Κυριακή 25 Αυγούστου 2019

Η Αργυρούπολη ως πνευματικό κέντρο της επαρχίας της Χαλδίας και οι κάτοικοι της στη διάρκεια των αιώνων.




 «Αντάρ Αλιζώνων – βδιός και επίστροφος ήρχον – τηλόθεν εξ Αλύβης όθεν αργύρου εστί γενέθλη».
(Ομήρου Ιλιάς Β΄ κατάλογος νέων 52, 855-857)


Η προέλευση του ονόματος της πόλης.

Η ομηρική φράση "Τηλόθεν εξ Αλύβης, όθεν αργύρου εστί γενέθλη" σήμαινε ότι οι κάτοικοι της Αλύβης από την Παφλαγονία βαθμηδόν κατέληξαν στην Χαλδία και επιδόθηκαν στην μεταλλουργική. Στην Αργοναυτική εκστρατεία αναφέρεται ότι παρά τον Λύκον ποταμόν κατοικούσαν οι Χάλυβες που ασχολούνταν από την αρχαιότητα με τη μεταλλουργία. (Κανδηλάπτη: Γεωγραφικόν και  Ιστορικόν Λεξικόν, σελ. 168,169).

Εκ της Κύρου Αναβάσεως του Ξενοφώντος (4.7.15-4.7.27) μαθαίνουμε ότι την χώρα το 400 π. Χ. κατοικούσαν οι Χάλυβες, οι Ταόχοι, οι Σκυθινοί, οι Σάννοι, οι Φακαοί και οι Μάκρηνοι και ότι η περιοχή πάνω από την Παλαιά Τραπεζούντα  έως την Σινώπη ήτανε πλήρης μεταλλείων χάλυβα, αργύρου, σιδήρου, και χαλκού που τα εκμεταλλεύονταν οι Χάλυβες.

Ο Ξενοφών τους περιγράφει σαν σκληροτράχηλους:

   «…..Από το μέρος αυτό βάδισαν εφτά σταθμούς και προχώρησαν πενήντα παρασάγγες ανάμεσα στη χώρα των Χαλύβων. Τούτοι ήταν οι πιο γενναίοι άντρες απ όλους που γνώρισαν οι Έλληνες, περνώντας τις χώρες τους και τους πολέμησαν. Φορούσαν θώρακες λινούς που έφταναν ως το κάτω μέρος της κοιλιάς, κι είχαν στη θέση των φτερών σχοινιά από σφιχτοπλεγμένα σπάρτα. [4.7.16] Είχαν ακόμα περικνημίδες και κράνη και στη ζώνη ένα μαχαίρι, σαν εκείνο που κρατούσαν οι Λακεδαιμόνιοι. Με αυτό έσφαζαν όσους κατόρθωναν να νικήσουν και βάδιζαν κρατώντας τα κεφάλια τους κομμένα και μάλιστα τραγουδούσαν και χόρευαν, όταν επρόκειτο να τους δουν οι εχθροί. Τέλος κρατούσαν και δόρυ που το μάκρος του ήταν δεκαπέντε πάνω κάτω πήχες και είχε μια λόγχη. [4.7.17] Οι άνθρωποι αυτοί έμεναν μέσα στους συνοικισμούς τους κι όταν περνούσαν οι Έλληνες, πάντα τους ακολουθούσαν για να τους πολεμήσουν. Κατοικούσαν όμως σε οχυρές τοποθεσίες και είχαν κουβαλήσει μέσα σ αυτές τα τρόφιμα. Έτσι οι Έλληνες δεν μπορούσαν να παίρνουν τίποτε απ αυτόν τον τόπο, παρά τρέφονταν με τα κρέατα των ζώων που είχαν αρπάξει από τη χώρα των Ταόχων. Την πέμπτη μέρα φτάνουν στο βουνό, που ονομαζόταν Θήχης.


Όταν ανέβηκαν οι πρώτοι επάνω και είδαν τη θάλασσα έβγαλαν κάτι δυνατές φωνές…. Θάλαττα.... Θάλαττα…»

111111111111
 Χ: 333333333333
Η πόλη παίρνει το όνομα Γκιουμουσχανέ από τον 17ο αιώνα. Το όνομα της πόλης σημαίνει "αργυρότοπος". Είναι σύνθετη λέξη με πρώτο συνθετικό τη τουρκική λέξη gümüş (άργυρος) και δεύτερο την περσική khane, που όταν είναι δεύτερο συνθετικό σημαίνει «τόπος». Η ονομασία προέρχεται από τα ορυχεία αργύρου που βρίσκονται στην περιοχή. Την περίοδο της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας η περιοχή στην οποία βρίσκεται η πόλη αποκαλούνταν Χαλδία. Οι βυζαντινές πηγές δεν αναφέρουν εκμετάλλευση των κοιτασμάτων αργύρου και άλλων μετάλλων της περιοχής του Τορούλ (Άρδασσας). Επομένως η εκμετάλλευση τους είναι πιθανά φαινόμενο της Τουρκοκρατίας.

Σύμφωνα με τον Κανδηλάπτη (Κάνι), η Αργυρούπολη ιδρύθηκε από τους κατοίκους της γειτονικής Τζάγχας, στα μέσα του 16ου αιώνα. Κατά τους θρύλους, ένας χωρικός της περιοχής είδε μία νύχτα τυχαία ένα κομμάτι μεταλλεύματος αργύρου να λάμπει, το πήρε και το μετέφερε στην Τζάγχα για να το εξετάσει ένας ειδικός.

Όταν διαπιστώθηκε ότι ήταν αργυρούχο μετάλλευμα, ερευνήθηκε η περιοχή και ανακαλύφθηκαν και άλλες φλέβες του ίδιου μεταλλεύματος. Μετά την ίδρυση του οικισμού, εγκαταστάθηκαν σ' αυτόν και καταδιωκόμενοι από τις τουρκικές αρχές Τραπεζούντιοι, οι Καλπακτσήδες και οι Κετσετζήδες, καθώς και κάτοικοι διαφόρων χωριών της
Χαλδίας, όπως το Χατς, το Αγρίδ' κ.α. Ο σουλτάνος Μουράτ ο Δ', περνώντας από την περιοχή το 1530 την ανακήρυξε μπεϊλίκι, δηλαδή κήρυξε αυτοκρατορική ιδιοκτησία τα μεταλλεία, απέδωσε προνόμια στους κατοίκους και σύστησε εκεί ταρασχανέ (νομισματοκοπείο).

Η πρώτη αναφορά των μεταλλείων της Τζάγχας γίνεται σε οθωμανικό κατάστιχο του 1554. Για το διάστημα 1554-1583 η οθωμανική απογραφή για τη Τζάγχα καταγράφει αύξηση των ορθόδοξων νοικοκυριών από 113 σε 478, μείωση των μουσουλμανικών νοικοκυριών από 31 σε 16, καθώς και άφιξη αρμενικού πληθυσμού (116 νοικοκυριά). Οι μεταλλευτικές δραστηριότητες του χριστιανικού πληθυσμού σε συνδυασμό με την απαλλαγή από τον κεφαλικό φόρο, απέτρεψαν τον βίαιο εξισλαμισμό που παρατηρήθηκε σε άλλες περιοχές του Πόντου και λειτούργησαν ως πόλος έλξης χριστιανών μετοίκων από τις γύρω περιοχές.

Κατά την Oθωμανική περίοδο οι ελληνόφωνοι κάτοικοί της αποκαλούσαν την πόλη "Καν" (από τον παραπλήσιο ποταμό Χαρσιώτη ή Καν), τον δε εαυτό τους "Κανέτες" (εκ της πόλης Καν) και "Κανέτσα" (Κανέτισσα). Μετά την πρόοδο της ελληνικής εκπαίδευσης στην πόλη, κατά τις πρώτες δεκαετίες του 19ου αι., οι μορφωμένοι κάτοικοί της την αποκαλούσαν Αργυρούπολη. Ονομάστηκε Γκιουμουσχανέ (Αργυρούπολη) το 1846 αρχικά από τον λόγιο διδάσκαλο Γεώργιο Κυριακίδη εξαιτίας των μεταλλείων αργύρου. Πριν την Ανταλλαγή των Πληθυσμών η Αργυρούπολη ήταν έδρα διοικητή (μουτεσαρίφη), με υποδιοικήσεις στο Tορούλ (Άρδασσα), στη Χερίανα και στο Κελκίτ, ενώ υπαγόταν στη Νομαρχία Τραπεζούντας. 


Όσον αφορά τη γεωγραφική της θέση εξηγεί ο Κανδηλάπτης:

"Η Αργυρούπολη διαρρέεται από τους ποταμούς Κάνη (Χαρσιώτη) και Λύκο, οι οποίοι με τους παραποτάμους τους σχηματίζουν αναρίθμητες κοιλάδες γεμάτες οπωρώνες. Εκτίσθη δε επί της διαφιλονικουμένης ομηρικής θέσεως "Αργύρου γενέθλη" και κείται εν εξόχου αμφιθεατρική θέσει και παρέχει όψιν πανοράματος. Περιβάλλεται δίκης φρουρίων υπό των ορέων Κουρκουλέτσου, Καϊσάρ-γονέας, Κοπ, εξ ων πηγάζουσιν εκ των οροπεδίων Ηλίπουριν, Σταυρωτόν-ραχ̆ίν, Βουνέτων, Αγ. Θεόδωρου εξ ρυάκια, όπερ συνενώμενα εις κέντρον της πόλης σχηματίζουσι μεγάλον ρύακα χυνόμενων εις τον ποταμόν Κάνιν, παρά την θέση Δεμίρ-καπού. Συγκοινωνούσι δε τα δύο τμήματα της πόλεως δια τριών λιθίνων γεφυρών. Επίνειον της Αργυρουπόλεως είναι το προάστειο Ταλταπάν, όπου συνωκίσθη η νέα Αργυρούπολις".



Η θέση της Νέας Αργυρούπολης όπως φαίνεται από την παλιά.
Τρισδιαστατη αποψε σε χαρτη --> εδω


Οι πρώτες οικογένειες που εγκαταστάθηκαν στην ενορία του Αγίου Γεωργίου ήταν οι οικογένειες των Μπαμπάνων και Αηδονοπούλων. Χρυσοχόοι από τον Βαν και το Μπιτλίς ήρθαν στην Αργυρούπολη και διέδωσαν την τέχνη τους. Διαπρεπείς αγιογράφοι από την Πελοπόννησο, το Άγιο Όρος και τα Ιεροσόλυμα ζωγράφισαν τους ναούς της. Μετά την καταδίωξη των χριστιανών από τον Ισκενδέρ Πασά (ο πρώην επίσκοπος Όφεως Αλέξανδρος), οι Πόντιοι άλλοι κατέφυγαν στην Κωνσταντινούπολη, άλλοι στην Μολδοβλαχία και από τότε επικρατούσε ησυχία. Η επισκοπή Κάνεως το 1650 προήχθη σε αρχιεπισκοπή και το 1765 σε Μητρόπολη. Μετά την κάθοδο της Ρωσίας υπό τον Στρατηγό Πάσκεβιτς και την σύναψη της ειρήνης με την Τουρκία, πολλοί κάτοικοί της μετανάστευσαν στην Ρωσία ακολουθώντας τον Ρωσικό στρατόν.

Οι Έλληνες κάτοικοι του Πόντου στη διάρκεια των αιώνων δέχτηκαν πιέσεις από τους Οθωμανούς για να απαρνηθούν την εθνική και θρησκευτική τους ταυτότητα. Κάποιοι αναγκάστηκαν είτε να μεταναστεύσουν κυρίως προς την ομόδοξη Ρωσία, είτε να ασπαστούν τον ισλαμισμό.  Ειδικά στη περιοχή της Χαλδίας πολλοί ήταν αυτοί που είχαν ασπαστεί τον ισλαμισμό και χάθηκαν δια παντός από το Ελληνικό γένος. Υπήρχαν όμως και οι Κρυπτοχριστιανοί, που αποτέλεσαν ιδιαίτερη πληθυσμιακή ομάδα.



"Το Κρυπτοχριστιανικό ζήτημα στον Πόντο".




Από το βιβλίο του Στάθη Πελαγίδη: "Το Κρυπτοχριστιανικό ζήτημα στον Πόντο" αντλούμε τις πληροφορίες:

«Κρυπτοχριστιανοί είναι εκείνοι που στο διάστημα της Τουρκοκρατίας, εξωτερικά εμφανίζονται ως μουσουλμάνοι, εσωτερικά όμως ένιωθαν ως χριστιανοί που ήταν αφοσιωμένοι στην ορθόδοξη πίστη τους. Είναι οι λεγόμενοι Κλωστοί ή Δίπιστοι, που όταν αποκαλύπτονται στην περιοχή της Κρώμνης λέγονται Κρωμιώτες, ενώ στην περιοχή του Σταυρίν, Σταυριώτες. Αυτό συνέβη μετά την έκδοση του Χάττι Χουμαγιούν (1856), όταν εδόθη σε όλους τους Οθωμανούς υπηκόους η δυνατότητα της ανεξιθρησκείας. Υπάρχουν ολόκληροι οικισμοί στη Σάντα, στην Κρώμνη, στο Σταυρί, στο Παρτί που δεν έχουν καθόλου μουσουλμάνους σύμφωνα με τους πληθυσμιακούς πίνακες που καταρτίστηκαν μετά το διάταγμα. Οι κινητοποιήσεις των Κρυπτοχριστιανών στα ξένα Προξενεία της Τραπεζούντας αποκαλύπτονται από τον Άγγλο ιστορικό Α. Bryer. Οι Κρυπτοχριστιανοί  όμως των χωριών της επαρχίας της Αργυρούπολης είναι οι πολυπληθέστεροι. Γι' αυτούς ιδρύεται η επισκοπή Ροδόπολης το 1863 με έδρα τη Λιβερά και από τον μεγαλέμπορο Βερναρδάκη η ομώνυμος Σχολή στο χωριό Κοντού της Ζούζας. Από το 1868 όμως οι Κρωμιώτες, όπως και όλοι οι Κρυπτοχριστιανοί, αρχίζουν να είναι υπόχρεοι στρατιωτικής θητείας. Και όσοι αρνιούνται υφίστανται πολλαπλές διώξεις».

