμπά (Φανάρι), αλλά και το Χελωνάκι, μια βραχονησίδα στη μέση του κόλπου. Καθημερινά τους καλοκαιρινούς μήνες ξεκινάνε δρομολόγια που ακολουθούν τη διαδρομή των μνημείων πεσόντων της γνωστής Ναυμαχίας του Ναβαρίνου ανάμεσα στον τουρκοαιγυπτιακό στόλο και τους Συμμάχους (Άγγλους, Γάλλους και Ρώσους).


Φανάρι.
Η περιήγηση ξεκινάει από το Φανάρι (Τσιχλί Μπαμπά). Το καραβάκι δένει στη μικρή προβλήτα και οι επισκέπτες έχουν τη δυνατότητα να δουν το μνημείο της Γαλλικής Κυβέρνησης (1890) που είναι αφιερωμένο στους Γάλλους νεκρούς της ναυμαχίας του Ναβαρίνου. Το όνομα Φανάρι του έχει αποδοθεί λόγω του φάρου που βρίσκεται πάνω του και φωτίζει τις νυχτερινές διαδρομές των πλοίων. Ανεβαίνετε τα ανηφορικά σκαλιά (140 σε αριθμό) και αντικρίζετε στην κορυφή την Πύλο, με το Νιόκαστρο και τη Χρυσή Ακτή στο βάθος... Όλος ο κόλπος του Ναβαρίνου στα πόδια σας! Το μνημείο των Γάλλων (το οποίο στήθηκε το 1890) στέκει δίπλα στο τέρμα της σκάλας και θυμίζει τα σημαντικά γεγονότα που έλαβαν χώρα εδώ και οδήγησαν στη σύσταση του ελληνικού κράτους. Το φάρο, ο οποίος λειτούργησε για πρώτη φορά το 1873, θα τον δείτε ευθεία κάτω, στην άκρη της νήσου.
Μπορείτε με προσοχή να περπατήσετε ανάμεσα στις πέτρες και τα θυμάρια και να βρεθείτε στην άλλη πλευρά του νησιού, αυτή που βλέπει στο Ιόνιο Πέλαγος. Χαλαρώστε και απολαύστε το πέλαγος να απλώνεται μπροστά σας χωρίς κανένα φυσικό εμπόδιο. Δείτε καθώς χαμηλώνετε το βλέμμα σας τους όμορφους σχηματισμούς που κάνουν τα βράχια και το κοχλασμό της θάλασσας πάνω τους. Ακριβώς δίπλα στο Φανάρι, θα δείτε δύο μεγάλους βράχους, τις Κουτσούνες. Σύμφωνα με ιστορικές μαρτυρίες, κατά την επανάσταση στην πολιορκία του Νιόκαστρου από τον Ιμπραήμ (26/4/1825) πέρασε δίπλα τους το πολεμικό πλοίο Άρης, το οποίο είχε κάνει ηρωικό αγώνα εναντίων του τουρκοαιγυπτιακού στόλου, προξενώντας του σημαντικές ζημιές με τη βύθιση αρκετών πλοίων, παρά τη δυσχερή του θέση.

Σφακτηρία


Επόμενος προορισμός είναι η νήσος Σφακτηρία, το νησί του κόλπου του Ναβαρίνου με το έντονα βραχώδες ανάγλυφο και με τη μεγάλη ιστορική παρουσία ανά τους αιώνες. Αποτέλεσε έδρα επιχειρήσεων και στρατηγικό σημείο από την αρχαιότητα. Όπως διασχίζετε με το καραβάκι κατά μήκος το νησί, θα συναντήσετε πρώτα το μνημείο του κόμη Σαντόρε Σανταρόζα, μεγάλου φιλέλληνα και υπουργού στρατιωτικών της Ιταλίας. Έφτασε στην Ελλάδα το 1824, πολέμησε και πέθανε για την επανάσταση. Δύο ακόμη μνημεία θα δει ο επισκέπτης στα ενδότερα του νησιού. Το πρώτο, είναι αφιερωμένο στον Αλέξη Μάλλε. Πρόκειται για αξιωματικό του γαλλικού σώματος του Μαιζώνος, ο οποίος σκοτώθηκε σε μια αψιμαχία. Στη Σφακτηρία υπάρχει ακόμα ένα μνημούρι για τον Παύλο Μαρία Βοναπάρτη, ανιψιό του Γάλλου στρατηλάτη (υπάρχει ολόκληρη ιστορία πίσω μέχρι την τελική του ταφή στη Σφακτηρία). Στο κέντρο περίπου του νησιού θα συναντήσετε την προβλήτα που δένουν τα καραβάκια. Θα αποβιβαστείτε και θα περπατήσετε λίγα μέτρα, θα δείτε μπροστά σας μια στήλη με την ιστορία του νησιού. Αν προχωρήσετε λίγο στο μονοπάτι, θα συναντήσετε στο αριστερό σας χέρι την Παναγούλα, ένα μικρό εκκλησάκι, όχι και τόσο καλά διατηρημένο, με εμφανή τα σημάδια του χρόνου πάνω του. Δίπλα του ακριβώς, στέκει η ξύλινη εκκλησία του Αγίου Νικολάου, που χτίστηκε το 1897 από τους Ρώσους και είναι αφιερωμένη στους δικούς τους νεκρούς της ναυμαχίας.

Χελωνάκι.
Το μικρό Χελωνάκι στο κέντρο του κόλπου είναι η επόμενη στάση της διαδρομής. Το καραβάκι δένει στη μικρή προβλήτα και μπορείτε να δείτε και το Αγγλικό μνημείο. Υπάρχει ένας μικρός φάρος για το νυχτερινό σινιάλο στα σκάφη που κινούνται τις βραδινές ώρες. Να έχετε υπόψιν σας πως μπορείτε να βουτήξετε στα όμορφα και καθαρά νερά της νησίδας είτε από το ίδιο το σκάφος είτε από τη μικρή τσιμεντένια προβλήτα. Η ζεστή διαδρομή στο μέσο του καλοκαιριού θα σας παρακινήσει για κάτι τέτοιο!.


13.20-15.00: Ξενάγηση στο Κάστρο της Μεθώνης.


