Συμβολή στην κατανόηση των προβλημάτων που προέκυψαν με την μετεγκατάσταση των Ποντίων προσφύγων στις αγροτικές περιοχές της Δυτικής Μακεδονίας και η προσαρμογή τους στις νέες συνθήκες.
Η περίπτωση της Άρδασσας Πτολεμαΐδας.
Το
ιστορικό.
Το φλέγον ανθρωπιστικό πρόβλημα των Ελλήνων προσφύγων της Μικράς Ασίας, του Πόντου και της Ανατολικής Θράκης υπήρξε ένα από τα πρώτα θέματα στην ημερήσια διάταξη της Συνδιάσκεψης Ειρήνης που ξεκίνησε τις εργασίες της στην Λωζάννη της Ελβετίας στις 21 Νοεμβρίου 1922. Μετά την ήττα της Ελλάδος στον Μικρασιατικό Πόλεμο, ο Ελληνισμός της Ανατολής είχε αφεθεί απροστάτευτος στο έλεος του τουρκικού φανατισμού. Από τον Σεπτέμβριο του 1922 βρισκόταν σε εξέλιξη τουρκικό σχέδιο μαζικής εξόντωσης του χριστιανικού στοιχείου, καθώς μετά τις σφαγές της Σμύρνης και των μικρασιατικών παραλίων ακολούθησαν οι πορείες θανάτου και ο εγκλεισμός σε στρατόπεδα εργασίας των γηγενών Ελλήνων και Αρμενίων αρρένων ηλικίας 18-45 ετών της Ιωνίας και του Πόντου. Κυνηγημένοι από τις άτακτες συμμορίες Τούρκων εθνικιστών περίπου 200.000 Μικρασιάτες είχαν βρει καταφύγιο στα βουνά της Ανατολίας ενώ αλληλοδιαδεχόμενα κύματα προσφύγων έφθαναν στα ελληνικά νησιά και στην Δυτική Θράκη.
Έτσι προέκυψε η ανάγκη για μια διεθνή συνθήκη που θα «έλυνε»
το πρόβλημα. Μετά από εμπλοκή των Μεγάλων Δυνάμεων της εποχής και αδυσώπητα
συμφέροντα οι διπλωματικές αποστολές κατέληξαν στην Συνθήκη της Λωζάννης, που η
Τουρκία σήμερα επιδιώκει την κατάργηση της ή την αναθεώρηση της προς το
συμφέρον της.
Οι
ρυθμίσεις του πρωτοκόλλου Βενιζέλου – Ισμέτ πασά και η σύμβαση της Λωζάννης.
Η
υπογραφή συμφωνίας ανταλλαγής των ελληνοτουρκικών πληθυσμών έγινε στις 30
Ιανουαρίου του 1923 με την μορφή διακρατικής σύμβασης και υπογράφηκε από τον
Ελευθέριο Βενιζέλο και τον Ισμέτ πασά, αρχηγών της ελληνικής και της τουρκικής
αντιπροσωπείας και περιελάμβανε τα εξής:
Το
άρθρο 1 της Σύμβασης Βενιζέλου – Ισμέτ, που ενσωματώθηκε εκ των υστέρων στην
τελική Συνθήκη της Λωζάννης (24.7.1923), καθιέρωνε τον υποχρεωτικό χαρακτήρα
της ανταλλαγής των Ελληνορθόδοξων της νέας Τουρκίας και των μουσουλμάνων της
Ελλάδας. Αντιθέτως, το άρθρο 2 της ίδιας σύμβασης καθόριζε τα άτομα που θα
εξαιρούνταν από την ανταλλαγή και αφορούσαν δύο συγκεκριμένες κατηγορίες:
α) τους Έλληνες κατοίκους της
Κωνσταντινούπολης που ήταν εγκατεστημένοι εντός των νομαρχιακών ορίων της πριν
από τις 30 Οκτωβρίου 1918 (αργότερα προστέθηκαν οι κάτοικοι της Ίμβρου και της
Τενέδου) και
β)
τους μουσουλμάνους κατοίκους της Δυτικής Θράκης. Στο άρθρο αυτό δεν γίνεται
αναφορά στην ιθαγένεια των εξαιρεθέντων πληθυσμών. Συνεπώς, οι Έλληνες υπήκοοι
της Κωνσταντινούπολης, που αποτελούσαν το 1/3 σχεδόν της μειονότητας,
καλύπτονταν πλήρως από την Σύμβαση Βενιζέλου – Ισμέτ, εφόσον ήταν
εγκατεστημένοι σε αυτήν πριν από τον Οκτώβριο του 1918.
Γενικότερα
η ενσωμάτωση του πρωτοκόλλου Βενιζέλου – Ισμέτ στην Συνθήκη Ειρήνης της
Λωζάννης συνιστούσε την νομιμοποίηση, μέσω μιας πολυμερούς συμφωνίας, της
βίαιης αφαίρεσης του φυσικού δικαιώματος του ανθρώπου να διαβιεί στον τόπο των
πατέρων του, όπου είχε γεννηθεί και αναπτυχθεί. Ήταν η πρώτη φορά που δινόταν
σε κράτη το συμβατικό δικαίωμα να «ξεφορτωθούν» ανεπιθύμητους γηγενείς πολίτες
τους επειδή αυτοί συνδέονταν φυλετικά ή θρησκευτικά με κάποια άλλη χώρα.
Η
ανακατάταξη των μεικτών ελληνοτουρκικών πληθυσμών (unmixing of populations),
που τόσο κυνικά περιέγραψε ο αρχηγός της βρετανικής αντιπροσωπείας λόρδος
Κώρζον, προκάλεσε έντονες αντιδράσεις μεταξύ των προοδευτικών κύκλων του
δυτικού κόσμου, οι οποίοι ορθά προειδοποιούσαν ότι το απεχθές αυτό νομικό
προηγούμενο θα επαναλαμβανόταν και μελλοντικά, όπως πράγματι έγινε με την βίαιη
μετακίνηση των Γερμανών της Ανατολικής Ευρώπης μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο και
την ανταλλαγή πληθυσμών μεταξύ Ινδίας και Πακιστάν.
Με την Ανταλλαγή σχεδόν δύο εκατομμυρίων ατόμων, τα δύο τρίτα εκ των οποίων ήταν Έλληνες πρόσφυγες και το ένα τρίτο μουσουλμάνοι, αναμενόταν να ενισχυθεί η «πολυπόθητη εθνική ομογενοποίηση» της Ελλάδας και της Τουρκίας, ενισχύοντας την ένταξή τους στο στρατόπεδο των μη αναθεωρητικών δυνάμεων στο ασταθές διεθνές περιβάλλον του Μεσοπολέμου.
Το παρόν πόνημα ασχολείται με τους Ποντίους που αποτελούν μέρος
των Ανταλλάξιμων Ελλήνων.
Πριν
την Ανταλλαγή.
Οι
Ανταλλάξιμοι Πόντιοι διακρίνονται σε δύο κατηγορίες. Σε αυτούς των αστικών
περιοχών και σε αυτούς των αγροτικών. Στις μεγάλες παραλιακές πόλεις του Πόντου
είχε αναπτυχθεί αξιόλογη αστική τάξη όμοια με τις αντίστοιχες ευρωπαϊκών χωρών.
Απόφοιτοι του Φροντιστηρίου Τραπεζούντας με καταγωγή από την Κορόνυξα της Χαλδείας και μεταξύ τους πρώτα ξαδέλφια. |
Η
αστική τάξη είναι λογικό να ακολουθήσει δυτικά πρότυπα στον τρόπο ζωής της,
αλλά φρόντιζε να μην ενσωματωθεί εντελώς στην δύση. Χαρακτηριστικό είναι ότι
στις οικογενειακές φωτογραφίες στα τέλη του 19ου αιώνα, αρχές του 20ου
οι γυναίκες φορούσαν την παραδοσιακή στολή, μιας και η γυναίκα στον Πόντο είχε
ισχυρή θέση.
Μια
αξιόλογη μαρτυρία για τις συνθήκες αυτές που διαβιούσε πριν το 1917 η αστική
τάξη στην Τραπεζούντα δίνει η Καλλιόπη Εξακουστείδου- Χατζηπαναγιωτίδη και έχει
καταγραφεί από το Ιστορικό Αρχείο του Προσφυγικού Ελληνισμού του Δήμου
Καλαμαριάς.
Η διαβίωση όμως των Ποντίων εντός του Οθωμανικού κράτους ήταν πάντα ταραχώδης με μικρά διαλείμματα ηρεμίας και επηρεαζόταν πολύ από τις διεθνείς συνθήκες. Εννοείται ότι πιο ευάλωτοι ήταν οι κάτοικοι των ορεινών αγροτικών περιοχών, επειδή ο κλήρος ήταν μικρός και δεν μπορούσε να θρέψει τις πολυμελείς οικογένειες, και παράλληλα οι πιέσεις για εξισλαμισμούς μεγαλύτερες. Έτσι πολλοί μετακινούνταν προς τις μεγάλες πόλεις του Πόντου όπως εν παραδείγματι στην Τραπεζούντα, ενώ οι πιο τολμηροί έφευγαν για την Ρωσία.
Αξιόλογη για την ζωή των Ποντίων εκείνες τις μέρες είναι η μαρτυρία του Λάζαρου
Ηλιάδη από την Χάκαξα της Αργυρούπολης:
«Είμαι λούστρος δίπλα στο
Δημοτικό Θέατρο Πειραιά. Γεννήθηκα στα 1888 στη Χάκαξα, στο μαχαλά Μουσγουλή. Ο
πατέρας μου είχε εφτά παιδιά. Δουλειές δεν υπήρχαν. Τραβούσαμε πείνα. Τα
σιτάρια μας δεν πουλιόνταν. Υποφέραμε φτώχεια. Η ζωή ήταν δύσκολη. Σιγά-σιγά
μεγαλώσαμε.
Από δέκα-δώδεκα χρονών
βγήκα στη ζωή. Σχολείο δεν πήγα. Μόνο την πρώτη τάξη τελείωσα. Ύστερα ο πατέρας
μου πήρε απ’ τα χέρια μου τα χαρτιά, τα πέταξε και μ’ έβαλε στη δουλειά.
Γανωτζής ήταν ο πατέρας μου. Μ’ έπαιρνε μαζί του και γυρίζαμε στα χριστιανικά
και τα τούρκικα χωριά. Φόβος! Τρόμος! Μας έπιαναν λησταί στο δρόμο:
«Αϊ Γκιαβούρ. Παράβαρ;» (έχεις λεφτά;).
Κοιμόμουνα σ’ ένα σπίτι. Κατέβαινε ο κλέφτης
απ’ το ταβάνι και σε λήστευε.
Δεκατρία χρονώ πήγα στη
Ρωσία, στην πόλη Κρόσνα (Σημείωση αρθρογράφου: Γκρόζνυ
Τσετσενίας). Δούλεψα μπακάλης, φούρναρης.
Πήγα δυο-τρεις φορές. Γυρνούσα στο χωριό για δύο μήνες και πάλι πήγαινα….
Μια φορά που γύρισα στο
χωριό μου μ’ έπιασαν και μ’ έκαμαν στρατιώτη. Έτσι, έκαμα επτάμισι μήνες και
μετά δραπέτευσα. Ήταν στον Βαλκανικό πόλεμο, στα 1912. Για να μην πολεμήσω τους
Έλληνες, έφυγα και πήγα στη Ρωσία.
Στα 1916 όταν κατέβαιναν
οι Ρώσοι στα μέρη μας και πήγα πάλι στο χωριό… Με την οπισθοχώρηση των Ρώσων
δεν πρόλαβα να φύγω. Πιάστηκαν οι δρόμοι. Μ’ έπιασαν οι Τούρκοι. Ξύλο,
βασανιστήρια. Δραπέτευσα μυστικά στην Τραπεζούντα…
Ήταν το 1919, έμεινα
έξι-επτά μήνες όσο ήταν η Τραπεζούντα ελεύθερη. Δεν πρόλαβα να φύγω. Έφυγαν οι
σύμμαχοι από την ελεύθερη Τραπεζούντα και ήρθε ο Κεμάλ. Τώρα πως φεύγεις!
Έμεινα εκεί μέσα, στην Τραπεζούντα. Με πολλές δυσκολίες πήγα να βγάλω
διαβατήριο. Έτσι κι έτσι θα μ’ έπιαναν. Μόλις πήγα στο φρουραρχείο στις έξι το
πρωί, το φρουραρχείο ήταν ανοιχτά. Οι Τούρκοι είχαν ραμαζάνι. Ο φρούραρχος με
ρώτησε:
«Τι θέλεις;».
Θέλω να πάω στη Ρωσία. Έχω λεφτά να πάρω. Να
με υπογράψετε τα χαρτιά. «Στάσου να τηλεγραφήσουμε», είπε «στην Κιμισχανά για
σένα».
Ευτυχώς οι Ρώσοι είχαν
κάψει τα χαρτιά. Δεν ήξεραν για μένα. Τηλεγράφησαν ότι ποινικώς είμαι καθαρός.
Έτσι, ο φρούραρχος υπόγραψε τα χαρτιά μου και έφυγα με βαπόρι στη Ρωσία, στην
Κρόσνα.
Κάθισα τέσσερα χρόνια και
το 1925 ήρθα στην Ελλάδα με τη γυναίκα μου. Παιδιά δεν έχω. Είμαι λούστρος
δίπλα στο Δημοτικό Θέατρο Πειραιά».
(Μαρτυρία Λάζαρου Ηλιάδη στον Χρήστο Σαμουηλίδη στις
12/2/1959,
Κέντρο
Μικρασιατικών Σπουδών, Έξοδος τόμος Γ΄).