Αυτό όμως θα αλλάξει καθοριστικά την επιβίωση των Ποντιακών πληθυσμών και θα ενταθούν οι μεταναστεύσεις….



Οι μεταναστεύσεις προς τη Ρωσία.


Μαζικές μεταναστεύσεις γίνονταν σε όλη τη περίοδο της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας όμως κατά τον Πανάρετο Τοπαλίδη οι μαζικές περίοδοι μετανάστευσης προς τη Ρωσία είναι τρεις: 

Η πρώτη μεταξύ 1828-1832 από τις επαρχίες Κολωνείας, Νεοκαισαρείας, Ροδοπόλεως, Χαλδίας προς το Σοχούμι και την Κριμαία.

Η δεύτερη μεταξύ του  1856 και του 1864 από τις επαρχίες Τραπεζούντος και Θεοδοσιουπόλεως προς τις προηγούμενες Ρωσικές περιοχές αλλά επεκτάθηκαν και προς το Κουμπάν του Βόρειου Καυκάσου.

Η τρίτη μεταξύ του 1878 και του 1884 που έγινε από όλες τις επαρχίες (ειδικά η επαρχία Θεοδοσιουπόλεως σχεδόν ερημώθη, ενώ  και οι υπόλοιπες μειώθηκαν αρκετά). Ο προορισμός των μεταναστών ήταν το Καρς όπου το 1914 τα 77 χωριά του είχαν 75.000 Έλληνες, η Τσάλκα της Γεωργίας, το Βατούμ, το Σοχούμι κ.αλ. Το τελευταίο κύμα μετανάστευσης προς τη Ρωσία έγινε το 1918 μετά την αναχώρηση του Ρωσικού στρατού από τον Πόντο. Περίπου 300.000 Πόντιοι μετακινήθηκαν αυτή τη περίοδο προς τη Ρωσία. Ανάμεσα σε αυτούς, ως είναι φυσικό και οι Αργυρουπολίτες.

Οι Αργυρουπολίτες και οι κάτοικοι των χωριών της Χαλδίας όταν εγκαταστάθηκαν στη νέα τους πατρίδα αμέσως οργανώθηκαν. Έκτισαν εκκλησίες και σχολεία, δημιούργησαν συλλόγους, θεατρικές ομάδες, εξέδωσαν εφημερίδες και έντυπα.


Θεατρικός θίασος στο Βατούμ το 1935.
Φωτογραφία Ι. Κεσσίσοφ.


Φυσικά η πολιτιστική και πνευματική ανάπτυξη τους διεκόπη από τις διώξεις του Σταλινικού καθεστώτος με συνέπεια να έρθουν πολλοί στην Ελλάδα στα τέλη της δεκαετίας του ’30 και να μειωθεί και η φυσική τους παρουσία εκεί. Οι Πόντιοι μετά το φόρο αίματος στη Τουρκία έπρεπε να καταβάλλουν και τον αντίστοιχο στη Σοβιετική Ένωση με χιλιάδες εκτοπίσεις, εξορίες και εκατοντάδες εκτελέσεις…..

Παρατίθενται ενδεικτικά τα ονόματα κάποιων εκτοπισμένων Αργυρουπολιτών που κατοικούσαν σε διάφορες Ρωσικές πόλεις από τους χιλιάδες των Ποντίων της Σοβιετικής Ένωσης που υπέστησαν τα ίδια:


Ποπαντόπουλο(Παπαδόπουλος) Βασίλι Χαρλαμπόβιτς (1879)
Ημερομηνία γέννησης: 1879
Τόπος γέννησης: s.Imer (Ιμερα) Trapezund. Τουρκία
Φύλο: άνθρωπος
Εθνικότητα: Ελληνική
Τόπος διαμονής: Πιατιγκόρσκ, έδαφος Σταυρούπολης
Κόμμα: b / n
Εισαγγελία: για τη διενέργεια κατασκοπείας, σαμποτάζ, εθνικιστικές δραστηριότητες
Καταδίκη: 17 Φεβρουαρίου 1938
Καταδικασμένο σώμα: ΕΣΣΔ NKVD
Ετυμηγορία: VMN.
Πηγές δεδομένων: ΣΠ "Θύματα πολιτικού τρόμου στην ΕΣΣΔ". Βιβλίο Μνήμης της περιοχής Stavropol


Ποπαντόπουλο (Παπαδόπουλος) Γκεόργκι Στυλιανόβιτς (1900)
Ημερομηνία γέννησης: 1900
Τόπος γέννησης: s. Χακάκσα
Φύλο: άνθρωπος
Εθνικότητα: Ελληνική
Απασχόληση / τόπος εργασίας: εργαζόμενος
Τόπος διαμονής: Kislovodsk
Κόμμα: b / n
Προληπτικό μέτρο: συνελήφθη
Ημερομηνία σύλληψης: 16 Δεκεμβρίου 1937
Ετυμηγορία: 5 χρόνια στρατόπεδα
Πηγές δεδομένων: ΣΠ "Θύματα πολιτικού τρόμου στην ΕΣΣΔ". Βιβλίο Μνήμης της περιοχής Stavropol


Σαμιλίδης Γιώργος Κυριακόβιτς (1889)
Ημερομηνία γέννησης: 1889
Παραλλαγές του πλήρους ονόματος: Samlidi Georgiy Kiriyanovich
Τόπος γέννησης: Likast, Τουρκία
Φύλο: άνθρωπος
Εθνικότητα: Ελληνική
Εκπαίδευση: αναλφάβητοι
Επάγγελμα / Τόπος εργασίας: Μεταφορέας
Τόπος διαμονής: Pyatigorsk
Κόμμα: b / n
Προληπτικό μέτρο: συνελήφθη
Ημερομηνία σύλληψης: 21 Ιουλίου 1938
Ετυμηγορία: στρατόπεδα 3 ετών



Σιδηρόπουλος Ντμίτρι Νικολέβιτς (1896)
Ημερομηνία γέννησης: 1896
Τόπος γέννησης: Τουρκία, σ. Χάρσερα.
Φύλο: άνθρωπος
Εθνικότητα: Ελληνική
Εκπαίδευση: χαμηλότερη
Απασχόληση / τόπος εργασίας: Πωλητής
Τόπος διαμονής: Kislovodsk
Κόμμα: b / n
Προληπτικό μέτρο: συνελήφθη
Ημερομηνία σύλληψης: 18 Δεκεμβρίου 1937
Ετυμηγορία: στρατόπεδα 3 ετών


Ταργκατζίδης (Ταργοντσίδης) Ιβάν Αβραμόβιτς (1882)
Ημερομηνία γέννησης: 1882
Τόπος γέννησης: s. Kharshera (Χάρσερα).
Φύλο: άνθρωπος
Εθνικότητα: Ελληνική
Εκπαίδευση: εγγράμματος
Επάγγελμα / Τόπος εργασίας: Baker
Τόπος διαμονής: Essentuki
Κόμμα: b / n
Προληπτικό μέτρο: συνελήφθη
Ημερομηνία σύλληψης: 5 Ιανουαρίου 1938
Ετυμηγορία: 10 χρόνια στρατόπεδα


Χαλντογιανίδης (Χαλτογιαννίδης) Παύλος Κωνσταντινοβίτσι (1896)
Ημερομηνία γέννησης: 1896
Τόπος γέννησης: Ίμερα, Τουρκία, Trabzon,
 Φύλο: άνθρωπος
Εθνικότητα: Ελληνική
Ιθαγένεια (ιθαγένεια): Ελλάδα
Τόπος διαμονής: (Az.SSR)
Χρέωση: ανά εθνικότητα (Έλληνες)
Καταδίκη: 7 Φεβρουαρίου 1938
Καταδικασθέν όργανο: Επιτροπή του NKVD και Εισαγγελέας της ΕΣΣΔ, Πρωτόκολλο αριθ. 46
Ετυμηγορία: VMN (λήψη)


Ηλιάδης Σοφοκλής Γεωργιέβιτς (1902)
Ημερομηνία γέννησης: 1902
Τόπος γέννησης: s. Χακάκσα, Τραπεζούντα, Τουρκία
Φύλο: άνθρωπος
Τόπος διαμονής: (Τσετσέν-Ινγκούσε ASSR)
Καταδίκη: 26 Φεβρουαρίου 1938
Καταδικασθέν όργανο: Επιτροπή του NKVD και Εισαγγελέας της ΕΣΣΔ, Πρωτόκολλο αριθ. 84
Ετυμηγορία: 10 χρόνια ITL


Μαυρίδης Γαβριήλ Ι. (1900)
Ημερομηνία γέννησης: 1900
Τόπος γέννησης: Kimishhan
Φύλο: άνθρωπος
Εθνικότητα: Ελληνική
Ιθαγένεια (ιθαγένεια): Ελλάδα
Εκπαίδευση: αναλφάβητος.
Επάγγελμα / τόπος εργασίας: αρτοποιείο, αρτοποιός
Τόπος διαμονής: Άρθ. Goryachevodskaya
Προληπτικό μέτρο: συνελήφθη
Ημερομηνία σύλληψης: 15 Δεκεμβρίου 1937
Καταδίκη: 29 Μαρτίου 1938
Καταδικασμένο όργανο: Επιτροπή του NKVD και Εισαγγελέας της ΕΣΣΔ, Πρωτόκολλο αριθ. 99
Άρθρο: 58-10 του Ποινικού Κώδικα της RSFSR
Ετυμηγορία: 10 χρόνια στρατόπεδα
Τόπος αναχώρησης: Κολύμα (Νιχ. At-Uryah)


Κακουλίδης  Αριστείδης  Στυλιανόβιτς (1872)
Ημερομηνία γέννησης: 1872
Τόπος γέννησης: χωριό Ίμερα, Τουρκία
Φύλο: άνθρωπος
Εθνικότητα: Ελληνική
Επάγγελμα / Εργασία: Έλληνας ιερέας εκκλησίας
Τόπος διαμονής: Ordzhonikidze
Προληπτικό μέτρο: συνελήφθη
Ημερομηνία σύλληψης: 15 Δεκεμβρίου 1937
Καταδίκη: 29 Οκτωβρίου 1939
Καταδικασμένο σώμα: Ειδική συνάντηση του NKVD SOASSR
Ετυμηγορία: η υπόθεση απορρίφθηκε λόγω έλλειψης σώματος



Χαλδία: Η Γη των Ακριτών.

Η περιοχή της Χαλδίας συνέπιπτε με το όριο της Χριστιανικής και Ελληνικής Ανατολής και οι κάτοικοι της υπεράσπιζαν τη πατρίδα και τη θρησκεία τους. Ένα μεγάλο μέρος των κατορθωμάτων τους διασώθηκαν από τα δημώδη ποιήματα του λεγόμενου ακριτικού κύκλου και διάφοροι ήρωες καταξιώθηκαν στη συνείδηση των Ελλήνων. Ανάμεσα σε αυτούς και ο ηρωικότερος όλων. Ο Βασίλειος Διγενής Ακρίτας. Ήταν εγγονός του Ανδρόνικου, δούκα της Χερίανας, γιος της κόρης του από το γάμο της με τον Σύρο ηγεμόνα Αμηρά, εξ’ ου και Διγενής και κατοικούσε στο κάστρο της Λευκόπετρας. Δεν είναι επίσης τυχαίο ότι τα περάσματα της περιοχής της Χαλδίας προς την Ανατολή και τη Τραπεζούντα, τα προφύλασσαν μια σειρά από κάστρα. Αρκετά από αυτά ήταν γύρω από την πρωτεύουσα της. Την Αργυρούπολη.


Τα κάστρα της Αργυρούπολης.

Γύρω από την πόλη αναφέρονται περίπου 35 κάστρα-οχυρά και λίγα μόνο διατηρούνται σε σχετικά καλή κατάσταση.

Σημαντικότερα είναι το κάστρο της Τζάγχας (Canca kalesi), το Ακτσάκαλε (Akcakale), που ήταν το τελευταίο κάστρο που έπεσε στα χέρια των Οθωμανών το 1479), το Κετσί (Keci Kalesi), το Γκουμούσκαγια (Gumuskaya kalesi) κλπ.



Κετσί Καλεσί και Κουρούμ Καλέ της Κρώμνης που δύσκολα αναγνωρίζεται, καθώς συγχέεται με βράχο.


Η ακμή της πόλης.

Η Αργυρούπολη θα διασώσει τον Ποντιακό Ελληνισμό κατά τους σκοτεινούς αιώνες που ακολούθησαν την Άλωση της Τραπεζούντας, μιας και η λειτουργία των μεταλλείων θα προσδώσει προνόμια στους Έλληνες μεταλλωρύχους, και άνθρωποι από όλες τις περιοχές του Πόντου μετακινούνται προς τη Χαλδία για να δουλέψουν εκεί και να αναπνεύσουν τον αέρα της σχετικής αυτονομίας. Πολλά επίθετα έλκουν τη προέλευση τους από το αξίωμα, τη καταγωγή ή την εξιδίκευση των μεταλλωρύχων, όπως: Ουσταμπασίδης (αρχιμεταλλουργός), Μεταλλίδης, Σιδηρόπουλος, Φουλίδης (εκ της περιοχής του Όφεως Οφλίδης, με παράφραση Φουλίδης), που μετακινήθηκαν στα χωριά της Χαλδίας).

Ο πληθυσμός της πόλης λέγεται ότι έφτασε το 1750 τους 60.000 κατοίκους ή τις 5.000 οικογένειες, κατά την εποχή της ακμής των μεταλλείων.