Κάστρο Μεθώνης.
Το κάστρο της Μεθώνης αποτελεί ένα από τα σημαντικότερα οχυρωματικά σύνολα του ελληνικού χώρου. Χαρακτηριστικό παράδειγμα καστροπολιτείας καταλαμβάνει ολόκληρη την έκταση στα ΝΔ παράλια της Πελοποννήσου, με ένα εξαιρετικό φυσικό λιμάνι, το οποίο κατά τους μεσαιωνικούς χρόνους αποτελούσε σταθμό στο δρόμο των προσκυνητών για τους Αγίους Τόπους και των εμπορικών πλοίων από τη Δύση στην Ανατολή. Η περίοδος ακμής του κάστρου τοποθετείται στην περίοδο της Α΄ Ενετοκρατίας (13ος-15ος αι.)




Στην αρχαιότητα η Μεθώνη ήταν γνωστή με το όνομα Πήδασος. Ο Όμηρος την αναφέρει ως μία από τις επτά πόλεις που ο Αγαμέμνονας προσέφερε στον Αχιλλέα για να κατευνάσει την οργή του και να τον πείσει να επιστέψει στη μάχη (Ιλιάδα, Ι 149-153). Ο Παυσανίας (Μεσσηνιακά ΙV, 35, 1) και ο Στράβωνας (Γεωγραφικά 8, 359-360) την ονομάζουν Μοθώνη και την ταυτίζουν με την ομηρική πόλη. Χαρακτηριστική είναι και η αναφορά του Θουκυδίδη για τα ασθενή τείχη της οχυρωμένης πόλης τον 5ο αι., η μορφή και η έκταση της οποίας παραμένει μέχρι σήμερα άγνωστη.

Κατά τους ρωμαϊκούς χρόνους η πόλη κερδίζει την αυτονομία της από τον αυτοκράτορα Τραϊανό και ενισχύεται με καλύτερες οχυρώσεις. Ο Παυσανίας μάλιστα αναφέρει την ύπαρξη ναού της Αθηνάς Ανεμώτιδος και ιερού της Άρτεμης, ενώ από την πόλη σώζονται νομίσματα που απεικονίζουν το λιμάνι της. Κατά την παλαιοχριστιανική περίοδο το λιμάνι της Μεθώνης γνωρίζει μεγάλη ακμή ως εμπορικό κέντρο και σταθμός ανεφοδιασμού των πλοίων. Κατά την μεσοβυζαντινή περίοδο μια σειρά από σφραγίδες που χρονολογούνται από τον 9ο ως τον 13ο αιώνα μας δίνουν πληροφορίες για τους κρατικούς και εκκλησιαστικούς λειτουργούς της πόλης.

Οι Ενετοί πρωτοεμφανίζονται στο ιστορικό σκηνικό κατά τον 11ο αιώνα, όταν αποκτούν προνόμια σχετικά με την ελεύθερη διακίνηση των εμπορευμάτων τους σε διάφορες πόλεις-λιμάνια της βυζαντινής αυτοκρατορίας μεταξύ των οποίων και η Μεθώνη. Με την κατάλυση της βυζαντινής αυτοκρατορίας από τους Φράγκους το 1204 (Δ΄ Σταυροφορία) και η Μεθώνη θα δοκιμάσει την κυριαρχία τους. Η φραγκοκρατία θα διαρκέσει ως το 1206, οπότε η Μεθώνη καταλαμβάνεται από τους Ενετούς και με συνθήκη που υπεγράφη το 1209 εξασφαλίζεται η κυριαρχία τους στην πόλη.

Κατά την πρώτη Ενετική περίοδο η ζωή στη Μεθώνη οργανώθηκε σύμφωνα με τα συμφέροντα της Βενετίας. Η πόλη οχυρώθηκε και αναπτύχθηκε σε σημαντικό εμπορικό κέντρο αφού ορίζεται ως υποχρεωτικός σταθμός για όλα τα βενετικά πλοία που ταξίδευαν στην Ανατολική Μεσόγειο. Η ακμάζουσα αυτή περίοδος για την Μεθώνη λήγει τον Αύγουστο του έτους 1500 όταν, μετά από αιματηρή πολιορκία, καταλαμβάνεται από τους Οθωμανούς. Η πρώτη περίοδος της Τουρκοκρατίας θα διαρκέσει ως το 1686 όταν η πόλη πολιορκήθηκε από τον Μοροζίνι και επανήλθε στην κατοχή των Βενετών. Το 1715 οι Οθωμανοί γίνονται για δεύτερη φορά κάτοχοι της Μεθώνης, ο πληθυσμός της οποίας αυξήθηκε καθώς και η εμπορική κίνηση στο λιμάνι.

Στην διάρκεια της Ελληνικής Επανάστασης το κάστρο της Μεθώνης δεν κατελήφθη από τους Έλληνες επαναστάτες, παρά τις επανειλημμένες προσπάθειες που είχαν καταβάλλει, λόγω της σθεναρής αντίστασης του οχυρωμένου οθωμανικού πληθυσμού. Το 1825 αποβιβάστηκε στο λιμάνι της πόλης ο Ιμπραήμ και εγκαταστάθηκε εντός του κάστρου, το οποίο έγινε ορμητήριο των Αιγυπτίων κατά την διάρκεια της εκστρατείας τους στην Πελοπόννησο. Οι Αιγύπτιοι θα παραδοθούν αμαχητί το 1828 στο γαλλικό εκστρατευτικό σώμα του οποίου ηγείτο ο στρατηγός Μαιζών. Ο οικισμός τότε μεταφέρεται εκτός των τειχών, γίνεται το ρυμοτομικό σχέδιο πόλης ενώ το κάστρο που για αιώνες υπήρξε το κέντρο της κοινωνικής και οικονομικής ζωής της πόλης ερημώνεται.


Περιγραφή του κάστρου.
Το κάστρο της Μεθώνης δεσπόζει επιβλητικό στο νοτιοδυτικότερο άκρο της Πελοποννήσου. Είναι μια από τις πιο χαρακτηριστικές καστροπολιτείες στον ελληνικό χώρο, με έκταση περίπου 93 στρέμματα, ενώ στην άκρη, στην απόληξη προς τη θάλασσα βρίσκεται το Μπούρτζι, όπου μπορεί κανείς να φτάσει από πλακόστρωτο διάδρομο μέσω της Πύλης της Θάλασσας.





