Σάββατο 30 Δεκεμβρίου 2017

Τα καραβάνια ταξιδεύουν από Ανατολή σε Δύση.

Βασίλη Κωνσταντινίδη
Γεωλόγου, περιηγητή

Α. Η ιστορία του μεταξιού


Η ιστορία του μεταξιού χάνεται στα βάθη των αιώνων και είναι συνυφασμένη με κινέζικες ιστορίες και μύθους. Σύμφωνα με τον μύθο την τέχνη της εκτροφής του μεταξοσκώληκα ανακάλυψε συμπτωματικά η αυτοκράτειρα Σι Λινγκ Τσι το 2690 πΧ. Από τότε άρχισε η ανάπτυξη της μεταξουργίας στην Κίνα. Τέχνη που έμεινε μυστική για 20 περίπου αιώνες. Η εξαγωγή των αυγών του μεταξοσκώληκα στο εξωτερικό απαγορευόταν αυστηρά. Οποιοσδήποτε αποκάλυπτε τα μυστικά της σηροτροφίας αντιμετώπιζε την ποινή του θανάτου. Επιτρεπόταν μόνο η εξαγωγή κατεργασμένων νημάτων και υφασμάτων. Η Ιαπωνία, οι Ινδίες και η Περσία ήταν κέντρα εμπορίας του εξαγόμενου μεταξιού.

Με τις εκστρατείες του Μεγάλου Αλεξάνδρου (4ος αιώνας π.Χ.) το μεταξωτό ύφασμα έγινε γνωστό στους αρχαίους Έλληνες. Ο Μέγας Αλέξανδρος μάλιστα έστειλε φούσκες στον δάσκαλο του Αριστοτέλη θέλοντας να μάθει τα μυστικά του μεταξιού, χωρίς αποτέλεσμα. Μάλιστα ο μεγάλος φιλόσοφος είπε ότι «τα μεταξωτά ενδύματα περισσότερο αποκαλύπτουν το σώμα παρά το καλύπτουν»…..


Α.1. Ο Δρόμος του Μεταξιού.

Η ονομασία «Δρόμος του Μεταξιού» δεν ήταν γνωστή στην αρχαιότητα. Την ονομασία «Seidenstrasse» (Δρόμος του Μεταξιού) την έδωσε ένας Γερμανός ταξιδευτής- επιστήμονας και γεωγράφος, ο Ferdinand Von Richthofen τον 19ο αιώνα και συγκεκριμένα το 1877.

Στη πραγματικότητα πρόκειται για ένα εμπορικό δίκτυο που άνθισε κυριολεκτικά για χιλιετίες. Ιδρύθηκε από την κινεζική δυναστεία των Χαν, περίπου το 130 π.Χ. (στα χνάρια παλαιότερων εμπορικών δρόμων, που χρησιμοποιούνταν ήδη από το 500 π.Χ.), αναπτύχθηκε στην αρχαιότητα και την ύστερη αρχαιότητα και δεν εγκαταλείφθηκε παρά στα μέσα του 15ου αιώνα μ.Χ., μετά την πτώση της Κωνσταντινούπολης το 1453. Αναφορές στο Δρόμο του Μεταξιού κάνει ακόμη και ο Ηρόδοτος. Ο δρόμος πήρε το όνομά του από το πιο προσοδοφόρο προϊόν που διακινούσαν τα καραβάνια, το κινεζικό μετάξι, αλλά διακινούνταν και  πολλά άλλα προϊόντα. Από το 100 π.Χ., οι Κινέζοι έμποροι άρχισαν να εξάγουν μετάξι στην Μέση Ανατολή και την Ευρώπη. Στα ρωμαϊκά χρόνια συνεχίστηκαν οι εισαγωγές κατεργασμένης και ακατέργαστης σινικής κλωστής και έτοιμων υφασμάτων. Οι πηγές μαρτυρούν ότι την περίοδο αυτή το μετάξι είχε τεράστια αξία, ίση με αυτήν των πολύτιμων λίθων και του χρυσού. Ο αυτοκράτορας φορούσε αποκλειστικά ρούχα πορφυρής μέταξας, ενώ μεταξωτά ενδύματα φορούσαν οι αξιωματούχοι του κράτους και μερικοί ευκατάστατοι ιδιώτες.

Ταξιδεύοντας τα καραβάνια με καμήλες και μουλάρια ακολουθούσαν ένα δίκτυο από μονοπάτια που συνδέονταν με οάσεις. Ξεκουράζονταν στα Καραβανσεράι, που υπήρχαν στην διαδρομή. Όταν επέστρεφαν στην Κίνα, έφεραν προϊόντα πολυτελείας, όπως γυαλί, πολύτιμες πέτρες και ειδήσεις από τον έξω κόσμο.

Στην Ευρώπη εισάχθηκε για πρώτη φορά στο Βυζάντιο στα χρόνια της βασιλείας του Ιουστινιανού, όπου κατά μία εκδοχή το 554 μ.Χ., δύο καλόγεροι γυρνώντας από μια ιεραποστολική περιοδεία στην Κίνα, έφεραν μαζί τους κουκούλια μέταξας κρυμμένα στα ραβδιά τους, γιατί απαγορευόταν η εξαγωγή τους. Στα τελευταία χρόνια της βασιλείας του Ιουστινιανού χρονολογείται η εισαγωγή της σηροτροφίας στις μεσογειακές χώρες της βυζαντινής αυτοκρατορίας.

Με ποιό τρόπο?

Μάλλον το πιθανότερο είναι ότι μία Κινέζα πριγκίπισσα το 419 μ.Χ. που έγινε σύζυγος Πέρση βασιλιά, κατάφερε να μεταφέρει κρυφά κουκούλια στην Περσία και άρχισε την παραγωγή του μεταξιού. Δύο Νεστοριανοί  μοναχοί το 552 μ.Χ. επισκέφθηκαν την Περσία για να διδάξουν τον Χριστιανισμό, κατάφεραν και έμαθαν την διαδικασία παραγωγής του μεταξιού, έκλεψαν αυγά και τα μετέφεραν λαθραία στο Βυζάντιο. Τότε ο Ιουστινιανός τους αντάμειψε πλουσιοπάροχα και έθεσε υπό την αιγίδα του την καλλιέργεια του μεταξιού… Γι ‘ αυτό το γεγονός  γράφει ο ιστορικός Προκόπιος:

«Εκείνον τον καιρό, περίπου το 550 μ.Χ., ήλθαν ορισμένοι μοναχοί που έμαθαν ότι ο αυτοκράτορας Ιουστινιανός δεν ήθελε πλέον να αγοράζουν οι Ρωμαίοι μετάξι από τους Πέρσες. Πήγαν λοιπόν στον αυτοκράτορα και του υποσχέθηκαν ότι θα του έδιναν τα υλικά για να παράγει το μετάξι, για να μην αγοράζουν οι Ρωμαίοι ξανά αυτό το εμπόρευμα από τους Πέρσες, που ήταν εχθροί τους, ή από κάποιον άλλο λαό. Ο αυτοκράτορας τους έκανε πολλές ερωτήσεις για το μυστικό. Οι μοναχοί απάντησαν ότι το μετάξι έβγαινε από κάποια σκουλήκια και ότι η ίδια η φύση τα διδάσκει και τα αναγκάζει να το παράγουν. Τα κουκούλια από αυτά τα σκουλήκια, είπαν οι μοναχοί, έχουν αμέτρητα αβγά το καθένα. Και οι άνθρωποι μπορούν να τα διατηρήσουν αν τα σκεπάσουν με κοπριά. Και μετά, αν τα ζεστάνουν για όσο χρόνο χρειάζεται, μπορούν να παράγουν τα έντομα. Οι μοναχοί γύρισαν στη Σηρίνδα, περιοχή στην Κίνα και μετέφεραν τα αβγά στο Βυζάντιο  συγκεκριμένα τη Κωνσταντινούπολη.Και έτσι ξεκίνησε να παράγεται το μετάξι στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Τότε σταμάτησαν οι πόλεμοι μεταξύ Ρωμαίων και Περσών για το μετάξι».

Η επιτυχία αυτή αποδέσμευσε προοδευτικά τη βυζαντινή υφαντουργία από τον έλεγχο που ασκούσαν ως τότε οι Πέρσες στην προμήθεια ακατέργαστης σινικής μέταξας και επέτρεψε την ανάπτυξη στη Συρία και αλλού μεταξουργίας βασισμένης σε βυζαντινές πρώτες ύλες, υπό τον έλεγχο του Κράτους, το οποίο λίγα χρόνια νωρίτερα είχε αποσπάσει τον πλήρη μονοπωλιακό έλεγχο της παραγωγής και εμπορίας των μεταξωτών υφασμάτων.