Τόσο τα προνόμια όσο και η μεγάλη ακμή των μεταλλείων έγιναν πόλος έλξης μεταναστών από τα παράλια του Πόντου. Ακολούθησε εντατική εκμετάλλευση των μεταλλείων και τα κέρδη από αυτή τη δραστηριότητα οδηγούνταν στο αυτοκρατορικό θησαυροφυλάκιο. Μεγάλη ανάπτυξη γνώρισαν τα μεταλλεία της Χαλδίας κυρίως κατά τον 18ο αιώνα. Η μειωμένη παραγωγή των μεταλλείων στα Βαλκάνια συνέβαλε στην αύξηση της σημασίας τους. Κατά τον Μικρασιάτη λόγιο Σάββα Ιωαννίδη, πριν το 1870 (σημείο κατά το οποίο έχει συντελεστεί ήδη η μεγάλη μείωση του πληθυσμού της πόλης) στον "Κιουμουσχανά" κατοικούσαν 700 οικογένειες από τις οποίες 300 ήταν ελληνικές, 200 μωαμεθανικές και 200 αρμενικές (οι τελευταίοι είχαν μετοικήσει εκεί σταδιακά από το 1720). Η σταδιακή παρακμή των μεταλλείων της Χαλδίας, κυρίως λόγω της εξάντλησης των αποθεμάτων τους, επήλθε τον 19ο αιώνα και οδήγησε  τους μεταλλωρύχους στη σταδιακή επέκταση των μεταλλουργικών δραστηριοτήτων και εκτός των γεωγραφικών ορίων της περιοχής. Σύμφωνα με μια άποψη, τα προνόμια των μεταλλουργών καταργήθηκαν τελικά με τις μεταρρυθμίσεις του Τανζιμάτ.




Εξαιρετικό προνόμιο αποτελούσε η αναγνώριση δικαιώματος κοπής νομισμάτων όπως είχε η Αργυρούπολη και το Μπουγά Μαντέν. Οι Οθωμανοί εξαιτίας  του πολεμοχαρή χαρακτήρα τους αλλά και των θρησκευτικών επιταγών του Κορανίου, έχοντας ούτως ή άλλως την εξουσία στα χέρια τους θεωρούσαν πολύ υποτιμητικό και ταπεινωτικό, αλλά και συνάμα βαρύ και επίμοχθο το έργο των μεταλλουργών. Επιπροσθέτως δεν διέθεταν ούτε τη γνώση, αλλά ούτε και την ικανότητα να ασχοληθούν με την εξόρυξη του μεταλλεύματος με συνέπεια το ελληνικό στοιχείο να κυριαρχήσει στο τομέα αυτό.



Στην πόλη και στα περίχωρα λειτουργούσαν στις αρχές του 18ου αιώνα 17 μεταλλεία. Σύμφωνα δε με άλλη πηγή, το 1722 μεταλλεία λειτουργούσαν και σε άλλες περιοχές του Πόντου, όπως στην Κρώμνη, στη Ματσούκα, στα Σούρμενα, στην Κερασούντα, στην Τρίπολη και στο Σεμπινκαραχισάρ, στη Σεβάστεια, και στην Παϊπούρτη αλλά και σε περιοχές εκτός Πόντου, όπως η Μεσοποταμία, το Ερζερούμ, η Τιφλίδα, το Καρς, το Βατούμ και το Ικόνιο, ενώ τα μεταλλεία της Ανατολίας για τα οποία υπάρχουν στοιχεία ανέρχονταν σε 33. Τέλος, σύμφωνα με άλλη πηγή, τα πιο σημαντικά μεταλλεία στο έδαφος της Μικράς Ασίας κατά την περίοδο 1559-1785 ήταν αυτά στις περιοχές: Αργυρούπολη, Άργανα Μαντέν, Μπιλετζίκ, Έσπιε, Κεμπάν, Ινεγκιόλ, Κιγί και Κιουρέ, Νιφ. Μεταλλεία νίτρου υπήρχαν στις περιοχές: Αχσέν-ντερέ, Άκ-Νταγ-Μαντέν, Μπιλετζίκ, Ερτζίς, Ιτς Ιλ, Καισάρεια, Καμένγκιραντ, Κιλισέχισαρ, Λαρέντε, Μαλάτεια, Νίγδη, Ρουντίκ, Βαν. Οι μεταλλωρύχοι ήταν Ελληνες ή Ελληνικής συνείδησης (Κρυπτοχριστιανοί) και ελάχιστοι Αρμένιοι. Η λειτουργία των μεταλλείων συνετέλεσε ώστε να καθιερωθούν θεσμοί διοίκησης και οργάνωσης των τοπικών κοινωνιών. Οι αρχιμεταλλουργοί  κατά κύριο λόγο ήταν Έλληνες και ασκούσαν κοινωνικά και διοικητικά καθήκοντα πολύ ευρύτερα από αυτά της λειτουργίας των μεταλλείων.


Οι Αρχιμεταλλουργοί:
Ο πρώτος αρχιμεταλλουργός φέρεται να είναι τον 16ο αιώνα ο Γεώργιος Σταυράκογλου, από την ενορία Αληθινός της Κρώμνης, ενώ ακολούθησαν οι Κωνσταντίνος Καράτζας, Χαράλαμπος Κουτροπάντης, Λάζαρος Σαρασίτης, Ιάκωβος Γρηγοράντης κ.α.



Η παρακμή των μεταλλείων και της πόλης

Στις αρχές του 19ου αιώνα όμως ο πληθυσμός της πόλης μειώθηκε ραγδαία λόγω της εξάντλησης των μεταλλείων. O Gustave de Pauliny, Γενικός Διευθυντής των μεταλλείων της Τουρκίας το 1836  που επισκέπτεται όλα τα γνωστά μεταλλεία αργύρου μένει έκπληκτος από την έλλειψη τεχνολογικής υποδομής και τις απηρχαιωμένες μεθόδους εξόρυξης που εφαρμόζουν, όπως και οι μέθοδοι διάλυσης και τήξης των μεταλλευμάτων. Οι Έλληνες Πόντιοι κάτοικοι της Αργυρούπολης αναγκάστηκαν να μεταναστεύσουν βαθμιαία σε άλλες περιοχές του Πόντου που λειτουργούσαν μεταλλεία αλλά και έξω από αυτόν, όπως στο Ακ Νταγ Ματέν και το Κιουμούς Ματέν.



 Ο Περικλής Τριανταφυλλίδης μάλιστα αναφέρει στους Φυγάδες:

« …αι πηγαί απεξηράνθησαν πολλαχού και απαντώνται ήδη ναοί εν χωρίοις, εν οις ουδείς οικεί πλέον Έλλην».


Ωστόσο, ακόμη και εκείνη την εποχή κατά τον Αργυρουπολίτη λόγιο Δημοσθένη Η. Οικονομίδη υπήρχαν πέντε εκκλησίες, Φροντιστήριο (Γυμνάσιο αρρένων), Παρθεναγωγείο με νηπιαγωγείο,  σύλλογος εκπαιδευτικών ο "Κυριακίδης" και η "Φιλόπτωχος αδελφότης". Ο πληθυσμός της πόλης πριν τον Α' Παγκόσμιο Πόλεμο ήδη είχε μειωθεί στα 6.000 άτομα περίπου (2.500 Έλληνες, 2.500 Μουσουλμάνοι, 1.000 Αρμένιοι). Στις 11 Ιουνίου του 1916 η πόλη καταλήφθηκε από τον προελαύνοντα ρωσικό στρατό, ο οποίος παρέμεινε μέχρι την 28η Ιανουαρίου του 1918.


Η Εκπαίδευση στην Αργυρούπολη και στην υπόλοιπη επαρχία της Χαλδίας.

Στην ακμή της πόλης λειτουργούσαν αλληλοδιδακτικό και ελληνικό σχολείο. Ως μητρόπολη και κέντρο της Χαλδίας η πόλη είχε σημαντικό ρόλο στην εκπαιδευτική ζωή της περιοχής της Χαλδίας. Επίσης είχε τις πλουσιότερες εκκλησίες, χάρη στα χρυσά και ασημένια αφιερώματα των πλούσιων χριστιανών. Η λειτουργία των εκπαιδευτικών ιδρυμάτων αν δεν εξαρτιόταν, οπωσδήποτε συσχετιζόταν με τις εκκλησιαστικές αρχές.  Με πρωτοβουλία μάλιστα του μητροπολίτη Λαυρεντίου ιδρύθηκε οικοτροφείο για τους μαθητές των γύρω χωριών που σπούδαζαν στα σχολεία της πόλης. Ο ίδιος μητροπολίτης είχε πρωτοστατήσει και στην ίδρυση ταπητουργείου όπου εργάζονταν γυναίκες της περιοχής. Στην πόλη με τη συνδρομή του αρχιεπισκόπου Ιγνατίου του Φυτιάνου λειτουργούσε ήδη το φημισμένο Φροντιστήριο της Αργυρούπολης, σχολείο αρρένων που στην ακμή του αποτελούνταν από πλήρη αστική σχολή και τρεις γυμνασιακές τάξεις.

Παράλληλα στην πόλη λειτουργούσε και Παρθεναγωγείο (1873) που ήταν το πεντατάξιο σχολείο των θηλέων. Σημαντική ώθηση στην εκπαίδευση της περιοχής έδωσε και ο μητροπολίτης Γερβάσιος Σουμελίδης. Η προσπάθεια για εθνικό αυτοπροσδιορισμό  των κατοίκων της περιοχής είχε σαν αποτέλεσμα να αναπτυχθεί και η εκπαίδευση σε όλη την επαρχία εκτός της Αργυρούπολης. Σχεδόν σε κάθε χωριό της λειτουργούσε κάποιο σχολείο που λειτουργούσε έως τις αρχές του 20ου αιώνα, όπως φαίνεται και στον παρακάτω πίνακα.



Δεν είναι τυχαίο ότι κάποιοι απόφοιτοι των σχολείων της επαρχίας Χαλδίας διέπρεψαν αργότερα σαν εκπαιδευτικοί είτε στα σχολεία της ίδιας της επαρχίας (π.χ. Κανδηλάπτης), είτε στη Ρωσία (π.χ. ο Χαρσερέτης Κωνσταντίνος Αποστολίδης στο Βλαδικαφκάζ), είτε όταν ήρθαν αργότερα πρόσφυγες στην Ελλάδα. Πολλοί οθωμανοί πιθανώς Κρυπτοχριστιανοί ή προερχόμενοι από εξισλαμισμούς προτιμούσαν την φοίτηση τους στα Ελληνικά σχολεία, μιας και η αραβική γλώσσα που διδασκόταν σε αυτά τους φαινόταν δύσκολη, όπως εξηγεί ο Ιωάννης Ευσταθιάδης από τη Χάρσερα. Αποτέλεσμα αυτής της Ελληνοφωνίας φαίνεται στο γράμμα του Αχμέτ Αλτάς στον Μίμη Τσελεπίδη (Χαρσερέτη και κατοίκου Αγροσυκιάς Γιαννιτσών). Με  τα κόκκινα  πλαίσια οι Ελληνικές λέξεις  έστω και παραφρασμένες.




Το Φροντιστήριο της Αργυρούπολης.

Το Φροντιστήριο της Αργυρούπολης απετέλεσε τον πνευματικό  φάρο της Χαλδίας και ταυτόχρονα τον οδηγό για την ίδρυση σε κάθε χωριό της Χαλδίας εκπαιδευτηρίου που εκπλήρωνε το σκοπό της διατήρησης της Ελληνικότητας των κατοίκων της. Μέχρι τότε αυτή τη μνήμη την συντηρούσαν τα μοναστήρια της περιοχής και οι ιερατικές σχολές που λειτουργούσαν. Δεν είναι φυσικά άμοιρος ο ρόλος των εκκλησιαστικών ταγών που επέβλεπαν αν όχι ίδρυαν τα σχολεία της περιοχής.



Το Φροντιστήριο της Αργυρούπολης ιδρύθηκε το 1723 στην Αργυρούπολη του Πόντου, από τον αρχιεπίσκοπο Χαλδίας Ιγνάτιο Σκρίβα με την υλική και ηθική συμπαράσταση των αρχιμεταλλουργών, των μοναστηριών και των κοινοτήτων της περιοχής. Είναι γνωστό ότι τα μεγάλα μοναστήρια της περιοχής όπως του Χουτουρά και του Χαλιναρά έδωσαν από 300 άσπρα. Λειτούργησε εξ αρχής ως κάτι παραπάνω από ένα κοινό σχολείο. Αρχικά, ονομάστηκε Σχολή Ελληνικών Μαθημάτων, με πρώτο δάσκαλο τον Θεόδωρο Παύλου Βυζάνο. Το 1840 του δόθηκε η ονομασία Φροντιστήριο από τον διευθυντή του, Σεραφείμ Χατζηακεψιμά, που σπούδασε στην Αυθεντική Ακαδημία του Βουκουρεστίου. Η ονομασία Φροντιστήριο διατηρήθηκε μέχρι και το τέλος της ζωής του, το 1922. Ο όρος Φροντιστήριο, αντίθετα με την σύγχρονη έννοια που επικρατεί, εκείνη την εποχή σήμαινε το σπουδαστήριο, που συμπεριλάμβανε το Δημοτικό, το Σχολαρχείο και τις Γυμνασιακές τάξεις.  Στην τελική του μορφή αποτελούνταν από έντεκα τάξεις: πέντε τάξεις για το Δημοτικό Σχολείο, τρεις τάξεις για το Ελληνικό ή Σχολαρχείο και τρεις τάξεις για το Ημιγυμνάσιο.

Από το 1873 και μετά προστέθηκε και το Παρθεναγωγείο με δημοτικές τάξεις και νηπιαγωγείο. Με τις όντως ηρωικές ενέργειες του Γεώργιου Παπαδόπουλου Κυριακίδη, τη συνδρομή του μητροπολίτη Χαλδίας Γερβασίου και την οικονομική στήριξη των κατοίκων της Χαλδίας θεμελιώθηκε το 1875 το κτίριο του Φροντιστηρίου (που σε ερειπιώδη μορφή υπάρχει ακόμα), του οποίου η αποπεράτωση συντελέστηκε το 1879 και που  αποτελείτο από πλήρη αστική σχολή και 5 γυμνασιακές τάξεις με 12 καθηγητές και δασκάλους και πάνω από τριακόσιους μαθητές. Οι αρχιμεταλλουργοί δώρησαν 68 οκάδες αργύρου για την αγορά κτημάτων που θα έδιναν έσοδα στο Φροντιστήριο της Αργυρούπολης. Ο Μητροπολίτης Χαλδίας Γερβάσιος Σουμελίδης, για να εξασφαλίσει την οικονομική λειτουργία του Φροντιστηρίου της Αργυρούπολης, το εφοδίασε με ακίνητη περιουσία, εκποιώντας όσα ιερά αναθήματα περίσσευαν και δεν ήταν σε χρήση. Έλιωσε ιερά σκεύη εκκλησιών και με το ασήμι τους, 45 οκάδες, έχτισε το κτήριο. Τα έσοδα από την πώληση των κειμηλίων ανήλθαν σε 1200 λίρες. Αυτή η περιουσία απέφερε σταθερό εισόδημα στο Φροντιστήριο. Η απόφαση αυτή του Γερβασίου να διαθέσει τα αναθήματα για τη μόρφωση των νέων της Χαλδίας αποτέλεσε την καλύτερη επένδυση στην παιδεία.


Η ακμή του Φροντιστηρίου. Η εποχή Κυριακίδη.

Το Φροντιστήριο αποκτά αίγλη ξεχωριστή, όταν τη διεύθυνσή του αναλαμβάνει ο Γεώργιος Παπαδόπουλος - Κυριακίδης, που εργάζεται με αυταπάρνηση για την αναβάθμισή του. Από το 1854 και μετά ο Γεώργιος Κυριακίδης εισήγαγε στο Φροντιστήριο και άλλες τάξεις, βιβλία, προγράμματα, μητρώα σπουδών, μαθητολόγια, ημερήσιους ελέγχους και χειμερινές εξετάσεις. Η παιδαγωγική του συμπεριφορά απέναντι στους μαθητές ήταν εξαιρετική και για αυτό το λόγο διαρκώς αυξανόταν η ζήτηση για μάθηση και εκπαίδευση. Ο Γεώργιος Κυριακίδης ήταν διευθυντής στο Φροντιστήριο από το 1854 μέχρι και το 1860, παρέμεινε όμως στην Αργυρούπολη και βοήθησε με κάθε τρόπο το Φροντιστήριο μέχρι το 1877. Όλα αυτά τα χρόνια σημειώνεται σημαντική αύξηση των μαθητών. Μετά τον Κυριακίδη το Φροντιστήριο διεύθυναν οι εξής: Γ. Ξιφιλίνος, Ι. Χαρίβουλος, Ι. Ονουφρίου, Γ. Ζουτουρίδης, Θ. Παυλίδης, Γ. Ωρολογάς, Γ. Σαρασίτης, Ν. Στρογγύλης, Γ. Ευθυβούλης, Γ. Σουμελίδης, Π. Χαραλαμπίδης, Δ. Βασιλειάδης, Θ. Παναγιωτίδης, Ι. Ψώμου, Ι. Τάσογλους, Σ. Ιωακειμίδης, Α. Μολυβδάς, Α. Οικονομίδης, Ι. Ελευθεριάδης, Σ. Μικρόπουλος, Ι. Κανονίδης και Δ. Αμανατίδης.


Η Βιβλιοθήκη του Φροντιστηρίου.

Το 1819 ο Μητροπολίτης Χαλδίας, Σίλβεστρος Β’ Λαζαρίδης, ίδρυσε τη βιβλιοθήκη του Φροντιστηρίου της Αργυρούπολης, η οποία καταστράφηκε το 1845, από πυρκαγιά και ανασυστάθηκε το 1853. Το 1924 τα βιβλία της βιβλιοθήκης καθώς και όλα τα σπάνια χειρόγραφα και τα αρχαία κλασσικά βιβλία του Φροντιστηρίου μεταφέρθηκαν, μέσα σε ξύλινα κιβώτια, στη Νάουσα Ημαθίας, όπου εγκαταστάθηκαν πρόσφυγες Αργυρουπολίτες. Σήμερα τα 972 βιβλία αυτά, όσα απόμειναν, φυλάσσονται στη βιβλιοθήκη της Λέσχης τους και ψηφιοποιήθηκαν από το Α.Π.Θ..
  




Το τέλος του Φροντιστηρίου.

Οι πύλες του Φροντιστηρίου έκλεισαν οριστικά το 1922. Σήμερα το διώροφο κτήριο είναι ερειπωμένο. Πολλοί από τους αποφοίτους του Φροντιστηρίου μετά τον ξεριζωμό, επάνδρωσαν τα σχολεία της μητροπολιτικής Ελλάδας κάνοντας εμφανέστατο τον άψογο παιδευτικό τους καταρτισμό (Κανδηλάπτης, Ζερζελίδης, Μελανοφρύδης, Κυριακίδης, Γρηγοριάδης, Ουσταμπασίδης, Παύλος και Χρίστος Παπαδόπουλος κ.ά.), ο ακαταπόνητος καθηγητής Δημοσθένης Η. Οικονομίδης, ο Θωμάς Παυλίδης. Άξια τέκνα της Αργυρούπολης ήταν επίσης οι Μητροπολίτες Χαλδίας Θεόκλητος και Ιγνάτιος ο Β΄ ο Κουθούρ, ο Θεοδοσιουπόλεως Αζαρίας, ο Ιωαννίνων Γερβάσιος Ωρολογάς, ο Αλεξανδρουπόλεως Γερβάσιος Σαρασίτης.


Κοινωνική ζωή και οργανώσεις των Αργυρουπολιτών.

Οι Αργυρουπολίτες ίδρυσαν το 1865 στην Τραπεζούντα την «Αδελφότητα των Αργυρουπολιτών», ένα αξιόλογο σωματείο που ίδρυσε ο Γεώργιος Χ. Ευθυβούλου, όταν βρισκόταν ως γυμνασιάρχης στην Τραπεζούντα, (και μετέπειτα διευθυντής του Φροντιστηρίου Αργυρουπόλεως), η οποία ενίσχυσε την εκπαίδευση στην Αργυρούπολη, ενώ παρόμοια αδελφότητα ιδρύθηκε με τον ίδιο σκοπό και στην Κωνσταντινούπολη. Άλλα δυο Σωματεία που λειτούργησαν όμως για βραχύ χρονικό διάστημα υπήρξαν ο σύλλογος Μεταλλεύς (1888) και ο φιλεκπαιδευτικός σύλλογος «Σωκράτης» (1892). Από το 1875 λειτουργούσε η Φιλόπτωχος Αδελφότητα και από το 1908 δημιουργήθηκε και η Φιλαρμονική. Το 1908 άλλωστε δημιουργήθηκε ο Φιλεκπαιδευτικός Σύλλογος «Κυριακίδης» προς τιμή του διδασκάλου Γεωργίου Παπαδόπουλου-Κυριακίδη, ο οποίος αναμόρφωσε τα εκπαιδευτικά πράγματα στην Χαλδία.



Τα  σημαντικότερα κτίρια της πόλης.

Το καλλιπρεπές Παρθεναγωγείο με τρεις δασκάλες και μία νηπιαγωγό με 120 μαθήτριες και κάτω από το ισόγειο πάτωμα το υπό του Μητροπολίτου Χαλδίας Λαυρεντίου συσταθέν ταπητουργείον "Πηνελόπη". Στο μέγαρο του Εκπαιδευτικού συλλόγου "Κυριακίδης" στεγαζόταν μεγάλο θέατρο. Η Ιερά Μητρόπολη στεγαζόταν σε τετραόροφο κτίριο με κήπο και φιλόπτωχη αδελφότητα που ιδρύθηκε  από τον Γερβάσιο Σουμελίδη το 1886. Υπήρχαν η τουρκική Ρουστιέ, πέντε τζαμιά, τρεις μεντρεσέδες (ισλαμικά σχολεία), το νεόκτιστο Διοικητήριο, ιδρυμένο το 1910 υπό του τότε διοικητού Αργυρουπόλεως και αργότερα Υπουργού των Ταχυδρομείων και Τηλεγραφείων  Ιβραχίμ Σοσέ εφέντη, στρατώνες, τηλεγραφείο, Δημαρχείο, αρμενική εκκλησία (η Αγία Σοφία) και σχολείο Αρμενίων, πανδοχεία όπως του ηγουμένου Τσιράχ, Τιμίου Σταυρού κ. αλ. Επιπλέον σε απόσταση μιας ώρας υπήρχε στο Βαγκ  το ανδρικό αρμένικο μοναστήρι της Θεοτόκου, ιδρυμένο από τον αρχιμεταλλουργό Σανόζ (1649-1659)..

Τα τζαμιά της πόλης ήταν το Ουλού τζαμί και το Κιουτσούκ τζαμί στο κέντρο της. Το Ουλού τζαμί ή Σουλεϊμανιέ (ιδρυμένο από τον Σουλτάνο Σελίμ) έδωσε και το όνομα της πόλης Σουλεϊμανιέ στις Οθωμανικές αναφορές. Το Κιουτσούκ τζαμί ήταν το τέμενος των Διπίστων Χριστιανών στο ανατολικόν μέρος της πόλης.


Οι Εκκλησιαστικές αρχές της πόλης.

Η Αργυρούπολη υπήρξε η έδρα της μητρόπολης Χαλδίας, η οποία ως επισκοπή Κάνεως ή Χαλδίας και Χεριάνων προβιβάστηκε αρχικά σε αρχιεπισκοπή μεταξύ των ετών 1624-1654 και σε μητρόπολη τον Ιούλιο του 1767. Επί αρχιερατείας του τελευταίου μητροπολίτη, του Λαυρεντίου, προστέθηκε στον τίτλο και η Κερασούντα που αποσπάστηκε από την Μητρόπολη Τραπεζούντος και ονομάστηκε Μητρόπολη Χαλδίας, Χεριάνων και Κερασούντος. Το νέο τριώροφο κτήριο της Μητρόπολης χτίστηκε επί αρχιερατείας Γερβάσιου Σουμελίδη (1864-1896) και ολοκληρώθηκε το 1886. Οι τελευταίοι μητροπολίτες Αργυρούπολης είναι ο Γερβάσιος Σουμελίδης από την Βαρενού τα έτη 1864-1905, και ο Λαυρέντιος Παπαδόπουλος τα έτη 1905-1922 που διετέλεσε και μητροπολίτης Δράμας. Πέθανε το 1928. 

Στην Αργυρούπολη διατηρούνταν έξη ελληνικοί ναοί: του Αγίου Θεοδώρου, της Παναγίας, του Τιμίου Σταυρού, του Αγίου Γεωργίου (μητροπολιτικός), του Αγίου Στεφάνου ή του Λειβαδίου  και του Αγίου Ιωάννου του Βαπτιστού που αποτελούσε και μονή καλογραιών. Ο μητροπολιτικός ναός του Αγ. Γεωργίου ιδρύθηκε το 1723.



Ο Άγιος Στέφανος το 1723 από τον άρχοντα αρχιμεταλλουργό Αθανάσιο Καστελιώτη. Η εκκλησία του Τιμίου Σταυρού το 1832. Ο Άγιος Ιωάννης ο Πρόδρομος το 1736, και του Αγ. Θεοδώρου του Τήρωνος το 1580. Μεγάλο μέρος των εκκλησιαστικών κειμηλίων της Μητροπόλεως Χαλδίας και των ενοριών της διασώζονται στο Μουσείο Μπενάκη, το οποίο πραγματοποιεί εκπαιδευτικά προγράμματα που αφορούν τον εξ αργύρου πλούτο της Αργυρούπολης.


Τα μοναστήρια της Χαλδίας.

Τα σημαντικότερα και ταυτόχρονα αρχαιότερα μοναστήρια του Πόντου, όπως της Παναγίας Σουμελά, του Αγίου Γεωργίου Περιστερεώτα και  του Αγίου Ιωάννου Βαζελώνα δεν ανήκουν γεωγραφικά στην Χαλδία. Υπήρχαν όμως πολλά άλλα στη περιοχή.

Τα κυριότερα μοναστήρια της Χαλδίας ήταν: του Αγίου Γεωργίου του Χαλιναρά, του Αγ. Γεωργίου του Ζαντού-Λεμούρχου, του Αγ. Γεωργίου Κελώρης, του Αγ. Βασιλείου Αστέρος της Χάρσερας, του Αγίου Ιωάννου Προδρόμου Ίμερας, της Ζωοδόχου Πηγής Αργυρούπολης, του Αγ. Ιωάννου Προδρόμου Αργυρούπολης, της Θεοτόκου της Χαβίαινας,  της Ζωοδόχου Πηγής των Αμπρικάντων, του Αγίου Θεοδώρου του Τήρωνος. Σήμερα τα περισσότερα από αυτά είναι ερείπια. Σχετικά για τις μονές παρατίθενται οι πληροφορίες.

Μονή Αγίου Θεοδώρου Τήρωνος: Μοναστήρι που βρισκόταν στην ενορία του Αγίου Θεοδώρου της Αργυρούπολης, απέναντι από τη μονή του Αγίου Ιωάννη Προδρόμου. Χτίστηκε στα τελευταία χρόνια της αυτοκρατορίας των Μ. Κομνηνών. Μετά την πτώση της αυτοκρατορίας τους, καταστράφηκε και οι μοναχοί θανατώθηκαν. Η μονή έμεινε έρημη μέχρι τις αρχές του 18ου αιώνα, οπότε και ανοικοδομήθηκε από τον Χατζηδημήτριο Γαρατζά ο οποίος καταγράφηκε στον κώδικα ως νέος κτήτωρ της μονής. Τη μονή ευεργέτησε και ο γιος του Γαρατζά, ο αρχιεπίσκοπος Χαλδίας Ιγνάτιος ο Κουθούρ. Επί αρχιεποπτείας του την περίοδο 1734-1749, ο ναός της μονής διατέλεσε μητροπολιτικός ναός της επαρχίας Χαλδίας. Στις αρχές του 20ου αιώνα ασκήτευαν στη μονή δύο μοναχές.


 Μονή Αγίου  Ιωάννη  Προδρόμου Αργυρούπολης: Μοναστήρι που βρισκόταν στην Αργυρούπολη, στην ενορία του Αγίου Ιωάννη του Προδρόμου, πάνω στο Όρος Κόπιον. Η μονή ιδρύθηκε στις αρχές του 17ου αιώνα, αλλά πολλές φορές καταστράφηκε από τους τιμαριώτες της περιοχής, μαζί με το ναό της. Το μοναστήρι συχνά αναλάμβανε τα έξοδα για τις σπουδές των φτωχών παιδιών της περιοχής, τα οποία έστελνε στα εκπαιδευτήρια της Αργυρούπολης. Επιπλέον, από το 1860 με αρχιερατική απόφαση, τα εισοδήματα της μονής διαθέτονταν εξ ολοκλήρου υπέρ των εκπαιδευτηρίων Αργυρούπολης.


Μονή Αγίου  Ιωάννη Προδρόμου Φυτιάνων: Γυναικείο μοναστήρι στα Φυτίανα. Χτίστηκε στα μέσα του 17ου αιώνα από μοναχές που ήρθαν από τη γύρω περιοχή. Το 1710 ξαναχτίστηκε μεγαλύτερος ο ναός της μονής, που ήταν αφιερωμένος στη Γέννηση του Ιωάννη Προδρόμου. Στις αρχές του 20ου αιώνα ασκήτευαν στη μονή τρεις μοναχές, εκ των οποίων η ηγουμένη ήταν ξαδέλφη του μητροπολίτη Αρκαδίας Χρύσανθου Ηλιάδη, με τη συνδρομή του οποίου αγοράστηκαν τα κτήματα της μονής.


Μονή Αγίου  Ιωάννη Ίμερας: Γυναικεία μονή στην Ίμερα της περιφέρειας Κρώμνης, αφιερωμένη στην αποτομή του Τιμίου Προδρόμου.




 Η παράδοση τοποθετεί την ίδρυσή της στα 1710. Το 1808 τιμήθηκε ως σταυροπηγιακή μονή μέχρι το 1827 οπότε και μετατράπηκε πάλι σε κοινοβιακή ενοριακή μονή. Με την ανταλλαγή των πληθυσμών η μονή και ο ναός καταστράφηκαν, ενώ αργότερα χρησιμοποιήθηκε από τους Τούρκους ως στάβλος. Σώζονται μόνο κάποια ερείπια. Πολλά κειμήλια της μονής σημαντικής ιστορικής και θρησκευτικής αξίας, όπως βυζαντινές εικόνες, ιερά σκεύη, Ευαγγέλια και ιερά λείψανα διασώθηκαν και μεταφέρθηκαν στην Ιερά Μονή της Αγίας Παρασκευής Δομήρου-Ροδολείβους Σερρών.


Μονή Αγίου Γεωργίου "Κελώρης": (Cakincaya = Κελώρια) Το μοναστήρι του Αγίου Γεωργίου που ίδρυσε ο Γαβράς ο Χαίνος καταστράφηκε και επανιδρύθηκε από το επίσκοπο Νικοπόλεως Χατζή-Ιερεμία Γεωργιάδη. Το 1848 ο Ιερεμίας Γεωργιάδης βλέποντας ότι η περιοχή της Χερίαινας δεν έχει μονή, στα ερείπια του κάστρου του Διγενή Ακρίτα ίδρυσε το μοναστήρι της Λευκόπετρας (μετέπειτα Ασπρόπετρας), που βρισκόταν εν μέσω αγρίων φυλών Τουρκομάνων, Οθωμανών, Καρδούχων και Κιρκάσιων. Μαζί με την ίδρυση της Μονής λειτούργησε και Αστική Σχολή με πενήντα μαθητές και δύο δασκάλους. Σχολάρχης ήταν από το γειτονικό χωριό Κάτω Ταρσός ο  Ιωάννης Γρηγορίου Ροδοκανάκης.




Μονή Αγίου Γεωργίου Μούζενας ή Ζανταέρτς: Γυναικείο μοναστήρι που ονομαζόταν από τους ντόπιους και Ζαντός (τρελός). Κτίστηκε από τους ευγενείς της Τραπεζούντας που συνόδεψαν την Άννα την κόρη του Δαυίδ του Κομνηνού μετά την Άλωση της Πόλης και εγκαταστάθηκαν στην Μούζενα. Οι Χατζή-Διακονάντοι διέσωσαν πολλά κειμήλια από τους ναούς της Τραπεζούντας.

  Μονή Αγίου Γεωργίου του Χουτουρά (Alemdar): Η μονή όπως μας πληροφορεί ο Κανδηλάπτης ανατρέχει την ίδρυση της την εποχή των Κομνηνών. Και μάλιστα το 1365 ο Αλέξιος ο Γ΄, ο Μέγας Κομνηνός δώρησε σ' αυτήν έξι χωριά για να έχει εισοδήματα. Η μονή υπέστη διάφορες καταστροφές σε βαθμό ερήμωσης, αλλά από το 1679 η μονή άρχισε να ευημερεί. Αρκετοί μοναχοί της αναδείχθηκαν αρχιερείς. Πριν την ίδρυση του Φροντιστηρίου Αργυρούπολης η Μονή Χουτουρά διέθετε σχολή γραμμάτων. Στην Μονή Χουτουρά εκάρη μοναχός ο Άνθιμος Παπαδόπουλος (1878-1962), σημαντική πνευματική μορφή.



Ο Άγιος Γεώργιος του Χουτουρά.


  Μονή Γεννήσεως Θεοτόκου "Γουμερά": Βρίσκεται στο χωριό Τσίτη του Μεσοχαλδίου. Είχε την μορφή του φρουρίου, όπως συμβαίνει και με τις αντίστοιχες μονές του Αγίου Όρους. Ιδρύθηκε το 950 μ. Χ. από τρεις μοναχούς: τον Σωφρόνιο, τον Λαυρέντιο και τον Παϊσιο. Για περίπου 200 χρόνια η μονή ήταν έρημη και ξαναλειτούργησε το 1150 από τους αδελφούς Ανανία και Κοσμά. Έτυχε δωρεών από τους αρχιμεταλλουργούς του Πόντου και τους Μητροπολίτες Χαλδίας. Περιέθαλψε πολλούς Κρυπτοχριστιανούς της Κρώμνης, όταν αυτοί αποκαλύφθηκαν και έδωσε αρκετούς αρχιερείς. Σήμερα λειτουργεί η ομώνυμος μονή στην Μακρυνίτσα των Σερρών.


           Μονή Αγίου Γεωργίου Χαλιναρά: Βρίσκεται στη Χάρσερα. Η μονή ιδρύθηκε το 1220 μ.Χ. από τον Αλέξιο Κομνηνό τον Α΄, όπως προκύπτει από χρονογραφικό σημείωμα του κώδικα της Ιεράς Μονής, όχι στη σημερινή της θέση, αλλά πλησιέστερα προς την σημερινή ενορία Δερμιζάντων, όπου υπάρχουν τα ερείπια του αρχαίου παρεκκλησίου βυζαντινού ρυθμού. Μετά από μερικά χρόνια η Μονή καταστράφηκε από πυρκαγιά και ανιδρύθηκε μετά από είκοσι χρόνια από διάδοχο του Αλέξιου Κομηνού του Α΄, πιθανώς τον Ιωάννη τον Α΄ τον Αξούχο, και προσέλαβε το όνομα Χαλιναράς, λόγω του ότι κτίστηκε από  τα έσοδα από τον πωληθέντα χαλινόν. Κατά την παράδοση ο Άγιος Γεώργιος «χαλίνωσε» τον λύκο που προστάτευσε το ποίμνιο της μονής όταν αυτό χάθηκε μια νύχτα.




Πολιτιστικά στοιχεία και τέχνες.

Η Αργυρούπολη εξ αιτίας της μεγάλης οικονομικής ανάπτυξης που είχε κατά τον 17ο και 18ο αιώνα ανέπτυξε σημαντικά και τις τέχνες που σχετίζονταν με την αργυροχρυσοχοΐα, την αγιογραφία και την ξυλογλυπτική.


Οι  αγιογράφοι της Χαλδίας.

Μαζί όμως με την ανάπτυξη των μεταλλείων άνθισαν και οι τέχνες, ειδικά όσες αναφέρονται σε εκκλησιαστικά αντικείμενα π.χ. αργυροχρυσοχοΐα, αγιογραφία, ξυλογλυπτική. Οι πρώτες αγιογραφήσεις στον Πόντο έγιναν στη μονή των Αγίου Ιωάννη Βαζελώνα και στη μονή του Αγίου Γεωργίου του Περιστερεώτα. Στα 1350 περίπου εικονογραφήθηκε το τυπικό της μονής του Αγίου Ευγενίου της Τραπεζούντας. Η πρώτη αναφορά αγιογράφησης στη Χαλδία ανάγεται στο 1663 για τον ιερό ναό της Θεοτόκου στην Αργυρούπολη του Πόντου, που αγιογραφείται από τον Ιωάννη Συμενό, πατέρα του ιερέα Γρηγορίου Συμενού. Είναι η περίοδος, όπου στην Αργυρούπολη λειτουργούν τα μεταλλεία του ασημιού και οι Σουλτάνοι έχουν παραχωρήσει προνόμια στους κατοίκους της περιοχής. Οι αρχιμεταλλουργοί και οι πρωτομάστορες των μεταλλείων είναι οι μεγάλοι χρηματοδότες των χριστιανικών συμβόλων.

Μετά το θάνατο του Ιωάννη Συμενού τη σκυτάλη της τέχνης παίρνει ο γιος του Γρηγόριος, που μεταβαίνει στο Άγιο Όρος για σπουδές. Ο Γρηγόριος Συμενός εξελίσσεται ως ο πιο σπουδαίος αγιογράφος στον Πόντο, αφού από το 1708 με το πέρας των σπουδών του αγιογραφεί τον νεόχτιστο ναό του Αγίου Ιωάννη στην Αργυρούπολη. Την επόμενη χρονιά φιλοτεχνεί τις εικόνες στην εκκλησία του Αγίου Γεωργίου της ιστορικής μονής Χουτουρά. Το 1719 χτίζεται στην Ίμερα ο ιστορικός ναός του Αγίου Ιωάννη, τον οποίο εικονογραφεί επίσης ο ακούραστος Συμενός, ενώ το 1723 ολοκληρώνει την αγιογράφηση του ναού της Θεοτόκου στην Αργυρούπολη καθώς και του ναού του Αγίου Παύλου στην Άτρα, (Μάλαχα). Την ίδια χρονιά διδάσκει την τέχνη της αγιογραφίας στο φροντιστήριο της Αργυρούπολης και συντάσσει τον πρώτο κώδικα της εκκλησίας της Θεοτόκου. Ο Γρηγόριος με το πινέλο στο χέρι θα αγιογραφεί μέχρι το τέλος της ζωής του. Το 1730-34 ζωγραφίζει τις μεγάλες δεσποτικές εικόνες της μονής Χουτουρά. Προς το τέλος της ζωής του, το 1744, πραγματοποιεί τη μεγάλη του επιθυμία, να εργασθεί στο μοναστήρι της Παναγία Σουμελά αφιερώνοντας τις αγιογραφίες του στη Μεγαλόχαρη. Σ’ όλα του τα έργα ο ακούραστος αγιογράφος του Πόντου προσυπογράφει ως εξής: «Διά χειρός Γρηγορίου Ιερέως Συμενώδη». Το 1749 πεθαίνει σε βαθειά γεράματα μαθαίνοντας την θεόπνευστη τέχνη στα εγγόνια του, Γρηγόρη και Δημήτριο.
                       
Η διασωθείσα περιπετειωδώς εικόνα του Αγίου Γεωργίου του Χαλιναρά της Χάρσερας από τοπικό εργαστήριο.

 Ο Δημήτρης και ο Γρηγόρης θα εργαστούν μαζί. Το 1860 φιλοτεχνούν ολόκληρο το ναό της Θεοτόκου στην Αργυρούπολη, καθώς και την ιστορηθείσα εκκλησία της Ζωοδόχου Πηγής, ενώ το 1861 τη μονή του Αγίου Γεωργίου, του Χαλιναρά. Το 1830 γεννιέται ένας άλλος γόνος από την οικογένεια των Συμενών, ο Νικόλαος Χατζή -Σάββα Συμενός. Άλλος ένας σημαντικός αγιογράφος, που εργάστηκε κατά το 1781 και αξίζει να αναφερθεί είναι ο Θεόφιλος Φυτιάνος από τα Φυτίανα της Αργυρούπολης.

Εκτός των παραπάνω αγιογράφων στα κεφαλοχώρια του Πόντου υπήρχαν πολλοί ανώνυμοι, που έμαθαν την τέχνη κοντά στους μοναχούς των διάσπαρτων μοναστηριών, όπως οι αδελφοί Μυρόθεοι, από το χωριό Τσίτη. Μετά το τέλος των Ρωσοτουρκικών πολέμων πολλοί Πόντιοι με την επιστροφή τους στον Πόντο έφεραν μαζί τους πλήθος εικόνων ρωσικής τεχνοτροπίας, τις οποίες στη συνέχεια μετέφεραν το 1924 στην Ελλάδα ως πρόσφυγες.

Η Κοίμηση της Θεοτόκου
από τον ναό της  Παναγίας της Χάρσερας.

Χαρακτηριστικό παράδειγμα αυτής της ρωσίζουσας τεχνοτροπίας είναι τα κειμήλια που μετέφεραν οι Χαρσερέτες στην Αγροσυκιά. Αρκετές εικόνες που έφεραν οι Πόντιοι από την πατρίδα στην Ελλάδα, δυστυχώς υφαρπάχθηκαν από επιτήδειους γυρολόγους, που εκμεταλλευόμενοι την προσφυγική τους ανέχεια, τις αντάλλασαν με ευτελή αντικείμενα αντί πινακίου φακής.



Οι αργυροχρυσοχόοι του Πόντου και τα έργα τους. Η συμβολή της Αργυρούπολης.

Η εκκλησιαστική αργυροχοΐα αποτελεί κατεξοχήν πεδίο καλλιτεχνικής δημιουργίας από τη Μεταβυζαντινή περίοδο μέχρι τις αρχές του 20ού αιώνα, δεδομένου του κύρους που απολάμβανε η Εκκλησία ως σημαντικός θεσμός στη ζωή των ελληνορθόδοξων της Αυτοκρατορίας. Η περίοδος μέχρι και τα μέσα του 16ου αιώνα παραμένει προβληματική όσον αφορά τη μελέτη των λειτουργικών σκευών της Εκκλησίας, καθώς λόγω των καταστροφών που επακολούθησαν δεν έχει σωθεί μεγάλος αριθμός. Η βυζαντινή παράδοση αποτέλεσε την κύρια βάση πάνω στην οποία εξελίχθηκαν τα νέα καλλιτεχνικά ρεύματα της αργυροχρυσοχοΐας των Μεταβυζαντινών χρόνων. Σύμφωνα με τον Εβλιγιά Τσελεμπή (Evliya Çelebi), που επισκέφθηκε την Τραπεζούντα το 1640, οι χριστιανοί αργυροχρυσοχόοι της πόλης ήταν οι καλύτεροι στον κόσμο και διακρίνονταν για τα εξαιρετικά ραντιστήρια και τα μπουκάλια που κατασκεύαζαν. Απόδειξη της δεξιοτεχνίας τους αποτελεί το γεγονός ότι κοντά τους μαθήτευσαν κατά τη νεαρή τους ηλικία ο Σελίμ Α΄ και ο Σουλεϊμάν ο Μεγαλοπρεπής, τηρώντας έτσι το οθωμανικό έθιμο που ήθελε τους Οθωμανούς πρίγκιπες να εκπαιδεύονται σε μια τέχνη. Μάλιστα ο Σουλεϊμάν φαίνεται ότι ήταν μαθητευόμενος του γνωστού Έλληνα αργυροχρυσοχόου Κωνσταντίνου. Και οι δύο πρίγκιπες ήταν μεγαλωμένοι στην Τραπεζούντα, όπου, όπως παραθέτει ο Εβλιγιά, ο Σουλεϊμάν έχτισε ένα εργαστήριο και μια κρήνη για τους χρυσοχόους, ενώ ο Σελίμ ίδρυσε ένα κέντρο ελέγχου της ποιότητας των μετάλλων.

Σύμφωνα μάλιστα με αγιολογικά κείμενα, στα μέσα του 17ου αιώνα δύο Πόντιοι τεχνίτες μαρτύρησαν στην Κωνσταντινούπολη. Στις πηγές αναφέρονται με τις επαγγελματικές τους ιδιότητες: Άγιος Συμεών ο χρυσοχόος και Άγιος Ιορδάνης ο καζαντζής.

Η σταδιακή ανάπτυξη της Αργυρούπολης που έφτασε στο απόγειό της το 18ο αιώνα όταν τα μεταλλεία της Αργυρούπολης και τα εξαρτώμενα από αυτή έγιναν η σημαντικότερη πηγή μετάλλων στην Οθωμανική Αυτοκρατορία έδωσε νέα άνθηση. Η οικονομική αυτή άνθηση περιλάμβανε και την ιδιαίτερη ανάπτυξη των τεχνών, από τις οποίες ξεχώριζε η αργυροχοΐα. Η ανοικοδόμηση νέων εκκλησιών και ο καλλωπισμός παλιότερων περιλάμβανε και τη διακόσμηση τους με ασημένια λειτουργικά αντικείμενα υψηλής τέχνης. Στο κέντρο της πόλης τα εργαστήρια των αργυροχρυσοχόων αποτελούσαν πλέον μια ιδιαίτερη αγορά και έτσι το κέντρο της ποντιακής αργυροχοΐας μετατοπίστηκε από την Τραπεζούντα στην Αργυρούπολη. 



Οι αργυροχρυσοχόοι λοιπόν του Πόντου κληρονομούν μια παράδοση που όσον αφορά την τεχνοτροπία συνοψίζεται σε μια τάση δημιουργίας πολυχρωμίας, με τη χρήση κυρίως πολύτιμων και ημιπολύτιμων λίθων, αλλά και την προσθήκη σμάλτων και πολύτιμων μετάλλων, που με προσμείξεις δημιουργούν διάφορες αποχρώσεις. Παράλληλα, βασίζονται σε πρότυπα της ορθόδοξης εικονογραφίας με την απόδοση αυστηρών μορφών αγίων, αγγέλων, ιεραρχών και δρακοντόμορφων ζώων ανάμεσα σε φύλλα αμπέλου και άκανθας, σε εσχατολογικά σύμβολα (π.χ. ελισσόμενος όφις) και ιδεογράμματα (π.χ. ο ακοίμητος οφθαλμός αντί της λέξης «του Θεού»).








Το 18ο αιώνα τα καλλιτεχνικά εργαστήρια επηρεάστηκαν από τη διακοσμητική του ροκοκό, του οποίου η δυναμική και η διάρκεια ήταν πολύ μεγαλύτερες στην Ανατολή σε σχέση με την Ευρώπη. Χαρακτηριστικά στοιχεία στη διακόσμηση των εκκλησιαστικών αντικειμένων αναδείχτηκαν οι έλικες, τα τριαντάφυλλα και οι γιρλάντες σε συνδυασμό με τη δυτικής έμπνευσης θρησκευτική εικονογραφία. Το 19ο αιώνα στα ήδη διαμορφωμένα μοτίβα προστέθηκαν νεοκλασικά στοιχεία, όπως αρχαιοπρεπείς Καρυάτιδες ή ανθέμια.



  
Η δωρεά πολύτιμων εκκλησιαστικών αντικειμένων στην εκκλησία αποτελεί μια σύνθετη διαδικασία που δεν ερμηνεύεται μόνο υπό το πρίσμα της χριστιανικής πίστης. Αποτελεί δείγμα πάγιας τακτικής που εφαρμοζόταν από εξέχοντα πρόσωπα, κυρίως ανώτερους ιεράρχες, εύπορους εμπόρους, αρχιμεταλλουργούς (π. χ. του Στέφανου Φυτιάνου), αξιωματούχους του κράτους ή τοπικούς άρχοντες, με απώτερο σκοπό την προβολή και ενίσχυση του ρόλου τους στις τοπικές κοινωνίες. Έτσι, η εκκλησιαστική αργυροχοΐα δεν μπορεί παρά να θεωρηθεί έκφραση των υψηλότερων κοινωνικά στρωμάτων. Από τα σωζόμενα εκκλησιαστικά αναθήματα – κειμήλια της αργυροχρυσοχοΐας του Πόντου, τα περισσότερα είναι κατασκευασμένα από άργυρο. Η επιλογή του υλικού δεν ήταν τυχαία. Η εκκλησία προτιμούσε δωρεές αντικειμένων από πολύτιμα υλικά και για λόγους οικονομικής ασφάλειας. Το ασήμι λόγου χάρη ήταν μια καλή οικονομική επένδυση που σε έκτακτες περιπτώσεις μπορούσε άμεσα να ρευστοποιηθεί. Αρκετά αργυρά αντικείμενα που διασώθηκαν από τις εκκλησίες και μοναστήρια της Αργυρούπολης βρίσκονται σήμερα στο Μουσείο Μπενάκη είτε ανάμεσα στα κειμήλια των προσφύγων, όπως  της Χάρσερας στην Αγροσυκιά.

Ιερό Ευαγγέλιο από τον ναό της Παναγίας της Χάρσερας


Η αρχιτεκτονική των σπιτιών  της Χαλδίας.

Όπως αναφέρει η Ελένη Γαβρά στο άρθρο της: "Χωρική οργάνωση και Αρχιτεκτονική στον Ιστορικό Πόντο" συνήθως στις ορεινές περιοχές του μεσόγειου Πόντου εκεί που η βλάστηση ελαττώνεται σημαντικά, το κλίμα γίνεται ψυχρό και ξηρό, το έδαφος βραχώδες και άγονο, παρ' όλο που το διαρρέουν τακτικά υδάτινα ρέματα, εκεί συναντώνται κτίσματα πετρόκτιστα εξ΄ολοκλήρου με πετρόλιθο ή ασβεστολιθικά πετρώματα, μονώροφα ή σπανιότερα διώροφα (ανάλογα με τις ανάγκες), να έχουν  συνήθως την πίσω πλευρά λαξευμένη μέσα στο έδαφος, σπανίως με ενδιάμεσες ξυλοδεσιές και σε κάποιες περιπτώσεις  να υπάρχει συνένωση ισογείων δωματοσκεπών, κατοικιών με κοινό δώμα. Τα λεγόμενα "αδελφικά".


Χάρσερα: αγροτική οικία.

Στις περιοχές των Κρυπτοχριστιανών υπάρχει υπόγειο κτίσμα, το οποίο χρησιμοποιείται σαν λατρευτικός χώρος.

Η Αργυρούπολη επειδή απείχε αρκετά από τις παραλιακές περιοχές της Μαύρης Θάλασσας δέχτηκε της λιγότερες (Ευρωπαϊκές) επιρροές της αρχιτεκτονικής των κατοικιών.  Η πόλη ήταν χτισμένη σε απότομη πλαγιά, όπου η κλίση ήταν πολύ μεγάλη και λιγοστές ήταν οι κατάλληλες επιφάνειες που προσφέρονταν για ανοικοδόμηση.  Η δόμηση της πόλης παρουσίαζε μεγάλες δυσκολίες γι' αυτό θεωρείται ότι έδωσε διεξόδους το ελεύθερο σύστημα με ακανόνιστους δρόμους. Καθώς η πόλη ήταν αμφιθεατρικά κτισμένη πάνω σε βραχώδεις και απόκρημνες πλαγιές των βουνών επέτρεπε μια ιδιόμορφη διάταξη των κατοικιών που εξασφάλιζε θέα.



Οι κύριοι δρόμοι ακολουθούσαν τις υψομετρικές καμπύλες και συνηθέστερα υπήρχε ένας κύριος δρόμος περισσότερο φροντισμένος, ενώ οι άλλοι δρόμοι ήταν κεκλιμένα επίπεδα, ή κλιμακωτά καλντερίμια. Επίπεδοι οριζόντιοι χώροι υπήρχαν ελάχιστοι και αυτοί διαμορφώνονταν σε μικρές πλατείες, όπου υπήρχαν οι εκκλησίες και τα σχολεία. Λόγω της κλίσης του εδάφους, τα σπίτια από τη μια πλευρά διαμορφώνονταν σε δύο ή τρεις ορόφους και από την αντίθετη πλευρά συχνά ήταν ισόγειο. Οι κλίσεις του εδάφους ήταν καθοριστικός παράγοντας της δόμησης και της θέσης των κτιρίων στον χώρο.


Το σπίτι του Μίμη Τσελεπίδη στη Χάρσερα που είναι προσαρμοσμένο στην τοπογραφία του εδάφους.

Τα περισσότερα σπίτια της πόλης ήταν μεγάλα, πράγμα που σημαίνει ότι οι κάτοικοι δαπανούσαν μεγάλα ποσά για τις κατοικίες τους. Δίχως αμφιβολία η ζωή των Αργυρουπολιτών ήταν δύσκολη πάνω στο ορεινό, δύσβατο και ανώμαλο τόπο. Είχαν να λύσουν μια σειρά από προβλήματα. Έπρεπε να κατασκευάσουν ένα σπίτι άνετο γι' αυτούς και κατάλληλο για τα ζώα τους (όσοι διέθεταν), με πλήρη εσωτερική ασφάλεια και λειτουργία που σίγουρα χρειαζόταν. Τα υλικά προσφέρονταν από την γύρω περιοχή και πολλοί μάστορες και τεχνίτες ήταν διαθέσιμοι. Τα ασβεστολιθικά πετρώματα, σε κάποιες περιπτώσεις εμπλουτισμένα με μετάλλευμα χρησιμοποιούντο σε τοιχοποιίες πάχους 70-100 εκ. Η στέγαση γινόταν με δίρριχτη ή τετράρριχτη σκεπή μεγάλης κλίσης, λόγω της μεγάλης ποσότητας του χιονιού που έπεφτε τον χειμώνα. Η κάτοψη των σπιτιών είναι ορθογώνια ή τετράγωνη, όμοια με εκείνα των περιοχών της Ελλάδας, όπως της Μακεδονίας, της Ηπείρου και της Θεσσαλίας. Το ισόγειο ήταν για τα ζώα και τις προμήθειές τους και οι πάνω όροφοι για την διαμονή τους, Έτσι εξηγούνται και τα πολλά ανοίγματα στους πάνω ορόφους σε σχέση με το ισόγειο.

     Το ξύλο της οξιάς  που αντέχει στην υγρασία και στη διάβρωση από τους μικροργανισμούς, χρησιμοποιείτο στα κουφώματα, τα πατώματα, τις οροφές, στις ξυλοδεσιές των τοίχων. Η ύπαρξη κλειδιού στα πέτρινα τοξωτά παράθυρα και στην εξωτερική διακόσμηση των σπιτιών της Αργυρούπολης, υποδηλώνει την εξέλιξη και τον πλούτο των κατοίκων της.



Τα χωριά της επαρχίας Χαλδίας.



Η Αργυρούπολη διέθετε πάνω από 80 χωριά και οικισμούς που το κάθε κεφαλοχώρι διέθετε δική του δημογεροντία, από  Έλληνες που καθόριζαν τα του οίκου τους. Τα πιο σημαντικά χωριά της ήταν:

       Σάντα: Η Σάντα διοικητικά υπαγόταν στην διοίκηση της Αργυρούπολης (Καϊμακαμλίκι), εκκλησιαστικά υπαγόταν διαδοχικά στη Μητρόπολη Χαλδίας, στην Εξαρχία της Παναγίας Σουμελά και τελευταία πριν την Ανταλλαγή στη Μητρόπολη Ροδοπόλεως.



Στα μέσα του 19ου αιώνα (1857) είχε 3075 κατοίκους με το 59% να' ναι Έλληνες και το 41% Κρυπτοχριστιανοί. Πριν την Ανταλλαγή η Επτάκωμος Σάντα είχε συνολικά περίπου 6000 ψυχές. Τα έτη 1915-1916 ο τουρκικός στρατός περικύκλωσε τα χωριά της Σάντας για να συλλάβει τους φυγόστρατους, που είχαν καταφύγει στα βουνά και στα δάση της περιοχής. Η Δημογεροντία έπεισε 20 νέους να στρατευθούν, τους οποίους οι Τούρκοι εξόντωσαν στα τάγματα εργασίας μέχρις ενός. Μετά την υποχώρηση των Ρώσων από την Τραπεζούντα την περιοχή λυμαίνονταν οι Τσέτες και η σχηματισθείσα Κεντρική Επιτροπή αποφάσισε να θέσει υπό την αρχηγία του Καπετάν Ευκλείδη Κουρτίδη 100 άνδρες υπό τα όπλα. Η Σάντα πολιορκήθηκε από τακτικό στρατό και ατάκτους, αλλά δεν παρεδόθη. Οι τελευταίοι που επιβιβάστηκαν από το λιμάνι της Τραπεζούντας κατά την Ανταλλαγή ήταν οι αντάρτες της Σάντας τον Φλεβάρη του 1924.