Το λιμάνι και το κάστρο της Μεθώνης αποτέλεσαν για αιώνες έναν σπουδαίο γεωπολιτικό κόμβο για τους εκάστοτε κατόχους της, οικονομικό για τις εμπορικές συναλλαγές και συγκοινωνιακό για τους περιηγητές στη Μεσόγειο και τους προσκυνητές στους Αγίους Τόπους. Το κάστρο της Μεθώνης χτίστηκε το 1209 από τους Ενετούς σε έναν βράχο που εισχωρεί στην θάλασσα και χωρίζεται από την ξηρά με τεχνητή τάφρο. Από τα εντυπωσιακότερα τμήματα του κάστρου είναι η γέφυρα που το συνδέει με τη στεριά και η διακοσμημένη με ανάγλυφα πύλη του. Η πέτρινη γέφυρα από δεκατέσσερα τόξα, χτίστηκε πάνω από την τάφρο από τους τεχνικούς της Expedition scientifique de Μοree, που συνόδευε τον στρατηγό Μαιζόν, το 1828. Αριστερά και δεξιά της εισόδου διατηρούνται οι δυο μεγάλοι προμαχώνες, ενώ στη δυτική άκρη βρίσκεται ο προμαχώνας Bembo, που χτίστηκε στη διάρκεια του 15ου αιώνα.



Η βόρεια πλευρά του Κάστρου της Μεθώνης είχε πάρει την τελική της διαμόρφωση στις αρχές του 18ου αιώνα και αυτήν διατηρεί μέχρι σήμερα. Το ύψος του τείχους σ’ αυτή την πλευρά φθάνει τα 11 μέτρα περίπου. Ο θολοσκέπαστος δρόμος που ξεκινά από την πύλη εισόδου, οδηγεί από μια δεύτερη πύλη και μετά μια Τρίτη, στο εσωτερικό του κάστρου.

Στο εσωτερικό του Κάστρου της Μεθώνης σώζονται ερείπια από τα σπίτια στα οποία κατοικούσαν την περίοδο της ακμής οι βενετσιάνοι άρχοντες, ο πλακόστρωτος δρόμος που οδηγούσε στην Πύλη της Θάλασσας, τα ερείπια ενός τουρκικού λουτρού, της βυζαντινής εκκλησίας της Αγίας Σοφίας, κοντά στην οποία βρέθηκε μία πλάκα με λατινικά γράμματα (που χρονολογείται στα 1714), τμήματα δωρικών κιόνων και ένας μονολιθικός κίονας από γρανίτη όπου υποτίθεται ότι ήταν στημένο είτε το φτερωτό λιοντάρι της Βενετίας είτε η προτομή του Μοροζίνι, ενός Δόγη της Βενετίας – γι´ αυτό και ονομάζεται «στήλη του Μοροζίνι».

Η μεγάλη ακμή του Κάστρου της Μεθώνης τοποθετείται την περίοδο της Α’ Ενετοκρατίας, δηλαδή κατά τον 13ο-15ο αιώνα, ενώ η οριστική παρακμή του επήλθε μετά το 1828, όταν πλέον ο πληθυσμός του μεταφέρθηκε εκτός των τειχών.



15.30- 17.30: Γεύμα στη Φοινικούντα.


18.00- 19.00: Ξενάγηση στο Κάστρο της Κορώνης



Το Κάστρο της Κορώνης.
  




Ο Παυσανίας αναφέρει δύο εκδοχές για την ονομασία της αρχαίας Κορώνης. Σύμφωνα με την πρώτη, η Κορώνη πήρε το όνομά της από την Κορώνεια της Βοιωτίας καθώς ιδρύθηκε από αποίκους από την πόλη αυτή. Σύμφωνα με τη δεύτερη, πήρε το όνομά της από μία χάλκινη κορώνη (νόμισμα με σήμα μια κουρούνα) που βρέθηκε κατά την ανέγερση των τειχών της.

Πιθανότατα μία από τις δύο εκδοχές ισχύει, αλλά το θέμα είναι αφορούν την αρχαία Κορώνη που ήταν στο σημερινό χωριό Πεταλίδι και όχι τη σημερινή (και μεσαιωνική) Κορώνη που βρίσκεται στη θέση όπου βρισκόταν η αρχαία Ασίνη. Φαίνεται ότι κάποια στιγμή οι κάτοικοι της αρχαίας Κορώνης μετανάστευσαν μαζικά λίγο πιο νότια και πήραν μαζί και το όνομα της πόλης τους.


Ιστορία
Στην αρχαιότητα στη θέση της σημερινής Κορώνης βρισκόταν η πόλη Ασίνη η οποία διέθετε ισχυρή ακρόπολη. Η Ασίνη είναι μια από τις 7 πόλεις που προσέφερε ο Αγαμέμνων στο Αχιλλέα για να εξευμενίσει το θυμό του, σύμφωνα με τον Όμηρο.

Τον 6ο ή τον 7ο μ. Χ. αιώνα η οχύρωση ενισχύθηκε με Βυζαντινό φρούριο.

Κατά τον 7ο ή 8ο πιθανότατα αιώνα, οι κάτοικοι της πρωτοβυζαντινής Κορώνης (σημερινό Πεταλίδι Μεσσηνίας), ίσως εξαιτίας των σλαβικών και αραβικών επιδρομών, μετοίκησαν στην οχυρή ακρόπολη της Ασίνης, η οποία μετονομάστηκε σε Κορώνη.

Ήδη από τον 11ο αιώνα, η Κορώνη συγκαταλέγεται στις Βυζαντινές πόλεις της Αυτοκρατορίας, στις οποίες οι Βενετοί, με χρυσόβουλα των Κομνηνών, διαθέτουν εμπορικά προνόμια.