Υπήρχε
πάντα η τάση οι Πόντιοι των παραλίων να μετακινούνται προς τα λιμάνια της
Μαύρης Θάλασσας, όπως το Βατούμ, Σοχούμ, Νοβοροσίσκ, Γιάλτα και αυτοί των
χωριών της Αργυρούπολης στην Γεωργία και τον Βόρειο Καύκασο. Κάποιοι παράτολμοι
έφτασαν μέχρι και την Σιβηρία όπως ο Ευστάθιος Κωνσταντινίδης από την Χάκαξα.
Εκεί συνήθως δούλευαν κατ' αρχήν σε φούρνους και αργότερα γίνονταν οι ίδιοι
επιχειρηματίες.
Κάπου στα 1870 στην Σιβηρία. Ο Ευστάθιος Κωνσταντινίδης με το σκυλάκι στα γόνατα του. |
Παρέμεναν
εκεί για κάποια χρόνια, επέστρεψαν στην πατρίδα τους, παντρεύονταν ή αποκτούσαν
παιδιά και έφευγαν ξανά. Τα αγόρια σε ηλικία περίπου 10-12 χρόνων τα έπαιρναν
μαζί τους στην δουλειά τους στην Ρωσία για να τους βοηθούν. Έτσι γρήγορα οι
έφηβοι έμπαιναν στο πνεύμα των επιχειρήσεων. Ταυτόχρονα όμως επειδή ήταν
πανέξυπνοι και εργατικοί εξελίσσονταν και πνευματικά. Έτσι μάθαιναν γρήγορα την
ρωσική γλώσσα και προσπαθούσαν να ενσωματωθούν στην ρωσική κουλτούρα,
διαβάζοντας ρώσους κλασσικούς συγγραφείς. Χαρακτηριστική είναι η επιστολή που
έλαβα μετά τη δημοσίευση του άρθρου μου για την ιστορία της οικογένειάς μου από
εκδοτικό οίκο των Αθηνών.
Βασίλη καλησπέρα,
δεν γνωριζόμαστε, βρήκα το blog σου ψάχνοντας πληροφορίες για ένα βιβλίο που έχω στην κατοχή μου. Εξηγούμαι: εδώ και καιρό έχω αγοράσει ένα βιβλίο σε ρωσική γλώσσα. Αν και σπάνιο, δεν έχω ασχοληθεί μαζί του λόγω γλώσσας...
Σήμερα, ανοίγοντάς το, βρήκα
σφραγίδες και υπογραφές που μου κίνησαν την περιέργεια: σφραγίδα (σε ρωσική
γλώσσα) Κωνσταντίν Νικολάγιεβιτς Κωνσταντινίδη, Μαντζουρία - χειρόγραφο
"Εκ των του Κωνσταντινίδη [...] 27 Ιουνίου 1916. Με τα στοιχεία αυτά βρήκα
το blog σου.
Σε περίπτωση που υπάρχει
κάποια σύνδεση ή σχέση, παρακαλώ ενημέρωσέ με.
Ευχαριστώ εκ των
προτέρων,
Θοδωρής Γαζώνης, για το βιβλιοπωλείο Ορίζοντες.
Ποτέ
όμως δεν ξεχνούσαν την καταγωγή τους και την μητέρα Ελλάδα. Συνεισέφεραν με
εράνους για το ταμείο του ελληνικού στόλου κατά το 1912-1915, ή για τα
μοναστήρια της πατρίδας τους. Μετά όμως την επικράτηση των Μπολσεβίκων το 1917
στην Ρωσία έπρεπε να πάρουν το δρόμο της επιστροφής στην γη των προγόνων τους.
Την Ελλάδα... Τα λιμάνια της Μαύρης Θάλασσας είχαν κατακλυστεί από Πόντιους
πρόσφυγες οι οποίοι είτε κατοικούσαν πολλά χρόνια στην Ρωσία και δεν είχαν
ενσωματωθεί διοικητικά σε αυτήν, διατηρώντας την Ελληνική υπηκοότητα, είτε
είχαν φύγει από παραλιακές πόλεις του Πόντου πολύ πρόσφατα, (Τραπεζούντα,
Σαμψούντα, Κερασούντα) μετά την αποχώρηση των Ρώσων στρατιωτών εξ αιτίας της
Οκτωβριανής Επανάστασης.
Έτσι
για παράδειγμα ο Παναγιώτης Εξακουστείδης, προπάππος του γράφοντα και
μεγαλέμπορος στην Τραπεζούντα αναγκάστηκε να φύγει το 1917 από αυτήν και να
πάει στο Νοβοροσίσκ και να ζήσει πέντε χρόνια εκεί πριν έρθει στην Ελλάδα. Και
εκεί όμως δεν ήταν ιδανικές οι συνθήκες. Σε επιδημία λιμού, έχασε την δεύτερη γυναίκα του
Σουλτάνα και ήρθε στην Πτολεμαΐδα με την μικρότερη κόρη του Καλλιόπη, ενώ ο
μεγάλος γιος του ο Δαμιανός, είχε μετακινηθεί στην Κωνσταντινούπολη, όπου και
εργαζόταν. Οι τρεις κόρες του που ήταν ήδη παντρεμένες τον ακολούθησαν και
επέστρεψαν με τις οικογένειες τους στην Ελλάδα και εγκαταστάθηκαν στην
Πτολεμαΐδα. Ο γιος του Δαμιανός, όμως επειδή είχε τελειώσει το Φροντιστήριο της
Τραπεζούντας και γνώριζε πολύ καλά πέντε γλώσσες Ελληνικά, Αγγλικά, Γαλλικά,
Ρωσικά και Τουρκικά εγκαταστάθηκε στην Θεσσαλονίκη, έπιασε δουλειά στον δήμο
Θεσσαλονίκης και έφτασε στο βαθμό του ληξιάρχου.
Ο Δαμιανός Εξακουστείδης με την σύζυγο του στην Κωνσταντινούπολη, όπου είχε διαφύγει μετά το 1917 από την Τραπεζούντα. |
Η προσπάθεια
για την μεταφορά των Ελλήνων προσφύγων στην Ελλάδα.
Στην
διάσωση και την μεταφορά των Ποντίων προσφύγων έπαιξε σημαντικό ρόλο ο Νίκος
Καζαντζάκης. Η σύντομη παραμονή του στον Καύκασο έγινε με την ιδιότητα του
ειδικού απεσταλμένου, κατόπιν υπόδειξης του Βενιζέλου, μέσω του υπουργείου
Περιθάλψεως που συγκροτήθηκε για την υποδοχή και εγκατάσταση του μεγάλου
ρεύματος προσφύγων μετά την λήξη του Α' Παγκοσμίου Πολέμου. Η διαχείριση των
χρημάτων ανατέθηκε σε ειδική Επιτροπή του Υπουργείου Περιθάλψεως, Γενικός
Δ/ντής του οποίου αναλαμβάνει στις 8 Μαΐου 1919, μια «μεγάλη ψυχή» του
πνευματικού κόσμου της εποχής: ο Νίκος Καζαντζάκης. Μαζί με τους συνεργάτες
του, Ηρακλή Πολεμαρχάκη, Γ.Κωνστανταράκη, Γ. Αγγελάκη, Ι. Ζερβό, Δ.
Ελευθεριάδη, τον Γιώργη Ζορμπά και τον εκπρόσωπο του υπουργείου Γιάννη Σταυριδάκη
ως «σύγχρονοι αργοναύτες» θα αναλάβουν
το τιτάνιο για την εποχή έργο, του επαναπατρισμού 150.000 Ελλήνων του Πόντου
και της ασφαλούς εγκατάστασής τους στην Μακεδονία και την Θράκη.
Η γνωριμία του συμπατριώτη και συγγραφέα με τον Βενιζέλο ήταν η αιτία για τον διορισμό του. Από την εποχή των Βαλκανικών Πολέμων που κατετάγη εθελοντικά στον ελληνικό στρατό και υπηρέτησε στο γραφείο του, ο έλληνας πρωθυπουργός εκτίμησε τις δυνατότητες του νέου, σχετικά, συγγραφέα και τον τοποθέτησε σε θέση διευθυντή στο νεοσύστατο υπουργείο Περιθάλψεως με υπουργό τον Σπυρίδωνα Σίμο. Στο υπουργείο ο Καζαντζάκης θα παραμείνει μόλις έναν χρόνο (1919-20) και θα αποχωρήσει μετά την ήττα των Φιλελευθέρων τον Νοέμβριο του 1920. Μέσα στον έναν χρόνο παραμονής του για πρώτη και μοναδική φορά σε δημόσια υπηρεσία θα ζήσει το δράμα του Ελληνισμού στις εσχατιές του Καυκάσου και του Αντικαυκάσου που σύμφωνα με επίσημες πηγές, τις προξενικές εκθέσεις του Διπλωματικού Αρχείου του ΥΠΕΞ άγγιζαν, αν δεν ξεπερνούσαν τις 500.000 ψυχές. Επρόκειτο για διαπρεπείς επιστήμονες, γιατρούς, δικηγόρους, επιχειρηματίες αλλά και εκπαιδευτικούς, δημοσιογράφους και απλούς πολίτες που διαβιούσαν σε συμπαγείς κοινότητες σε δεκάδες πόλεις και περιφέρειες των κυβερνείων Τιφλίδας, Καρς, Μαύρης Θάλασσας, Κουμπάν, Κουταΐδος, αλλά και του Μπακού, Ερεβάν κ.ά.
Στις πόλεις αυτές
λειτουργούσαν ελληνικά σχολεία και προξενεία, υπήρχαν ελληνικοί ορθόδοξοι ναοί
με έλληνες ιερείς. Ακόμη, οργανωμένα σωματεία και Τύπος (εφημερίδες). Όλοι
αυτοί οι ελληνικοί πληθυσμοί βρέθηκαν μεμιάς σε δεινή θέση όταν βρέθηκαν στο
επίκεντρο των τεράστιων πολιτικών αλλαγών του πρώτου μισού του 20ού αιώνα όχι
μόνο γεωγραφικά, αλλά και εξαιτίας πολιτικών επιλογών στις οποίες προχώρησε η
κυβέρνηση Βενιζέλου στέλνοντας από υποχρέωση προς τους συμμάχους της στην
Αντάντ ελληνικό εκστρατευτικό σώμα στην Ουκρανία για την καταστολή της
επανάστασης των μπολσεβίκων.
Κάτω από αυτές τις συνθήκες η μόνη δυνατή λύση ήταν η επί τόπου περίθαλψη των Ποντίων, προκειμένου να γλυτώσουν τον θάνατο από την πείνα και τις κακουχίες. Έτσι τον Ιούλιο του 1919 η κυβέρνηση Βενιζέλου θα εγκρίνει πίστωση 20.000.000 δραχμών για την περίθαλψη και την βαθμιαία παλιννόστηση των προσφύγων.
Ο Νίκος
Καζαντζάκης θα γράψει σχετικά:
«Πρώτη
φορά παρουσιαζόταν στη ζωή μου η ευκαιρία να μπω στην πράξη να μη έχω πια να
παλεύω με Χριστούς και Βούδες, παρά με ζωντανούς, σάρκα και κόκαλα ανθρώπους
.Καλή η στιγμή να δοκιμάσω αν η πράξη είναι η μόνη ικανή ν απαντήσει, κόβοντας
με το σπαθί της τους αξεδιάλυτους κόμπους της θεωρίας. Δέχτηκα και για έναν
άλλο λόγο∙ πόνεσα την αιώνια σταυρωμένη ράτσα μου που κιντύνευε πάλι στο
προμηθεϊκό βουνό του Καυκάσου. Δεν ήταν ο Προμηθέας, ήταν η Ελλάδα καρφωμένη
πάλι από το κράτος και τη βία και φωνάζει. Φωνάζει όχι τους θεούς, φωνάζει τους
ανθρώπους , τα παιδιά της, να τη σώσουν. Έτσι ταυτίζοντας τα σημερινά παθήματα
με τα αιώνια πάθη της Ελλάδας, υψώνοντας την τραγική σύγχρονη περιπέτεια σε
σύμβολο, δέχτηκα».
(Αναφορά
στον Γρέκο).
Το
ταξίδι προς την Πατρίδα.
Η
Επιστροφή των Ποντίων στη Μητρόπολη όπου ανήκαν, την Ελλάδα δεν ήταν εύκολη.
Έκρυβε πολλές δυσκολίες...
Σχετικά
με τις τελευταίες ημέρες στη Πατρώα Γη και τις συνθήκες που επικρατούσαν ο
Μίμης Τσελεπίδης, (Αγροσυκιά Πέλλας) από διηγήσεις συγχωριανών του καταγράφει:
«Οι Χαρσερέτες έφυγαν από
την Χάρσερα στις 2 Φεβρουαρίου με το παλιό ημερολόγιο, τη Κουτούρ τη Παναΐας,
80 οικογένειες, γύρω στα 300 άτομα περίπου μεταφέροντας τις εικόνες του Αγ.
Γεωργίου του Χαλιναρά που τις πήραν μαζί τους και τις μοίρασαν σε κάθε
οικογένεια για να τις μεταφέρουν. Έφτασαν στην Τραπεζούντα περνώντας το βουνό
Ζύγανα με πολλά χιόνια σε υψόμετρο περίπου 2000 μέτρα. Στη διαδρομή αυτή
πέθαναν δύο μικρά παιδάκια και ένας γέροντας, τους οποίους έθαψαν μέσα στα
χιόνια. Πέθανε και μία γυναίκα στο πλοίο και την έριξαν στην θάλασσα.