Στο αποκορύφωμά του, στον 7ο και 8ο αιώνα μ.Χ. το κύριο τμήμα του χερσαίου Δρόμου του Μεταξιού, εκτεινόταν για πάνω από 4.000 μίλια από τα ανατολικά προς τα δυτικά, έως την Αντιόχεια, την Τύρο, την Κωνσταντινούπολη και άλλες πόλεις της Ανατολικής Μεσογείου. Οι Κινέζοι έμποροι ξεκινούσαν από την βόρεια και κεντρική Κίνα συγκεκριμένα την κινέζικη πρωτεύουσα (Ξιάν) της δυναστείες των Χαν και Τανγκ και έφθαναν μέχρι την πόλη Ντουνχουάγκ, στην συνέχεια παρέδιδαν τα εμπορεύματα τους σε άλλους που κατέληγαν τελικά στην Αντιόχεια, και σε διάφορες πόλεις στη Μέση Ανατολή, έχοντας διασχίσει τις ερήμους, τα όρη και τις στέπες της Κεντρικής Ασίας.

Κάποια στιγμή και για διάφορους λόγους η χερσαία μεταφορά του μεταξιού σταμάτησε κάπου στον 13οαι., πιθανόν και λόγω της καθόδου δυτικά διαφόρων επιθετικών φύλων που δημιουργούσαν ανασφάλεια διακίνησης του εμπορίου. Με την εγκαθίδρυση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, το εμπόριο μεταξύ Ανατολής και Δύσης ανακόπηκε και ο Δρόμος του Μεταξιού παρήκμασε.

Όμως επειδή ήταν πολλά τα λεφτά αλλά και η αίγλη, το «κλείσιμο των διαδρομών του περίφημου Δρόμου» οδήγησε στα ταξίδια των μεγάλων θαλασσοπόρων και την ανακάλυψη (ή πιο σωστά την επ-ανακάλυψη για την ακρίβεια του Νέου Κόσμου  μεταξύ του 1453 έως 1660 μ.Χ. περίπου). Έτσι, το κλείσιμο του Δρόμου του Μεταξιού ώθησε τους εμπόρους στη θάλασσα και έδωσε τη δυνατότητα για την δημιουργία της παγκόσμιας κοινότητας, δηλαδή της παγκόσμιας αγοράς, όπως την ξέρουμε σήμερα. γιατί εκτός από το μετάξι, μέσω του Δρόμου διακινούνταν μπαχαρικά, γυαλί, πορσελάνη, πολύτιμοι λίθοι, ελεφαντόδοντο.

Μία άλλη ιδιαιτέρως αναπτυγμένη και προσοδοφόρα πλευρά των εμπορικών δικτύων στον Ινδικό Ωκεανό ήταν η μεταφορά και εμπορία σπάνιων αρωμάτων της Ανατολής, ιδίως από την περιοχή της Αραβίας. Αρώματα όπως μύρο, θυμίαμα για τις ιερές τελετουργίες προς τιμήν των αρχαίων θεών εισάγονταν από τις χώρες της Ανατολής. Ιστορικές και αρχαιολογικές ενδείξεις φανερώνουν την ύπαρξη κρατών στην Αραβική χερσόνησο, την «ευδαίμονα Αραβία», όπως την αποκαλούσαν οι Ρωμαίοι, που στήριζαν την οικονομία τους στο εμπόριο αρωμάτων, όπως λ.χ. το βασίλειο στην περιοχή της Υεμένης, απ’ όπου προήρχετο και η μυθική βασίλισσα του Σαβά. Ενώ οι χερσαίοι εμπορικοί δρόμοι ήσαν σταθεροί και καθορισμένοι (δρόμος του μεταξιού, δρόμος των καραβανιών), στον Ινδικό Ωκεανό οι θαλάσσιες οδοί επηρεάζονταν από τις καιρικές συνθήκες και τους εποχιακούς μουσώνες. Πολλές φορές τα εμπορικά πλοία αναγκάζονταν να πλέουν πλησίον των ακτών του Περσικού Κόλπου, να περιπλέουν τις ακτές της Αραβικής Χερσονήσου για να εισέλθουν στην Ερυθρά Θάλασσα μεταφέροντας το πολύτιμό τους εμπόρευμα, όπου συναντούσαν πειρατές. Λόγω ακριβώς αυτών των μειονεκτημάτων δεν έγινε ποτέ ο θαλάσσιος δρόμος ο αποκλειστικός τρόπος διακίνησης των εμπορευμάτων από την Ανατολή στη Δύση.

Γενικά, θα μπορούσαμε να πούμε, ο Δρόμος του Μεταξιού ήταν και δρόμος των ειδών πολυτελείας:  τα ακριβά προϊόντα που πωλούνταν και αγοράζονταν από τις ανώτερες οικονομικές τάξεις των διαφόρων κρατών της Ασίας αλλά και της Δύσης και όχι μόνο.


Β. Διακίνηση πολιτιστικών και θρησκευτικών προτύπων.

Εκτός από την τεράστια εμπορική του σημασία, ο Δρόμος του Μεταξιού είχε και μεγάλη πολιτισμική αλλά και πολιτική σημασία. Από τις διακλαδώσεις του δικτύου αυτού έρρευσαν και οι πολιτιστικές και θρησκευτικές επιρροές από την Κίνα προς άλλες χώρες αλλά και το αντίστροφο (αν και σπανιότερα). Μέσα από τις διαδρομές του μεταξιού εξαπλώθηκαν οι διδαχές του Βουδισμού, του Χριστιανισμού αλλά και του Ισλάμ.

Ο Δρόμος του Μεταξιού περισσότερο από οικονομική οδός ήταν ένα κανάλι μέσα από το οποίο πέρασαν από κάθε χώρα σε άλλες η τέχνη, η θρησκεία, η φιλοσοφία, η τεχνολογία, η γλώσσα, η επιστήμη, η αρχιτεκτονική και ότι άλλο κουβαλούσαν οι έμποροι πέρα από τα εμπορεύματά τους. Στο διάβα του χρόνου δεκάδες τραγούδια συντέθηκαν  εξυμνώντας τον, και πολλοί εικαστικοί καλλιτέχνες εμπνεύστηκαν  από αυτόν όπως ο Σύριος Jamal Joratli.


Γ. Κίνδυνοι και ασθένειες.

Τα καραβάνια στη πορεία τους χρησιμοποιώντας διαφορετικά υποζύγια ανάλογα με τις κλιματικές συνθήκες (καμήλες, γιάκ, άλογα, μουλάρια) διέσχιζαν ερήμους, στέπες, ποτάμια και οροσειρές, το σύνολο των οποίων παρουσίαζε δραματικούς κινδύνους για όσους αψηφούσαν με ανόητο τρόπο μερικούς βασικούς, στοιχειώδεις, αλλά άγραφους κανόνες ασφαλείας κατά τη διάρκεια της διέλευσης αυτών των περιοχών. Επίδοξοι ληστές και κακοποιοί κυνηγούσαν άγρια τους ταξιδιώτες και εμπόρους, ενώ τα πολλά παράξενα φαγητά, το νερό, και βεβαίως αναρίθμητοι μικροοργανισμοί, απειλούσαν την υγεία των ταξιδιωτών με ασθένειες κατ’ εξοχήν θανατηφόρες πάντοτε εκείνες τις εποχές.

Εκτός αυτών όμως, οι σοβαρές ψυχικές ασθένειες ήταν πολύ συχνές, αλλά σπανίως αναφέρονταν και τότε, αλλά και αργότερα. Πολλοί ταξιδευτές του Δρόμου του Μεταξιού, συμπεριλαμβανομένου του πολυταξιδεμένου Marco Polo, κατέγραψαν κάποιους τρομακτικούς νυκτερινούς ήχους (πιθανότατα από το θρόισμα του ανέμου) που αποπροσανατόλιζαν τους πρωτόπειρους και ασταθείς ψυχικά διαβάτες. Ας δούμε ένα απόσπασμα από το βιβλίο «Τα ταξίδια του Μάρκο Πόλο». Από τις διηγήσεις και το περιεχόμενο του κειμένου του, συμπεραίνουμε σήμερα ότι πρέπει να βρισκόταν κάπου μέσα στην αφιλόξενη έρημο του Τουρκεστάν ή να αναφερόταν σε αυτή. Γράφει πολύ παραστατικά:

«…Όταν ένας άνθρωπος ταξιδεύει νύχτα μέσα σ’ αυτή την έρημο και κάτι γίνει και χασομερήσει και χάσει την επαφή του με τους συντρόφους του, είτε πέφτοντας να κοιμηθεί είτε για οποιαδήποτε άλλη αιτία, και ύστερα θέλει να τους ξαναβρεί, τότε ακούει φωνές από το υπερπέραν με τέτοιο τρόπο όμως που νομίζει πως είναι των συντρόφων του. Μερικές φορές μάλιστα τον φωνάζουνε και με τ’ όνομά του. Συχνά αυτές οι φωνές τον κάνουν να χάσει το δρόμο του, κι έτσι έπειτα δεν μπορεί να τον ξαναβρεί. Με αυτόν τον τρόπο, πολλοί ταξιδιώτες χάθηκαν και εξαφανίστηκαν. Μερικές φορές τη νύχτα ακούν ένα θόρυβο σαν αυτόν που γίνεται από καβαλάρηδες σε παρέλαση και που ακούγεται να ‘ρχεται μακριά απ’ το δρόμο…» 


Δ. Το δίκτυο των καραβανιών στη Μικρά Ασία.