Με την πτώση της Κωνσταντινούπολης το 1204 άρχισε η Φραγκοκρατία. Η εκστρατεία των Φράγκων ιπποτών στην Πελοπόννησο υπό τον Γουλιέλμο Σταμπλίτη δεν συνάντησε σοβαρή αντίσταση και το 1205, η Κορώνη περιήλθε στους Φράγκους με κοινή απόφαση των κατοίκων της. Το 1209 ο ηγεμόνας του Πριγκιπάτου της Αχαΐας Γοδεφρείδος Βιλλεαρδουίνος παραχώρησε την Κορώνη (μαζί με τη Μεθώνη) στους Ενετούς που την ήθελαν διακαώς και την είχαν κάνει ανεπίσημα ναυτική βάση τους ήδη από το 1206.

Οι Ενετοί έκτισαν ξανά το κάστρο και βελτίωσαν τις οχυρώσεις. Το έργο αυτό πρέπει να ολοκληρώθηκε προς το τέλος του 13ου αιώνα.

Η πόλη κατά την περίοδο της Ενετοκρατίας απέκτησε μεγάλη ακμή και έγινε ονομαστή για τη βιοτεχνία της και το εξαγωγικό της εμπόριο. Η αίγλη της σημειώνεται στα οδοιπορικά των διαφόρων Ευρωπαίων περιηγητών, οι οποίοι αναγκαστικά στάθμευαν στην περιοχή είτε για ανεφοδιασμό είτε για να επισκευάσουν τα πλοία τους. Σύμφωνα με τις αφηγήσεις τους, μέσα στο κάστρο κατοικούσαν όχι μόνον οι Βενετοί αλλά και Έλληνες, έμποροι και βιοτέχνες.

Το 1500 ήρθαν οι Τούρκοι. Τον Αύγουστο του 1500 ο Βαγιαζήτ Β´ κατέλαβε το κάστρο της Μεθώνης, μετά από μια απελπισμένη αντίσταση των κατοίκων. Οι κάτοικοι της Κορώνης, τρομοκρατημένοι από τη σφαγή και τη λεηλασία της Μεθώνης και αφού έλαβαν υποσχέσεις για ευνοϊκή μεταχείριση, παραδόθηκαν στους Τούρκους. Ο Βαγιαζήτ ευχαριστημένος για την επιτυχία του, προσευχήθηκε στην καθολική εκκλησία που υπήρχε στο κάστρο, η οποία στη συνέχεια μετατράπηκε σε τζαμί.

Το 1532, η Κορώνη καταλήφθηκε από τον συμμαχικό στόλο του αυτοκράτορα Καρόλου 5ου, του Πάπα και των Ιπποτών της Μάλτας με επικεφαλής τον Γενουάτη ναύαρχο Andrea Dοria και με τη βοήθεια των ντόπιων κατοίκων.

Στα 1534 οι δυνάμεις του σουλτάνου Σουλεϊμάν του Μεγαλοπρεπούς, ανακατέλαβαν την πόλη, την οποία οι συμμαχικές δυνάμεις εγκατέλειψαν παίρνοντας μαζί τους περισσότερους από 2000 κατοίκους για να τους εγκαταστήσουν μετά από πολλές περιπέτειες στην Κάτω Ιταλία.

Το 1685 οι Ενετοί, μετά τον έκτο Ενετουρκικό πόλεμο επέστρεψαν με τον στρατηγό Μοροζίνι ο οποίος κατέλαβε την Κορώνη και όλη την περιοχή. Στη σύντομη περίοδο της Β’ Ενετοκρατίας έγινε προσπάθεια να ξαναζωντανέψει η πόλη χωρίς σπουδαία αποτελέσματα

Το 1715, οι Τούρκοι επανήλθαν, και η παρακμή της πόλης επιταχύνθηκε. Στο κάστρο πια εγκαταστάθηκαν μόνο τουρκικές οικογένειες.

Το 1770 με τα Ορλωφικά, η Κορώνη βομβαρδίστηκε και υπέστη σοβαρές καταστροφές, σε βαθμό που ο ξένοι περιηγητές αρκετά χρόνια αργότερα έμεναν έκπληκτοι από το μέγεθος της καταστροφής.

Κατά τη διάρκεια της επανάστασης του 1821 το κάστρο πολιορκήθηκε ανεπιτυχώς από τους Έλληνες. Τελικά παραδόθηκε στον στρατηγό Μαιζών (Nicolas Joseph Maison) το 1828, που είχε αποβιβαστεί επικεφαλής Γαλλικού εκστρατευτικού σώματος στην Πελοπόννησο, λίγο μετά τη ναυμαχία του Ναβαρίνου

Τμήματα του κάστρου παρέμειναν σε στρατιωτική χρήση μέχρι τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Ο κυκλικός οθωμανικός προμαχώνας της Κορώνης χρησιμοποιήθηκε από τους Γερμανούς ως αποθήκη πυρομαχικών και ανατινάχθηκε κατά την υποχώρησή τους, το 1944.



  
Μέσα στο κάστρο υπάρχει ακόμα μικρός οικισμός και ιδιωτικές σύγχρονες κατοικίες καθώς και μικροί ναοί όπως η εκκλησία της Αγίας Σοφίας και του Αγίου Χαραλάμπους. Η τελευταία είναι μία παλαιά καθολική εκκλησία που κατά τη Τουρκοκρατία είχε μετατραπεί σε τζαμί ενώ σήμερα λειτουργεί ως ορθόδοξη. Στο εσωτερικό το μεγαλύτερο χώρο καταλαμβάνει η παλιοημερογίτικη γυναικεία μονή Προδρόμου.


Δομικά, Αρχιτεκτονικά, Οχυρωματικά Στοιχεία

Η κεντρική είσοδος είναι διαμορφωμένη σε μια μεγάλη τετράγωνη κατασκευή, όπου η κορυφή, στο κατώτερο τμήμα της, απολήγει σε ένα οξυκόρυφο τόξο. Στο ανώτερο σημείο, όπου υπήρχε το δωμάτιο της φρουράς της πύλης σχηματίζεται καμπύλο τόξο.

