Στα
πολύ παλιά χρόνια στην μακρινή Ανατολή σ’ ένα μικρό χωριό ζούσε ένας νέος, ο Tσανγκ Τον Τονγκ, που τ’ όνομά του θα
πει «ο Νέος που Σεβόταν».
Ο Τσανγκ
δεν είχε γονείς, μα μήτε συγγενείς και ήταν κάπως απόμακρος. Ζούσε στην άκρη
του χωριού, ένα πανέμορφο μικρό χωριό, δίπλα σε ένα ποταμό που κατέληγε σε
λίμνη και καλλιεργούσε ένα μικρό κομμάτι γης. Ήταν φτωχός αλλά δεν
παραπονιότανε, γιατί όλοι ήταν στην ίδια μοίρα, μα πιο πολύ αδικημένες ήταν οι
γυναίκες του χωριού του. Ολημερίς δούλευαν σκυμμένες στη λάσπη του ποταμού για
να’ χουν λίγο ρύζι για να φάνε. Και όσες είχανε μικρά παιδιά ούτε και αυτό έτρωγαν. Το φύλαγαν για αυτά.
Κάθε
πρωί αξημέρωτα έφευγε και πήγαινε μακριά σ’ ένα ποτάμι με την βάρκα του και κωπηλατούσε
με τα πόδια. Τα χέρια του τα ’χε σε στάση προσευχής όσο κωπηλατούσε και νοερά
έλεγε προσευχές για να καρπίζει η γη και να’ χουν οι συγχωριανοί του τα
απαραίτητα. Μετά πήγαινε σ’ ένα ναό και
έκανε προσφορές στους θεούς του.
Μια
μέρα εκεί που κωπηλατούσε άκουσε ένα κλάμα, μα δεν ήταν ανθρώπου. Κοίταξε γύρω
του και είδε μια σπηλιά που στο βάθος της υπήρχε φως, και από κει ακουγόταν το
κλάμα. Χωρίς να το καλοσκεφτεί βούτηξε στα κρύα νερά του ποταμού, μα καθόσον
ήταν γυμνασμένος διέσχισε τη σπηλιά γρήγορα και βγήκε στο ξέφωτο. Είδε μια
τεράστια υπερήλικη χελώνα να’ ναι μπλεγμένη στα χόρτα της όχθης του ποταμού να
κλαίει που δεν μπορούσε να κουνηθεί. Αμέσως έβγαλε την λάμα που κουβαλούσε μαζί
του για να ανοίγει δρόμο στο τροπικό δάσος και με υπομονή απελευθέρωσε την
χελώνα κόβοντας ότι χόρτο την εμπόδιζε.
Με
περιέργεια άκουσε την χελώνα να του λέει:
-
«Τσανγκ Τον Τονγκ σε ξέρω από μικρό.
Από τότε που σε βρήκαν οι νεράιδες του ποταμού μέσα σ’ ένα καλαθάκι και σ’
ανέθρεψαν μαζί με τις θεότητες της λίμνης. Είσαι από ευγενική και ευλογημένη γενιά.
Έχεις προικιστεί με σπάνια χαρίσματα. Δεν έχω λόγια να σ’ ευχαριστήσω. Μα όταν
ακούσεις να ΄ρχονται ξένοι, αιμοδιψείς κατακτητές να κυριέψουν τη χώρα σου έλα
ξανά στο ποτάμι να με βρεις σ’ αυτό το σημείο».
Μετά απ’ αυτό η χελώνα του ποταμού έφυγε και ο Τσανγκ ξαναγύρισε στη βάρκα του. Πέρασε πολύς καιρός και το περιστατικό το ξέχασε. Κάποτε κάποιοι πολεμοχαρείς ξένοι, άγριοι και αγροίκοι, ζήλεψαν την ηρεμία του βασιλείου και επιτέθηκαν σ’ αυτό. Ο βασιλιάς απελπισμένος περιμένοντας ένα θαύμα ανακοίνωσε με ντελάληδες ότι όποιος κατορθώσει να διώξει τους εχθρούς, θα του ΄δινε το στέμμα του και την κόρη του για γυναίκα. Τότε ο Τσανγκ θυμήθηκε τα λόγια της χελώνας.
Αξημέρωτα
πάλι πήγε στη σπηλιά και μόλις χάραξε αφού είχε προηγουμένως προσευχηθεί στις
θεότητες του ποταμού, είδε την φίλη του την χελώνα να αναδύεται από τα νερά
κρατώντας στη πλάτη της ένα σπαθί ολόχρυσο και μια κατακόκκινη στολή και του
είπε:
-
«Βάλε αυτή τη στολή και πάρε αυτό το
σπαθί αγόρι μου για να διώξεις τους εχθρούς. Τίμησε την καταγωγή σου. Εγώ σε
λίγο θα φύγω για τον ουρανό. Θα σε βοηθάω όμως και από κει. Μόνο να μου
υποσχεθείς ότι δεν θα θαμπωθείς από τα
πλούτη του κόσμου. Να μείνεις όπως είσαι».