Ίμερα (Olucak): Κωμόπολη του Πόντου στην περιοχή της Αργυρούπολης. Ήταν συνεχόμενη με την Κρώμνη και βρισκόταν στα ΒΑ της Τραπεζούντας. Χτισμένη στους πρόποδες του όρους Θήχης σε υψόμετρο 1.500μ. από όπου οι μύριοι του Ξενοφώντα αντίκρισαν τη Θάλασσα, τα δε βουνά της αποτελούν συνέχεια των βουνών της Ζύγανας. Είχε υγιεινό κλίμα και πλούσια βλάστηση. Λέγεται ότι χτίστηκε από φυγάδες που ήρθαν στην περιοχή μετά την Άλωση της Τραπεζούντας. Οι κάτοικοί της ασχολούνταν με τη γεωργία και την κτηνοτροφία. Λόγω της δυσμορφίας του ορεινού όγκου όμως συχνά αναγκάζονταν να ξενιτευτούν. Εκκλησιαστικά η Ίμερα ανήκε στη μητρόπολη Χαλδίας. Πριν τον Α΄ Παγκόσμιο πόλεμο είχε 300 ελληνικές οικογένειες και πριν τη μετανάστευση στη Ρωσία οι κάτοικοί της έφταναν τις 500 περίπου οικογένειες.


Κρώμνη (Korom). Το όνομά της μας παραπέμπει στην Ομηρική Κρώμνα της Παφλαγονίας.

"Κρώμναν τε, Αιγιαλόν και υψηλούς Εριθύνους"  αναφέρει ο Όμηρος.

Γνωστή κωμόπολη της επαρχίας Χαλδίας του νομού Τραπεζούντας. Στα ψηλά βουνά, όπου ήταν χτισμένα τα περισσότερα χωριά της περιοχής, κατέφευγαν πολλοί Έλληνες για να προστατευτούν από τις διώξεις των Τούρκων. Το ίδιο συνέβη και με τη Κρώμνη. Η Κρώμνη υπάγεται στη πολιτική (μουτασερίφη) και την εκκλησιαστική διοίκηση της Αργυρούπολης. Στο δεύτερο μισό του 19ου αιώνα έχει 6000 περίπου άτομα (1000 οικογένειες), ενώ στις παραμονές της Ανταλλαγής έχει μόνο 250. Η Κρώμνη στη βυζαντινή περίοδο υπήρχε σαν οικισμός και μέσω ψηλών βουνοκορφών και κάστρων που περιφρουρούσαν τη λεγόμενη "βασιλική οδό" συνέδεε την Τραπεζούντα με την Παϊπούρτη. Άξιο τέκνο της Κρώμνης είναι ο Γεώργιος Φωτιάδης, ο μεγαλύτερος Πόντιος θεατρικός συγγραφέας όλων των εποχών.


Άτρα. (Dortkonaκ): Είχε 140 οικογένειες ελληνικές και 30 τουρκικές. Λειτουργούσε εκεί Αστική σχολή με δύο γυμνασιακές τάξεις και λαμπρός ναός της Υπαπαντής. Τα τέκνα της Ιωάννης ο Κοσμάνωφ και ο Κώστας Σαχαρίδης, διαπρεπείς εργολάβοι στη Ρωσία την στήριξαν οικονομικά. Στην Άτρα φονεύθη ο εθνομάρτυς και μέλος της Φιλικής Εταιρείας Ιάκωβος Γρηγοράντης. Από τους Γαβράδες της Άτρας (πατρίδας των διάσημων βυζαντινών ηγεμόνων Γαβράδων), κάποιοι μετοίκησαν στα Ιεροσόλυμα και κάποιοι στο Μπουένος Άϊρες της Αργεντινής.


Σταυρίν (Ugurtasi). Ανήκε και αυτό στην Αργυρούπολη διοικητικά και εκκλησιαστικά. Στα μέσα του 19ου αιώνα είχε περίπου 2000 άτομα, ενώ έφτασε να' χει έως 12.000-15.000 κατοίκους. Σήμερα κατοικούν το πολύ 200 άτομα.


Χεροίανα (Şiran). Το χωριό είναι στα απώτατα όρια του Ελληνισμού, στα όρια της λεγόμενης "Μικρής Αρμενίας" ταυτισμένη με τον Διγενή Ακρίτα και το γειτονικό κάστρο της Λευκόπετρας. Οικισμός της είναι τα Κελώρια, και εκεί βρισκόταν  το φημισμένο μοναστήρι του Αγίου Γεωργίου της Χερίανας.


Χάρσερα (Yesildere): Η Χάρσερα αποτελείτο από δέκα ενορίες (οκτώ ενορίες κατά τον Αντ. Ν. Ταργοντσίδη), εκ των οποίων οι τέσσερις ελληνικές: Τη κυρίως Χάρσερα, το Δερμιτζάντων, τη Διάκονα και τα Ομάλια και έξι τουρκικές: Χατσάντων, Καλτάντων, Ζεϊνπέντων, Τσαπαϊλάντων, Γόδαννα, Ρωμανάντων και Κιουρταλόγλου.

Σύμφωνα με τον Μίμη Τσελεπίδη συνολικά η Χάρσερα στα μέσα του 19ου αιώνα είχε 400 Χριστιανούς, 600 Κρυπτοχριστιανούς και 500 μουσουλμάνους.



Η Έξοδος. 
Ανταλλαγή πληθυσμών. 
Η άφιξη των Αργυρουπολιτών στην Ελλάδα.

Οι συνθήκες διαβίωσης  στις αρχές του 20ου αιώνα χειροτερεύουν. Για να μετακινηθούν οι αγρότες χρειάζεται έγκριση από το αστυνομικό τμήμα, εφ’ όσον ο αιτών τη μετακίνηση έχει επιδείξει “καλήν διαγωγήν”….. έστω και αν χρειάζεται να συναινέσει η Ελληνική δημογεροντία.

Από την επικράτηση των Νεοτούρκων (1908) και μετά, η κατάσταση για τους ελληνορθόδοξους του Πόντου γίνεται αφόρητη. Οι Νεότουρκοι επιδίδονται σε ένα αγώνα εθνοκάθαρσης άνευ προηγουμένου, με τις γνωστές συνέπειες της γενοκτονίας του Ελληνικού στοιχείου. Η Ανταλλαγή ολοκληρώνει το δράμα των Αργυρουπολιτών μιας και μετατρέπονται πλέον σε παρείσακτους, σε πρόσφυγες…. Παρατίθενται μερικές μαρτυρίες, οι οποίες αποδίδουν το μέγεθος της ανθρωπιστικής κρίσης.

Έφτασε ο Οκτώβρης του 1923 κι ακόμα συνεχίζεται η επιβίβαση. 


Από την Τραπεζούντα ξεκινά μαζί με τους Σανταίους και ο συγγραφέας της Ιστορίας της Σάντας Μιλτιάδης Νυμφόπουλος, που περιγράφει:  

«Στο λιμάνι της Τραπεζούντας αγκυροβόλησε το ελληνικό υπερωκεάνειο «Ωκεανός», που πήρε όλο τον υπόλοιπο κόσμο της Τραπεζούντας και της Σαμψούντας. Είμαστε 7-8 χιλιάδες πρόσφυγες, στοιβαγμένοι σαν σαρδέλες. Ο μεγάλος αυτός συνωστισμός δημιουργούσε πολλά ζητήματα. Είχαμε δυο αποχωρητήρια για τις χιλιάδες του κόσμου. Άλλο κακό η ύδρευση. Φοβερός συνωστισμός κοντά στη βρύση, επέμβαση των ναυτών, φωνές, βλαστήμιες… Τις τρεις πρώτες μέρες του ταξιδιού βλέπαμε απ’ το κατάστρωμα τα παράλια της Μικρασίας που αφήναμε… Ύστερα φτάσαμε στο Βόσπορο… Το βαπόρι μπήκε στον όρμο τα Καβάκια κι ύστερα από μιας ώρας διαδρομή αντικρίσαμε την Αγία Σοφία».


Άλλη μια μαρτυρία ενός ανθρώπου καταγράφεται του Λάζαρου Ηλιάδη, από τη Χάκαξα, χωριό της Αργυρούπολης, που περιγράφει ακριβώς τις συνθήκες που βίωναν οι Πόντιοι πριν αναχωρήσουν για την Ελλάδα.

«Από δέκα-δώδεκα χρονών βγήκα στη ζωή. Σχολείο δεν πήγα. Μόνο την πρώτη τάξη τελείωσα. Ύστερα ο πατέρας μου πήρε απ’ τα χέρια μου τα χαρτιά, τα πέταξε και μ’ έβαλε στη δουλειά. Γανωτζής ήταν ο πατέρας μου.
Δεκατρία χρονών πήγα στη Ρωσία, στην πόλη Κρόσνα. Δούλεψα μπακάλης, φούρναρης. Πήγα δυο-τρεις φορές. Γυρνούσα στο χωριό για δύο μήνες και πάλι πήγαινα….
Μια φορά που γύρισα στο χωριό μου μ’ έπιασαν και μ’ έκαμαν στρατιώτη. Έτσι, έκαμα επτάμισι μήνες και μετά δραπέτευσα. Ήταν στον Βαλκανικό πόλεμο, στα 1912. Για να μην πολεμήσω τους Έλληνες, έφυγα και πήγα στη Ρωσία.
Στα 1916 όταν κατέβαιναν οι Ρώσοι στα μέρη μας και πήγα πάλι στο χωριό… Με την οπισθοχώρηση των Ρώσων δεν πρόλαβα να φύγω. Πιάστηκαν οι δρόμοι. Μ’ έπιασαν οι Τούρκοι. Ξύλο, βασανιστήρια. Δραπέτευσα μυστικά στην Τραπεζούντα…
Ήταν το 1919, έμεινα έξι-επτά μήνες όσο ήταν η Τραπεζούντα ελεύθερη. Δεν πρόλαβα να φύγω. Έφυγαν οι σύμμαχοι από την ελεύθερη Τραπεζούντα και ήρθε ο Κεμάλ. Τώρα πως φεύγεις! Έμεινα εκεί μέσα στην Τραπεζούντα…».



Η διήγηση της Ελισάβετ Παπαδοπούλου στις  2 Ιουνίου του 1949 στον Χρήστο Σαμουηλίδη περιγράφει κατατοπιστικά τα γεγονότα που έζησε η πληροφορήτρια:

«Όταν φύγαμε από το χωριό μας για να μην πέσουν στα χέρια των Τούρκων τα διάφορα ιερά της εκκλησίας του Ζαντού τα’ Αγιάρ και των άλλων εκκλησιών του χωριού μας, φροντίσαμε κατάλληλα και τα κρύψαμε. Οι καλόγριες πήρανε μαζί τους την εικόνα του Αγίου Γεωργίου που ήταν όλο ασήμι, το θυμιαντήρι που ήταν ολόχρυσο που το δώρισε ο Θοδωρής Διακονάς. Η οικογένεια μας το ζήτησε πίσω, αλλά οι καλόγριες δεν το δώσανε. Τον επιτάφιο, εξαπτέρυγα, «παντέρας» = εικόνες σαν σημαίες, τα κρύψαμε μέσα στο μνήμα του πρώτου Διακονά που ήταν «λυκοπάππος» (προπάππος) μου.

 Τα ιερά άμφια επίσης τα κάψαμε για τους γνωστούς λόγους. Τα εικονίσματα, τα βιβλία και άλλα είδη του Αγιάννη όπως και των άλλων εκκλησιών του χωριού μας τα κρύψαμε μέσα στα μνήματα του χωριού. Και έτσι, αφού τακτοποιήσαμε ό, τι χρειαζόταν για τις εκκλησίες με ψυχικό σπαραγμό τις εγκαταλείψαμε και φύγαμε, αλλά και με λαχτάρα χαράς διότι σύντομα επιτέλους θα αποκτούσαμε τη λευτεριά μας.

Όταν έγινε η οπισθοχώρηση των Ρώσων τους ακολούθησαν πολλοί κάτοικοι του χωριού μας, όπως και από τα άλλα χωριά τα ελληνικά. Εμείς κάπου επτά-οκτώ σπίτια δεν μπορέσαμε και μείναμε στο χωριό. Από τότε δε αρχίσανε τα μαρτύριά μας από τις επιδρομές των Τούρκων της Ζύγανας. Γι’ αυτό, επειδή άλλο ζωή δεν γινόταν στο χωριό μας, φύγαμε ενωρίς, το 1919 και πήγαμε στο χωριό Πέντε Εκκλησιές που ήταν τούρκικο και πρώην ελληνικό. Είχε μέσα στο χωριό αυτό τέσσερα σπίτια ελληνικά που ζούσαν αγαπημένα με τους Τούρκους. Πήγαμε σ’ αυτούς που μας προστάτευσαν αρκετό καιρό. Το χωριό αυτό ήταν δίπλα στην κωμόπολη Ταταπατλή και προς την Τραπεζούντα. Από εκεί κατεβήκαμε κατόπιν στην Τραπεζούντα. Εκεί ήταν μαζεμένος πολύς ελληνισμός που περίμενε την αναχώρησή του για την Ελλάδα. Οικογένειες ολόκληρες μένανε στο ύπαιθρο ή σε τίποτα ερειπωμένες αποθήκες. Από την Τραπεζούντα πήγαμε στον Άγιο Στέφανο, νησάκι Κωνσταντινούπολης και μείναμε ένα χρόνο και από εκεί με την ανταλλαγή το 1922 ήρθαμε στην Ελλάδα». (Έξοδος, τόμος Γ΄ Κ. Μ. Σ.)


Οι καταγόμενοι από τη Χάρσερα Ευστάθιος Τσελεπίδης και Ηλίας Θεοδωρίδης το 1965 σε ιδιόχειρο κείμενο τους μας δίνουν τις δικές τους πληροφορίες.
«Η αναχώρηση των κατοίκων της Χάρσερας έγινε στις 16 Φεβρουαρίου (3 του ιδίου μηνός με το παλαιό ημερολόγιο) του 1924 από την Τραπεζούντα. Η μεταφορά τους στην Ελλάδα πραγματοποιήθηκε με τρία πλοία: το «Καβάλα», το  «Θρασύβουλος» που έπιασε στο λιμάνι Καραμπουρνάκι στη Θεσσαλονίκη και το «Αρχιπέλαγος» (αποβίβασε περίπου δέκα οικογένειες στο λιμάνι του Αγίου Γεωργίου στο Πειραιά). Μετά τη παραμονή τους στο Κορδελιό της Θεσσαλονίκης για λίγο διάστημα,  ήρθαν στην Αγροσυκιά της Πέλλας στις 28 Ιουνίου του 1924, το σύνολο 251. Όσοι πάντως αποβιβάστηκαν στο Πειραιά έπρεπε να περάσουν πρώτα από το λιμοκαθαρτήριο του Αγίου Γεωργίου Σαλαμίνας»…..


Υπάρχει όμως και άλλη μαρτυρία του Χατζηγεωργίου Στεφανίδη στον Χρήστο Σαμουηλίδη (στις 4.11.1961 στο Καρυοχώρι Πτολεμαΐδας) που περιγράφει τις απάνθρωπες δυσκολίες που συνάντησαν οι ανταλλάξιμοι τόσο κατά την αναχώρηση τους από την Πατρίδα όσο και κατά τον ερχομό τους στην Ελλάδα.

«Εμείς, οι Αργυρουπολίτες και οι Χακαξενοί, πήγαμε με το πλοίο «Κα­βάλα», Μαΐου 26. Ένας μπέης απ’ τη Χάκαξα, ο  Οσμάν μπέης, που είχε τα δέκατα (ο  φόρος της δεκάτης, η καταβολή του ενός δεκάτου της παραγωγής) στη Χάκαξα, μας συμβούλεψε να μη φύγουμε βιαστικά. Να μη βια­στούμε για να πάμε ελεύθερα και να μη σπρωχνόμαστε στην παραλία. Γιατί οι Τούρκοι πείραξαν τον κόσμο, πείραξαν τα κορίτσια και τις γυναίκες. Έπιαναν κορίτσια και τα πείραζαν. Είχαμε μαζευτεί στη σκάλα της Τραπεζούντας πολλοί.  Ο  Οσμάν για το καλό μας το έλεγε.

Λοιπόν μπήκαμε στο βαπόρι και πήγαμε στην Πόλη. Μόλις σιμώσαμε στην Πόλη, στο Βόσπορο, στο Καβακλί μας χάλασε η μηχανή του καραβιού. Μείναμε τρεις μέρες πάνω στο πλοίο. Από πάνω βροχή. Εμείς καθόμασταν στην κουβέρτα του καραβιού και βρεχόμασταν. Τέλος διόρθωσαν τη μηχανή και μπήκαμε στο δρόμο. Περάσαμε απ’ το Μαρμαρά, τα Δαρδανέλλια. Νερό δεν είχαμε. Διψούσαμε. Το πλοίο δεν μπορούσε από πουθενά να πάρει νερό. Ποιος μας λογάριαζε. Πρόσφυγες ήμασταν.

Φτάσαμε στο λιμάνι της Θεσσαλονίκης. Οι χωροφύλακες δεν μας επέτρεπαν να πάρουμε νερό που μας έφεραν γνωστοί πατριώτες μας. Δεν μας κα­τέβαζαν. Η Θεσσαλονίκη ήταν γεμάτη προσφυγόκοσμο. Απ’ τη Θεσσαλονί­κη πάμε στον Πειραιά. Φωνάζαμε: «Νερό! Πεθαίναμε». Τέλος στο πέλαγος μας έδωσαν νερό. Έγινε συνωστισμός!  Ένα κορίτσι πάτησε σ’ ένα γρανάζι,  έπεσε και διαλύθηκε!...

Χορτάσαμε νερό εκείνο το βράδυ. Κατεβήκαμε το πρωί στον Πειραιά. Φτάσαμε στον Άγιο Γεώργιο, στο νησί. Μας κράτησαν στο καράβι και μας είπαν: «Πόσοι είστε;». Μας έφεραν φαγητό, σούπα ρεβίθια. Μας έδωσαν από ένα πιάτο. Φάγαμε.

Ακούμε τότε ότι θα κόψουν και τα μαλλιά των γυναικών. Πολύ δυσάρε­στο μας φάνηκε. Όταν μας κατέβασαν απ’ το καράβι, μας έκοψαν τα μαλ­λιά, ανδρών και γυναικών.

Κατεβαίνοντας, πάνω στη σκάλα, ήταν ένας με το καμουτσίκι και χτυ­πούσε στον αέρα λέγοντας: «Εδώ θα ακούτε τι σας λέμε και θα κάνετε!  Ό, τι διατάξω θα κάνετε! Θα βάλετε τα ρούχα σας στον κλίβανο». Κουβαλή­σαμε δέματα-δέματα τα ρούχα μας στον κλίβανο. Συγχρόνως μας έβαλαν στο λουτρό να λουστούμε. Λουστήκαμε. Εν τω μεταξύ έκαναν τα ρούχα μας απολύμανση. Βγαίνοντας απ’ το λουτρό ντυνόμασταν, φορτωνόμασταν τα κλιβανισμένα ρούχα και τα κουβαλούσαμε στις αποθήκες. Κουβέρτες, στρώ­ματα, παπλώματα, ρούχα.  «Όταν θα βγείτε από δω, θα τα πάρετε», μας είπαν.

Μάς έβαλαν μετά στην καραντίνα. Η καραντίνα ήταν ένα περιορισμένο μέρος με σύρματα. Μας δώσανε σκηνές. Στήναμε και μπαίναμε κάτω απ’ τις σκηνές. Σε δέκα μέρες έπιασε ευλογιά. Όσοι αρρώσταιναν τους πήγαιναν στο νοσοκομείο. Έρχονταν λεωφορεία απ’ την Αθήνα και Θεσσαλονίκη. Με βάρκα έρχονταν ως την ακτή και έπαιρναν τους άρρωστους. Τους πήγαι­ναν με το αυτοκίνητο στα νοσοκομεία, στο νοσοκομείο Λοιμωδών νόσων της Αγίας Βαρβάρας. Το κορίτσι μου και η γυναίκα μου αρρώστησαν και με συνοδεία πήγαν στο νοσοκομείο. Κάθισαν εκεί εικοσιεννέα μέρες.

Καθίσαμε δεκαπέντε μέρες στην καραντίνα και μετά, όσοι βγήκαν, τους πήγαν στο Χαρμάνκιοϊ  Θεσσαλονίκης. Εγώ, επειδή είχα τη γυναίκα και το κορίτσι μου στο νοσοκομείο, δεν έφυγα. Έμεινα. Εμένα και τον πατέρα μου μας είπαν να βγούμε απ’ την καραντίνα, αλλά να μείνουμε στο νησί. Βγήκα­με και τριγυρίζαμε έξω απ’ την καραντίνα. Περίμενα να βγει η γυναίκα μου και το κορίτσι μου απ’ το νοσοκομείο.

Βγήκαν. Τις έφεραν στο νησί, πήρα τον πατέρα μου και από κει ήρθαμε στον Πειραιά. Μπήκαμε στο καράβι «Πειραιεύς» και σε τρεις μέρες φτάσα­με στη Θεσσαλονίκη. Πήγαμε στο Χαρμάνκιοϊ. Μείναμε σε σκηνές ως τις 24 Ιουλίου. Η ζέστη φοβερή. Φοβήθηκα να μη θανατωθεί το παιδί μου. Σηκώ­θηκα και έφυγα στο Αμύνταιο. Εκεί ένας ανάποδος εφοδιαστής με απειλούσε ότι θα με στείλει στην Καστοριά. Εκεί δεν ήθελα να πάω. Με δικά μου χρή­ματα σηκώθηκα και πήγα στην Πτολεμαΐδα. Τράβηξα με την οικογένειά μου εδώ στο Καρυοχώρι, αλλά δε μ’ άφηναν να μπω μέσα. Γύρισα πίσω. Κάθισα εικοσιεννέα μέρες στις σκάλες του Διοικητηρίου. Με λυπήθηκε ένας δάσκα­λος, ο Μελανοφρύδης Παντελής, και με έστειλε στην Κοζάνη σ’ έναν Πετρόπουλο, που ήταν προϊστάμενος της Αποκατάστασης Προσφύγων. Πήγα, αλλά δεν με δέχτηκε. Γύρισα στον προϊστάμενο που ήταν στην Πτολεμαΐδα, τον Πίντσο, υπόγραψε την άδειά μου και έτσι μ’ άφησαν και εγκαταστάθηκα στο Καρυοχώρι με την οικογένειά μου».



Επιβίωση. Νόστος

Οι Αργυρουπολίτες από την αντίστοιχη πόλη στο Πόντο διασκορπίστηκαν σε διάφορες περιοχές της Ελλάδας και ίδρυσαν πόλεις και χωριά που έφεραν το όνομα της αγαπημένης τους πατρίδας. Έτσι συναντάμε Αργυρούπολη στην Αττική, στο Κιλκίς, στη Δράμα. Κάποιοι Αργυρουπολίτες ερχόμενοι από τον Πόντο κατέφυγαν στη Νάουσα μεταφέροντας τα βιβλία  της βιβλιοθήκης του Φροντιστηρίου, ενώ οι κάτοικοι των χωριών της Χαλδίας με τη σειρά τους εγκαταστάθηκαν κατά κύριο λόγο σε χωριά της Μακεδονίας από τα οποία αποχώρησαν οι μουσουλμάνοι κατά την Ανταλλαγή. Όλοι όμως νοσταλγούν τη Πατρίδα και οργανώνουν εκδρομές σε αυτή, και μέσω των συλλόγων τους προσπαθούν να διατηρήσουν άσβεστη τη μνήμη…..


Χαρσερέτες στη Πατρίδα
  




  


Βασίλης Κωνσταντινίδης.
Γεωλόγος (Ms Ωκεανογραφίας). Μέλος της Επιτροπής Ποντιακών Μελετών.

Με καταγωγή από τα χωριά Χάρσερα και Χάκαξα της Χαλδίας, που συγγράφει την ιστορία της Χάρσερας.




 ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ:
- "Ανατολικός Πόντος" Εκδόσεις Ινφογνώμων.
- Στάθη Πελαγίδη: "Το Κρυπτοχριστιανικό ζήτημα στον Πόντο".
- Γεωργίου Κανδηλάπτου-Κάνεως: "Γεωγραφικόν και Ιστορικό λεξικόν των χωρίων, κωμοπόλεων και πόλεων Χαλδίας". Εκδοτικός οίκος αδελφών Κυριακίδη. 2004.
- Παύλου Κανονίδη: "Αρχιτεκτονική και Πολιτισμός του Πόντου".
- "Ο Πόντος των Ελλήνων" Εκδόσεις Έφεσος.
- Κυριάκου Χατζηκυριακίδη "Τα μεταλλεία των Ελλήνων του Πόντου".
- Κέντρο Μικρασιατικών Σπουδών. -      

Διαδίκτυο:
·        Για παραπομπή: Μπαζίνη Ελένη, «Αργυροχοΐα και Χρυσοχοΐα στον Πόντο», 2005- http://thehistoryofgreece.blogspot.com/2013/05/blog-post.html. http://www.greek-language.gr/digitalResources/ancient_greek/library/browse.html?text_id=112&pag Pontios Akritas ΜΟΝΑΣΤΗΡΙΑ ~ pontios akritas
·        kotsari.com Πολατίδης Βασίλειος Saturday, 05 February 2011 22:05

·        https://pontos-patridamou.blogspot.com/2011/09/blog-post_1401.html


7 σχόλια:

  1. Εξαιρετικό άρθρο, με χρήσιμες πληροφορείες και σημαντικές λεπτομέρειες. Συγχαρητήρια και μεγάλο ευχαριστώ!

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  2. Μαρία Παπαδοπούλου27 Αυγούστου 2019 στις 12:18 μ.μ.

    Αχ Βασίλη ποιοι ευλογημένοι δρόμοι ανοίξανε και "βρεθήκαμε" στο fb. Άγνωστοι μεταξύ μας, μας συνδέουν τόσα πολλα, η ιστορία μας, η καταγωγή μας, οι ρίζες μας! Όλο αυτό που κάνεις είναι εξαιρετικό και η εύκολη πρόσβαση μέσω διαδικτύου το προσφέρει απλόχερα. Να είσαι καλά!

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  3. Βασίλη, θερμά συγχαρητήρια! Όπως πάντα είσαι κατατοπιστικός και με αξιοθάυμαστη τεκμηρίωση. Περήφανη που σε έχουμε φίλο. Σε χρειάζεται ο Πόντος μας!

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  4. Βασίλη μπράβο!Εξαιρετικό άρθρο ,με άριστη τεκμηρίωση. Σε χρειάζεται ο Πόντος μας!Σε χρειαζόμαστε όλοι.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  5. Μαρία Παπαδοπούλου27 Αυγούστου 2019 στις 11:05 μ.μ.

    Αχ Βασίλη ποιοι ευλογημένοι δρόμοι ανοίξανε και "βρεθήκαμε" στο fb. Άγνωστοι μεταξύ μας, μας συνδέουν τόσα πολλα, η ιστορία μας, η καταγωγή μας, οι ρίζες μας! Όλο αυτό που κάνεις είναι εξαιρετικό και η εύκολη πρόσβαση μέσω διαδικτύου το προσφέρει απλόχερα. Να είσαι καλά!

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  6. μιλτος πασταλτζιδης δραμα2 Δεκεμβρίου 2019 στις 2:39 μ.μ.

    κυριολεκτικά συμπατριώτη (χαρσερετες)διάβασα το πόνημα σου .η οικογένεια μου ήρθε απο την γκροσνυ το 1937 και η καταγωγή της είναι απο χάρσερα.το κανονικό μου επιθετο είναι υποδηματόπουλος.

    ΑπάντησηΔιαγραφή