Την εποχή της ακμής του κάστρου υπήρχε πριν από την είσοδο πρόπυλο, που διατηρήθηκε μέχρι την Ελληνική Επανάσταση, με παραστάδες, δεξιά και αριστερά, και πάνω από την είσοδο ανάγλυφο με το Λιοντάρι του Αγίου Μάρκου. Αμέσως μετά ανοιγόταν μια εσωτερική αυλή, που οδηγούσε στην κεντρική είσοδο με τον επιβλητικό πύργο, που σώζεται μέχρι σήμερα. Ο χώρος της αυλής καταλήφθηκε από μικρά σπίτια του οικισμού.

Η βόρεια και η νότια πλευρά του κάστρου ατενίζουν τη θάλασσα. Στη νότια πλευρά υπάρχουν απότομα βράχια - τα βράχια του Ρεσάλτου- τα οποία καταλήγουν σε μία ακρογιαλιά. Η βόρεια, όπου είναι και η κεντρική είσοδος του κάστρου, οδηγεί στα σπίτια του οικισμού που εκτείνονται μέχρι και τη δυτική πλευρά

Στην κατασκευή του τείχους χρησιμοποιήθηκαν καλοδουλεμένες πέτρες αλλά και αρχαίο οικοδομικό υλικό, που σήμερα καλύτερα διακρίνεται στον μεγάλο πύργο καθώς και στον τοίχο δίπλα στο μοναστήρι του Τιμίου Προδρόμου. Το αρχαιότερο τμήμα του κάστρου είναι ο μεγάλος τοίχος, που σώζεται στη βορειοανατολική πλευρά και χρησίμευε για να χωρίζει τα δύο πλατώματα στα οποία αναπτύχθηκε το φρούριο. Το αρχικό βυζαντινό φρούριο καταλάμβανε το ψηλότερο σημείο, εκεί που σήμερα βρίσκεται το γυναικείο μοναστήρι.

Στα ανατολικά του απλώνεται μια μεγάλη χαμηλότερη έκταση η οποία οχυρώθηκε όταν οι Βενετοί κατέλαβαν την Κορώνη το 1209. Δημιουργήθηκε τότε μια δεύτερη εξωτερική αυλή, τετραπλάσια σε έκταση από την προηγούμενη που περιβαλλόταν με πύργους και πολεμίστρες. Οι πύργοι, τα τείχη και οι πολεμίστρες του παλιού φρουρίου ενισχύθηκαν. Ολόκληρος ο χώρος στο εσωτερικό καταλήφθηκε από τις εμπορικές εγκαταστάσεις και τις κατοικίες, που πρέπει στην πλειοψηφία τους να ήταν ξύλινες ή από φθαρτά υλικά, που καταστράφηκαν κατά τις μετέπειτα πολιορκίες. Στην ανατολική άκρη οι Τούρκοι προσέθεσαν τον 16ο αιώνα τις απαραίτητες οχυρώσεις για τα πυροβολεία.

Μια θολωτή είσοδος οδηγεί στο εσωτερικό του δεύτερου οχυρωματικού περιβόλου. Κατά μήκος της πλευράς προς το λιμάνι και τον Μεσσηνιακό κόλπο το τείχος υψώνεται κάθετα και μόνον στη βορειοανατολική άκρη κάμπτεται και σχηματίζει δυο στρογγυλούς μεγάλους πύργους πάνω στην απόκρημνη ακτή. Το τμήμα αυτό σύμφωνα με τον Κ. Andrews αποτελεί το καλύτερο παράδειγμα πλαστικότητας της βενετσιάνικης φρουριακής αρχιτεκτονικής στην Ελλάδα. Σήμερα, βέβαια, μεγάλο τμήμα δεν σώζεται γιατί εδώ συγκεντρώθηκε η προσπάθεια των κατοίκων για την απόσπαση χώματος, κατάλληλου για την κεραμοποιία της περιοχής, με αποτέλεσμα μεγάλο τμήμα να καταπέσει ενώ η θάλασσα και ο αέρας συμπλήρωσαν το έργο της ανθρώπινης καταστροφής.

Στην ανατολική πλευρά το τείχος ενισχυόταν από μια δεύτερη αμυντική γραμμή, που ανατινάχτηκε από τον Μοροζίνι το 1685 και έτσι επιτεύχθηκε η παράδοση του κάστρου. Δυο μεγάλοι στρογγυλοί πύργοι υπήρχαν στις δύο άκρες, από τους οποίους, ο βορειότερος ανατινάχτηκε το 1944 από τους Γερμανούς, που τον χρησιμοποιούσαν σαν αποθήκη πυρομαχικών. Στην πλευρά αυτή του φρουρίου συγκεντρώθηκε επίσης η προσοχή των Τούρκων, όταν το κατέλαβαν και έκαναν επισκευαστικές εργασίες και προσθήκες.


Στο ψηλότερο σημείο μέσα στο τείχος βρίσκεται το παλαιοημερολογίτικο μοναστήρι του Τιμίου Προδρόμου. Στη δυτικότερη άκρη διατηρείται το "νέο οχυρό" που αρχικά έχτισαν οι Βενετοί το 1463 και το οποίο καταστράφηκε και ξαναχτίστηκε μετά το 1685. Στον εσωτερικό περίβολο διατηρείται επίσης ένας μεγάλος Οκτάγωνος πύργος που χτίστηκε από τους Τούρκους.

Ανάμεσα στα ερείπια βρίσκεται και η βυζαντινή εκκλησία της Αγίας Σοφίας κτισμένη τον 12ο αιώνα.

Σήμερα στο κάστρο ζουν δυο οικογένειες και υπάρχουν κάποιες μονοκατοικίες ενώ λειτουργεί και το γυναικείο μοναστήρι. Υπάρχουν και κάποιες καλλιέργειες (λιόδεντρα, κληματαριές).


20.00: Επιστροφή στο ξενοδοχείο. Δείπνο.




3Η  ΜΕΡΑ: ΚΑΛΑΜΑΤΑ- ΑΘΗΝΑ.


09.00: Αναχώρηση.


10.00- 12.00: Ξενάγηση στην Αρχαία Μεσσήνη.