Ο Τσανγκ
πήρε την στολή και ντύθηκε, έβαλε και το σπαθί στην θέση του θηκαριού και
ξεκίνησε για τον πόλεμο. Πέρασε μπροστά από τους αδύναμους χωρικούς και στάθηκε
απέναντι από τους εχθρούς. Μόλις ύψωσε το ολόχρυσο σπαθί ψηλά στον ήλιο, αυτό
απέκτησε μαγική δύναμη και οι εχθροί δεν μπορούσαν να το κοιτάξουν κατάματα.
Και όσοι ασεβείς δοκίμασαν την κόψη του… Μετά από σύντομη μάχη οι εχθροί
εξαφανίστηκαν και δεν ξανατόλμησαν να επιτεθούν στη χώρα του.
Ο
βασιλιάς ενθουσιασμένος ζήτησε να γνωρίσει τον σωτήρα του. Έβγαλε το στέμμα του
από το κεφάλι του και ζήτησε από την κόρη του κρατώντας το να προϋπαντήσει το
Νέο που Σεβόταν. Τον Τσανγκ. Όμως αυτός πιστός στην υπόσχεσή του στην φίλη του,
τη χελώνα αρνήθηκε. Δεν τον ενδιέφεραν τα στέμματα και τα πλούτη. Δεν ήταν
αυτού του κόσμου…
Ευχαρίστησε
τον βασιλιά και του εξήγησε ότι δεν ήταν σωστό για την κόρη του να δέχεται τις
εντολές του πατέρα της και όχι τις επιθυμίες της καρδιάς της. Μόνο του ζήτησε
ευγενικά να γίνει ένα σχολείο για να μορφώνονται τα κορίτσια, που μέχρι τότε δεν πήγαιναν
σχολείο.
Έτσι
και έγινε…
Ο Τσανγκ
έζησε πολλά χρόνια με την ευλογία της χελώνας. Μεταμόρφωσε με την βοήθεια των
φίλων του, των ζώων του δάσους, τις πλαγιές των βουνών σε πολύ αποδοτικούς ορυζώνες.
Κάποια
στιγμή έφυγε απ’ αυτό τον κόσμο, πιστός στις υποσχέσεις που έδωσε στην χελώνα.
Έζησε ταπεινά και απόμακρα χωρίς να αλλάξει τις συνήθειες του….
Ο
περιηγητής του χρόνου και του τόπου κάπου κάποτε διάβασε
την ιστορία του Τσανγκ Τον Τονγκ - του Νέου που Σεβόταν- και πήγε στη χώρα του για να γνωρίσει τον τόπο του.
Στο
παλιό σχολείο που σήμερα εκεί λειτουργεί Πανεπιστήμιο τον υποδέχτηκαν
φοιτήτριες, ντυμένες στα κόκκινα, το χρώμα της στολής του Τσανγκ, και του
έδειξαν τις πέτρινες χελώνες με τις επιγραφές που γράφανε για τα κατορθώματα
των κοριτσιών που σπούδασαν χάρις στην επιθυμία του Τσανγκ. Ήταν τα καμάρια του
κάθε χωριού του βασιλείου.
Επισκέφθηκε
τον ναό που έκτισαν προς τιμή του και των ζώων που τον βοήθησαν να φτιάξει τις
αναβαθμίδες στους ορυζώνες,
το
θέατρο- που οι μαριονέτες είναι μέσα στο νερό και εξιστορούν την ζωή του Τσανγκ-,
και
το ποτάμι που ζούσε η χελώνα, που ακόμα
και σήμερα οι ντόπιοι κωπηλατούν σε αυτό με τα πόδια σε ανάμνηση του όπως έκανε
αυτός.
Μόνο που έβρεχε πολύ στις όχθες του ποταμού.
Οι καλοκάγαθοι
χωρικοί του είπανε ότι είναι τα δάκρια χαράς της χελώνας που έχυσε όταν
συνάντησε στον Ουρανό τον Σεβαστικό Νέο.
Αν
πάτε κάποια στιγμή προς τα κει, δέστε και εσείς αν βρέχει ακόμα; Αν ναι, θα ΄στε
τυχεροί στη ζωή σας και θα σας προστατεύει ο Τσανγκ.
Ο
Νέος που Σεβόταν.
Πολύ ωραία αφήγηση!!!
ΑπάντησηΔιαγραφή