Στην Τραπεζούντα έμειναν
τρεις μήνες περίπου. Στην Τραπεζούντα άγνωστοι έκλεψαν από μας διάφορα κειμήλια
και παλιά εκκλησιαστικά βιβλία, πάπυρους της Ιεράς Μονής Χαλιναρά. Την καμπάνα
της μονής Χαλιναρά την είχαν μεταφέρει στην Τραπεζούντα και επειδή ήταν πολύ
δύσκολο να μεταφερθεί με το πλοίο, την πούλησαν και με τα λεφτά που πήραν
βοήθησαν φτωχές οικογένειες να περάσουν αυτό το διάστημα. Οι περισσότεροι
έφυγαν με τον πλοίο «Θρασύβουλος» στις 25 Μαΐου και λίγες οικογένειες με το
πλοίο «Καβάλα», το οποίο έκανε ανεφοδιασμό στο λιμάνι της Θεσσαλονίκης, μετά
πήγε στον Άγιο Γεώργιο στο Κερατσίνι και μετά στον Πειραιά».
(Μαρτυρία του Μίμη Τσελεπίδη στον Βασίλη Κωνσταντινίδη
στις 17 Ιουλίου 2021 στην Αγροσυκιά Πέλλας).
Οι
καταγόμενοι από τη Χάρσερα Ευστάθιος Τσελεπίδης και Ηλίας Θεοδωρίδης το 1965 σε
ιδιόχειρο κείμενο μας δίνουν τις δικές τους πληροφορίες για το ίδιο γεγονός.
«Η αναχώρηση των κατοίκων
της Χάρσερας έγινε στις 16 Φεβρουαρίου (3 του ιδίου μηνός με το παλαιό
ημερολόγιο) του 1924 από την Τραπεζούντα. Η μεταφορά τους στην Ελλάδα
πραγματοποιήθηκε με τρία πλοία: το «Καβάλα», το «Θρασύβουλος» στο λιμάνι
Καραμπουρνάκι στη Θεσσαλονίκη και το «Αρχιπέλαγος» (περίπου δέκα οικογένειες
στο λιμάνι του Αγίου Γεωργίου στο Πειραιά). Μετά τη παραμονή τους στο Κορδελιό
της Θεσσαλονίκης για λίγο διάστημα, ήρθαν στην Αγροσυκιά της Πέλλας στις 28
Ιουνίου του 1924, το σύνολο 251. Όσοι πάντως αποβιβάστηκαν στο Πειραιά έπρεπε
να περάσουν πρώτα από το λιμοκαθαρτήριο του Αγίου Γεωργίου Σαλαμίνας»…..
Άγιος Γεώργιος Κερατσινίου |
Υπάρχει όμως και άλλη μαρτυρία του Χατζηγεωργίου Στεφανίδη στον Χρήστο Σαμουηλίδη
Χατζηγεώργιος Στεφανίδης. |
(στις
4.11.1961 στο Καρυοχώρι Πτολεμαΐδας, Έξοδος τόμος 3ος- Κέντρο
Μικρασιατικών Σπουδών), που περιγράφει τις απάνθρωπες δυσκολίες που συνάντησαν
οι ανταλλάξιμοι τόσο κατά την αναχώρηση τους από την Πατρίδα όσο και κατά τον
ερχομό τους στην Ελλάδα:
«Μας σήκωσαν μέσα στο
χειμώνα. Φεβρουάριο μήνα. Πριν λίγες μέρες, έρχεται ένας τζανταρμάς με χαρτί
στο χέρι στην Χάρσερα, όπου βρέθηκα, και μας διάβασε τη διαταγή της Ανταλλαγής
και μας εξήγησε:
Εσείς
οι Έλληνες από σήμερον είστε μουσαφίρηδες εδώ. Δεν είστε πλέον κάτοικοι της
Τουρκίας. Και ούτε σανίδι έχετε δικαίωμα να βγάλετε απ’ τα υπάρχοντά σας και
απ’ τα σπίτια σας για να το πουλήσετε. Ούτε παράθυρο έχετε δικαίωμα να
ξεκαρφώσετε. Μόνο τα κινητά πράγματά σας μπορείτε να πάρετε, αν θέλετε. Θα
σηκωθείτε από δω ως τον Μάιο».
Αλλά αντί για το Μάιο, μας
σήκωσαν στις 4 Φεβρουάριου. Στην Ίμερα έγινε πιο ξαφνικό το φευγιό. Δεν
πρόλαβαν να πάρουν τίποτε. Ως και τα πληγούρια τους τ’ άφησαν και δεν μπόρεσαν
να τα πάρουν. Δεν προκάναμε λοιπόν να πάμε ως το Μάιο.
Στις 4 Φεβρουάριου μας
διάταξαν να βγούμε απ’ το χωριό: Άτρα, Χάκαξα, Μάλαχα, Μαναστήρ, όλα τα χωριά
αντάμα σηκώθηκαν. Μας έβγαλαν απ’ τα σπίτια μας στις 4 Φεβρουάριου 1924 και
μαζευτήκαμε όλοι κάτω, στις Πέντε Εκκλησιές (Πεσκιλισέ). Εκεί μας κατέβασαν.
Την πρώτη μέρα πήγαμε ως
το Κιοπρϋπασί, στα χάνια της γέφυρας αυτής, και εκεί κοιμηθήκαμε. Την άλλη μέρα
πήγαμε πορεία ως το Χαμψίκιοϊ και μείναμε τη νύχτα. Την τρίτη μέρα κατεβήκαμε
στο Τζεβιζλίκ και την άλλη μέρα, μεσημέρι 8 Φεβρουάριου, φτάσαμε στην
Τραπεζούντα.
Μόλις πήγαμε στη
Δαφνούντα, κοντά στο σπίτι του Λαμπριανίδη, μας είπαν να χαλάσουμε τα φορτία
μας απ’ τα ζώα. Μας έβαλαν μέσα σε μια αυλή και μια Ελληνίδα νοσοκόμος μας
έκανε εμβόλιο. Έπειτα μας έδωσαν κάμαρες να μείνουμε.
Στην Τραπεζούντα καθίσαμε
μέχρι τη Μεγάλη Παρασκευή. Τρώγαμε τα έτοιμα, κάναμε και λίγα εργατικά
(μεροκάματα) και ζούσαμε. Περιμέναμε καράβι. Μερικές χήρες και φτωχοί πήραν
εισιτήρια να φύγουν τη Μεγάλη Παρασκευή με το «Αρχιπέλαγος». Αλλά μόλις ήρθε το
βαπόρι οι Τούρκοι δεν άφησαν. Ήρθε αργότερα από ένα μήνα ένα άλλο καράβι και
τους πήρε. Γέμισε και έφυγε. Το «Αρχιπέλαγος» γέμισε τότε με άλλους και έφυγε.
Εμείς, οι Αργυρουπολίτες
και οι Χακαξενοί, πήγαμε με το πλοίο «Καβάλα», Μαΐου 26. Ένας μπέης απ’ τη
Χάκαξα, ο Οσμάν μπέης, που είχε τα δέκατα (ο φόρος της δεκάτης, η καταβολή του
ενός δεκάτου της παραγωγής) στη Χάκαξα, μας συμβούλεψε να μη φύγουμε βιαστικά.
Να μη βιαστούμε για να πάμε ελεύθερα και να μη σπρωχνόμαστε στην παραλία. Γιατί
οι Τούρκοι πείραξαν τον κόσμο, πείραξαν τα κορίτσια και τις γυναίκες. Έπιαναν
κορίτσια και τα πείραζαν. Είχαμε μαζευτεί στη σκάλα της Τραπεζούντας πολλοί. Ο Οσμάν
για το καλό μας το έλεγε.
Λοιπόν μπήκαμε στο βαπόρι
και πήγαμε στην Πόλη. Μόλις σιμώσαμε στην Πόλη, στο Βόσπορο, στο Καβακλί μας
χάλασε η μηχανή του καραβιού. Μείναμε τρεις μέρες πάνω στο πλοίο. Από πάνω
βροχή. Εμείς καθόμασταν στην κουβέρτα του καραβιού και βρεχόμασταν. Τέλος
διόρθωσαν τη μηχανή και μπήκαμε στο δρόμο. Περάσαμε απ’ το Μαρμαρά, τα
Δαρδανέλλια. Νερό δεν είχαμε. Διψούσαμε. Το πλοίο δεν μπορούσε από πουθενά να
πάρει νερό. Ποιος μας λογάριαζε. Πρόσφυγες ήμασταν.
Φτάσαμε στο λιμάνι της
Θεσσαλονίκης. Οι χωροφύλακες δεν μας επέτρεπαν να πάρουμε νερό που μας έφεραν
γνωστοί πατριώτες μας. Δεν μας κατέβαζαν. Η Θεσσαλονίκη ήταν γεμάτη
προσφυγόκοσμο. Απ’ τη Θεσσαλονίκη πάμε στον Πειραιά. Φωνάζαμε: «Νερό!
Πεθαίναμε». Τέλος στο πέλαγος μας έδωσαν νερό. Έγινε συνωστισμός! Ένα κορίτσι
πάτησε σ’ ένα γρανάζι, έπεσε και διαλύθηκε!...
Χορτάσαμε νερό εκείνο το
βράδυ. Κατεβήκαμε το πρωί στον Πειραιά. Φτάσαμε στον Άγιο Γεώργιο, στο νησί.
Μας κράτησαν στο καράβι και μας είπαν: «Πόσοι είστε;». Μας έφεραν φαγητό, σούπα
ρεβίθια. Μας έδωσαν από ένα πιάτο. Φάγαμε.
Ακούμε τότε ότι θα κόψουν
και τα μαλλιά των γυναικών. Πολύ δυσάρεστο μας φάνηκε. Όταν μας κατέβασαν απ’
το καράβι, μας έκοψαν τα μαλλιά, ανδρών και γυναικών.
Κατεβαίνοντας, πάνω στη
σκάλα, ήταν ένας με το καμουτσίκι και χτυπούσε στον αέρα λέγοντας: «Εδώ θα
ακούτε τι σας λέμε και θα κάνετε! Ότι διατάξω θα κάνετε! Θα βάλετε τα ρούχα σας
στον κλίβανο». Κουβαλήσαμε δέματα-δέματα τα ρούχα μας στον κλίβανο. Συγχρόνως
μας έβαλαν στο λουτρό να λουστούμε. Λουστήκαμε. Εν τω μεταξύ έκαναν τα ρούχα
μας απολύμανση. Βγαίνοντας απ’ το λουτρό ντυνόμασταν, φορτωνόμασταν τα
κλιβανισμένα ρούχα και τα κουβαλούσαμε στις αποθήκες. Κουβέρτες, στρώματα,
παπλώματα, ρούχα. «Όταν θα βγείτε από δω, θα τα πάρετε», μας είπαν.
Απολυμαντήρια |
Μάς έβαλαν μετά στην
καραντίνα. Η καραντίνα ήταν ένα περιορισμένο μέρος με σύρματα. Μας δώσανε
σκηνές. Στήναμε και μπαίναμε κάτω απ’ τις σκηνές. Σε δέκα μέρες έπιασε ευλογιά.
Όσοι αρρώσταιναν τους πήγαιναν στο νοσοκομείο. Έρχονταν λεωφορεία απ’ την Αθήνα
και Θεσσαλονίκη. Με βάρκα έρχονταν ως την ακτή και έπαιρναν τους άρρωστους.
Τους πήγαιναν με το αυτοκίνητο στα νοσοκομεία, στο νοσοκομείο Λοιμωδών νόσων
της Αγίας Βαρβάρας. Το κορίτσι μου και η γυναίκα μου αρρώστησαν και με συνοδεία
πήγαν στο νοσοκομείο. Κάθισαν εκεί εικοσιεννέα μέρες.
Καθίσαμε δεκαπέντε μέρες
στην καραντίνα και μετά, όσοι βγήκαν, τους πήγαν στο Χαρμάνκιοϊ Θεσσαλονίκης. Εγώ,
επειδή είχα τη γυναίκα και το κορίτσι μου στο νοσοκομείο, δεν έφυγα. Έμεινα.
Εμένα και τον πατέρα μου μας είπαν να βγούμε απ’ την καραντίνα, αλλά να
μείνουμε στο νησί. Βγήκαμε και τριγυρίζαμε έξω απ’ την καραντίνα. Περίμενα να
βγει η γυναίκα μου και το κορίτσι μου απ’ το νοσοκομείο.
Βγήκαν. Τις έφεραν στο
νησί, πήρα τον πατέρα μου και από κει ήρθαμε στον Πειραιά. Μπήκαμε στο καράβι
«Πειραιεύς» και σε τρεις μέρες φτάσαμε στη Θεσσαλονίκη. Πήγαμε στο Χαρμάνκιοϊ.
Μείναμε σε σκηνές ως τις 24 ’Ιουλίου. Η ζέστη φοβερή. Φοβήθηκα να μη θανατωθεί
το παιδί μου. Σηκώθηκα και έφυγα στο Αμύνταιο. Εκεί ένας ανάποδος εφοδιαστής με
απειλούσε ότι θα με στείλει στην Καστοριά. Εκεί δεν ήθελα να πάω. Με δικά μου
χρήματα σηκώθηκα και πήγα στην Πτολεμαΐδα. Τράβηξα με την οικογένειά μου εδώ
στο Καρυοχώρι, αλλά δε μ’ άφηναν να μπω μέσα. Γύρισα πίσω. Κάθισα εικοσιεννέα
μέρες στις σκάλες του Διοικητηρίου. Με λυπήθηκε ένας δάσκαλος, ο Μελανοφρύδης
Παντελής, και με έστειλε στην Κοζάνη σ’ έναν Πετρόπουλο, που ήταν προϊστάμενος
της Αποκατάστασης Προσφύγων. Πήγα, αλλά δεν με δέχτηκε. Γύρισα στον προϊστάμενο
που ήταν στην Πτολεμαΐδα, τον Πίντσο, υπόγραψε την άδειά μου και έτσι μ’ άφησαν
και εγκαταστάθηκα στο Καρυοχώρι με την οικογένειά μου».
Ο
Αριστείδης Καλαϊτζίδης (γεννημένος το 1909 στην Χάρσερα, που εγκαταστάθηκε στο
Τσοτύλι) περιγράφει την αναχώρηση τους, όπως την διέσωσε ο ανιψιός του Παύλος:
«Κατά την διαδρομή της
προσφυγιάς κάναμε τέσσερις ημέρες την απόσταση Χάρσερα- Τραπεζούντα με τα πόδια
και περάσαμε από το βουνό (ρασίν) της Ζύγανας, όπου είχε πολλά χιόνια και
έπεφταν χιονοστιβάδες από τις πλαγιές καθώς περνούσαν από κει.
Στο τουρκικό χωριό Τοπάλ,
όπου εγώ, ο Αριστείδης Καλαϊτζίδης φύλαγα τα ζώα ενός πολύ καλού ανθρώπου,
Τούρκου, που είχε τέσσερα παιδιά παντρεμένα και διέμεναν όλοι στο ίδιο σπίτι. Είχα
μία λύρα (κεμεντζέ) και μου έλεγαν τα παιδιά του παίξε την λύρα για να
χορέψουμε (τσιάλ κόρβα). Ο γιος της Δόμνας (ήταν έγκυος σε αυτόν) Θεόδωρος
γεννήθηκε μετά τον θάνατο του πατέρα του Θεοδώρου για αυτό και πήρε το όνομα
του πατέρα του».
Σ’ αυτό τον μεγάλο χαμό που έγινε τότε χωρίστηκαν τα μέλη των οικογενειών, που ήταν στον Πόντο ή είχαν μεταβεί προηγουμένως στην Ρωσία. Ακόμα και σήμερα υπάρχουν οικογένειες που τα μέλη τους αγνοούν ο ένας την τύχη του άλλου ή την έμαθαν πολύ πρόσφατα.
Ενδιαφέρουσες
πληροφορίες μας δίνει ο Τριαντάφυλλος Τριανταφυλλίδης.
«Ο παππούς μου Γιώργος Μιχαηλίδης (1893-1980, Θεσσαλονίκη), γεννήθηκε στο Σαραντάρ της Αργυρούπολης. Στις 15-8-1920 παντρεύτηκε στην Τραπεζούντα την Μαρία(1900-1985, θανούσα στην Θεσσαλονίκη), το γένος Ταργοντζίδη από την Χάρσερα. Είχε λοιπόν εγκατεστημένη την ευρύτερη οικογένεια του στο Γκρόζνι, αλλά ο ίδιος είχε εμπορική δραστηριότητα και στην Οδησσό, από όπου έφυγε τον Μάρτη του 1919, όταν αποχώρησε το ελληνικό εκστρατευτικό σώμα από την Κριμαία, αφήνοντας πίσω του στην Ρωσία αδέλφια και γονείς, τους οποίους δεν ξαναείδε ποτέ (παρόλο που η μία αδελφή του πέθανε το 1980 και ο αδελφός του το 1991 και οι απόγονοί τους ζουν σήμερα στη νότια Ρωσία).
Στην συνέχεια μέσω Κωνσταντινούπολης μετέβη στην Τραπεζούντα. Ο γράφων
έχει εντοπίσει ότι οι απόγονοι του αδελφού του ζουν στην Σπάρτη του νομού της
Σταυρούπολης και στο Εσσεντουκί, και νύφη του είναι η Αλεξάνδρα Πολλάντοβα-
Μιχαηλίδη. Ο αδελφός του πατέρα του Γιώργου, ο αρχιμανδρίτης Καλλίνικος Μιχαηλίδης,
τελευταίος εφημέριος του ναού της Παναγίας της Χάρσερας ήρθε κατά την Ανταλλαγή
με την ανιψιά του, δηλαδή την μικρότερη αδελφή του Γιώργου και πέθανε στην
Αγροσυκιά το 1936, χωρίς η ίδια να γνωρίζει την τύχη των αδελφών του».
Στο ελληνικό θωρηκτό Κιλκίς, με το οποίο διέφυγε από την Οδησσό στην Πόλη (αρ.) |
Στην φωτ. δεξιά, ο ίδιος με τη γυναίκα του το 1920 στην Τραπεζούντα.
(Ευγενική παραχώρηση των κειμηλίων από τον Τριαντάφυλλο Τριανταφυλλίδη) |
Η αποκατάσταση των Ποντίων προσφύγων.
Η
αποκατάσταση των προσφύγων διακρίθηκε σε αγροτική και αστική, ανάλογα με το που
τους τοποθέτησαν. Η ΕΑΠ έδωσε το βάρος στην αγροτική αποκατάσταση και φρόντισε
ιδιαίτερα για την εγκατάσταση τους σε παραμεθόριες περιοχές της Μακεδονίας και
της Δυτικής Θράκης, στοχεύοντας και στην ενίσχυση των συνόρων, όπου οι συνθήκες
για τους πρόσφυγες δεν ήταν και οι καλύτερες. Όχι βέβαια ότι η κατάσταση
διέφερε ριζικά και στα αστικά κέντρα της εποχής εκείνης: Πτολεμαΐδα, Φλώρινα, Καστοριά.
Η αγροτική αποκατάσταση περιλάμβανε την στέγαση σε ανταλλάξιμα σπίτια των
χωριών ή σε νέους προσφυγικούς οικισμούς, που συντάσσονταν με πρότυπα
ρυμοτομικά σχέδια. Τέτοιοι οικισμοί δημιουργήθηκαν πάνω από 2.000 σε όλη την
Ελλάδα, από τους οποίους 1.381 στη Μακεδονία και 236 στη Θράκη. Η αγροτική
αποκατάσταση προέβλεπε επίσης την διανομή στους πρόσφυγες κλήρων με 35
στρέμματα, που δεν αποτελούσαν ενιαία έκταση και ποίκιλλαν ανάλογα με το είδος
της καλλιέργειας και το μέγεθος της οικογένειας. Στους αγρότες παραχωρούνταν
επιπλέον εργαλεία, σπόροι και ζώα για τις καλλιέργειες των χωραφιών τους.
Με
την αστική αποκατάσταση, που περιλάμβανε μόνο την στέγαση και όχι την μέριμνα
για εξεύρεση εργασίας, ασχολήθηκε περισσότερο το Υπουργείο Πρόνοιας και όχι η
ΕΑΠ.
Η
εγκατάστασή τους στις αγροτικές περιοχές.
Είναι αυτονόητο ότι η ηττημένη Ελλάς δεν είχε προετοιμαστεί για τον τόσο μεγάλο όγκο των προσφύγων μετά την Μικρασιατική Καταστροφή. Εκτός των άλλων έπρεπε οι πρόσφυγες με το που αντίκριζαν τις πόλεις που θα εγκαθίσταντο, αρχικά να εξεταστούν σε λοιμοκαθαρτήρια (νησίδα Άγιος Γεώργιος Σαλαμίνας, Καραμπουρνάκι Καλαμαριάς, Μακρόνησος) και να τεθούν σε καραντίνα. Από κει έπρεπε κάπου κάποτε να τοποθετηθούν. Κάποιοι επέλεξαν οι ίδιοι τον τόπο της εγκατάστασης τους ώστε να τους θυμίζει την πατρίδα τους που άφησαν. Χαρακτηριστική είναι η περίπτωση τον Ιμερετών και των Χακαξενών από την Αργυρούπολη που επέλεξαν τον τόπο εγκατάστασης τους.
Ο Αλέξανδρος Αδαμίδης, δάσκαλος στο Τσοτύλι γράφει:
«Προτού εγκατασταθούν οι πρόσφυγες στο Τσοτύλι μία επιτροπή από τους ίδιους που την αποτελούσαν ο Παπαστυλιανός Παπαδόπουλος, ο Μιλτιάδης Μπαλτατζής και ο Μαυροματόπουλος από την Ίμερα, που ήτανε γειτονικό χωριό με την Χάκαξα περιόδευσαν στην Δυτική Μακεδονία με σκοπό να βρουν τον πιο κατάλληλο χώρο για μόνιμη εγκατάσταση. Έτσι όσοι κατάγονταν από την Ίμερα εγκαταστάθηκαν στη Νεάπολη Βοίου και όσοι από την Χάκαξα στο Τσοτύλι, όπου τους οδήγησε εκεί ο Παπαστυλιανός Παπαδόπουλος.
Οι
λόγοι για τους οποίους έγινε αυτό ήταν: Πρώτον οι κλιματολογικές συνθήκες ήταν
ίδιες με την Χάκαξα, δεύτερον υπήρχε Γυμνάσιο για την μόρφωση των παιδιών τους
και τρίτον γινόταν εβδομαδιαία αγορά. Τις οικογένειες της Χάκαξας ακολούθησαν
λίγες οικογένειες από την Χάρσερα, από την Σινώπη, από τον Άγιο Κωνσταντίνο της
Καισαρείας και από χωριά της Ανατολικής Θράκης. Οι πρόσφυγες ύστερα από
παραμονή τριών μηνών στη Θεσσαλονίκη εγκαταστάθηκαν οριστικά στο Τσοτύλι στα
σπίτια των Βααλάδων, που ήταν εξισλαμισθέντες Έλληνες, που εκπατρίστηκαν και
αυτοί άθελα τους από το γενέθλιο τόπο τους την 1η Μαΐου 1924. Ήταν η 10η Μαΐου
του 1924 που οι πρόσφυγες άρχιζαν μία νέα ζωή και ιστορία στο Τσοτύλι στην
καινούργια ελεύθερη πατρίδα».
Είναι
προφανές ότι οι αστοί Πόντιοι που εγκαταστάθηκαν σε αστικές περιοχές της
Ελλάδας είχαν καλύτερη τύχη από αυτούς που εγκαταστάθηκαν σε αγροτικές περιοχές
της Μακεδονίας. Όσοι δεν ήξεραν από γεωργικές καλλιέργειες και εγκαταστάθηκαν
σε αυτές αναγκαστικά, πλήρωναν εργάτες
για να καλλιεργήσουν τον λίγο κλήρο. Εν παραδείγματι ο Βασίλης Κωνσταντινίδης
που ήταν έμπορος σε διάφορες περιοχές της Ρωσίας και εγκαταστάθηκε στην
Άρδασσα. Όμως έστω και έτσι και αυτοί πρόσφεραν πολλά στις τοπικές κοινωνίες.
Έφεραν μαζί τους μία άλλη πιο εξελιγμένη κουλτούρα έστω και αν δεν είχαν σχέση
με την αγροτική παραγωγή. Χρησιμοποιήθηκαν για την οργάνωση των νέων κοινωνιών
και της διοίκησης.
Ο
Ανανίας Νικολαΐδης, μία σημαντική προσωπικότητα από την Κορόνυξα, που ήταν δάσκαλος
στον Πόντο, έμπορος στην Τραπεζούντα και μετά στην Κριμαία όταν εγκαταστάθηκε
στην Πτολεμαΐδα έφερε καινούργιες μεθόδους στην μελισσοκομία.
Από το βιβλίο του Αρχιμανδρίτη Νικηφόρου Μανάδη: Ιερά Μητρόπολη Νέας Πελαγονίας 1924-1930. Εκδόσεις ΕΟΡΔΑΙΑ Πτολεμαΐδα 2001. |
Ο Χρήστος Εξακουστείδης συμμετέχει στην Διεθνή Έκθεση Θεσσαλονίκης με καινοτόμα προϊόντα και βραβεύεται μόλις το 1935. |
Ο
Μελανοφρύδης βοήθησε στον εποικισμό στην Πτολεμαΐδα με τις γραμματικές γνώσεις
του. Πολλοί ιερείς που ήρθαν από κει χειροτονημένοι και μορφωμένοι ανέλαβαν
γρήγορα τα καθήκοντά τους και οργάνωσαν το ποίμνιο τους, όπως ο Παπαδιαμαντής
Εξακουστείδης στην Άρδασσα. Αντίστοιχα όσοι είχαν τελειώσει το Φροντιστήριο της
Τραπεζούντας ανέλαβαν καθήκοντα δασκάλου ώστε τα παιδιά των νέων προσφύγων να
μην στερηθούν την μόρφωση και μάλιστα μία από τις πρώτες ενέργειες τους ήταν το
χτίσιμο των σχολείων.
Το σχολείο με τα προσφυγόπουλα στο Τσοτύλι |
Όσον αφορά τις περιουσίες υποτίθεται ότι θα τύχαιναν αναλογικά της ίδιας. Αυτό ήταν εξ ορισμού όνειρο απατηλό και λόγω του αριθμού των Ποντίων προσφύγων που μετακινήθηκαν προς την Ελλάδα που ήταν πολύ περισσότεροι σε σχέση με τους Τούρκους που έφυγαν από αυτήν, αλλά και της μεγάλης περιουσίας που κατείχαν οι Έλληνες του Πόντου, οι οποίοι είχαν και μεταξύ τους πάρα πολλούς αστούς επιχειρηματίες. Έτσι δεν είναι τυχαίο ότι αν και σχεδόν η πλειοψηφία των Ποντίων ήταν Βενιζελικοί, εν τούτοις καταφέρονταν εναντίον του για τις συνθήκες που συνάντησαν στην Ελλάδα.
Ο Ευστάθιος Τσελεπίδης, τελευταίος μουχτάρης του
χωριού Χάρσερα μονολογεί στην Αγροσυκιά:
«Εφέκαμε εκείνα τα
ευλογημένα τα χώματα της πατρίδας και έρθαμε αδακές. Την ορθίαν αν θα λέω με,
εμείς κι’ εθέλναμε να έρχουμες, άμαν ντο να εποίναμε, ο Τούρκον ο άπιστον
εσέγκεν το μαχαίρ’ς στην γούλαν εμούν. Εκές’ ζατί άλλον ζωή κι’ εγίνουτον.
Βίζενελε
έγκες και εφέκες μας άπέσ’ σ’ άγρα τα ρασία. Πεινασμέν, που γαλεμέν, εένουμνες
Θεού γιασίρα. Άμον τ’ ομάζ ασόν Τούρκον εγλύτωσαμε άμαν ασόν λιμόν και την
ελενοσίαν κι’ θα γλυτώνομε.
Μόνον ἀέτς,
τά χώματα τῆ Μακεδονίας, θά ἐποροῦν
νά χορτάζνε μας ψωμίν.
Βίζενελε κάτ᾽
θά λέωσε καί ἄν θέλις χολάστ᾽
(θύμωσε).
Ἀϊκα ζαρωτά δουλείας πά ἴντανε;
Ἐσύ ἐπῆγες ᾽ς σήν Τουρκίαν, μέ τόν Κεμάλ εἴπετεν
-χοσ-πέσ- (διάφορα), ἐποίκετεν συμφωνίαν νά ἔρχουμες᾽
σήν Ἑλλάδα καί ἐμᾶς
ξάϊ (καθόλου) ᾽κι᾽ἐρώτεσετεν.
Γιά τά χωράφα μουν, τ᾽
ὀσπίτα μουν καί ἤνταν
(ὅτι) ἐφέκαμε ἐκές᾽τιδεν ᾽κ᾽ εἴπετεν. Βίζινελε, ἀτά
ὅλα, παράδας εἶν᾽καί
ἐσύ ἀσόν Κεμάλ τιδέν ᾽κι᾽ἐψελάφεσες.
Ἄν ἔπαῖρνες τά παράδες ἐμούν,
ἐμεῖς πα ἀτώρα, θά ἐζήναμε
ἅμον (σάν) ἄνθρώπ΄
καί ἐσέν πα ξάϊ (καθόλου) ᾽κι᾽θά
ἐστεναχώρευαμε.
Βίζινελε, ἐθαρῶ
ἐχόρεψες καί –πόλκαν (χορός) μέ τήν
γαρήν τή Κεμάλ, ἐποῖκες τό κέφις᾽καί
ἐνέσπαλες (ξέχασες) νά ψαλαφάς νά
παίρωμε τά δικαιώματά μουν.
Βίζινελε ᾽κι᾽ξέρω
ντό θά εὐτᾶς (δέν ξέρω τι θά κάνεις).
Δέβα ξαν (πήγαινε πάλι) ᾽ς
σόν Κεμάλ, πάει ἀτόν νά δί μας, ἀτά
τό χρωστά μας, ἀλλέως,ἐμεῖς ὅλ᾽ θά σκοῦμες ᾽ς σό ποδάρ, θά κλώσκουμες ὀπίς᾽ς
σήν πατρίδαν (ΠΟΝΤΟΣ), καί θά χαλάεται τ᾽ ἐσέτερον ἡ
Συμφωνία.
Τήν ὀρθίαν
ἄν θά λέω με, ἐμεῖς
κι᾽ ἐθέλναμε νά ἔρχουμες,
ἅμαν (ὅμως) ντό νά ἐποίναμε,
ὁ Τοῦρκον ὁ ἄπιστον, ἐσέγκεν
(ἔβαλε) τό μαχαίρ᾽ς
σήν γούλαν ἐμούν (λαιμό μας). Ἐκές᾽ζατί
(ἐκεῖ πλέον) ἄλλο
ζωή κι᾽ἐγίνουτον.
Ματωμέν᾽
καί πονεμέν᾽ μέ την ψήν ᾽ς
σά δόντα, ἐφορτώθαμε τά εἰκόνας,
τά πράγματά μουν, ὅ,τι ἄλλο ἐπόρεσαμε καί ἐσέβαμε
᾽ς σήν στράταν, ἐφέκαμε
τ᾽ ὀσπίτα τά μέρα μουν καί ξεριζωμέν ἔρθαμε
᾽ς τήν Ἑλλάδαν, γιά νά γλιτώνομε ἀσόν
Τοῦρκον.
Βίζενελε ἔγκες
καί ἐφέκες μας, ἀπές
᾽ς ἅγρα τά ρασία (μέσα σέ ἄγρια
βουνά).
Πεινασμέν, πουγαλεμέν
(ταλαίπωροι) ἐένουμνες –Θεοῦ
γιασίρα- (ἀξιολύπητοι).
Ἅμον τ᾽ ὁμιάζ (καθώς φαίνεται) ἀσόν
Τοῦρκον ἐγλύτωσαμε, ἅμαν
(ὅμως) ἀσόν λιμόν καί τήν ἐλονοσίαν
κι᾽θά γλυτώνομε.
Βίζινελε κάτ᾽
ποῖσον (κάτι κάνε), ἀπάν᾽ὁ
Θεόν καί ἀφκά ἐσύ (ἀποκάτω).
Τ᾽
ὀλίγα τ᾽ ἀλεύρα καί τά παράδες πού ἐδέκετε
μας, πουδέν ᾽κι φτᾶνε (πουθενά δέν ἀρκοῦν).
Τά ρεφούλα (βρέφη) πεινοῦν κλένε, θέλνε γάλαν καί ψωμίν, και
τιδέν κ᾽ἔχομε νά φάζω’ματα. Μικροί τρανοί, ὅλ
θέλνε νά τρῶνε –τσουβάλ εὔκαιρον
᾽ςσό ποδάρ νά στέκ᾽κ᾽ἐπορεῖ.
Ἐγώ πα ὁ γέρων, ἄναβα
(ἐκτός) τό ψωμίν, χρέσκουμαι
(χρειάζομαι) τήν καβέ μ᾽(καφέ μου) τό τιτίνιμ᾽
(καπνό μου) καί το ρακόπομ᾽.
Βίζινελε δός μας κοκία
(στάρι), βούδα, κοτάνα (ἄροτρα) νά σπέρομε καί ζοῦμε».
(Ευγενική
παραχώρηση του κειμένου από τον Μίμη Τσελεπίδη στον γράφοντα).
Από
τα λόγια του φαίνεται καθαρά ότι οι πρόσφυγες απαιτούσαν μόνο το ανάλογο της
περιουσίας που κατείχαν στον Πόντο. Αλλά φευ………. Μάλιστα δεν είναι και λίγοι
που θεωρούσαν προσωρινή την εγκατάσταση τους στην Ελλάδα….
Αρκετοί
όμως είχαν καταγεγραμμένη την περιουσία τους με παραστατικά στον τόπο διαβίωσης
τους. Για παράδειγμα ο Πόντιος Γεώργιος Κανονίδης, που ήρθε από την Προύσα στην
Άρδασσα, εξ' ου και το προσωνύμιο του Προύσαλης.
Ευγενική παραχώρηση των κειμηλίων από τον Αχιλλέα
Κανονίδη.
Κάποιοι
άλλοι που στην Επιτροπή Αποκατάστασης Προσφύγων είναι καταγεγραμμένοι στην ΕΑΠ
σε άλλον τόπον από αυτόν που γεννήθηκαν και ο ερευνητής Νίκος Αφεντουλίδης
δίνει την εξήγηση:
Ευγενική παραχώρηση των κειμηλίων από τον εγγονό του.
"Οι Βασιλειάδηδες που
φαίνονται στην απογραφή να είναι από το χωριό Χάκαξα της Αργυρούπολης, (και
εγκαταστάθηκαν στην Ποταμιά του Κιλκίς), είναι στην πραγματικότητα από τον
Άγιο Φωκά της ίδιας περιοχής. Ο Άγιος Φωκάς ήταν σε πιο μεγάλο υψόμετρο σε
σχέση με την Χάκαξα και επειδή οι Χακαξενοί έφευγαν για την Ρωσία, οι
Αγιοφωκίτες κατείχαν τα κτήματα τους. Και εφόσον είχαν τα κτήματα τους εκεί για
να λάβουν τα αντίστοιχα στην Ελλάδα δήλωσαν σαν τόπο προέλευσης την Χάκαξα".
Το
ίδιο έγινε και με την οικογένεια Αφεντούλη (Αργυρούπολη Δράμας) που στην
πραγματικότητα είναι από τον οικισμό Μαντρία της Ίμερας. Κάποιοι άλλοι ήρθαν
από περιοχές διαφορετικές από αυτές πού κατάγονταν. Ο Τορομανίδης δήλωσε στην
ΕΑΠ όταν εγκαταστάθηκε στην Σπηλιά Πτολεμαΐδας ότι ήρθε από το Εσκί Σεχίρ, ενώ
είναι καταγωγής από την Χάκαξα. Από την Χάκαξα της Αργυρούπολης είχε
μετακινηθεί ο πατέρας του στο Εσκί Σεχίρ για ένα καλύτερο μέλλον. Το ίδιο και ο
Καλμανίδης στο ίδιο χωριό. Με αυτό τον τρόπο επανενώθηκαν άτομα που κατάγονταν
από το ίδιο χωριό, αλλά κατά την Ανταλλαγή κατοικούσαν σε άλλο τόπο. Κάποιοι
έφεραν μαζί τους τα θρησκευτικά η οικογενειακά κειμήλια και τα εναπόθεσαν στην
εκκλησία του χωριού.
Χαρακτηριστικό
παράδειγμα είναι η εκκλησία της Αγίας Μαρίνας Τσοτυλίου, όπου βρίσκονται τα
κειμήλια από την εκκλησία των Σαράντα Μαρτύρων της Μουσγουλής της Χάκαξας,
ή η εκκλησία του Αγίου Αθανασίου στην
Αγροσυκιά Πέλλας, όπου μεταφέρθηκαν τα κειμήλια της Παναγίας της Χάρσερας.
Κάποιοι
άλλοι έχτισαν τα σπίτια τους σε αρχιτεκτονικό ρυθμό της πατρίδας τους.
Σπηλιά Εορδαίας. |
Γρήγορα
όμως έπρεπε να στυλωθούν στα πόδια τους. Ο ένας βοηθούσε τον άλλον και όλοι
προσέφεραν εθελοντική εργασία για το χτίσιμο των απαραίτητων οικημάτων:
σχολείων, εκκλησίας.
Σπηλιά Εορδαίας. Από το αρχείο του Κώστα Ιωαννίδη. |
Σημαντική βοήθεια έδωσαν οι άνθρωποι που είχαν διαφορετικές παραστάσεις. Ο Σεραφείμ Παπαδόπουλος εγκαταστάθηκε στο Τσοτύλι. Γεννήθηκε στην Χάκαξα αλλά είχε φούρνο και μαγαζιά στην Μαντζουρία. Όταν εργάστηκε σαν μάγειρας και φούρναρης στο Ιστορικό Γυμνάσιο Τσοτυλίου μετέφερε την εμπειρία του από την Ρωσία, κάτι που ήταν αναγκαίο.
Σεραφείμ Παπαδόπουλος |
Ευγενική παραχώρηση των κειμηλίων από την Χρυσάνθη Παπαδοπούλου.
Με την Ανταλλαγή των πληθυσμών μπορεί ο Ελληνισμός να ακρωτηριάστηκε, αλλά ο Ελλαδικός χώρος ισχυροποιήθηκε. Ειδικά τότε η κατάσταση στην Μακεδονία δεν ήταν ιδανική. Τα χωριά της μόλις είχαν απελευθερωθεί και τα σημάδια των Βαλκανικών Πολέμων ήταν ορατά. Κατεστραμμένες καλλιέργειες, οικίες, δρόμοι, φτώχια και δυσπιστία από τους παραμένοντες μουσουλμάνους προς τους νεοφερμένους πρόσφυγες. Αδυναμία οργανωμένης διοίκησης να υποδεχθεί αυτόν τον μεγάλο αριθμό προσφύγων.
Δεν μεσολάβησαν και πολλά χρόνια και ξέσπασε ο Ελληνοϊταλικός πόλεμος και οι
οικογένειες των προσφύγων στερήθηκαν τα πιο παραγωγικά μέλη τους. Στην συνέχεια
βέβαια ο Εμφύλιος αποτελείωσε την κοινωνική συνοχή και η φτώχεια οδήγησε την
δεκαετία του '60 τους Πόντιους στην μετανάστευση: Γερμανία, Σουηδία, Αυστραλία,
ΗΠΑ οι χώρες που τους υποδέχτηκαν.
Οι γιαγιάδες αποχαιρετούν…. Σκηνή από αρχαίο δράμα. Σπηλιά Εορδαίας. Από το αρχείο του Κώστα Ιωαννίδη. |
Η οικογένεια Κυριακίδη από την Σπηλιά, λίγο πριν την αναχώρηση της στην Αμερική το 1964. |
Ο αγώνας σήμερα τόσο στα χωριά της Μακεδονίας όσο και στο εξωτερικό είναι τέτοιος που οι σύλλογοι που ιδρύθηκαν πρέπει να αγκαλιάσουν τους απογόνους των Ποντίων προσφύγων, ώστε τα παιδιά να μην ξεχάσουν την γλώσσα, τα ήθη και τα έθιμα των προγόνων τους. Ο ιδιαίτερος πολιτισμός τους περιλάμβανε τους χορούς και το τραγούδι. Μάλιστα η πρώτη γενιά προσφύγων που έπαιζαν λύρα στην Πατρίδα και τραγουδούσαν αυθεντικά μελοποιημένα ποιήματα από παλιά ή αυτοσχέδια μετέδωσαν αυτήν την αγάπη στα παιδιά τους, όπως ο Σταύρης Πετρίδης στον γιό του Γώγο, τον πατριάρχη της Ποντιακής μούσας.
Κάτι
αντίστοιχο έγινε και με τον Κρωμέτη Ηρακλή Χ’’παναγιωτίδη και τον γιό του
Γρηγόρη, που εγκαταστάθηκαν στην Πτολεμαΐδα.
Ο λυράρης Ηρακλής Χ’’παναγιωτίδης |
Ο γιος του λυράρη Ηρακλής Χ’’παναγιωτίδη, Γρηγόρης.
Από το αρχείο του Γιώτη Χ’’παναγιωτίδη. |
Πολλοί
πρόσφυγες δεύτερης και τρίτης γενιάς των χωριών της Δυτικής Μακεδονίας όμως
επιδόθηκαν στην κατασκευή της ποντιακής λύρας που είναι ταυτόσημη με τον
πολιτισμό τους.
Ανατολικόν Εορδαίας: Ο Χακαξενός Χαράλαμπος Τορομανίδης. |
Καρυοχώρι Εορδαίας: Οι λύρες στο καφενείο του Πιρίτσαους |
Καρυοχώρι Εορδαίας: Ο Μάκης Κοσμίδης κατασκευαστής λύρας στο εργαστήριο του Σιμσίρ |
Η
περίπτωση της Άρδασσας Πτολεμαΐδας. Η εγκατάσταση των Ποντίων στο χωριό.
Οι
πρόσφυγες που εγκαταστάθηκαν στο χωριό ήταν πολιτισμικά ανομοιογενείς. Μεταξύ
τους υπήρχαν άνθρωποι που προέρχονται από τα χωριά της Αργυρούπολης, της
Άρδασσας (το βυζαντινό Δορύλαιο, εξ ου και το όνομα που απέκτησε το χωριό
μετονομασθέν από το Σούλποβο), την Τραπεζούντα ή ακόμα και περιοχές της Ρωσίας.
Βλέπε ονομαστικές καταστάσεις στο τέλος της ανάρτησης
Παραδείγματα
όπως ο Γεώργιος Αμαραντίδης από την Μούζενα της Χαλδίας, ήταν έμπορος και ζούσε
στην Αλούστα Σάρα της Γιάλτας.
Ο Γιώργος Αμαραντίδης με την σύζυγο του στην Κριμαία. Ευγενική παραχώρηση της φωτογραφίας από τον εγγονό του Γεώργιο Αμαραντίδη. |
Εκεί το ελληνικό ποντιακό στοιχείο είχε
εντυπωσιακή κοινότητα και σχολείο.
Κριμαία. Ελληνικό σχολείο. Τέλη 19ου αιώνα αρχή του 20ου αιώνα. |
Ο Ευστάθιος Ταργοντζίδης καταγόταν μεν από την
Χάρσερα της Αργυρούπολης, αλλά ήταν χρόνια εγκαταστημένος στην Τραπεζούντα και
ασχολείτο με το εμπόριο, ενώ στην ΕΑΠ είναι δηλωμένος ότι ήρθε από την
Μπαϊπούρτη.
Ευστάθιος Ταργοντζίδης και Λεμόνα Κοροξενίδου.
Από το αρχείο του Αρχιμήδη Ταργοντζίδη. |
Οι Εξακουστειδαίοι με καταγωγή από την
Κορόνυξα, μεγαλέμποροι στην Τραπεζούντα, που τους αναφέρει και ο Κανδηλάπτης
στο βιβλίο του "Γεωγραφικόν και ιστορικόν λεξικόν της επαρχίας
Χαλδίας".
Οι
αδελφοί Θεόδωρος και Βασίλειος Κωνσταντινίδης καταγόμενοι από την Χάκαξα της
Αργυρούπολης, ήρθαν στο χωριό μέσω του Βατούμ, αφού προηγουμένως
δραστηριοποιούντο εμπορικά στην Σιβηρία και την Μαντζουρία.
Οι αδελφοί Θεόδωρος και Βασίλειος Κωνσταντινίδης στην Μαντζουρία. |
Οι
οικογένειες των Κεπίδη και Καραλευτέρη ήρθαν από το Νοβοροσίσκ, ζώντας την δική
τους Οδύσσεια. Ο απόγονος τους Νεκτάριος Κεπίδης διηγείται τη συγκινητική
ιστορία της οικογένειας του:
Γεώργιος Κεπίδης και Ησαΐα Καραλευτέρη.
Από το αρχείο του Νεκτάριου Κεπίδη. |
"Ο παππούς μου ο Γεώργιος Κεπίδης (Κιαπίδης αρχικά) γεννήθηκε το 1892 στην Χόψια της Άρδασσας (σημερινό Τορούλ). Ήταν οικοδόμος και εργαζόταν στο Νοβοροσίσκ της Ρωσίας μαζί με τον πατέρα του σαν αρτεργάτης, όπως έκαναν τότε όλοι οι Πόντιοι. Εργάζονταν εποχιακά ή μόνιμα στη Ρωσία για να μπορούν να συντηρούν τις οικογένειές τους που έμεναν πίσω στην πατρίδα τους. Τα χρόνια εκείνα ήταν πολύ ταραγμένα. Μεταξύ των ετών 1916 και 1918, από τότε που εμφανίζονται στο χωριό οι Τούρκοι πρόσφυγες, έως τη λήξη της εξορίας η Χόψια, θρήνησε 164 νεκρούς. Όπως κατέγραψε ο Αγαθάγγελος Τσαούσης, γεννημένος στην Χόψια, μετέπειτα μητροπολίτης Νευροκοπίου και Ζιχνών, στο βιβλίο του εκδόσεων του οίκου αδελφών Κυριακίδη, παραμονή του Αγίου Δημητρίου του 1915 εδόθη η εντολή να εγκαταλείψουν όλοι οι Χοψιανοί το χωριό τους και να κινηθούν προς το Μερκέζ Αλούτσαρας.
Υπήρχαν όμως και
εκτελέσεις. Αφού εκτέλεσαν οι Τούρκοι την μάνα του Φωτεινή Κιαπίδου, πήραν τα
αδέλφια του και τους πήγαν εξορία. Τους ανέβασαν από το χωριό στην Κερασούντα,
όπως υπολογίζω από τα λεγόμενα του πατέρα μου και τους έκλεισαν μέσα στο
κολαστήριο της εκκλησίας του Αγίου Γεωργίου Πάτλαμα, που αναφέρει και ο
Αγαθάγγελος Τσαούσης και στη συνέχεια τους οδήγησαν μέχρι την Νεοκαισάρεια. Στο
δρόμο πέθαναν δύο αδέλφια του και η μεγάλη του αδελφή Ποινή (Δέσποινα), τα
έθαψε με τα ίδια της τα χέρια. Η Δέσποινα και η μικρή αδελφή της Όλγα, άγνωστο
πώς οδηγήθηκαν στο Νοβοροσίσκ και εκεί συνάντησαν τον μεγάλο τους αδελφό
Γεώργιο. Γύρω στο 1921, παντρεύτηκε την Ησαΐα Καραλευτέρη, που ήταν από το
Ακσάλ του Κιουρτούν και γεννημένη το 1904. Απέκτησαν ένα κοριτσάκι, την Ευγενία
και ήρθαν το 1922 περίπου στην Ελλάδα, και το 1923 εγκαταστάθηκαν στην Άρδασσα.
Η Ευγενία ήταν τότε επτά μηνών, ενώ τα υπόλοιπα παιδιά τους γεννήθηκαν στην
Άρδασσα.
Η Ησαΐα Καραλευτέρη έφυγε μαζί με την
οικογένειά της το 1918 από την Τραπεζούντα ακτοπλοϊκά και αρχικά πήγαν στο
Βατούμ και μετά στο Νοβοροσίσκ. Στο Νοβοροσίσκ είχανε κάποιον συγγενή
Καραλευτέρη που ήταν αξιωματικός του ρωσικού στρατού στο χωριό Βασίλοφκα. Εκεί
πέσανε πάνω στο Ρωσικό εμφύλιο. Ένα πρωί το λιμάνι είχε γεμίσει πτώματα και
παίρνανε τα ρούχα τους για να τα φορέσουν. Την αδελφή της Όλγα, την είχε
ερωτευτεί ένας Ρώσος και όταν έφυγαν με το καράβι για την Ελλάδα, έπεσε στην
θάλασσα και την παρακαλούσε να επιστρέψει πίσω για να τον παντρευτεί. Από την
οικογένειά της εκτός από τους γονείς της Παντελή και Αναστασία Καραλευτέρη
ήρθαν και αδελφές της Συμέλα, Όλγα και ο αδερφός της Σάββας πού εγκαταστάθηκαν
και αυτοί στην Άρδασσα".
(Μαρτυρία Νεκτάριου Κεπίδη στον Βασίλη Κωνσταντινίδη
στις 5 Ιουνίου 2022 στην Άρδασσα).
Ξαδέλφη
της Ησαΐας είναι και η Ευρώπη που και αυτή εγκαταστάθηκε στην Άρδασσα, μαζί με
άλλους συγγενείς της. Τι και αν ήταν γυναίκα!!!
Η Ευρώπη Καραλευτέρη. |
Από το βιβλίο της Σοφίας Μηλοπούλου- Μπαμπούση. |
Έπρεπε να δουλέψει όπως οι άντρες για να
επιβιώσει. Αυτές τις δυσκολίες που αντιμετώπισε τα χρόνια εκείνα, τις
περιγράφει όπως τις διέσωσε η Σοφία Μηλοπούλου- Μπαμπούση στο βιβλίο της:
"Όταν έγινε η
Ανταλλαγή και έφυγαν οι Τούρκοι από το χωριό, το κράτος μας έδωσε τον κλήρο,
δηλαδή 37 στρέμματα γη, μία αγελάδα, ένα βόδι και ένα κάρο. Φυσικά όλα αυτά δεν
μας χαρίστηκαν. Χρωστούσαμε στην τράπεζα και για πολλά χρόνια ξεπληρώνουμε σε
είδος τα δύο πρώτα χρόνια ξεπληρώνω με την τράπεζα με σιτάρι και όταν αργότερα
μάθαμε την καπνοκαλλιέργεια δίναμε καπνά για το χρέος μας. Αυτό κράτησε πολλά
χρόνια. Μας ήπιαν το αίμα... Αλήθεια τι έγιναν οι αποζημιώσεις? Μόνο όνειρα!!!
Όταν πληρωνόμαστε για τα καπνά ξεπληρώναμε τα χρέη στον μπακάλη... "
Τα καπνά εκείνη την εποχή ήταν το πιο επικερδές αγροτικό προϊόν. Ακόμα και την δεκαετία του ’70 να πέρναγες θα έβλεπες τις «ράμκες», με τα περασμένα στην κλωστή καπνά. Αλλά όταν ερχόταν οι έμποροι πάντα μια ανησυχία κυρίευε τους αγρότες. Πόσες ποσότητες θα καίγονταν και τι τιμή θα έπιαναν τα υπόλοιπα? Από αυτό θα κρινόταν η επιβίωση των οικογενειών την επόμενη χρονιά…..
Η Ευρώπη Καραλευτέρη, μπροστά από τις «ράμκες».
Από το βιβλίο της Σοφίας Μηλοπούλου- Μπαμπούση. |
Ζύγισμα των καπνών. Από το αρχείο του Αρχιμήδη Ταργοντζίδη. |
Όλοι αυτοί οι Πόντιοι αστοί, που είχαν έρθει
στο χωριό από διαφορετικά μέρη και με διαφορετικές παραστάσεις, μαζί με αυτούς
που είχαν προέλθει από αγροτικές περιοχές έπρεπε σε σύντομο χρονικό διάστημα να
αποτελέσουν μία καινούργια κοινωνία, σημειώνοντας ότι όλοι οι πρόσφυγες δεν
ήρθαν ταυτόχρονα.
Από το βιβλίο του Αρχιμανδρίτη Νικηφόρου Μανάδη: Ιερά Μητρόπολη Νέας Πελαγονίας 1924-1930. Εκδόσεις ΕΟΡΔΑΙΑ Πτολεμαΐδα 2001. |
Αυτό
γίνεται κατανοητό από το γεγονός ότι οι παλαιότεροι αφιχθέντες πήραν κατοικίες
σε κεντρικά σημεία του χωριού σε σχέση με τους νεότερους. Παράλληλα για περίπου
δέκα μήνες έως δύο χρόνια συμβίωναν με τους Τούρκους που είχαν κριθεί και αυτοί
ανταλλάξιμοι και έπρεπε να φύγουν για την Τουρκία. Το επίπεδό τους διέφερε κατά
πολύ από αυτόν των νέων προσφύγων. Το τζαμί τους ήταν απέναντι από το σπίτι του
Αγά.
Το σπίτι του Αγά υπήρχε μέχρι την δεκαετία του ’70. |
Η μικρή της φωτογραφίας είναι η Λεμονιά Ταργοντζίδη |
Από το αρχείο του Αρχιμήδη Ταργοντζίδη. |
Ακόμα
και στον τρόπο καλλιέργειας και στα είδη που καλλιεργούσαν. Όταν ήρθε η στιγμή
για να φύγουν οι μουσουλμάνοι των χωριών έγινε με μεγάλη ασφάλεια και συνοδεία
φυλάκων και έφτασαν στα ελληνοτουρκικά σύνορα χωρίς να συμβεί το παραμικρό. Οι
τελευταίοι Πόντιοι πρόσφυγες που εγκαταστάθηκαν στο χωριό ήταν τα θύματα των
Σταλινικών Διώξεων.
Η κόρη του Ηλία Μιχαηλίδη και της Αναστασίας
Συμεωνίδου Άννα, η μετέπειτα γλυκιά δασκάλα του χωριού Αννίτσα θυμάται:
"Εγώ είμαι το μικρότερο παιδί. Γεννήθηκα το 1932. Πριν από μένα ήταν η Σοφία γεννημένη το 1922, ο Δημήτρης το 1927, και η Παρθένα το 1929. Όλοι μας γεννημένοι στην Ρωσία. Ζούσαμε στο Γέρεβιτς. Ένα χωριό κοντά στο Σότσι. Εκεί είχαμε ελληνικό σχολείο και αδελφή μου η Σόνια μιλούσε και Ρώσικα. Είχαμε πολύ καλά την σειρά μας. Είχαμε σπίτι, χωράφια, ζώα, άλογα, αμπέλια, βάζαμε καπνά. Πριν πιάσουν τον πατέρα μου η μάνα μου του είπε να την κοπανήσει. Και αυτός της απάντησε: Γυναίκα να φύγω και πού να πάω να κρυφτώ μέσα στη Ρωσία? Θα με βρούνε... Έτσι κάποια μέρα ήρθε ο χωροφύλακας και ο δάσκαλος και από τότε δεν τον ξαναείδαμε!!! Μας εκτόπισαν.
Φύγαμε με καράβι από την Οδησσό, αφού προηγουμένως
μας βάλανε σε καραντίνα, μας κούρεψαν, και μας ξέντυσαν. Στη διαδρομή πέθαναν πολλοί...
Όταν φτάσαμε στην Κωνσταντινούπολη σταμάτησε το καράβι εκεί και μας υποχρέωσαν
να ξοδέψουμε όλα μας τα ρούβλια. Όταν φτάσαμε στον Πειραιά μας βάλανε στο
ξενοδοχείο Βέλγιο για κάποιο χρονικό διάστημα. Εκεί ήρθε και μας βρήκε ο θείος
μου ο Χαράλαμπος Μιχαηλίδης, που μας πήρε και μας έφερε στην Άρδασσα. Πάντως
εγώ δεν πρόλαβα να πάω εκεί σχολείο, όπως τα υπόλοιπα αδέλφια μου".
Ο Ηλίας Μιχαηλίδης στο Γέρεβιτς. Ευγενική παραχώρηση της φωτογραφίας από τον εγγονό του Ηλία Μιχαηλίδη. |
Επειδή
πρέπει να καταγράφονται οι μνήμες και να περισωθούν οι πληροφορίες παραθέτω τον
πίνακα με τα ονόματα των Τούρκων του Σούλποβο, που μου παρέδωσε ευγενικά ο
Αχιλλέας Κανονίδης, μήπως τυχόν διευκολύνει τους απογόνους τους και εντοπίσουν
την γη των προγόνων τους. Σημειώνεται ότι αυτός ο πίνακας συντάχθηκε και με την
βοήθεια των προσφύγων της πρώτης γενιάς που γνώριζαν την τουρκική γλώσσα.
Ομοίως
κάποιοι απόγονοι των Βααλάδων του Τσοτυλίου επισκέφθηκαν την γη των προγόνων
τους και βρήκαν ανθρώπους σαν τον Παύλο Καλαϊτζίδη, πολύ φιλόξενου και πρόθυμου
να συνομιλήσει μαζί τους και να τους βοηθήσει να ψάξουν τα σημάδια του
παρελθόντος.
Ο Παύλος Καλαϊτζίδης αριστερά στην φωτογραφία μαζί με απογόνους Βαλαάδων |
Σπίτι Βαλαάδων στο Τσοτύλι,μετέπειτα της Αποστολίδου. |
Το
1928 παραδόθηκαν στους πρόσφυγες η ιδιοκτησία των παλαιών τούρκικων σπιτιών. Η
ειρωνεία της ζωής για αυτούς τους πλούσιους αστούς ….
Το παραχωρητήριο του σπιτιού στον Βασίλη Κωνσταντινίδη.
Από το αρχείο της Σοφίας Αρχιτεκτονίδη. |
Οι νέοι πρόσφυγες στο χωριό έπρεπε όλοι μαζί να επιβιώσουν. Το χωριό δεν είχε ούτε βρύσες και έπρεπε να χτιστούν.
Γρήγορα
έπρεπε να χτίσουν ναό, ο οποίος αφιερώθηκε στην Μεταμόρφωση του Σωτήρα, λες και
ήθελαν να μεταμορφωθούν και οι ίδιοι σε κάτι καινούργιο,
Από το βιβλίο του Αρχιμανδρίτη Νικηφόρου Μανάδη: Ιερά Μητρόπολη Νέας Πελαγονίας 1924-1930. Εκδόσεις ΕΟΡΔΑΙΑ Πτολεμαΐδα 2001. |
Ο ναός όπως είναι σήμερα. |
και
το σχολείο για να μάθουν τα παιδιά τους γράμματα, τα οποία με καμάρι κρατούσαν
την Ελληνική σημαία.
Από το βιβλίο του Αρχιμανδρίτη Νικηφόρου Μανάδη: Ιερά Μητρόπολη Νέας Πελαγονίας 1924-1930. Εκδόσεις ΕΟΡΔΑΙΑ Πτολεμαΐδα 2001. |
Όπως
συνήθιζαν και στην πατρίδα τους το σχολείο πάντα ήταν δίπλα στην εκκλησία στο
κέντρο του χωριού.
Από το βιβλίο του Αρχιμανδρίτη Νικηφόρου Μανάδη: Ιερά Μητρόπολη Νέας Πελαγονίας 1924-1930. Εκδόσεις ΕΟΡΔΑΙΑ Πτολεμαΐδα 2001. |
Προς
τούτο αιτήθηκαν την απαλλαγή από την φορολόγηση του καπνού που θα διέθεταν για
τον σκοπό αυτό σε έρανο που θα πραγματοποιούσαν.
Από το βιβλίο του Αρχιμανδρίτη Νικηφόρου Μανάδη: Ιερά Μητρόπολη Νέας Πελαγονίας 1924-1930. Εκδόσεις ΕΟΡΔΑΙΑ Πτολεμαΐδα 2001 |
Διοργάνωσαν
την εκλογή εκκλησιαστικού συμβουλίου, με κατάλογο από τον οποίο παίρνουμε
αξιόλογα στοιχεία για τις ηλικίες των ενηλίκων αρχηγών των οικογενειών.
Από το βιβλίο του Αρχιμανδρίτη Νικηφόρου Μανάδη: Ιερά Μητρόπολη Νέας Πελαγονίας 1924-1930. Εκδόσεις ΕΟΡΔΑΙΑ Πτολεμαΐδα 2001. |
Στις
γιορτές τους φορούσαν με καμάρι τις ποντιακές στολές που είχαν φέρει μαζί τους,
διοργάνωναν θεατρικές παραστάσεις και μόλις το 1930 ίδρυσαν τον ποδοσφαιρικό
σύλλογο Μέγα Αλέξανδρο.
Πολύ
σύντομα λειτούργησε και ο επισκευασμένος νερόμυλος (Χαμελέτε) της Καταούλας,
για να αλέθουν τα δημητριακά τους. Ο εγγονός της Νίκος Αρχιτεκτονίδης,
σημερινός ιδιοκτήτης του νερόμυλου τον ανακαίνισε για μία ακόμα φορά το 2007
και τον έθεσε σε λειτουργία.
Στην
πλατεία του χωριού στις γιορτές χόρευαν όλοι μαζί, ενωτικά και κυκλικά όπως
επέβαλαν οι συνθήκες διαβίωσης στις Ποντικές Άλπεις. Κάποιες φορές τραγουδούσαν
όλοι μαζί γύρω από ένα τραπέζι. Πάντα με συνοδεία της λύρας.
Ο λυράρης και στις δύο περιπτώσεις είναι ο Ιορδάνης Παπαδόπουλος. |
Πάνω
που στηρίχθηκε στα πόδια του το σμήνος των Ποντίων προσφύγων ήρθε η κήρυξη του Ελληνοϊταλικού
πολέμου και η νεολαία του χωριού, όπως άλλωστε όλος ο ελληνικός λαός θα
συμμετάσχει στο Έπος. Η συνεισφορά του χωριού δεν αποτιμάται με όσους πολέμησαν
αλλά με όσους έδωσαν την ζωή τους. Αιωνία τους η μνήμη!!!
Ας
ανάψουμε ένα κερί στην μνήμη τους αναφέροντας τους. Στο κοινοτικό κατάστημα
υπάρχει μία κορνίζα με τις φωτογραφίες τους.
Από το αρχείο του Γιώργου Αντωνιάδη. |
Οι συνθήκες που στρατεύθηκαν πολύ δύσκολες.
Χωρίς ατομικό εξοπλισμό, αεροπορία, βαριά όπλα, τρομερός χειμώνας απέναντι σε
υπέρτερες εχθρικές δυνάμεις, αλλά με απαράμιλλο σθένος τα Σιδηρά Συντάγματα με τρομερές απώλειες κατατρόπωσαν τους Ιταλούς. Από
το ημερολόγιο του 28ου Συντάγματος καταγράφουμε:
«…..Το 3ο Τάγμα κατέλαβε
την 8:15 το χωρίον Μοτσορίστε και εκείθεν εκινήθη προς κατάληψιν του εντεύθεν
της χαράδρας της κατερχομένης εκ του αυχένος του Ιβάν γηλόφου .
Επί του γηλόφου ο εχθρός είχε πλήρη οργάνωση
ήτοι: χαρακώματα ορθίως βάλλοντος, βροντές, πολυβολεία και σκέπαστρα
επροστατεύετο δε υπό τριπλής σειράς συρματοπλέγματος . ….
Επί της οργανωμένης ταύτης
γραμμής προσέκρουσαν οι λόχοι 9ος του λοχαγού Αργυρόπουλου Χρ. και 11ος του
λοχαγού Μανέτα. Την στιγμή εκείνη ο εκ των δεξιών του τάγματος ευρισκόμενος
10ος λόγος του λοχαγού Ζιργάνου επωφεληθείς της μετωπικής υπό των δύο λόχων
απασχολήσεως του εχθρού και διολισθείσας δια των απόκρημνων κλιτύων του εκ του
υψ. 1480 κατερχομένου αντερείσματος επέπεσε ως κεραυνός κατά του πλευρού τούτου
και ενεπλάκη εις σκληρόν αγώνα δια της λόγχης και των χειροβομβίδων. Εις το
σημείο εκείνο έπεσε ηρωικώς μαχόμενος ο έφεδρος ανθυπολοχαγός Βασιλειάδης
Ιωάννης του 10ου λόχου. Την ημέραν εκείνη έπεσαν ηρωικώς μαχόμενοι τρεις
αξιωματικοί και 59 οπλίτες, ενώ οι αξιωματικοί που τραυματίστηκαν ήταν 9, και
οι οπλίτες 227. Κατά την μάχη αυτή οι έφεδροι αξιωματικοί επέδειξαν
αξιοθαύμαστο διαγωγή».
Οι
πεσόντες της Άρδασσας είναι:
-
Έφεδρος Ανθυπολοχαγός Βασιλειάδης Ιωάννης Θεόδωρος, 1915,.
Γεννήθηκε στην Πτολεμαΐδας (Άρδασσα). Υπηρετούσε στο 28ο Σύνταγμα Πεζικού. Φονεύθηκε στην περιοχή της Γκολίνας στις
14/11/1940.
Ο
Ιωάννης Βασιλειάδης προτάθηκε για προαγωγή στον ανώτερο βαθμό επί διακεκριμένη
πράξη επί του πεδίου της μάχης.
Ο
ανθυπολοχαγός έχει μια συγκλονιστική ιστορία. Γράφει ο Μενέλαος Παπαδημητρίου:
«Κατήγετο από την Άρδασσα
Πτολεμαΐδος και από το εκεί Δημοτικό Σχολείο τιμωρούμενος για τις αριστερές του
ιδέες, μετατέθηκε ως δάσκαλος στο Δημοτικό Σχολείο Μεταμόρφωσης (Κατουσίου)
Ανθηρού. Αγάπησε ιδιαίτερα το Κατούσι και τους κατοίκους του (λάτρευε την
Περικλίνα του Κωτή-ονόματι Βασίλω, σύζ. Περικλή Κωτή, το γένος Φωτίου Καναβού ή
Κουτή και αδερφή της μάνας μου Αικατερίνης).
Ο μεγάλος του έρωτας και η
μεγάλη του αγάπη ήταν η ΑΡΙΣΤΕΑ Κ. ΤΣΑΝΤΟΥΛΑ -αμφίδρομος σχέση έρωτα και
αγάπης- με την οποία παντρεύθηκαν το 1939 και τον Αύγουστο του 1940 απέκτησαν
την κόρη τους, την ΑΘΑΝΑΣΙΑ. Εκεί στο Κατούσι του ήρθε Φύλλο Ατομικής
Πρόσκλησης που η Πατρίδα τον καλούσε στην Κοζάνη ως έφεδρο Ανθυπολοχαγό. Ο
πόλεμος πλησίαζε.
Αποχαιρετώντας τους δικούς
του μαζί με άλλους 36 Κατουσιώτες και πάνω από 80 Ανθηριώτες (ανάμεσά τους και
ο πατέρας μου Νικόλαος Παπαδημητρίου) έφυγαν για τις μονάδες τοποθέτησής τους.
Εκείνος στην Κοζάνη σε μονάδα ανεφοδιασμού και οι άλλοι στην περιοχή των
Ιωαννίνων και από εκεί ενετάχθησαν σε διάφορες πολεμικές μονάδες και με την
κήρυξη του πολέμου στις 28 Οκτωβρίου έλαβαν μέρος στις επιχειρήσεις κατά των
Ιταλών εισβολέων και μέσα στα Αλβανικά εδάφη.
Αρχές Δεκεμβρίου του 1940
και οι Έλληνες κερδίζουν τις μάχες τη μία μετά την άλλη κατά των Ιταλών
κυνηγώντας τους μέσα στα εδάφη της Βορείου Ηπείρου.
Στο λόφο Αϊβάν της
Επαρχίας Κορυτσάς η μάχη έχει κριθεί και 10-12 Ιταλοί αξιωματικοί κάνουν
σινιάλο ότι παραδίδονται.
Ο 23χρονος έφεδρος
Ανθυπολοχαγός ΙΩΑΝΝΗΣ ΒΑΣΙΛΕΙΑΔΗΣ, γενναίος ως ήτο, προχώρησε προς το ύψωμα για
να παραλάβει αυτούς τους 10-12 Ιταλούς και να τους μεταφέρει στα μετόπισθεν,
αφού εκείνοι είχαν αρνηθεί προηγουμένως να παραδοθούν σε Έλληνες στρατιώτες Την
ώρα που πλησίασε τους Ιταλούς ένας εξ αυτών, ύπουλα και αιφνιδιάζοντας όλους,
έριξε εναντίον του εκρηκτικό μηχανισμό προφανώς χειροβομβίδα, που εκραγείσα τον
βρήκε στο μέτωπο προς στήθος και τον εφόνευσε».
(Πηγή: Έπος του 1940-41, οι άγνωστοι σε εμάς
ήρωες!!!" άρθρο του Μενέλαου Παπαδημητρίου https://www.karditsalive.net/arthra)
-
Τότε έπεσε και ο Στρατιώτης Φολτόπουλος
Μιχαήλ Γεώργιος
1915 από την Άρδασσα Εορδαίας.
Υπηρετούσε στο 28ο Σύνταγμα Πεζικού. Απεβίωσε στις 20/11/1940 στο Στρατιωτικό
Νοσοκομείο Φλώρινας
6
Φεβρουαρίου 1941.
Από
το ημερολόγιο του Συντάγματος.
«Αδιάκοπος βροχή. Την 13η
ώρα ο εχθρός ενήργησε βιαιοτάτην επίθεση κατά του αριστερού του Υποτομέος μας
ήτις απεκρούστη με σοβαράς δια τουτον. Κατά τον αγώνα αυτόν είχαμε τας κάτωθι
απωλείας. Νεκροί αξιωματικοί: ο ταγματάρχης Σακελλαρόπουλος, διοικητής του 3ου
τάγματος φονευθείς καθ' ην στιγμή ευρισκόμενος εν μέσω των στρατιωτών του
απέκρουε την εχθρικήν επίθεση και ο έφεδρος ανθυπολοχαγός Παναγιωτόπουλος
Μιλτιάδης επιτελής του, τραυματιστείς βαρέως και υποκύψας βραδύτερον. Νεκροί οπλίτες
17. Τραυματίες οπλίτες 54».
Ανάμεσα τους οι:
-
Δεκανέας
Αμαραντίδης Αριστοτέλης Γεώργιος 1917 από την Άρδασσα. Υπηρετούσε
στο 28ο Σύνταγμα Πεζικού. Φονεύθηκε στις 6/2/1941 στο ύψ. 802 (Μπούμπεσι) . Ο
Αριστοτέλης Αμαραντίδης είναι καταγωγής από την Μούζενα της Αργυρούπολης στον
Πόντο, γεννήθηκε όμως στην Αλούστα Σάρα της Γιάλτας και ήταν λογοδοσμένος με
την Κυριακή Κωνσταντινίδου. Μετά τον θάνατο του ο αδελφός του Λεωνίδας την
παντρεύτηκε, όπως επέβαλαν τα έθιμα των Ποντίων, και
- ο Στρατιώτης Μιχαηλίδης Συμεών Ευστάθιος 1919 επίσης από την Άρδασσα. Υπηρετούσε στο 33ο
Σύνταγμα Πεζικού και έπεσε στις 6/2/1941 στο Μπούμπεσι.
- Ο
Στρατιώτης Νικολαΐδης Χρήστος Θεόδωρος 1919 από την Άρδασσα έπεσε στις 5/3/1941 κατά την εαρινή αντεπίθεση
των Ιταλών. Υπηρετούσε στο 33ο Σύνταγμα Πεζικού και κατέληξε στο 2ο Στρατιωτικό
Νοσοκομείο Ιωαννίνων.
-
Ο
Στρατιώτης Φωτιάδης Ευστάθιος, άγνωστο που σκοτώθηκε μιας και δεν αναφέρεται
στο δημοσιευμένο αρχείο της Διεύθυνσης Ιστορίας Στρατού. Όμως το δίπλωμα
ευγνωμοσύνης το αποδεικνύει. Όταν σκοτώθηκε ήταν ήδη παντρεμένος με την Κυριακή
και είχε τρία μικρά παιδιά: τον Κωνσταντίνο, την Δέσποινα και τον Γιώργο.
Στο
Αλβανικό Έπος πολέμησαν και άλλοι οι οποίοι επέστρεψαν. Ανάμεσα τους και ο
Κωνσταντίνος Αρχιτεκτονίδης. Ο Κωνσταντίνος Αρχιτεκτονίδης γεννήθηκε στο
Πελετσούχ- Κεπέκλησα της Κερασούντας το 1919. Λόγω των συνθηκών που
επικρατούσαν στην εκπαίδευση την εποχή εκείνη ήταν οικότροφος στο Γυμνάσιο του
Τσοτυλίου. Υπήρξε άριστος μαθητής και κάθε Σαββατοκύριακο ερχότανε στην Άρδασσα
διασχίζοντας τον ορεινό όγκο του Άσκιου και πάλι επέστρεφε πίσω. Από τα Σιδερά
ακολουθώντας την διαδρομή Λιβερά-Σιάτιστα-Τσοτύλι. Μπήκε στην Σχολή Ευελπίδων
με σκοπό να γίνει ιπτάμενος και να πάρει πτυχίο πιλότου. Η μητέρα του όμως
Πολυξένη-Καταούλα δεν συμφωνούσε και δεν τον άφησε να τελειώσει την σχολή. Έτσι
λοιπόν τον μετέθεσαν στον στρατό ξηράς και συγκεκριμένα στην Ξάνθη. Όταν
κηρύχθηκε ο πόλεμος χωρίς να έχει προλάβει να τελειώσει την Σχολή, φεύγει για
το μέτωπο και κατετάγη σαν ανθυπολοχαγός στο Αλβανικό.
Ευγενική παραχώρηση των φωτογραφιών από την κόρη του Πελαγία Αρχιτεκτονίδη. |
Στην Κατοχή βρίσκεται στην Άρδασσα. Το 1944
συλλαμβάνεται μαζί με άλλους και φυλακίζεται στο μοναστήρι της Αγίας Τριάδας στον
Πεντάλοφο της Κοζάνης, μέσα σε ένα κελί. Στην διάρκεια του Εμφυλίου υπηρετεί
πάλι σαν αξιωματικός. Το 1950 που γεννήθηκε η κόρη του Πελαγία παραιτείται από
τον ελληνικό στρατό.
Εν
τω μεταξύ είχε εμφανιστεί η φυματίωση που θέριζε τους αδύναμους οργανισμούς.
Τότε πέθανε και ο γεωπόνος Θανάσης Ταργοντζίδης.
Από το αρχείο του Αρχιμήδη Ταργοντζίδη. |
Στην
διάρκεια της Κατοχής λόγω της πείνας που είχε επικρατήσει στα μεγάλα αστικά
κέντρα(1941-1943), και ειδικά στην Αθήνα το χωριό κατακλύστηκε για μία ακόμα
φορά από πρόσφυγες. Για την μεταφορά αυτή χρησιμοποιήθηκαν αυτοκίνητα που
ανήκαν σε κατοίκους του χωριού κάνοντας το δρομολόγιο Αθήνα- Άρδασσα.
Ο ιδιοκτήτης του ενός από τα αυτοκίνητα Νίκος Καστανίδης (Χάτσης).
Από το αρχείο του Αρχιμήδη Ταργοντζίδη. |
Ήταν
μάλιστα πέντε τον αριθμό. Στο χωριό φιλοξενήθηκαν πρόσφυγες Πόντιοι με
συγγενείς ή όχι στο χωριό, αλλά και πολλοί Ελλαδίτες. Χαρακτηριστικά ο Θεόδωρος
Κουστουλίδης αναφέρει:
"Στην αυλή του
σπιτιού του παππού μου, οι αχυρώνες, οι αποθήκες όλες είχαν γεμίσει με καμιά
σαρανταριά ανθρώπους άγνωστους σε εμάς. Έτσι ήταν σε όλο το χωριό"
(Μαρτυρία στον Βασίλη Κωνσταντινίδη στις 27 Ιουνίου του
2021 στην Άρδασσα).
Σε
εκείνη την περίοδο για παράδειγμα το μέλος της Επιτροπής Ποντιακών Μελετών Έλσα
Γαλανίδου, γεννημένη το 1932, τελείωσε το δημοτικό σχολείο στην Άρδασσα. Η
γιαγιά της την πήρε από την Νίκαια του Πειραιά όπου έμενε, και την έφερε στην
αδελφή της Δέσποινα Φωλτοπούλου, στην Άρδασσα, λόγω της Κατοχής, και που είχε
παντρευτεί τον Χριστόδουλο Εξακουστείδη, για να μπορέσουν να επιβιώσουν. Ο δε
αδελφός της Χρήστος, πρόεδρος της Επιτροπής Ποντιακών Μελετών, διέμενε σε
συγγενική οικογένεια στην γειτονική Αναρράχη. Ο αλτρουισμός και η Ποντιακή
αλληλεγγύη είναι παροιμιώδης. Ο εμφύλιος θα τραυματίσει αυτή την συνοχή που
επέδειξε η πρώτη γενιά προσφύγων.
Από τότε πολλά πράγματα άλλαξαν... Και επειδή η ζωή κάνει κύκλους αρκετοί Αρδασσινοί μετά την δεκαετία του ’50 οδηγήθηκαν στην Αθήνα για ανεύρεση εργασίας, κυρίως στην Καλλιθέα και την Δραπετσώνα. Ο μικρός κλήρος δεν μπορούσε να υποστηρίξει τόσες οικογένειες…. Οι Στάθης και Κώστας Κωνσταντινίδης, ο Χαράλαμπος Ψωμιάδης, ο Ανέστης Αποστολίδης, οι Περικλής και Γιώργος Κυριακίδης, ο Γιάννης Παυλίδης, ο Γιώργος Καρυπίδης, οι Κυριάκος και Σάββας Παπαδόπουλος, ο Σάββας Τσιβιλτίδης, ο Λαμπριανός Αφεντουλίδης, ο Θόδωρας Σαουλίδης, ο Μίλτος Φωτιάδης είναι ανάμεσα σε αυτούς. Πάντα συναντιόντουσαν όμως για να χορέψουν και να τραγουδήσουν. Επίκεντρο τους ήταν το μαγαζί του Σοπ στην Καλλιθέα.
Οι Στάθης και Κώστας Κωνσταντινίδης, ο Νίκος Αρχιτεκτονίδης, ο Σάββας Παπαδόπουλος, ο Σάββας Τσιβιλτίδης χορεύουν στο μαγαζί του Σοπ στα τέλη της δεκαετίας του ’50, αρχές της δεκαετίας του ’60.
Από το αρχείο της Σοφίας Αρχιτεκτονίδου. |
Στο
δια ταύτα.
Φέτος
συμπληρώνονται 100 χρόνια από την Μικρασιατική Καταστροφή. Επιβάλλεται όσο ποτέ
άλλοτε οι απόγονοι αυτών των προσφύγων να ερευνήσουν και να καταγράψουν την
ιστορία της οικογένειάς τους. Ανάμεσα σε αυτούς και ο γράφων ο οποίος οφείλει
να ξεπληρώσει την υποτροφία που έλαβε από το ΙΚΥ (από τα κεφάλαια της
Ανταλλάξιμης Περιουσίας των Προσφύγων).
Παρόλα
τα προβλήματα άνθρωποι απλοί κι ανιδιοτελείς θα προσπαθήσουν διατηρήσουν τις
μνήμες των γονιών τους ιδρύοντας μουσεία,
(Μουσείο Συλλόγου Ποντίων Αρδάσσης) |
λειτουργώντας
θεατρικούς συλλόγους και διοργανώνοντας θεατρικές παραστάσεις,
(Θεατρική παράσταση Συλλόγου Ποντίων Αρδάσσης) |
ή
απλά θα συγκεντρώσουν φωτογραφικό υλικό που εξιστορεί την ζωή των προσφύγων στο
χωριό σε ένα καφενείο,
(Σπηλιά Εορδαίας. Το καφενείο του Κώστη Ιωαννίδη γεμάτο αναμνήσεις…) |
θα
αναδείξουν εικαστικούς σαν τον Δημοσθένη Τριανταφυλλίδη, που έργα του αγόρασε
το Υπουργείο Πολιτισμού,
Έργο του εικαστικού, θεατρικού συγγραφέα και σκηνοθέτη Δημοσθένη Τριανταφυλλίδη. |
επιστήμονες
σαν τον γιατρό Παναγιώτη Συμεωνίδη.
Ονομαστικές καταστάσεις Ποντίων προσφύγων εγκατασταθέντων στην Άρδασσα.
Το οφείλουμε σε αυτούς που μας μεγάλωσαν!!!
Βασίλης Κωνσταντινίδης.
Μέλος της Επιτροπής Ποντιακών Μελετών.
Βιβλιογραφία:
Αρχιμανδρίτη Νικηφόρου Μανάδη: Ιερά Μητρόπολη Νέας Πελαγονίας 1924-1930. Εκδόσεις ΕΟΡΔΑΙΑ Πτολεμαΐδα 2001
Εξαιρετικό αρχειακό υλικό. Μπράβο Βασίλη.
ΑπάντησηΔιαγραφήΈχω την εντύπωση, οτι η πρώτη εκκλησία της Άρδασσας ήταν ο Άγιος Γεώργιος, χτισμένη εκεί που είναι ο φούρνος του Μάντατση. Γκρεμίστηκε στον πόλεμο με τους γερμανούς και μετά χτιστηκε η Μεταμόρφωση σε νέα θέση. Ερευνήστε το. Κάποιος ακόμη θα θυμάται.
ΑπάντησηΔιαγραφήΦεναρέτη.