Αρχαία Μεσσήνη



Σε απόσταση 30 χιλιομέτρων από την Καλαμάτα, στους δυτικούς πρόποδες του όρους Ιθώμη κοντά στο σημερινό χωριό Μαυρομμάτι, απλώνεται σε μια μεγάλη έκταση η Αρχαία Μεσσήνη, ένας από τους πιο σημαντικούς αρχαιολογικούς χώρους της Ελλάδας.

Η Αρχαία Μεσσήνη ανασκάπτεται και αποκαλύπτεται σταδιακά από την εποχή της Επανάστασης και λόγω μεγέθους, αλλά και σπουδαιότητας, δίνει θαυμαστές πληροφορίες για το ένδοξο παρελθόν της.  Πρόκειται για ένα σπάνιο αρχαιολογικό χώρο, όπου ο επισκέπτης εντυπωσιάζεται στη θέα των ναών, των σπιτιών, των τειχών και των δημόσιων κτιρίων, που σώζονται σε τόσο μεγάλο ύψος και καλή κατάσταση.


Ιστορία
Η Αρχαία Μεσσήνη οικοδομήθηκε το 369 π. Χ. από τον Θηβαίο στρατηγό Επαμεινώνδα, ύστερα από τη μάχη των Λεύκτρων, στην οποία νίκησε τους Σπαρτιάτες, εισέβαλε στη Λακωνία και ελευθέρωσε τους Μεσσήνιους από τη σπαρτιατική κυριαρχία.

Η συγκεκριμένη θέση για την ίδρυση της Αρχαίας Μεσσήνης λέγεται πως επιλέχθηκε ύστερα από την ανακάλυψη του σημείου όπου βρισκόταν η διαθήκη του Αριστομένη, Μεσσήνιου ήρωα, που έγινε με τη μεσολάβηση ιερέων και μάντεων.

Η πόλη πήρε το όνομά της από τη μυθική, προδωρική βασίλισσα της χώρας, που ήταν κόρη του Αργείου βασιλιά Τρίοπα και σύζυγος του Λάκωνα Πολυκάονα. Σύμφωνα με τον Παυσανία, η Μεσσήνη θεοποιήθηκε περί τον 10ο αιώνα π. Χ. και σταδιακά ανακηρύχθηκε σε μία από τις κύριες θεότητες της πόλης.

Η διάταξη της Αρχαίας Μεσσήνης ακολουθούσε το λεγόμενο Ιπποδάμειο σύστημα, όπου όλα τα οικοδομήματα έχουν τον ίδιο προσανατολισμό και ο χώρος διαιρείται σε οριζόντιους και κάθετους άξονες.

Η Αρχαία Μεσσήνη παρέμεινε το πολιτιστικό κέντρο της Μεσσηνίας μέχρι το 395 π. Χ., όταν η επιδρομή των Γότθων του Αλάριχου υποτίθεται πως έδωσε το αποφασιστικό πλήγμα στην πόλη.

Τα Μνημεία στην Αρχαία Μεσσήνη:

Το τείχος που περιέβαλλε την Αρχαία Μεσσήνη έχει συνολικό μήκος 9 χιλιομέτρων. Προστάτευε την πόλη από όλες τις κατευθύνσεις, εκτός από τα βορειοανατολικά, όπου στεκόταν σαν φυσικό οχυρό η Ιθώμη. Είχε δύο μνημειακές πύλες, την Αρκαδική Πύλη  (ή πύλη της Μεγαλόπολης) και τη Λακωνική, η οποία δεν σώζεται. Σήμερα διατηρείται καλύτερα στη βόρεια πλευρά του.

Το Θέατρο της Μεσσήνης είναι το πρώτο μνημείο που συναντά κανείς στον αρχαιολογικό χώρο.



Ανάμεσα στο Θέατρο και την Αγορά της Αρχαίας Μεσσήνης, αποκαλύφθηκε η Κρήνη της Αρσινόης που ήταν κόρη του μυθικού βασιλιά της Μεσσηνίας Λεύκιππου και μητέρα του Ασκληπιού. Η Κρήνη δεχόταν νερό από την πηγή Κλεψύδρα, περιλαμβάνει διάφορες δεξαμενές και φαίνεται ότι χρησιμοποιούταν τουλάχιστον ως τον 6ο αιώνα μ. Χ.

Αμέσως στα ανατολικά της κρήνης αρχίζουν τα όρια της αγοράς της Αρχαίας Μεσσήνης, ένα τεράστιο τετράγωνο προβαλλόμενο από στοές. Στην αγορά αυτή, της οποίας οι ανασκαφικές έρευνες βρίσκονται σε εξέλιξη, διαδραματιζόταν κυρίως ο πολιτικός βίος της αρχαίας πόλης.

Το Ασκληπιείο ήταν ο επιφανέστερος χώρος της Αρχαίας Mεσσήνης, κέντρο της δημόσιας ζωής της πόλης, που λειτουργούσε παράλληλα με την αγορά. Περισσότερα από 140 βάθρα για χάλκινους ανδριάντες πολιτικών κυρίως προσώπων και πέντε εξέδρες περιέβαλλαν το δωρικό ναό, τα θεμέλια του οποίου δεσπόζουν στο κέντρο του Ασκληπιείου.

Το Στάδιο και το Γυμνάσιο ανήκουν στα πλέον εντυπωσιακά, από άποψη διατήρησης οικοδομικά συγκροτήματα της Αρχαίας Μεσσήνης. Το Στάδιο περιλαμβάνει 18 κερκίδες με 18 σειρές εδωλίων, που διαχωρίζονται από κλιμακοστάσια και περιβάλλεται από δωρικές στοές.

Τα περισσότερα ευρήματα από τις ανασκαφές φυλάσσονται στο Μουσείο Αρχαίας Μεσσήνης, το διώροφο κτήριο πριν από την είσοδο στον αρχαιολογικό χώρο.



Το Μουσείο της Αρχαίας Μεσσήνης.