Τα καραβάνια κατά την Βυζαντινή περίοδο  ερχόμενα από την Περσία ή την Μεσοποταμία εισέρχονταν στη Μικρά Ασία  και διακλαδίζονταν σε διαφορετικές διαδρομές:  ένας κλάδος ακολουθούσε την διαδρομή Θεοδοσιούπολη – Νικόπολη- Νεοκαισάρεια- Αμάσεια- Νικομήδεια- Κωνσταντινούπολη, ένας άλλος την διαδρομή Μελιτηνή (Μαλάτεια) –Σεβάστεια- Αμάσεια- Άγκυρα- Ικόνιο- Δορύλαιο- Κωνσταντινούπολη, και ένας τρίτος μέσω της Αργυρούπολης κατέληγε στην Τραπεζούντα, οπότε από κει τα εμπορεύματα μεταφέρονταν στα λιμάνια της Μαύρης Θάλασσας και στην Κωνσταντινούπολη.

Πολλά κάστρα προστάτευαν τα περάσματα και τα  καραβάνια από ληστές. Στην διάρκεια των αιώνων είναι φυσικό να ενσωματωθούν και άλλες πόλεις είτε σαν περάσματα είτε σαν τελικοί προορισμοί διαφορετικοί από τις αρχικούς, όπως η Αττάλεια, η Σμύρνη, η Προύσα. Η Προύσα μάλιστα μετεξελίχτηκε σε κέντρο παραγωγής μεταξωτών ειδών, μια παράδοση που κρατάει μέχρι σήμερα.

Τα τελευταία χρόνια της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας τα καραβάνια είχαν συνήθως 50-60 καμήλες και μετέφεραν προϊόντα από το Χαλέπι με κατάληξη την Σμύρνη, και τα λιμάνια του Πόντου μέσω της Καππαδοκίας. Επί κεφαλής ήταν ο «σαβράμπασης», ο οποίος κανόνιζε για τα ζώα και τους αγωγιάτες («ντεβεντετζήδες» - καμηλιέρηδες, «κατιρτζήδες» - μουλαράδες). Το μέγεθος τους ήταν ικανό ώστε να φιλοξενήσει μέχρι 150 ζώα. Τελικός προορισμός του μεγαλύτερου όγκου των εμπορευμάτων ήταν η Κωνσταντινούπολη. Εκεί συναθροίζονταν με άλλα εμπορεύματα στις κλειστές αγορές της Πόλης (π.χ. Καπαλί Τσαρσί, χτισμένο στα χρόνια του Μωάμεθ), στα μπετεστένια ή την Αγορά των μπαχαρικών (Μισίρ Τσαρσί, δηλ. Αγορά της Αιγύπτου, κτίσμα του 17ου αιώνα,  μιας και ο κύριος όγκος των μπαχαρικών ερχόταν από την Αίγυπτο πριν την διάνοιξη της διώρυγας του Σουέζ). Οι δρόμοι των καραβανιών σε εδάφη χωρίς κλιματικές ή τοπογραφικές δυσκολίες και κινδύνους από ληστές διέρχονταν και από τους κύριους οδικούς άξονες και συναντούσαν πανέμορφες γέφυρες, όπως αυτή του Τσοπάντεντε κοντά στο Ερζερούμ ή του Μαλαμπάτι στον  ποταμό Μπάτμαν. Τα καραβάνια θα σταματήσουν στην Οθωμανική επικράτεια όταν αναπτύχθηκαν νέα, μεγαλύτερα και γρηγορότερα πλοία και επεκτάθηκε η σιδηροδρομική γραμμή προς ανατολάς.


Δ. 1. Τα Καραβανσεράι της Μικράς Ασίας και τα χαρακτηριστικά τους.

Τα καραβάνια επειδή έπρεπε να σταματάνε κάθε περίπου σαράντα χιλιόμετρα  για  να ξεκουράζονται οι καμήλες (τόσο μπορούσαν να διανύσουν καθημερινά) δημιούργησαν την ανάγκη να φτιαχτούν τα Χάνια ή τα Καραβανσεράι (Παλάτια των Καραβανιών) όπως αποκαλούνταν. Όπως οι πόλεις και τα χωριά μέσω των οποίων πέρναγαν οι εμπορικοί δρόμοι, η ύπαρξη των καραβανσεράι  τα μετέτρεψε κάποτε σε μικρά εμπορικά κέντρα. Καραβανσεράι υπήρχαν και στην Αρμενία, το Αζερμπαϊτζάν, τη Συρία, το Ιράκ, τη Γεωργία κ.α.

 Οι διαφορές των  Καραβανσεράι από τα Χάνια ήταν ότι τα τελευταία βρίσκονταν μέσα στις πόλεις και σήμερα στεγάζουν καταστήματα, με χαρακτηριστικές οροφές που σχηματίζουν τα ισλαμίζοντα οξύρυγχα τόξα. Κατά τα άλλα είχαν πολλές ομοιότητες. Συνήθως ήταν τετραγωνικού σχήματος ογκώδη οχυρωμένα  κτίρια, με εσωτερική αυλή, διέθεταν πύλες στις τέσσερις διευθύνσεις του ορίζοντα, ήταν συνήθως διώροφα που στον πάνω όροφο έμεναν οι αγωγιάτες και κάτω τα υποζύγια. Δεν είναι σπάνιο να υπάρχει εντός τους και ένας λατρευτικός χώρος, χαμάμ, αποθήκες, τραπεζαρία, κ.λ.π. Οι αυλές είναι συνήθως περιτριγυρισμένες από υπνοδωμάτια, αποθήκες, λουτρό και μπάνια. Για τη θέρμανση των χώρων χρησιμοποιήθηκαν "μαγγάλια" (μπράιζερ) ή "ταντρίρ" (φούρνος στο έδαφος) ενώ κεριά και λάμπες χρησιμοποιήθηκαν για το φως. Όλες οι απαιτούμενες υπηρεσίες παρέχονταν από τους ανθρώπους που εργάζονταν μόνιμα στα καραβανσεράι π.χ. γιατρός, ιμάμης (ηγέτης προσευχής), αποθηκάριος, κτηνίατρος, αγγελιοφόρος, σιδεράς και μάγειρας. Οι  τοίχοι του κτίσματος είναι από ντόπια υλικά π.χ. ηφαιστειακά πετρώματα στη περιοχή της Καππαδοκίας, ασβεστόλιθοι στην Ανατολία. Για αμυντικούς σκοπούς, το όλο συγκρότημα έχει τη μορφή  κάστρου.  Μολονότι τα μοτίβα των δράκων, των λιονταριών και των φυτικών σχεδίων χρησιμοποιούνταν συχνότερα στη διακόσμηση των εισόδων, στην Καππαδοκία προτιμήθηκαν γενικά τα γεωμετρικά σχέδια. Τα μογγολικής προέλευσης φύλα ερχόμενα δυτικά μην έχοντας καμία πολιτιστική παράδοση ενσωματώνουν πολύ γρήγορα την ισλαμική τέχνη των Περσών,  γοητεύονται από την αρχιτεκτονική των κτιρίων της Κεντρικής Ασίας και τις υιοθετούν πολύ γρήγορα. Οι πόρτες ήταν κατασκευασμένες από σίδηρο, και για προστασία των ανθρώπων και των εμπορευμάτων έκλειναν με τη δύση του Ηλίου και άνοιγαν με την ανατολή του. Μερικές είσοδοι είναι αντιπροσωπευτικά έργα ισλαμικής τέχνης. Τα πιο καλοδιατηρημένα Χάνια που συναντάμε στη Τουρκία είναι στη Καππαδοκία .


Δ. 1. 1. Τα Καραβανσεράι της Καππαδοκίας.

Στη Καππαδοκία βρίσκονται τα περισσότερα καραβανσεράι από τα 200 περίπου που υπήρχαν παλαιότερα σε όλη την Τουρκία. Αυτά που χτίστηκαν κατά την Σελτζουκική περίοδο είναι τα ωραιότερα. Ελάχιστα όμως στέκουν σε καλή κατάσταση. Τελευταία  γίνεται προσπάθεια να αναστηλωθούν και να χρησιμοποιηθούν για άλλους σκοπούς: ξενοδοχεία, μαγαζιά, χώροι αναψυχής. Μερικά από τα καραβανσεράι  Σελτζουκικής περιόδου  φέρουν σπάνιες ανάγλυφες παραστάσεις με τη τεχνοτροπία της εποχής.

Ένα τέτοιο υπέροχο κτίριο είναι και το μεγαλύτερο χάνι της Ανατολίας: το Σουλτάν Χανί, χτίσμα του 1229 στο Ακσαράι (Αρχελαΐς) της Καππαδοκίας. Εάν ένας επισκέπτης στην Τουρκία μπορεί να δει μόνο ένα χάνι, αυτό θα είναι το Σουλτάν Χανί. Τα πιο αξιοθαύμαστα χαρακτηριστικά του είναι η αυλή με τα αυλάκια απορροής που την διατρέχουν, οι δίδυμες μεγαλοπρεπείς πύλες του προθάλαμου εισόδου και του καλυμμένου τμήματος, το σύστημα θόλων και το ανεξάρτητο τζαμί στο μέσο της αυλής. Η πέτρινη διακόσμηση του τζαμιού και των πυλών είναι αξιοσημείωτη για την κομψότητα και την καλλιτεχνική του μορφή. Η είσοδος στο χάνι γίνεται μέσα από μια επιβλητική πύλη και έναν ορθογώνιο προθάλαμο που καλύπτεται με ένα αστέρι. Η πύλη έχει ύψος 13 μ. και πλάτος περίπου 50 μ. Στο πλάι έχει σκαλισμένα  πάνελ με  πολύγωνα που διακόπτονται από λουλούδια, έναν περίεργο συνδυασμό ενός ισχυρού γεωμετρικού στοιχείου με ένα ευαίσθητο φυσικό υλικό. Η χαριτωμένη καμάρα πλαισιωμένη με διακοσμητική κορδέλα περιβάλλει και στέφει το θόλο  που παρουσιάζει τη μορφή σταλακτίτη. Η επιγραφή  που διασώθηκε δηλώνει ότι χτίστηκε από τον Σελτζούκο σουλτάνο Αλαεντίν Κοϋκοβάδη τον Α' το 1229 από αρχιτέκτονα της Δαμασκού όπως δηλώνει η επιγραφή "Amele Muhammed bin Hav (la) n (el-Dimiski)"…

Μικρότερα καραβανσεράι κοντά σ’ αυτό είναι Αγκζικαραχάν («Μαυρόστομο»), και τα σχεδόν κατεστραμμένα Ορεσίν και  Αλάι.

Το Αγζικαραχάν («Μαυρόστομο»), το οποίο φέρει το ίδιο όνομα με το χωριό όπου βρίσκεται, είναι εναλλακτικά γνωστό και ως Χοτζά Μεσούντ (όπως ονομαζόταν ο ιδρυτής του) Καραβανσεράι. Η πρώτη από τις δύο διασωθείσες επιγραφές αναφέρει ότι η κατασκευή του ξεκίνησε το 1231 από έναν πλούσιο έμπορο που ονομαζόταν Χοτζά Μεσούντ Μπιν Αμπντουλάχ και ολοκληρώθηκε το 1239. Σ‘ αυτό συνετέλεσε ο Αλλαεντίν Κοϋκοβάδης ο Α΄ και ο γιός του Γκιγιασεντίν  Κεϋχουσρέφ. Οι υπέροχες πύλες του, το τζαμί του, οι  πύργοι και τα άλλα αρχιτεκτονικά χαρακτηριστικά, θυμίζουν το Σουλτάν Χανί. Το τζαμί ανυψώνεται πάνω σε μια τετράγωνη βάση με καμάρες και στέκεται στη μέση της αυλής, η οποία περιβάλλεται από κιονοστοιχίες και κλειστά δωμάτια.

Το Ορεσίν επίσης γνωστό ως Τεπεσιντελίκ Χαν έχει μια καλυμμένη αυλή και δεδομένου ότι η επιγραφή λείπει, δεν είναι γνωστό πότε ακριβώς χτίστηκε ή από ποιον. Ωστόσο, οι ερευνητές συμφωνούν ότι πιθανότατα χρονολογείται στο τελευταίο τρίτο  του 13ου αιώνα. Η πύλη και το τμήμα του τρούλου είναι  ερείπια, αλλά οι χώροι που αποτελούν τις αποθήκες υποστηρίζονται από συμμετρικά τοποθετημένες ομάδες τριών στηλών γύρω από κρεμαστό τρούλο και είναι εντυπωσιακές στην εμφάνιση. Εντυπωσιακό είναι και το Ζαζαντίν Χαν του 1229  κοντά στο Ικόνιο.

Το Σαριχάν, δηλαδή το Κίτρινο Καραβανσεράι που βρίσκεται στην επαρχία του Νεβσεχίρ καλύπτει έκταση 2000 τετραγωνικών μέτρων και κτίστηκε το 1249 κατά τη διάρκεια της βασιλείας του Ιτζεττίν Κοϋκοβάδη του Β΄ (1249-1254), ίσως και από αυτόν τον ίδιο. Κατασκευάστηκε από απαλού χρώματος κίτρινες, ροζ και μπεζ πέτρες.  Η αποκατάσταση  του (τμήματα του οποίου ήταν ερείπια) ολοκληρώθηκε το 1991. Αυτό ήταν το τελευταίο καραβανσεράι που είχε κατασκευαστεί από τους  Σελτζούκους σουλτάνους.

Το πιο απομακρυσμένο καραβανσεράι στην περιοχή της Καππαδοκίας είναι το Καραταυχάν που χτίστηκε από τον Τσελαλεντίν Καρατάυ στον παλιό δρόμο Καισάρειας -Μαλάτειας, τμήμα της κύριας εμπορικής διαδρομής προς τη Συρία. Η κατασκευή του άρχισε κατά τη διάρκεια της βασιλείας του Αλλαεντίν Κοϋκοβάδη και ολοκληρώθηκε κατά τη διάρκεια του γιου του Γκιγιασεντίν  Κεϋχουσρέφ  το 1240-1241. Η επιγραφή που διασώθηκε σ’ αυτό ξεκινάει με τις λέξεις: «Αυτό το κτίριο ανήκει στον Θεό, ο οποίος είναι ένας  και αιώνιος». Ο Τσελαλεντίν Καρατάυ είχε ταξιδέψει από τη Καισάρεια για να δει το τελειωμένο κτίριο και ήταν τόσο συγκλονισμένος από τη μεγαλοπρέπεια του, που ξαφνικά  φοβήθηκε ότι θα παρασυρθεί από την υπερηφάνεια για το δικό του επίτευγμα. Η διακόσμηση περιλαμβάνει μοτίβα με άνθη, καθώς και αντίστοιχα γεωμετρικά  που το διακρίνει από τα άλλα καραβανσεράι.


Δ.1.2.  Τα Καραβανσεράι και τα Χάνια του Πόντου.

Υπήρχαν όμως σημαντικά χάνια και σε άλλες πόλεις της Μικράς Ασίας, όπως και στο Πόντο:  στη Μερζιφούντα, στο Ερζερούμ, στην Αμάσεια, στο δρόμο προς τη Τοκάτη, στη Τραπεζούντα, στη Κασταμονή, στη Σαφράμπολη, στο Ερζιγκιάν.

Στο Ερζερούμ εντυπωσιακό είναι το Ρουστέμ Πασά Καραβανσεράι  (γνωστό σήμερα σαν Τας Χαν) του 16ου  αι., που έχει μετατραπεί σε αγορά ημιπολύτιμων λίθων του τοπικού ηφαιστειακής προέλευσης πετρώματος oltu.

Το Τας Χαν της Μερζιφούντας  βρίσκεται πολύ κοντά στο τζαμί του Καρά Μουσταφά Πασά και αυτό ακριβώς δίπλα στο Μπετεστένι στο κέντρο της πόλης. Όλα μαζί συνθέτουν τα κτίσματα της Οθωμανικής περιόδου. Αν και η ημερομηνία κατασκευής του δεν είναι γνωστή, τα αρχιτεκτονικά χαρακτηριστικά δείχνουν ότι χτίστηκε τον 17ο αιώνα ταυτόχρονα με τα υπόλοιπα. Έχει ορθογώνιο σχήμα και η μεγάλη πόρτα της εισόδου του βρίσκεται κάτω από μια στρογγυλή καμάρα στη νότια πλευρά του. Στον κάτω όροφο του διώροφου κτίσματος υπάρχουν καταστήματα που βλέπουν προς τα έξω. Διαχωρίζονται μεταξύ τους με καμάρες που σχηματίζονται από οξύρυγχα τόξα φτιαγμένα από πέτρα και κεραμικά τούβλα. Στο εσωτερικό του υπάρχει μια ανοιχτή αυλή. Κάτω από τα δωμάτια που βρίσκονται στον όροφο ήταν οι αχυρώνες για τα ζώα. Στις ανατολικές και δυτικές προσόψεις του υπάρχουν επίσης δωμάτια που βλέπουν προς την αυλή. Ο δεύτερος όροφος έχει μορφή στοάς. Στις ανατολικές και δυτικές προσόψεις η στοά  είναι καλυμμένη με σταυροειδείς θόλους στηριγμένους σε πέτρινους κίονες. Πίσω από αυτούς βρίσκονται  δωμάτια με παράθυρα και πόρτες. Οι καμάρες των στηθαίων στο βόρειο και νότιο τμήμα στηρίζονται σε πέτρινους τοίχους. Δύο κρήνες που κτίστηκαν ακριβώς μπροστά από την πόρτα στη βόρεια πλευρά προσθέτουν μια ιδιαίτερη ομορφιά στο εσωτερικό του. Το Τας Χαν σήμερα έχει ανακαινισθεί.

Στη Κασταμονή υπάρχει το Ισμαήλ Μπέη Χαν ή αλλιώς Κουρσουνλού  Χαν που χτίστηκε από τον  Κεμαλεττίν  Ισμαήλ και το γιο του Φατίχ Σουλτάν Μεχμέτ μεταξύ 1443-1461, που ανακαινισμένο χρησιμοποιείται ακόμα και σήμερα για εμπορικούς σκοπούς.

Στη Σαφράμπολη συναντάμε αντίστοιχα το Σιντσί Χανί, που χτίστηκε το 1645 από τον Χουσεΐν Εφέντη (το πραγματικό όνομα του ήταν Σιντζί Χότζα). Αυτός ήταν σπουδαίος στρατιώτης και θεραπευτής  και ήταν ο μόνος άνθρωπος που θεράπευσε την ασθένεια του σουλτάνου Ιμπραήμ του Α΄, του αποκαλούμενου τρελού… Το χάνι είναι ένα διώροφο κτίριο που κατασκευάστηκε με τούβλα και χρησιμοποιήθηκε για την κατασκευή του κουρασάνι. Διέθετε  ισόγειο, πρώτο, δεύτερο όροφο και υπόγειο. Τα υπνοδωμάτια ήταν στο ισόγειο και στον πρώτο όροφο, ενώ στον δεύτερο ήταν ένα παρατηρητήριο. Στο υπόγειο κάτω από τον χώρο στάθμευσης των καμηλών έρεε ένα ρυάκι που χρησίμευε για αποχετευτικούς λόγους.

Στο κέντρο της Αμάσειας  το Τας Χαν του 18ουαι. είχε μετατραπεί σε  χώρο σιδηρουργείων, σήμερα όμως είναι πλήρως ανακαινισμένο. Όμως στο δρόμο προς τη Τοκάτη  συναντάμε πρώτα το Εζινεπάζαρι και μετά το Χατούν Χανί που είναι τυπικά  δείγματα καραβανσεράι σελτζουκικής περιόδου.

Στο Ερζιγκιάν υπάρχει το καραβανσεράι Μαμά Χατούν, κτίσμα τέλη του 12ου ή αρχών του 13ουαι. Πρόκειται για τον τύπο του πανδοχείου πόλης που χτίστηκε την οθωμανική περίοδο. Έχασε την αρχική του μορφή λόγω επισκευών. Είναι πολύ πιθανό ο αρχιτέκτονας να είναι ο ίδιος ο Αλατλί Αμπούν- Νεμά Μπιν Μουφανταλί που έχτισε το τζαμί που βρίσκεται εσωτερικά. Εξωτερικά είναι διαμορφωμένη μια  μεγάλη πλατεία. Έχουν χρησιμοποιηθεί για την κατασκευή του πελεκητές πέτρες από κίτρινο ασβεστόλιθο και εξωτερικά εμφανίζονται κυλινδρικοί  κίονες που καταλήγουν σε κωνικό σχήμα. Η πύλη της εισόδου είναι σε σχήμα παραλληλογράμμου και καταλήγει σε οξύρυγχο τόξο, ενώ φέρει σκεπή και οδηγεί σε εσωτερική αυλή. Εσωτερικά στο καραβανσεράι υπάρχουν δεκαέξι  στήλες-πύργοι και μεγάλοι στάβλοι για τα ζώα στα βόρεια και τα νότια τμήματα του. Σε κάθε πλευρά του διαδρόμου υπάρχουν ορθογώνια δωμάτια με θολωτές οροφές. Στις βόρειες και νότιες πλευρές της αυλής υπάρχουν πέντε δωμάτια στον  όροφο.

Στη Τραπεζούντα είναι φυσικό να βρίσκονται αρκετά χάνια κυρίως στο κέντρο της πόλης για να εξυπηρετούν τους εμπόρους. Το Τας Χαν βρίσκεται στην συνοικία Τσαρσί (Αγορά) και χτίστηκε από τον Ισκεντέρ Πασά μεταξύ 1531 και 1533, αλλά πιθανόν να έχουν γίνει προσθήκες σε διαφορετικές εποχές. Είναι ένα εξαιρετικό παράδειγμα διώροφων τετραγωνισμένων πανδοχείων πόλης, φτιαγμένα με πελεκητή πέτρα,  με αυλές που έχουν αίθρια  οθωμανικού τύπου. Η είσοδος καταλήγει σε διάδρομο που περιβάλλεται από καμάρες και θόλους και στη συνέχεια καταλήγει σε τετράγωνη εσωτερική αυλή. Σε κάθε όροφο του υπάρχουν  δεκαεπτά δωμάτια. Οι καμάρες είναι κατασκευασμένες από τούβλα. Η ανατολική πλευρά του πανδοχείου χρησιμοποιήθηκε ως αχυρώνας και αποθήκες. Τα δωμάτια βρίσκονται στη νότια και δυτική πλευρά. Η οροφή ήταν καλυμμένη με πλακάκια και οι λεκάνες κατασκευάστηκαν από πέτρα Μπαΐπούρτης. Το χάνι έχει υποστεί εκτεταμένες επισκευές το 1980.

Το Βακίφ Χαν (Τασάν) βρίσκεται επίσης στο κέντρο της πόλης στη βόρεια πλευρά του μπετεστένι της συνοικίας Τσαρσί. Χτίστηκε το 1781 από τον Αμπντουλάχ Μπιν αλ-Χατζ Γιάγια Εφέντι, όπως μας πληροφορεί εντοιχισμένη επιγραφή και πρόκειται για τριώροφο πανδοχείο με πελεκητή πέτρα και η είσοδος του είναι προς τα ανατολικά. Η είσοδος καταλήγει σε μια μικρή αυλή. Υπάρχουν χώροι πίσω από αυτή την αυλή. Ο πρώτος όροφος διαθέτει τέσσερα καταστήματα, ένα σιντριβάνι και ένα χώρο προσευχής στην πρόσοψη. Τα δωμάτια γύρω από αυτή την αυλή είναι διαφορετικά μεταξύ τους.
Το Αλατσά Χαν  χτίστηκε από πελεκητή  πέτρα σε ορθογώνιο σχέδιο. Καλύπτεται από οροφή. Σήμερα, μόνο η δυτική πόρτα χρησιμοποιείται στο πανδοχείο. Η εξωτερική πρόσοψη του πανδοχείου «έκλεισε» από άλλα κτίρια, έτσι οι υπόλοιπες πόρτες έγιναν άχρηστες. Μετά τη κεντρική είσοδο στη δυτική πλευρά  υπάρχει μια αυλή με δωμάτια γύρω από αυτή. Ο πρώτος όροφος στον οποίο έφθανες με μια πέτρινη σκάλα, είχε διαδρόμους με στρογγυλές και ευρείες θολωτές πόρτες και δωμάτια πίσω τους. Παλαιότερα, το πανδοχείο, που ανήκει σε ιδιώτες, είχε παραμείνει αδρανές για μεγάλο χρονικό διάστημα, αλλά σήμερα είναι ανακαινισμένο.

Λιγότερο καλοδιατηρημένα είναι  επίσης στο κέντρο της πόλης είναι τα Ανάντολου Χαν και Σουλού Χαν, απέναντι από το Μεΐντάν Χαμάμ.

Το τελευταίο έχει χάσει πολλά από τα χαρακτηριστικά του με διάφορες επισκευές. Δεν είναι γνωστό ποιος το έκτισε επειδή δεν βρέθηκε καμία αναφορά γι αυτό. Πρόκειται για μια διώροφη οικοδομή τύπου -L- από πελεκητή  πέτρα και οι είσοδοι του προς τη βόρεια και νότια πλευρά είναι κλειστές και μετατράπηκαν σε χώρους εργασίας. Ο πρώτος όροφος και οι τέσσερις γωνιακές πέτρινες κολώνες στο μπροστινό μέρος έδωσαν ένα ιδιαίτερο χαρακτηριστικό στη δομή του και το διαφοροποιεί από τα άλλα χάνια.


Δ.1.3.  Τα υπόλοιπα Καραβανσεράι και  Χάνια της  Μικράς Ασίας και της Μεσογείου.

Στη Προύσα το Κοτζά Χανί  χτίστηκε από τον Βαγιαζίτ το 1393 , έχει στο εσωτερικό του ένα μικροσκοπικό τζαμί στο κέντρο της αυλής και συνοδεύεται από το πανδοχείο Εμίρ Χαν και το Μπέη Χαμάμ. Από τότε μέχρι σήμερα η Προύσα έχει παράδοση στη κατασκευή και εμπορία μεταξωτών ειδών.

Ανατολικά της Αττάλειας και στο δρόμο προς την Αλάνεια υπάρχει το Αλαραχάν, ένα καραβάν –σεράι του 13ου αι. Το χάνι  εξυπηρετούσε τους ταξιδιώτες που μετακινούνταν κατά μήκος της ακτής της Μεσογείου με κατεύθυνση βορειότερα προς το Ικόνιο πρωτεύουσα των Σελτζούκων. Διακρίνεται από το ομοαξονικό σύνθετο αρχιτεκτονικό σχεδιασμό του,  δηλαδή ότι το κτίριο αποτελείται από μια κεντρική αυλή που περιβάλλεται από ένα διπλό δακτύλιο από δωμάτια. Βρίσκεται περίπου 10 μίλια από τη Μεσόγειο Θάλασσα στο στόμιο του ποταμού Αλάρα, σε ένα γαλήνιο ποτάμιο φαράγγι, κάτω από το κάστρο της Αλάρας και πάνω από την είσοδο του υπάρχει επιγραφή που μαρτυρεί τον κατασκευαστή του, τον Αλλαεντίν Κοϋκοβάδη τον Α΄. Ο σουλτάνος το έκτισε το 1231 μετά την κατάληψη του κάστρου.

Η επιγραφή λέει:

"... ο πιο αύγουστος (?) ... ο εκλεγείς, βασιλιάς των βασιλιάδων, ο άρχοντας των  εθνών, ο άρχοντας των σουλτάνων των Αράβων και των Περσών, ο σουλτάνος ​​της δικαιοσύνης, ο κατακτητής των περιφερειών, του σύμπαντος, ο σουλτάνος ​​της γης και της θάλασσας των Ελλήνων, της Συρίας, των Αρμενίων και των Φράγκων, ο Αλαουούντ-δούνια ο Βαντ-ντε Κακιουμπάντ, γιος του Καϊχουσρέη, γιος του Κίλιτς Αρσλάν, ο Σεβασμιώτατος του Διοικητή των Πιστών, την ημέρα του έτους 629 " (1231).

Πολύ κοντά σ’ αυτό είναι και το μεγαλύτερο σε διαστάσεις  επίσης σελτζουκικό χάνι το: Σαράπσα Χανί που έχει μετατραπεί σήμερα σε ντίσκο.

Στο Κουσάντασι  κοντά στην προβλήτα του  είναι το Οκούζ Μεχμέτ Πασά  Καραβανσεράι. Χτίστηκε από τον Μεγάλο Βεζίρη Οκούζ Μεχμέτ Πασά  το 1618. Το Καραβανσεράι έχει τη μορφή ενός μικρού εσωτερικού κάστρου που περιβάλλεται από πυκνούς και ψηλούς τοίχους, γύρω από την ορθογώνια αυλή. Τα δωμάτια ευθυγραμμίζονται γύρω από την αυλή. Είναι πλήρως ανακαινισμένο και λειτουργεί σαν ξενοδοχείο.

Στη μακρινή Ούρφα (την αρχαία Έδεσσα) υπάρχει το Γκιουμρούκ Χανί. Χτίστηκε το 1566 και ήταν το κύριο εμπορικό κέντρο της πόλης. Οι έμποροι σταματούσαν εκεί για να πουλήσουν μέρος των εμπορευμάτων και αν ήταν κουρασμένοι από το ταξίδι ξεκουράζονταν πριν συνεχίσουν το ταξίδι τους. Λόγω της σημασίας του ως επιχειρηματικού κόμβου, πολλά παζάρια και αγορές στην παλιά πόλη  μετακινήθηκαν και εγκαταστάθηκαν γύρω από το κτίριο. Ο πιο διάσημος άνθρωπος που διάσχισε το κατώφλι του ήταν ο Οθωμανός ταξιδιώτης Εβλιγιά Τσελεμπί, ο οποίος έζησε από το 1611 έως το 1682. Σήμερα το χάνι είναι πλήρως ανακαινισμένο.


Ε. 1. Οι διαδρομές στο Πόντο και η κατάληξη των καραβανιών στη Τραπεζούντα.

Ο Πόντος εξαιτίας της γεωγραφικής του θέσης υπήρξε από την αρχαιότητα κέντρο διαμετακομιστικού εμπορίου. Στις παράλιες πόλεις του κατέληγαν πανάρχαιοι εμπορικοί δρόμοι που τις συνέδεαν μέσα από τις κοιλάδες του Ευφράτη, του Κάνη – Χαρσιώτη ποταμού – και του Πυξίτη με τις επαρχίες του Καυκάσου, τη Συρία, τη Μεσοποταμία, και διαμέσου της τελευταίας με την Περσία, τις Ινδίες και την Κίνα. Από αυτούς τους δρόμους τα καραβάνια μετέφεραν τα περιζήτητα προϊόντα της Ανατολής στη Μαύρη Θάλασσα, από όπου μεταβιβάζονταν σε καράβια με προορισμό τις αγορές της Δύσης.

Ήδη κατά τη ρωμαϊκή εποχή μαρτυρείται η λειτουργία δρόμου, που οδηγεί κατά μήκος του Πυξίτη ποταμού στην κοιλάδα του Ευφράτη και τα μικρασιατικά οροπέδια. Στη πρώτη Βυζαντινή περίοδο στο πλαίσιο του μεγάλου ή διεθνούς εμπορίου ιδιαίτερη σημασία είχαν κατά τη διάρκεια της οι εμπορικές συναλλαγές με το περσικό κράτος. Οι τόποι των συναλλαγών είχαν καθορισθεί από διμερείς συνθήκες: τα Αρτάξατα στην Περσαρμενία, το Καλλίνικον στην ανατολική όχθη του Ευφράτη, και η Νίσιβις. Τα Αρτάξατα συνδέονταν με τις γειτονικές πόλεις της Τραπεζούντας και της Θεοδοσιουπόλεως χάρη στο εξαιρετικό οδικό δίκτυο της Αρμενίας. Από τα Αρτάξατα διέρχονταν οι δύο παραλλαγές της βόρειας εκδοχής του δρόμου του μεταξιού, προς τα περάσματα του Καυκάσου και προς το εσωτερικό του περσικού κράτους αντίστοιχα. Στα Αρτάξατα εκτελωνίζονταν τα πολύτιμα προϊόντα της Ανατολής, προτού μεταφερθούν στη Θεοδοσιούπολη ή την Τραπεζούντα και ακολούθως μέσα από το εσωτερικό της Μικράς Ασίας ή κατά μήκος της βόρειας μικρασιατικής ακτής στην Κωνσταντινούπολη. Η όξυνση των σχέσεων με τους Πέρσες περί το 568 οδήγησε τις βυζαντινές αρχές να επιχειρήσουν, με αφετηρία την Τραπεζούντα, να ανοίξουν το δρόμο του Καυκάσου, για να αποκτήσουν πρόσβαση στις αγορές της Κεντρικής Ασίας, παρακάμπτοντας τους βαρείς τελωνειακούς δασμούς που επέβαλλαν οι Πέρσες στα περιζήτητα προϊόντα των Ινδιών και της Κίνας.

Κατά τη διάρκεια των λεγόμενων «σκοτεινών αιώνων» (7ος-8ος αιώνας) το εσωτερικό εμπόριο της Μικράς Ασίας γνώρισε μια αισθητή κάμψη, η οποία αποδίδεται στην αποδυνάμωση των αστικών κέντρων (σμίκρυνση του οικισμένου χώρου, μετατόπιση ή εγκατάλειψη των πόλεων) και αντανακλάται στον περιορισμό της νομισματικής κυκλοφορίας.  Τα σιτηρά παραγωγής της βορειοανατολικής Μικράς Ασίας συγκεντρώνονταν στην Τραπεζούντα, όπου επίσης εκτελωνίζονταν τα χρυσοΰφαντα μεταξωτά και τα άλλα υφάσματα που εξάγονταν προς τον αραβικό κόσμο, καθώς και όλα τα εισαγόμενα εξωτικά προϊόντα της Ανατολής (αρώματα, καρυκεύματα και βαφικά), που προωθούνταν στην Κωνσταντινούπολη, συνήθως από το δρόμο της θάλασσας. Στη διάρκεια των αιώνων οι δρόμοι των καραβανιών άλλαζαν κατά ένα μικρό ή σημαντικό μέρος στη Μικρά Ασία και νέες περιοχές και πόλεις αποκτούσαν εμπορική χρησιμότητα. Σημαντικότερος όμως για το εμπόριο ήταν κατά τη διάρκεια του 10ου αιώνα ο διαγώνιος δρόμος που περνούσε από τη Νίκαια, το Δορύλαιον, το Ικόνιον, τις Κιλίκιες Πύλες και την Ταρσό και ακολούθως κατευθυνόταν προς την Αντιόχεια και το Χαλέπι.


Άραβες γεωγράφοι του 10ουαι. αναφέρουν την Τραπεζούντα ως μεγάλο εμπορικό κέντρο που κατακλυζόταν από Βυζαντινούς, Κιρκάσιους, Αρμένιους, Πέρσες και μουσουλμάνους εμπόρους. Αλλά τη μεγαλύτερη εμπορική ακμή γνώρισε ο Πόντος την εποχή της αυτοκρατορίας της Τραπεζούντας, που διακινούσε το εμπόριο για τη νότια Ρωσία, τη Μικρά Ασία και τη Δύση.


H ζηλευτή στρατηγική θέση της Τραπεζούντας, που της εξασφάλιζε άνετη πρόσβαση στη νότια Ρωσία, στα βάθη της Ασίας αλλά και στη Δύση, την ανέδειξε σε αδιαμφισβήτητο κέντρο του εξαγωγικού και διαμετακομιστικού εμπορίου. Μέχρι το 12ο αιώνα εξάγονταν από την πόλη της Τραπεζούντας και την ευρύτερη περιοχή του Πόντου προς την Κωνσταντινούπολη και προς άλλα κέντρα αρώματα και φαρμακευτικά είδη, βαφές, υφάσματα, ξυλεία, κρασί, οπωρικά, ορυκτά και μεταλλεύματα. Από το 12ο αιώνα και εξής οι εμπορικοί δρόμοι διευρύνθηκαν προς την Κριμαία, την Ιβηρία του Καυκάσου και τη Μολδαβία και τελικά προς τη Δύση, με κύριους διάμεσους Γενουάτες και Βενετούς εμπόρους. Στη φάση αυτή η Τραπεζούντα εξήγε τα προϊόντα της, ενώ εισήγε σιτηρά και άλλα τρόφιμα απαραίτητα για την κάλυψη των διατροφικών αναγκών των κατοίκων της.

Το πιο επικερδές για την πόλη ήταν το διαμετακομιστικό εμπόριο, δεδομένου ότι για τους Δυτικούς ο δρόμος προς την Ανατολή περνούσε μέσω της Χαλδίας και της Τραπεζούντας. Η ιστορική συγκυρία υπήρξε ευνοϊκή, καθώς μετά την καταστροφή της Βαγδάτης από τους Μογγόλους, η Τραπεζούντα έγινε ο μοναδικός σύνδεσμος ανάμεσα στους δρόμους των καραβανιών της κεντρικής Ασίας και στα λιμάνια της Ρωσίας και της Δυτικής Ευρώπης. Έτσι, μέσω της πόλης διεξαγόταν, σχεδόν κατ' αποκλειστικότητα, το εμπόριο ειδών πολυτελείας.

Στις εμποροπανηγύρεις της Τραπεζούντας και προπάντων στην περίφημη του αγίου Ευγενίου προσέρχονταν "έμποροι πλείστοι και όλβιοι". Ο Ιωάννης Ευγενικός και κυρίως ο Βησσαρίων έχουν περιγράψει εναργώς τις σφύζουσες από ζωή και κίνηση αγορές της πόλης, όπου συναντιόνταν έμποροι κάθε προέλευσης: Ρώσοι, Αρμένιοι, Γεωργιανοί, Άραβες, Εβραίοι, Βενετοί και Γενουάτες. 

Εξαίρετη θέση μεταξύ αυτών κατείχαν οι Ιταλοί έμποροι, οι κυρίαρχοι του θαλάσσιου εμπορίου που διεξαγόταν στην ανατολική Μεσόγειο κατά την εποχή εκείνη. Οι Βενετοί και κυρίως οι Γενουάτες, βάσει προνομίων που τους είχαν παραχωρηθεί από τους Μεγάλους Κομνηνούς, διέθεταν δικές τους συνοικίες στην πόλη και ιδιωτικές αποθήκες τόσο στην Τραπεζούντα, όσο και σε άλλα λιμάνια της αυτοκρατορίας, με αντάλλαγμα την οικονομική βοήθεια ή τη συμμαχία των πόλεών τους. Αξίζει ωστόσο να σημειωθεί ότι οι Ιταλοί δεν είχαν ποτέ φορολογική ατέλεια στην Αυτοκρατορία των Μεγάλων Κομνηνών, γεγονός ενδεικτικό τόσο για την πολιτική όσο και για την οικονομική κατάστασή της αυτοκρατορίας.
Ο κοσμοπολίτικος χαρακτήρας της πόλης λόγω του εμπορίου, επιβεβαιώνεται και από την λειτουργία πολλών προξενείων ξένων χωρών. Στο χάνι της κεντρικής αγοράς υπήρχε το τμήμα των χρυσοχόων που πρωτοχτίστηκε από Βενετούς τον 11ο αι. και αποκαλείται Τζενεβίζ Χανί ( Αγορά των Γενοβέζων).

Πολύτιμα κεντητά υφάσματα της Βαγδάτης, ρούχα από την Περσία και την Αίγυπτο, μεταξωτά από τις Ινδίες, την Κίνα και τη Μπουχάρα, μαργαριτάρια από την Κεϋλάνη ανταλλάσσονταν στις αγορές του Πόντου με υφάσματα της Φλαμανδίας και της Ιταλίας, γερμανικό γυαλί και χάλυβα, λινάρι και μέλι από τη Μιγγραλία και σιτηρά από την Κριμαία. Αλλά και τα ντόπια προϊόντα, κεντημένα φορέματα, λινά της Ριζούντας και τα περίφημα μεταξωτά και μάλλινα της Τραπεζούντας μνημονεύονται στις εμπορικές συμφωνίες. Μετά την άλωση της Τραπεζούντας το εμπόριο θα υποστεί πλήγμα και θα ξανανθίσει μετά τον 18ο αι.


Ε. 2. Η κατάληξη των καραβανιών στη Σμύρνη.

Η είσοδος της πόλης από Ανατολάς είναι  στις όχθες του ποταμού Μέλη, ιστορικού από την αρχαιότητα, καθώς κατά το μύθο εδώ γεννήθηκε ο ποιητής Όμηρος. Τον ποταμό πλαισιώνει η περίφημη Γέφυρα των Καραβανιών, ένας από τους τρεις συγκοινωνιακούς κόμβους της Σμύρνης. Το χτίσιμό της χρονολογείται στα 850 π.Χ, γεγονός που την καθιστά την αρχαιότερη γέφυρα ακόμα εν χρήσει, σε όλο τον κόσμο. Η Γέφυρα των Καραβανιών έπαιζε σπουδαίο ρόλο στο εμπόριο, καθώς εξαιτίας της γερής κατασκευής της και της τοποθεσίας της, επέτρεπε την άνετη πρόσβαση των καραβανιών αλλά και μεμονωμένων καμήλων από την ανατολή, ώστε να μεταφέρουν και να ξεφορτώνουν τα εμπορεύματά τους στη Σμύρνη. Εκτός από τον εμπορικό της ρόλο, η περιοχή γύρω από τη Γέφυρα, αποτελούσε αγαπητή τοποθεσία περιπάτου και αναψυχής για τους Σμυρνιούς, λόγω της φυσικής ομορφιάς της με πλατάνια και κυπαρίσσια ολόγυρα καθώς και της ευρύχωρης πλατείας της με μικρά καφενεδάκια όπου ξαπόσταιναν οι επισκέπτες. Νότια του ποταμού Μέλη, βρίσκεται η κοιλάδα της Αγίας Άννας, με το ρωμαϊκό υδραγωγείο του Τραϊανού, οι Παλιές Καμάρες όπως τις αποκαλούσαν οι Σμυρνιοί. Πολλά από τα εμπορεύματα κατέληγαν στις αγορές της πόλης ή εξάγονταν σε άλλα λιμάνια της Μεσογείου. Μια τέτοια αγορά είναι και το Κισλαραγαζί Χανί, που αρχικά το 1741 λειτούργησε «σαν ναός του αγοραίου έρωτα», ενώ σήμερα είναι πολύ γραφικός χώρος συνάντησης, αναψυχής και αγορών.


ΣΤ. Τα αξιοθέατα κατά τη διαδρομή των καραβανιών.

Θα’ ναι άδικο όμως για ένα περιηγητή να μην προτείνει και την επίσκεψη στα αξιοθέατα που θα συναντήσει στην πορεία (ή λοξοδρομώντας και λίγο) που έκαναν τα καραβάνια μεταφέροντας το μετάξι. Ο δρόμος του Μεταξιού ξεκινούσε από την πόλη Ξιάν της Κίνας. Εκτός από τα αρχαία τείχη της πόλης, τους πύργους της Καμπάνας και του Τυμπάνου, υπάρχει ο υπέροχος πήλινος στρατός του Κιν, μετά περνούσε από το Λαντσόου στις όχθες του Κίτρινου ποταμού, συνέχιζε στο βουδιστικό μοναστήρι του Λαμπράνγκ (ένα από τα έξι σπουδαιότερα του τάγματος Γκελούπκα), και μετά στο Τζιαγιουγκουάν (αρχαίο φυλάκιο σύνορο της Κίνας με τμήμα του Σινικού Τείχους). Από κει στο Ντουνχουάνγκ (τεράστια όαση στο άκρο της ερήμου Γκόμπι). Το σπήλαιο Μογκάο στη μέση της ερήμου έχει χαρακτηριστεί σαν γκαλερί τέχνης. Στο Ντουνχουάνγκ ο δρόμος διακλαδιζόταν και  τα καραβάνια  ακολουθούσαν τον βόρειο ή  τον νότιο άξονα, για να αποφύγουν την έρημο Γκόμπι και την προέκταση της, την έρημο Τακλαμακάν.

Υπήρχε όμως και η επιλογή του του υπερβόρειου δρόμου: Χαμί, Ουρουμτσί, Γινίγκ, Άλμα Άτα. Το Ουρουμτσί είναι η πρωτεύουσα της επαρχίας Σιντζιάνγκ (που σημαίνει νέο σύνορο) και η πολιτιστική πρωτεύουσα των Ουιγούρων.

Ο βόρειος άξονας ακολουθεί την διαδρομή Τουρφάν, Κούτσα, Ακσού, Κασγκάρ, και από κει Σαμαρκάνδη, Μπουχάρα…

Το Τουρφάν με τα εκατοντάδες πηγάδια «Καρέζ» ηλικίας 1800 χρόνων και το μιναρέ Εμίν είναι στο δρόμο προς την αρχαία πόλη Τζιαοχέ που βρίσκεται στην άκρη της όασης. Στην κοιλάδα του Τουρφάν όπου κατοικούν Ουιγούροι υπάρχουν τα σπήλαια Μπεζκλίκ και τα ερείπια της πόλης Γκαοτσάνγκ. Ο δρόμος των καραβανιών περνάει από την Κούτσα και  το Ακσού κατά μήκος των βουνών Τιάν Σαν και καταλήγει στο θρυλικό Κασγκάρ.

Ο νότιος άξονας είναι πιο ευθύς αλλά πιο δύσκολος κατά μήκος των Θιβετιανών βουνών του Κουν Λουν. Πέρναγε από τις πόλεις: Λουφάν, Ρουογκιάνγκ, Χοτάν και κατέληγε στο Κασγκάρ.

Στο Κασγκάρ λειτουργεί ακόμα το μεγαλύτερο παζάρι της Κεντρικής Ασίας και συναθροίζονται όλοι οι λαοί του οροπεδίου: Τάταροι, Πακιστανοί, Ουιγούροι, Αφγανοί, Κιργίσιοι, Ουζμπέκοι, Τατζίκοι.

Μετά το Κασγκάρ η πρόκληση είναι η διάσχιση του οροπεδίου του Παμίρ και μέσω των περασμάτων του Καρακορούμ ο δρόμος του Μεταξιού ενώνεται με τα καραβάνια που μετέφεραν προϊόντα από την Ινδία το Πακιστάν και το Αφγανιστάν. Στο Κιργιστάν απόλαυση είναι η θέα της λίμνης Καρακούλ και μέσω του περάσματος Τορουγκάρτ φθάνεις στη πρωτεύουσα της χώρας Μπισκέκ. Το πέρασμα Χουντζεράπ στα 4.200 μέτρα,  οδηγεί στο Πακιστάν μέσω της καταπράσινης κοιλάδας Χούνζα και το κάστρο Μπαλτίκ. Ανηφορίζοντας τον Ινδοκαύκασο και μέσω του Μαστούζ στην κοιλάδα Μπουμπουράτ συναντάμε τους απογόνους των στρατιωτών του Μεγάλου Αλεξάνδρου, τους Καλάς. Συνεχίζοντας για Μπουμπουρέτ, Σβατ, Πεσαβάρ (όπου στο μουσείο της πόλης βρίσκονται τα εκθέματα του Ελληνιστικού- βουδιστικού πολιτισμού της Γκαντάρα) καταλήγουμε στην πρωτεύουσα του Πακιστάν Ισλαμαμπάντ. Η αρχαία Ταξίλα που’ ναι κοντά έχει πλούσια συλλογή ελληνικών αρχαίων νομισμάτων.

Αν δεν καταλήξουμε τόσο νότια θα αντικρύσουμε την κοιλάδα του Ινδού ποταμού και οι επιλογές είναι πολλές. Είτε οι πολιτισμοί των Ιμαλάϊων και της Ινδίας, είτε δυτικότερα οι πόλεις της Περσίας. Στις οροσειρές των Ιμαλάϊων τα τοπία είναι μαγευτικά, αλλά και λίγο πιο νότια η Άκκρα, και η Τζάιπουρ θα μας αποζημιώσουν με τα παλάτια του μαχαραγιά και το περιβόητο Ταζ Μαχάλ. Μια άλλη πρόταση βορειότερα είναι  οι ονειρικές πόλεις του Ουζμπεκιστάν:  Μπουχάρα, Χίβα, Σαμαρκάνδη. Αν ακολουθήσουμε την καυτή έρημο της Γεδρωσίας θα θυμηθούμε την εκστρατεία του Μεγάλου Αλεξάνδρου και διασχίζοντας το Αφγανιστάν θα μπούμε στις περσικές πόλεις: το μοναδικό Μπαμ, το θρυλικό Ισφαχάν με τις μοναδικές του γέφυρες, το Γιαζντ με τους  ναούς των ζωροαστρών. Από κει και μετά μπορεί να ονειρευτούμε τον Σεβάχ το Θαλασσινό, τις χίλιες και μία νύχτες, τη μεσαιωνική Βαγδάτη. Περνώντας το Κουρδιστάν συναντάμε τη ισλαμική αυστηρότητα των ηθών του Ερζερούμ και να συνεχίσουμε δυτικά συνεχίζουμε προς τις πηγές του Τίγρη και του Ευφράτη, είτε να οδηγηθούμε στο Χαλέπι και την Βυζαντινή Αντιόχεια με κατάληξη τη Δαμασκό, μια από τις πιο παλιές κατοικημένες πόλεις στον κόσμο. Ίσως αν θέλουμε να δούμε και μια χώρα χαμένη στο παρελθόν θα πρέπει να κατηφορίσουμε προς την Υεμένη.

Στο τέλος η γνωστή μας Μικρά Ασία μας επιφυλάσσει εκπλήξεις με τα πολιτιστικά ίχνη πολλών και διαφορετικών φυλών με έντονη την παρουσία του Ελληνισμού για αιώνες. Τι να πεις για τη Καππαδοκία…. Η Κωνσταντινούπολη ένας από τους τελικούς προορισμούς των καραβανιών αξίζει για μέρες την παραμονή μας εκεί.


Τα καραβάνια θα ταξιδεύουν πάντα από Ανατολή σε Δύση.

Μπορεί στον 21ο αιώνα να ανοίχθηκαν νέες δυνατότητες για το εμπόριο  με τους υπερσύχρονους σιδηρόδρομους, τους νέους οδικούς άξονες, να διανοίχθηκαν νέες διώρυγες όπως η καινούργια του Σουέζ και καινούργιοι θαλάσσιοι δρόμοι, να προστέθηκαν νέες αγορές, χώρες παραγωγής και προϊόντα, πάντα όμως όπως και στο παρελθόν τα

«σύγχρονα καραβάνια»
θα ταξιδεύουν από Ανατολή σε Δύση.







Βιβλιογραφία:
- Γεωργιάδης, A.  Eγκυκλοπαίδεια του Ποντιακού Eλληνισμού. O Πόντος: Ιστορία, Λαογραφία, Πολιτισμός, MAΛΛΙΑΡΗΣ-ΠΑΙΔΕΙΑ, Θεσσαλονίκη 1991, σ. 127.
Επεξεργασία: Ίδρυμα Μείζονος Ελληνισμού: www.ime.gr/choros/trapezounda/gr/webpages/302a.html
- Καλλιόπη Μακαρώνη: www.greek-language.gr/digitalResources/literature/education/urban/iframe.html?
- π. Κύριλλος Κεφαλόπουλος-στορικός D.S.Litt.- Δρ. ρχαίας στορίας Πανεπιστημίου B.I.U. Μαδρίτης: Το εμπόριο στην Ερυθρά θάλασσα και τον Ινδικό ωκεανό κατά τους Ελληνορωμαϊκούς χρόνους.
   - asiaminor.ehw.gr/forms/fLemmaBodyExtended.aspx?lemmaId=4238
     - https://www.news.gr/.../ti-itan-o-dromos-tou-metaxiou-diakinisi-proionton-ideon-ke-p...
   - https://theancientwebgreece.wordpress.com/2017/02/05/ο-δρόμος-του-μεταξιού.
   - Heronia Travel:ματιές στον κόσμο….
   -https://www.google.gr/url?sa=t&rct=j&q=&esrc=s&source=web&cd=9&cad=rja&uact=8&ved=0ahUKEwi31NKPw_nWAhUHRhQKHWghA0EQFghVMAg&url=http%3A%2F%2Fwww.turkishhan.org%2F&usg=AOvVaw0BQXPVwYo8BwNtYv1G-Uyx
  - https://en.wikipedia.org/.../List_of_Seljuk_hans_and_ke..
  - https://www.goreme.com/caravanserais.php

1 σχόλιο:

  1. Μα τί εξαιρετική περιγραφή των καραβανιών, των σταθμών και των προιόντων τους!
    Άνοιξα χάρτες, παράθυρα με νέα μέρη, κατέβασα μουσικές, είδα και το βιντεάκι σου!
    Πώς έπεσα πάνω σε σένα και τα έμαθα όλα! Σε ευχαριστώ πολύ!

    υ.γ.
    αν τα επισκέφθηκες όλα αυτά τα μέρη... σε ζηλεύω!

    ΑπάντησηΔιαγραφή