Το Μουσείο της Αρχαίας Μεσσήνης βρίσκεται στις δυτικές παρυφές του χωριού Μαυρομμάτι, μόλις 12 χιλιόμετρα ανατολικά της Καλαμάτας. Πρόκειται για ένα μικρό διώροφο κτίριο με τρείς αίθουσες εκθέσεων και εξώστη, που περιλαμβάνει και ειδικούς χώρους συντήρησης. Το κτίριο οικοδομήθηκε σε οικόπεδο που δώρισε στην Αρχαιολογική Εταιρεία ο Δ. Λατζούνης, κάτοικος της περιοχής. Στην έκθεση παρουσιάζονται τα ευρήματα των ανασκαφών που πραγματοποιήθηκαν στην Αρχαία Μεσσήνη, από το 1895 μέχρι σήμερα. Γλυπτά, επιγραφές, διακοσμημένα κεραμικά και νομίσματα δημιουργούν μια ολοκληρωμένη εικόνα για τη ζωή στην Αρχαία Μεσσήνη. Κάποια αρχιτεκτονικά μέλη και ενεπίγραφα βάθρα φυλάσσονται στο αίθριο και στα υπόστεγα του Μουσείου. 

Το μουσείο ακολουθεί την πορεία των ανασκαφών μέσα στο χρόνο και δίνει στον επισκέπτη τη δυνατότητα να ανακαλύψει τόσο τη μακρά ιστορία της περιοχής, όσο και το σημαντικό ρόλο που κατείχε η Αρχαία Μεσσήνη στον αρχαιοελληνικό κόσμο.



13.30- 14.00: Στάση.


15.00- 17.00: Αρχαιολογικός χώρος Νεμέας.




Αρχαιολογικός χώρος Νεμέας


Η κοιλάδα της Νεμέας είχε προϊστορία που δεν επικεντρώνεται στην ίδια, αλλά στο μικρό λόφο της Τσούνγκιζας, στο βορειοδυτικό άκρο του σύγχρονου χωριού. Σημαντικές ποσότητες κεραμικής και λίθινων εργαλείων, που απαντώνται αποκλειστικά στα μεγάλα κοιλώματα δείχνουν ότι πρέπει να υπήρχε ένας οικισμός κάποιου μεγέθους της Πρώιμης Νεολιθικής περιόδου (περίπου 5000 π.Χ.). Περισσότερο από 3000 χρόνια μετά, υπάρχουν και πάλι σημάδια κατοίκησης στην Τσούνγκιζα (Μεσο-ελλαδικά) που δίνουν τη θέση τους στα αρχιτεκτονικά κατάλοιπα ενός οικισμού διάσπαρτα σε όλη την επιφάνεια του λόφου κατά την ύστερη εποχή του χαλκού (1400-1300 π.Χ.).

Η ευημερία του οικισμού βασιζόταν στην γεωργική του παραγωγή, αλλά το κάτω μέρος της κοιλάδας ήταν σκεπασμένο με νερά για μεγάλα διαστήματα του έτους και – όπως και σε κάποιες σύγχρονες εποχές – δεν προσφερόταν ούτε για καλλιέργεια, ούτε για κατοίκηση.

Προς το τέλος της Εποχής του Χαλκού, όλες οι ενδείξεις ανθρώπινης δραστηριότητας έχουν εξαφανιστεί και επανεμφανίζονται στους 8ο και 7ο αιώνες π. Χ.. Το τοπίο αλλάζει δραματικά περίπου το 600 π.Χ., όταν κεραμικά και άλλα υλικά εμφανίζονται σωρηδόν. Αυτό πρέπει να συνδυαστεί με την καθιέρωση των Νεμέων Αγώνων, που εντάχθηκαν στον κύκλο των πανελλήνιων στεφανιτών αγώνων, μαζί με τα Ολύμπια, τα Πύθια και τα Ίσθμια, το 573 π.Χ. Οι Νέμεοι Αγώνες ήταν δημιούργημα του Άργους, που τελούσε υπό τον έλεγχό του, με την τοπική σύμπραξη της μικρής πόλης των Κλεωνών που βρισκόταν στην επόμενη κοιλάδα ανατολικά. Οι Κλεωνές, με τη σειρά τους, ήταν εξαρτημένες από το Άργος.

Οι ανασκαφές έχουν αποκαλύψει αρκετά στοιχεία για την κατάσταση κατά τους 6ο και 5ο αιώνες π. Χ. του ιερού του Διός, που περιελάμβανε ένα ναό και ένα βωμό μπροστά του. Όμως ο ναός αυτός καταστράφηκε βίαια περίπου το 415 π.Χ., κατά τη διάρκεια του Πελοποννησιακού Πολέμου. Έκτοτε και για 80 περίπου χρόνια παρέμεινε ερειπωμένος, ενόσω οι Νέμεοι Αγώνες εορτάζονταν (διεξάγονταν) στο Άργος.

Η κατάσταση άλλαξε ραγδαία και δραματικά μετά το τέλος του 330 π.Χ., όταν στη Νεμέα εφαρμόστηκε ένα τεράστιο οικοδομικό πρόγραμμα, εμπνεύσεως, σίγουρα, του Φιλίππου της Μακεδονίας.

Το πρόγραμμα αυτό περιλάμβανε την κατασκευή ενός περιβόλου γύρω από το ιερό του βρέφους Οφέλτη (του οποίου ο θάνατος ήταν η μυθικό αιτία για τους πρώτους αγώνες), ένα Λουτρό, ένα Ξενώνα για τους αθλητές των αγώνων, ένα πλήθος κατοικιών για το προσωπικό τους και το Στάδιο με τη θολωτή είσοδο και το αποδυτήριο. Κέντρο βάρους του προγράμματος αποτελούσε ο ναός του Δία, που ήταν προορισμένος να λειτουργεί ως το εστιακό σημείο του θρησκευτικού χαρακτήρα των αγώνων.

Οι αγώνες μεταφέρθηκαν πάλι στο Άργος το 271 π.Χ. και από τότε δεν επανήλθαν στη Νεμέα. Όταν ο Παυσανίας επισκέφτηκε τη Νεμέα 400 χρόνια αργότερα, βρήκε το αρχαίο μνημείο με τη στέγη γκρεμισμένη και χωρίς το λατρευτικό του άγαλμα.

Μετά από μια σύντομη περίοδο χρήσης του ως εκκλησίας κατά την παλαιοχριστιανική περίοδο, ο ναός κατεδαφίστηκε συστηματικά για να εξασφαλιστούν δομικά υλικά για μια Βασιλική περίπου 100 μέτρα προς τα νότια. Περισσότεροι από 1300 δόμοι αφαιρέθηκαν όπως και τα περισσότερα θεμέλια κάτω από τους κίονες. Αυτά ξηλώθηκαν για να είναι προσβάσιμοι οι κατώτεροι λίθοι, και περιμένουν να μελετηθούν και να αποκατασταθούν από τη μοντέρνα αρχαιολογία.

Η κύρια πρόσβαση σήμερα είναι από τον κόμβο για Αρχαία Νεμέα, Άργος και Μυκήνες του αυτοκινητοδρόμου Κορίνθου και Τρίπολης. Για τον αρχαιολογικό χώρο και το Μουσείο υπάρχουν πινακίδες οδικής σήμανσης.


Ναός του Δία
Ο ναός του Δία οικοδομήθηκε με πωρόλιθο γύρω στο 330 π. Χ. πάνω στα ερείπια παλαιότερου αρχαϊκού ναού. Η θεμελίωσή του έχει μήκος περίπου 44,5 μέτρα και πλάτος περίπου 22 μέτρα. Ο ναός συνδυάζει και τους τρεις αρχιτεκτονικούς ρυθμούς της ελληνικής αρχαιότητας. Συγκεκριμένα, είχε εξωτερική κιονοστοιχία από 32 δωρικούς κίονες και 2 κίονες στον πρόναο, υπόγειο άδυτο πίσω από το σηκό και εσωτερική κιονοστοιχία από 14 κορινθιακούς κίονες οι οποίοι συνέχιζαν ως ιωνικοί στο δεύτερο όροφο. Οι μεγάλοι κίονες του περιστυλίου είχαν ύψος περίπου 13 μέτρα και αποτελούνταν από 13 κυλινδρικούς σπονδύλους. Ανατολικά του ναού σώζεται η θεμελίωση στενόμακρου βωμού.


Ο ναός του Δία δέσποζε σε ένα μεγάλο και καλά οργανωμένο ιερό όπου λατρευόταν ο Δίας και ο νήπιος ήρωας Οφέλτης. Ο Οφέλτης ήταν γιός του βασιλιά της
Νεμέας Λυκούργου και της Ευρυδίκης. Κατά τον μύθο, μια μέρα η τροφός του μωρού, η Υψιπύλη, συνάντησε τους Επτά Αργείους βασιλείς που εκστράτευαν προς τη Θήβα και της ζήτησαν να τους υποδείξει μια πηγή. Τότε αυτή ακούμπησε τον Οφέλτη σε ένα στρώμα από αγριοσέληνο, όπου εκεί τον δάγκωσε ένα φίδι και το βρέφος πέθανε. Προς τιμήν του οι Επτά επί Θήβας θέσπισαν τα Νέμεα, αγώνες που διεξάγονταν ανά διετία και είχαν πανελλήνιο χαρακτήρα.

Από το αρχικό μνημείο σώζονταν ως τη σύγχρονη εποχή μόνον 3 από τους 32 κίονες και τμήμα του επιστυλίου ανάμεσα στους δύο που όριζαν την είσοδο στο ναό. Οι υπόλοιποι είχαν καταρρεύσει γύρω από το μνημείο και τμήματά τους είχαν λιθολογηθεί. Το Δεκέμβριο του 2012 ολοκληρώθηκε σημαντικό έργο -που ξεκίνησε το 1999- αναστήλωσης τμήματος του ναού από ερευνητική ομάδα του Πανεπιστημίου του Berkeley υπό τη διεύθυνση της καθηγήτριας Kim Shelton. Το αποκατεστημένο τμήμα του μνημείου, πέραν του ότι επιτρέπει πληρέστερη αίσθηση του μεγέθους και της μεγαλοπρέπειας του αρχικού μνημείου, εξασφαλίζει τη διαφύλαξή του για τις επερχόμενες γενιές.


Αρχαίο Στάδιο.
Το αρχαίο στάδιο της Νεμέας έχει χτιστεί σε σημείο της κοιλάδας με επιβλητική θέα. Κατασκευάστηκε στα τέλη του 4ου αιώνα π. Χ. και είχε χωρητικότητα 40.000 θεατών Ο στίβος είχε μήκος 178 μέτρα. Το 1974 άρχισε η ανασκαφή του αρχαίου σταδίου από την Αμερικανική Αρχαιολογική Σχολή. Η ανασκαφή ολοκληρώθηκε το 1991 και στη συνέχεια οργανώθηκε η αναβίωση των Νέμεων.

Το Στάδιο της Αρχαίας Νεμέας εντυπωσιάζει με τη θέση και το μέγεθός του. Σώζεται η στοά που οδηγεί στον στίβο, πάνω στους τοίχους της οποίας διακρίνονται χαραγμένες επιγραφές, όπως «ΕΠΙΚΡΑΤΗΣ ΚΑΛΟΣ» δηλ. «ο (αθλητής) Επικράτης είναι ωραίος»...


Το Μουσείο της Αρχαίας Νεμέας.
Στις συλλογές περιλαμβάνονται:

- Συλλογή απόψεων της Νεμέας από περιηγητές - επισκέπτες του 18ου και 20ου αιώνα,

- Συλλογή νομισμάτων αρχαίων επισκεπτών της Νεμέας,

- Συλλογή αντικειμένων σχετικά με αθλητικές δραστηριότητες της Νεμέας,

- Προϊστορικά ευρήματα (κεραμικά, εργαλεία, όπλα κ.τ.λ.) από προϊστορικές θέσεις στην περιοχή Νεμέας,

- Συλλογή αγγείων και κοσμημάτων από το μυκηναϊκό νεκροταφείο στα Αηδόνια και από τον οικισμό στην Αγία Ειρήνη,

- Συλλογή αρχιτεκτονικών μελών μνημείων αρχαιολογικού χώρου και άλλων θέσεων

- Συλλογή Επιγραφών (Νεμέας, Φλιούντος, Πετρί).


19.00: Άφιξη στο σχολείο

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου