Χρονικοί
σταθμοί την Ελληνιστική, Ρωμαϊκή, Βυζαντινή περίοδο, και την Τουρκοκρατία
1η Μέρα:
07.00: Αναχώρηση
09.30-10.00: Στάση
14.00-16.00: Βεργίνα. Μουσείο,
Βασιλικοί Τάφοι, Αρχαιολογικός χώρος.
Ένα υποδειγματικής σύλληψης Μουσείο στη
θέση των Βασιλικών Τάφων των Αιγών που έτυχε
παγκόσμιου θαυμασμού. Το Μουσείο στη Βεργίνα, κατασκευάστηκε το 1993, με σκοπό
να συντηρήσει, να διασώσει και να αναδείξει τους πολύτιμους θησαυρούς που
ανακάλυψε το 1977 η ανασκαφική ομάδα του διακεκριμένου αρχαιολόγου Ανδρόνικου, ακολουθώντας τις τελευταίες
προδιαγραφές της σύγχρονης μουσειολογίας.
Πρόκειται για μια εντυπωσιακή υπόγεια κατασκευή που εξωτερικά έχει τη μορφή
χωμάτινου τύμβου, όπου από το 1997 εκτίθενται τα σημαντικότερα κινητά ευρήματα
και οι αριστουργηματικές τοιχογραφίες που βρέθηκαν μέσα στους βασιλικούς
τάφους. Οι τέσσερεις
βασιλικοί τάφοι και το Ηρώον ήρθαν στο
φως το 1977. Εντός του υπόγειου κτιρίου που βρίσκεται κάτω από τον τύμβο
διαφυλάσσονται σε σταθερές συνθήκες υγρασίας και θερμοκρασίας οι εξαιρετικής
ομορφιάς, τοιχογραφίες που κοσμούσαν τους τάφους, καθώς και οι βασιλικοί
θησαυροί. Το Μουσείο παραπέμπει σε έναν κόσμο σκιών και ψιθύρων, όπου μόνο τα
αντικείμενα των θαμμένων Μακεδόνων βασιλέων παρουσιάζονται με άπλετο
φως.
Από τα κτερίσματα της
συλλογής ξεχωρίζουν η διάσημη λάρνακα του Φιλίππου Β’
με το αστέρι της Βεργίνας, ο οπλισμός του,
καθώς και τα χρυσά στεφάνια από βελανιδιά.
Στο εσωτερικό του
μουσείου, παρουσιάζονται τρεις μακεδονικοί τάφοι: ο ασύλητος τάφος του
Φιλίππου Β’, με την τοιχογραφία της σκηνής του κυνηγιού σε δάσος, ο επίσης ασύλητος λεγόμενος «τάφος του
Πρίγκιπα», που πιθανόν να ανήκε στον Αλέξανδρο Δ’, εγγονό του Φιλίππου Β’ και
γιο του Μ. Αλέξανδρου, ένας γκρεμισμένος
και συλημένος οικογενειακός μακεδονικός τάφος, του 3ου π.Χ. αιώνα.
Επίσης υπάρχει ένας
συλημένος κιβωτιόσχημος οικογενειακός τάφος, που επονομάζεται και «τάφος της
Περσεφόνης», με την ασύγκριτη τοιχογραφία της αρπαγής της Περσεφόνης από
τον Άδη, και τα θεμέλια του υπέργειου λεγόμενου «Ηρώου», τόπου λατρείας των νεκρών
βασιλικών μελών. Γύρω από τους χώρους όπου εγκιβωτίζονται οι τάφοι υπάρχουν
τέσσερις συνεχιζόμενες πολυγωνικές αίθουσες, με τα ευρήματα των τάφων, που η
έκτασή τους φτάνει τα 1.200 τ.μ. Οι εντυπωσιακές τοιχογραφίες της αρπαγής της
Περσεφόνης και του βασιλικού κυνηγιού τραβούν την προσοχή, επειδή είναι οι
μοναδικές πλήρως σωζόμενες ζωγραφικές παραστάσεις της κλασικής αρχαιότητας. Οι
χρυσές λάρνακες, που περιείχαν τα οστά του Φιλίππου Β’ και της βασιλικής
συζύγου, αποτελούν τα πιο γνωστά και εντυπωσιακά εκθέματα. Οι θησαυροί δεν
απομακρύνθηκαν από τον τόπο που βρέθηκαν, δίπλα στους τάφους που τους
περιείχαν. Το κέλυφος προστασίας δηλώνει τη θέση και προστατεύει τους τάφους,
ανακαλώντας, με την εξωτερική μορφή του την εικόνα της Μεγάλης Τούμπας που
έκρυβε και απομόνωνε τους οίκους των νεκρών και τους αποχώριζε με τον όγκο των
χωμάτων της από τους ζωντανούς.
16.00-17.00: Φαγητό.
17.00-18.00: Βέροια. Ελεύθερος
χρόνος.
Μια βόλτα στη χριστιανική συνοικία Κυριώτισσα,
με τα στενά καλντερίμια της, τα λιθόστρωτα σοκάκια και τις στέγες των σπιτιών
που μοιάζουν να ακουμπούν μεταξύ τους, και τις μικρές λιθόκτιστες
εκκλησίες μερικές να είναι από τη βυζαντινή εποχή.
Η Κυριώτισσα ακολουθεί το αρχιτεκτονικό
στυλ της Μπαρμπούτας με τα σαχνισιά και τις βαριές πόρτες. Πολλά από τα
διατηρητέα σπίτια έχουν αναπαλαιωθεί και έχουν μετατραπεί σε χώρους αναψυχής
και διασκέδασης. Στο κέντρο της πόλης, ο επισκέπτης μπορεί να δει την Πλατεία
Ωρολογίου ή Ρακτιβάν, την πιο χαρακτηριστική πλατεία της Βέροιας, όπου
βρίσκονται και τα δικαστήρια. Η πλατεία οφείλει το όνομά της στον πύργο με το
ρολόι που φιλοξενούσε, ο οποίος δεν σώζεται σήμερα. Το Πάρκο Εληάς,
είναι καταπράσινο και το πιο κεντρικό πάρκο της πόλης και δικαίως
χαρακτηρίζεται ως το μπαλκόνι της Βέροιας με πανοραμική θέα στο κάμπο της
Ημαθίας.
19.00: Ξενοδοχείο.
2η Μέρα:
09.00: Αναχώρηση προς Θεσσαλονίκη.
10.00-11.00: Επταπύργιο
Γνωστό και με την οθωμανική ονομασία Γεντί
Κουλέ (Yedi Kule), βρίσκεται στο βορειοανατολικό άκρο των τειχών
της Θεσσαλονίκης, εντός
της Ακρόπολης. Αποτελείται από δύο ενότητες: το βυζαντινό φρούριο,
το οποίο συνθέτουν δέκα πύργοι μεταξύ τους
μεσοπύργια διαστήματα και τον περίδρομο, καθώς και τα νεότερα κτίσματα των
φυλακών, που έχουν κτιστεί εντός κι εκτός του φρουρίου. Οι πύργοι της βόρειας
πλευράς αποτελούν τμήματα του παλαιοχριστιανικού τείχους της Ακρόπολης, ενώ
αυτοί της νότιας προστέθηκαν πιθανότατα κατά τους μεσοβυζαντινούς χρόνους,
σχηματίζοντας τον κλειστό πυρήνα του φρουρίου. Γύρω στο 1890 το μνημείο
χρησιμοποιήθηκε ως ανδρικές, γυναικείες και στρατιωτικές φυλακές. Η φυλακή
διετέλεσε για καιρό τις κύριες εγκαταστάσεις σωφρονισμού της πόλης, όπου
κρατούνταν φυλακισμένοι ανεξαρτήτως φύλου ή εγκλήματος. Νέα κτίρια χτίστηκαν
κατά μήκος των δύο πλευρών των τειχών, ώστε να βελτιωθεί η λειτουργικότητα του
νέου σωφρονιστικού κέντρου. Στα εξωτερικά κτίρια στη νότια πλευρά του κάστρου,
στεγαζόταν η διοίκηση, η φυλακή των γυναικών, και προς τα δυτικά, τα κελιά
απομόνωσης. Το κέντρο αυτό είχε αποκτήσει κακή φήμη κατά τη διάρκεια του καθεστώτος
Μεταξά, της Κατοχής, και στη
μεταπολεμική περίοδο από τον Ελληνικό
Εμφύλιο Πόλεμο μέχρι και τη Χούντα..
11.30- 12.00: Άγιος Δημήτριος
Ο Ναός του Αγίου Δημητρίου ως μνημείο
τέχνης αποτελεί ένα από τα πλέον υπέροχα χριστιανικά μνημεία της ελληνικής
Ανατολής. Ο Ι. Ναός του Αγίου Δημητρίου του Μυροβλύτου κτίσθηκε στα μέσα του
5ου αι. από τον έπαρχο του Ιλλυρικού Λεόντιο, ο οποίος θεραπεύθηκε τελείως από
ασθένεια που έπασχε πάνω στον τάφου του Αγίου, ο οποίος μαρτύρησε ως χριστιανός
με το στρατιωτικό αξίωμα του ανθυπάτου επί του αυτοκράτορος Μαξιμιανού
(292-311), που διέταξε «λόγχαις ἀναιρεθῆναι τὸν μάρτυρα». Μεγάλη πυρκαγιά μεταξύ των ετών 629 και 639 κατέστρεψε μεγάλο μέρος αυτού του κτηρίου. Η ευσέβεια του λαού της Θεσσαλονίκης με επικεφαλής τον Επίσκοπο Ιωάννη τον ξανακτίζει διευρύνοντάς τον.
Το 904 ο Ναός λεηλατήθηκε από τους
Σαρακηνούς και αρπάχτηκε σε κομμάτια το ιερό «Κιβώριο». Άλλη διαρπαγή νέου
«Κιβωρίου» σημειώνεται από τους Νορμανδούς 281 χρόνια αργότερα, όταν
καταλήφθηκε η πόλη από αυτούς το 1181. Η αρχιτεκτονική του μας διέσωσε τον γνησιότερο
τύπο της ελληνιστικής βασιλικής ή των δρομικών Ναών, με ξύλινη αμφικλινή στέγη.
Φέρει εγκάρσιο κλίτος έμπροσθεν του Ιερού Βήματος και υπερώα επάνω από όλα τα
κλίτη και τον νάρθηκα. Η σημερινή της μορφή είναι του 7ου αι. και αποτελεί μία
από τις σημαντικότερες εκκλησίες - μαρτύρια. Χωροταξικά τοποθετείται στο κέντρο
της παλαιάς πόλεως, βορειοανατολικά της αρχαίας αγοράς. Έχει διαστάσεις κάτοψης
43,58 μ. (μήκος) και 33 μ. (πλάτος). Με τέσσερεις κιονοστοιχίες η Βασιλική
χωρίζεται σε πέντε κλίτη ή στοές. Το μεσαίο κλίτος είναι ευρύτερο από τα
υπόλοιπα τέσσερα, χωρίζεται από αυτά με οκτώ πράσινους, δώδεκα λευκούς κίονες
και τέσσερεις πεσσούς, που κοσμούνται με κιονόκρανα, τα οποία στέφονται με
επιθέματα. Οι δεκαπέντε περίπου παραλλαγές των κιονοκράνων, όπως οι
διακοσμήσεις ακανθώδους σχήματος, οι κεφαλές κριών, λοιποί φυτικοί διάκοσμοι,
αετοί με ανοικτές τις πτέρυγές του κ.ά, μας διασώζουν μια χριστιανική τέχνη
απαράμιλλης ποιοτικής αξίας και αισθητικής. Από τότε που κυριεύτηκε η πόλη από
τους Τούρκους πλήρωνε βαρύτατο φόρο στους κατακτητές, ώστε να παραμείνει ο Ναός
στη διάθεση των ευσεβών Θεσσαλονικέων. Το 1490 ή 1491 ο Ναός επί σουλτάνου
Βαγιαζίτ Β’ (1481-1512) μετατράπηκε σε τζαμί με το όνομα «Κασημιέ - Τζαμί».
Η Κρύπτη του Ναού του Αγίου Δημητρίου στη
Θεσσαλονίκη αναφέρεται στο σύμπλεγμα στοών και διαδρόμων, οι οποίοι
υποβαστάζονται από ισχυρούς στύλους κάτω από το Ιερό Βήμα και αποτελούσε το
ανατολικό τμήμα του Ρωμαϊκού λουτρού. Αρχικά στην Κρύπτη οι πιστοί Θεσσαλονικείς
τιμούσαν τον Άγιο μέσῳ του αγιάσματος, που ελάμβαναν από την κρήνη στην οποία έρρεε από πηγάδι που σώζεται μέχρι και σήμερα βόρεια του Ιερού. Μετά τον 10ο αι. η κρήνη συνδέεται με το Μύρο που συνέλεγαν οι πιστοί από τις δεξαμενές της με διάφορα αγγεία, πήλινα,
γυάλινα ή μεταλλικά. Ανάμεσά τους ξεχωρίζουν τα «κουτρούβια», μολύβδινα
μικρά δοχεία στο σχήμα παλαιοχριστιανικών ευλογιών. Το Μύρο το φύλαγαν και σε
περίοπτα φυλακτά ή κιβωτίδια από πολύτιμα μέταλλα, που επέτρεπαν τη μεταφορά
του σε μακρινές χώρες. Η εξάπλωση που είχαν τα αντικείμενα αυτά στον
χριστιανικό κόσμο υπήρξε μεγάλη, γεγονός που φανερώνει τη διάδοση της τιμής του
Αγίου. Στα χρόνια της Τουρκοκρατίας η Κρύπτη καταχώνεται και ξαναβρίσκεται μετά
την πυρκαγιά του 1917, οπότε και ακολουθεί η αναστήλωση της.
12.30-13.00: Αψίδα του Γαλέριου
Είναι κτίσμα της εποχής της Ρωμαϊκής «Τετραρχίας»
(αρχές 4ου μ.Χ. αιώνα) και αποτελεί το ένα σκέλος (δυτικό) μίας στεγασμένης
στοάς, που σχηματιζόταν από αψίδες και τόξα. Κατασκευάστηκε για να τιμηθεί ο
Ρωμαίος Αυτοκράτορας Γαλέριος, όταν
αυτός επέστρεψε νικητής στην πόλη (περί το 306 μ.Χ.) μετά από πολέμους του κατά
των Περσών. Η
θριαμβική αυτή αψίδα ήταν τοποθετημένη κάθετα στην αρχαία Εγνατία,
που διέσχιζε την πόλη (δυτικά προς ανατολικά) και αποτελούσε μέρος του
λεγόμενου Γαλεριανού συγκροτήματος (Ρωμαϊκά Ανάκτορα), που αναπτύσσονταν κύρια
νοτιοδυτικότερα, στις σημερινές πλατείες Ναυαρίνου και Ιπποδρομίου. Χτίστηκε
το 305 μ.Χ. ύστερα από την οριστική
νίκη του αυτοκράτορα κατά των Περσών.
Είχε την τυπολογία ενός οκτάπυλου με 4
κεντρικούς ογκώδεις πεσσούς, 4 δευτερεύοντες στα πλάγια, ισάριθμα τόξα και
χαμηλό σφαιροειδή θόλο. Συνδεόταν με τα Ανάκτορα του Γαλερίου (νοτιοδυτικότερα)
και με τη Ροτόντα (προς Βορρά). Η αψίδα στη σημερινή της μορφή είναι
αποσπασματική. Λείπει ο τέταρτος πεσσός του τόξου, που θα πατούσε στο οδόστρωμα
της σημερινής Εγνατίας, και όλο το αντίστοιχο ανατολικό τόξο. Τα δύο αυτά τόξα
ενώνονταν σχηματίζοντας τρούλο, ενώ από κάτω περνούσε πομπική οδός που
πλαισιωνόταν με κιονοστοιχίες δεξιά και αριστερά και ένωνε τα ανάκτορα με τη
Ροτόντα. Κάτω από την Αψίδα περνούσε η Εγνατία, η οποία ήταν βασιλική
οδός (Via Regia). Στα γλυπτά ανάγλυφα που διακοσμούν τη Καμάρα
αναπαριστώνται εικόνες από την εκστρατεία του Γαλέριου στη χώρα των Περσών.
13.00-13.30-: Ροτόντα
Είναι θολωτό στρογγυλό κτίσμα του 4ου αιώνα στη
Θεσσαλονίκη, όμοιο με το Πάνθεον της Ρώμης. Κτίστηκε στα χρόνια του
αυτοκράτορα Γαλέριου γύρω
στο 304 μ.Χ. ενώ προοριζόταν ως ναός του Δία ή
των Καβείρων, ή
ως Μαυσωλείο του
Γαλέριου. Ωστόσο, εξαιτίας του θανάτου του Γαλέριου το 311 μ.Χ., η Ροτόντα
έμεινε κενή χωρίς χρήση. Στα τέλη του 4ου αιώνα, την εποχή του Θεοδόσιου Α' και
αφότου στη Θεσσαλονίκη είχε
επικρατήσει ο Χριστιανισμός,
η Ροτόντα μετατράπηκε σε χριστιανικό ναό των Ασωμάτων Δυνάμεων ή Αρχαγγέλων και
τότε έγιναν στο μνημείο ορισμένες μετασκευές, που ήταν αναγκαίες για τη νέα
λατρεία. Έτσι έγινε διάνοιξη της ανατολικής κόγχης και προσθήκη του ιερού, ενώ
ανοίχτηκε και η αντίστοιχη δυτική κόγχη και δημιουργήθηκε νέα είσοδος.
Μετά την Απελευθέρωση της Θεσσαλονίκης, το
1912, αφιερώθηκε στον Άγιο Γεώργιο. Συμπεριλαμβάνεται στα Παλαιοχριστιανικά και Βυζαντινά μνημεία της
Θεσσαλονίκης ως Μνημείο
Παγκόσμιας Κληρονομιάς της UNESCO. Θεωρείται πως ο αρχικός σκοπός της εκκλησίας ήταν η
χρήση του ως βαπτιστήριο των Χριστιανών της Θεσσαλονίκης. Τα περίφημα ψηφιδωτά του
μνημείου, κοσμούν καμάρες κογχών, τοξωτά ανοίγματα φεγγιτών και το μεγάλο θόλο.
Οι αγιογραφίες είναι
από τις αρχές του 5ου αιώνα, διότι οι εικονιζόμενοι άγιοι μαρτύρησαν όλοι μέχρι
την εποχή του Διοκλητιανού και
του Μαξιμιανού.
Οι αγιογραφίες διασώζονται σήμερα μόνο κάτω από τον θόλο, ενώ οι υπόλοιπες
καταστράφηκαν όταν ο ναός μεταβλήθηκε από τους Τούρκους σε μωαμεθανικό τέμενος από
τον σεΐχη Σουλεϊμάν Χορτατζή Εφέντη το 1590. Τότε έγινε και η προσθήκη του
μιναρέ. Στον θόλο, στην κορυφή της μεγάλης ψηφιδωτής σύνθεσης εικονιζόταν
όρθιος σταυροφόρος Χριστός, που εικονιζόταν μέσα σε πολύχρωμη «δόξα»,
τμήματα της οποία διασώζονται σήμερα, που την υποβάσταζαν τέσσερις άγγελοι.
Κατά τον πρόσφατο καθαρισμό των ψηφιδωτών του μνημείου ήρθαν στο φως τα κεφάλια
και τα φτερά των αγγέλων.
14.00-15.00: Λευκός Πύργος.
Ελεύθερος χρόνος.
Στην αρχή ονομαζόταν Πύργος του
Λέοντος, όπως αναφέρει τουρκική επιγραφή του 1535-1536, η οποία υπήρχε στην
είσοδό του εξωτερικού περιβόλου (τώρα κατεδαφισμένος) και η οποία μάλλον
αναφερόταν στη χρονολογία κατασκευής του περιβόλου. Από τον 17ο αιώνα και μετά
ονομαζόταν ανεπίσημα Kelemeriye Kal’asi (Φρούριο της Καλαμαριάς)
και Πύργος των Γενιτσάρων. Μετά την διάλυση του τάγματος των Γενιτσάρων το
1826, αποκτά το όνομα Kanli-Kule (Κανλί Κουλέ), δηλαδή Πύργος του
Αίματος, λόγω των σφαγών από τους Γενιτσάρους.
Το όνομα διατηρείται και μετά το 1826 λόγω της λειτουργίας του ως φυλακή
μελλοθανάτων βαρυποινιτών και τόπο βασανιστηρίων, οι οποίοι συχνά εκτελούνταν
από τους Γενιτσάρους γεμίζοντας
με αίμα τους τοίχους. Κατά μία εκδοχή, το σύγχρονο όνομά του φαίνεται να το
πήρε όταν ένας Εβραίος κατάδικος,
ο Nathan Guidili, τον ασβέστωσε με αντάλλαγμα την ελευθερία του, το 1891.
Κατά την Τουρκοκρατία έγιναν
προσθήκες και τροποποιήσεις στα τείχη της πόλης, στις οποίες εντάσσεται και ο
Λευκός Πύργος, μαζί με το Επταπύργιο και
τον Πύργο
Τριγωνίου (ο τελευταίος χρονολογείται κατά τον 16ο αιώνα).
Δεν είναι γνωστό πότε ακριβώς χτίστηκε, στη θέση προϋπάρχοντος βυζαντινού
πύργου, ο οποίος συνέδεε το ανατολικό τμήμα της οχύρωσης της Θεσσαλονίκης (που
σώζεται και σήμερα), με το θαλάσσιο (το οποίο κατεδαφίστηκε το 1867).
Γύρω από τον πύργο υπήρχε χαμηλός
οκταγωνικός περίβολος (προτείχισμα) με τρεις επίσης οκταγωνικούς πύργους, το
οποίο κατεδαφίστηκε στις αρχές του 20ου αι. Ο περίβολος αυτός χρησίμευε κυρίως
για να προστατεύει τον Πύργο από τη θάλασσα αλλά θεωρείται πιθανή η χρήση του
και για την τοποθέτηση βαρέων πυροβόλων τα
οποία θα έλεγχαν την ακτογραμμή και το λιμάνι. Σήμερα λειτουργεί σαν μουσείο
και στους έξη ορόφους του εκτίθενται φωτογραφίες και αντικείμενα από τη
καθημερινή ζωή των κατοίκων της πόλης.
16.00-17.00: Μουσείο Αρχαία
Πέλλας
Η Πέλλα, μία μικρή πόλη στις ακτές του
Θερμαϊκού κόλπου, έγινε πρωτεύουσα του μακεδονικού κράτους στο τέλος του 5ου με
αρχές του 4ου αι. π.Χ., αντικαθιστώντας τις Αιγές και σύντομα εξελίχθηκε στο
σημαντικότερο πολιτικό, οικονομικό και πολιτιστικό κέντρο όλης της Ελλάδας. Η
επιλογή της θέσης της νέας πρωτεύουσας έγινε πιθανότατα από το βασιλιά Αρχέλαο
ή από τον Αμύντα Γ΄ κυρίως για πολιτικούς και οικονομικούς λόγους.
Διέθετε εύφορα εδάφη στην ενδοχώρα της και
την περίοδο εκείνη ήταν παραθαλάσσια, παρέχοντας εύκολη πρόσβαση προς όλες τις
κατευθύνσεις, γεγονός που εξυπηρετούσε τόσο την ανάπτυξη του εμπορίου όσο και
την επεκτατική πολιτική των Μακεδόνων βασιλέων. Η πόλη οργανώθηκε και
επεκτάθηκε στα χρόνια του Φιλίππου Β΄ και του Κασσάνδρου. Εδώ γεννήθηκε ο γιος
του Φιλίππου Β’, ο Αλέξανδρος ο Μέγας. Η μορφή αυτής της παλαιότερης πόλης των
κλασικών χρόνων δεν είναι καλά γνωστή, αφού έχει ανασκαφεί μόνο το νεκροταφείο
της και λιγοστά αρχιτεκτονικά λείψανα στην περιοχή του σύγχρονου αρδευτικού
καναλιού. Είναι βέβαιο, όμως, ότι στο τέλος της κλασικής εποχής η Πέλλα ήταν
πλέον μία μεγαλούπολη με κανονική ρυμοτομία κατά το μοντέρνο σύστημα της
περιόδου, το ιπποδάμειο, με μεγάλους κεντρικούς δρόμους και κάθετες οδούς.
Εποχή της μεγάλης ακμής για την Πέλλα ήταν η ελληνιστική περίοδος, το β’ μισό
του 4ου, ο 3ος και ο 2ος αι. π.Χ.. Μέσα από την ποικιλία των ανασκαφικών
ευρημάτων μπορούμε να παρακολουθήσουμε καθαρά τη μορφή της, αντλώντας στοιχεία
για την οχυρωματική τέχνη, την πολεοδομία, την οικιστική, την ανακτορική, τη
θρησκευτική, την ταφική αρχιτεκτονική και την παραγωγική δραστηριότητα. Η
ελληνιστική πόλη της Πέλλας στήριξε την ανάπτυξη της ως πρωτεύουσα του
μακεδονικού κράτους και εμπορικό κέντρο. Η μεγάλων διαστάσεων αγορά
διέθετε εργαστήρια παραγωγής και καταστήματα πώλησης προϊόντων κεραμικής,
κοροπλαστικής, μεταλλικών αντικειμένων και ειδών διατροφής. Το μνημειακό
κτηριακό συγκρότημα του ανακτόρου αποδεικνύει, από την άλλη πλευρά, την πρόθεση
των Μακεδόνων βασιλέων να δώσουν μια ξεχωριστή μορφή στη νέα πρωτεύουσά.
Μνημειακή μορφή απέκτησαν και οι ιδιωτικές κατοικίες με δωρικά ή ιωνικά
περιστύλια και πολλές φορές με δεύτερο όροφο.
Περισσότερα από 2.000 είναι τα ευρήματα
που εκτίθενται στο μουσείο. Ανάμεσα σε αυτά έξι ψηφιδωτά δάπεδα
παρουσιάζονται στην έκθεση, το ένα εντυπωσιακότερο από το άλλο: είναι το κυνήγι
του λιονταριού, το κυνήγι του ελαφιού, ο Διόνυσος επάνω σε πάνθηρα, η αρπαγή
της Ελένης, ένα ψηφιδωτό με φυτικό διάκοσμο από το ιερό του Βάρρωνα και η
Κενταυρίνα, αλλά και η πολύχρωμη διακόσμηση του τοίχου μιας αίθουσας συμποσίων,
πήλινα σφραγίσματα των δημόσιων εγγράφων, επιγραφές και νομίσματα που
αναφέρονται στους διοικητικούς θεσμούς της πόλης. Αγγεία για τη μεταφορά και
την αποθήκευση λαδιού και κρασιού χάρη στις ενσφράγιστες λαβές τους
αποδεικνύουν τις εμπορικές συναλλαγές με όλη τη Μεσόγειο, ενώ πλήθος άλλων
αγγείων με διαφορετικά σχήματα και διακοσμήσεις παραπέμπουν άλλοτε σε συμπόσια,
άλλοτε σε λατρευτικές τελετές και άλλοτε απλώς στην οικιακή καθημερινή χρήση.
17.30- 19.30: Έδεσσα: Καταρράκτες,
Βαρόσι
Οι καταρράκτες Έδεσσας βρίσκονται στην
άκρη βράχου σε ένα μοναδικό γεωπάρκο σμιλεμένο από το νερό που λέγεται «φρύδι
της πόλης» με 12 καταρράκτες. Οι δύο είναι μεγάλοι, ορατοί, επισκέψιμοι και
προσφέρουν μοναδική ατμόσφαιρα της δύναμης της φύσης δημιουργώντας τον μύθο της
υδάτινης πολιτείας. Το νερό των Καταρρακτών προέρχεται από τις
πηγές του υγροτόπου Άγρα-Βρυτών-Νησίου οι οποίες τροφοδοτούνται από τα χιόνια του
Καϊμακτσαλάν, ενώ η ροή τους είναι πλήρως ελεγχόμενη από την Δημόσια Επιχείρηση
Ηλεκτρισμού μιας και το νερό τροφοδοτεί δύο εργοστάσια ηλεκτρικής ενέργειας, το
εργοστάσιο του Άγρα & το εργοστάσιο του Εδεσσαίου. Στους καταρράκτες
βρίσκεται και το Κ.Π.Ε Έδεσσας, που με τα προγράμματα του συνεισφέρει τα
μέγιστα στη περιβαλλοντική ευαισθητοποίηση των μαθητών.
Το Βαρόσι (που σημαίνει
οχυρό), είναι η πρώτη χριστιανική συνοικία που δημιουργήθηκε ως εξέλιξη του
βυζαντινού οικισμού που αναπτύχθηκε στο χώρο της ακρόπολης και της αρχαίας
πόλης. Το 1944 οι Γερμανοί έκαψαν το μεγαλύτερο μέρος της συνοικίας επειδή λόγω
της θέσης της χρησίμευε ως κέντρο των αντιστασιακών.
Το
1983 κηρύχθηκε παραδοσιακός οικισμός. Τα σπίτια που σώζονται στον Βαρόσι χρονολογούνται στον 19ο
αιώνα και αποτελούν χαρακτηριστικό δείγμα της παραδοσιακής μακεδονίτικης
αρχιτεκτονικής. Οι περισσότερες κατοικίες είναι λαϊκές υπάρχουν όμως και
αρχοντικά. Συνήθως είναι διώροφα κτίσματα με προεξοχές ανοιχτό καλυπτόμενο
εξώστη και κεραμοσκεπή. Στο εσωτερικό τους διαθέτουν αυλή, ενώ γύρω από τις
αυλές οργανώνονται οι ημιυπαίθριοι χώροι, τα χαγιάτια.
20.30:
Ξενοδοχείο
3η Μέρα:
09.30:
Αναχώρηση.
10.00-12.00:
Δίο
Η επιλογή της θέσης του ιερού του
Διός υπαγορεύτηκε από τα θεϊκά σημάδια. Ήταν τα κρυστάλλινα νερά που αναβλύζουν
από πηγές και αιωνόβια δέντρα, τα οποία δέχονται τις συχνές ριπές των κεραυνών
στη διάρκεια των καλοκαιρινών καταιγίδων. Η πόλη φαίνεται να ιδρύθηκε από τους
Περραιβούς της Θεσσαλίας, προς τιμήν του Δία. Το όνομα της πόλης αποδίδεται
στον Δία. Κάθε χρόνο γίνονταν τα «Δία», με κέντρο τον ναό του πατέρα των θεών.
Στο Δίον τελούνταν και αθλητικοί αγώνες, τα "Ολύμπια τα εν Δίω", και
επινίκιες εορτές και θυσίες. Ο πρώτος μήνας του μακεδονικού έτους ονομάστηκε
Δίος. Η πόλη συνδέθηκε επίσης με τον Ορφέα, καθώς μία παράδοση αναφέρει ότι ο
τελευταίος σκοτώθηκε από γυναίκες του Δίου και στον τόπο εκείνο τοποθετήθηκε
πέτρινη υδρία με τα οστά του.
Το Δίον έγινε εκπολιτιστικό κέντρο
στα χρόνια του προοδευτικού βασιλιά Αρχέλαου της Μακεδονίας, ο οποίος επέλεξε
την πόλη λόγω της σύνδεσής της με τη λατρεία των Μουσών και του Δία. Ο βασιλιάς
αυτός κατέστησε την πόλη πνευματικό και πολιτιστικό κέντρο στη Μακεδονία,
εφάμιλλο με τους Δελφούς και την Ολυμπία. Το τειχισμένο τμήμα της πόλης, σχεδόν
τετράγωνο κατασκευασμένο σύμφωνα με το ιπποδάμειο σύστημα, διέθετε
υποδειγματική ρυμοτομία, χαρακτηριστική της τεχνογνωσίας της εποχής του Μ.
Αλεξάνδρου. Έτσι, οικοδομήθηκαν ναοί, θέατρο, στάδιο,
τείχη και τοποθετήθηκαν γλυπτά και αγάλματα. Ο Ευριπίδης, ο μεγάλος τραγωδός
της αρχαιότητας, παρουσίασε στο θέατρο του Δίου τις «Βάκχες» του, τον «Αρχέλαο»
και άλλα έργα. Ο Φίλιππος
Β΄ οργάνωσε στην πόλη
αγώνες, ευχαριστώντας τους θεούς για τη νίκη του στην Όλυνθο, την οποία
κατάφερε να υποτάξει. Οι αγώνες αυτοί ονομάζονταν «Ολύμπια». Επίσης, στο Δίον
θυσίασαν ο Φίλιππος και ο γιος του, Αλέξανδρος, μετά τη νίκη τους στη Χαιρώνεια το 338 π.Χ. Στα
χρόνια του Μεγάλου Αλεξάνδρου το Δίον έχει σημαίνουσα θέση για τη Μακεδονία
αλλά και για την Ελλάδα γενικότερα. Από εκεί ξεκίνησε ο στρατηλάτης την
εκστρατεία του για την Ασία (μετά την καταστροφή των Θηβών, το 335 π.Χ. θυσίασε
στο Δίον) και έστειλε στους ναούς του Δίου τους χάλκινους ανδριάντες των 25
νεκρών στη μάχη του Γρανικού, το 334 π.Χ.
Τα ερείπια της πόλης βρίσκονται σε απόσταση τεσσάρων
περίπου χιλιομέτρων από τη θάλασσα. Οι αρχαιολογικές έρευνες στην περιοχή
ξεκίνησαν το 1928 και το 1973 συνεχίστηκαν υπό
την εποπτεία του καθηγητή Δημητρίου
Παντερμαλή. Η αρχαιολογική
σκαπάνη έφερε στο φως το Ιερό της Ίσιδας και άλλων θεών της Αιγύπτου, τον μικρό
ναό της Υπολυμπιδίας Αφροδίτης, το αρχαιότατο Ιερό της Δήμητρας, ελληνιστικό
θέατρο της εποχής του Φιλίππου του Ε’, ρωμαϊκό θέατρο του 2ου αιώνα, στάδιο,
την έπαυλη του θεού Διονύσου με τα υπέροχα ψηφιδωτά, νεκροταφείο, καταστήματα,
λίθινες στήλες (στο τέμενος του Δία), ωδείο, τείχη, μουσικά όργανα (όπως η
ύδραυλις, ένα πνευστό μουσικό όργανο) και λουτρά.
Το Ιερό της Δήμητρας, με τους παλαιότερους
ναούς του Δίου χτισμένους με ωραία λαξευμένους
λίθους. Ανήκουν στα τέλη του 6ου αι. π.Χ.
και η διάρκεια ζωής του ιερού φτάνει έως τον 4ο αι. μ.Χ. Οι αφιερωμένοι στη
Δήμητρα δίδυμοι ναοί αποτελούν τον πυρήνα αυτού του συγκροτήματος, ενώ στον
έναν από αυτούς βρέθηκε το μαρμάρινο κεφάλι του λατρευτικού αγάλματος της θεάς
Δήμητρας. Αδελφή του Δία, θεά της γονιμότητας και της βλάστησης, έχει ανάμεσα
σε άλλα για σύμβολά της τα στάχυα και τις παπαρούνες. Το Ιερό του Διός Υψίστου,
είναι το πρώτο που εντοπίστηκε στην Ελλάδα αφιερωμένο στη λατρεία του «Υψίστου
Διός» ή «Ουράνιου Διός» και ανήκει κυρίως στη ρωμαϊκή περίοδο. Οι ανασκαφές
έφεραν στο φως το βωμό του ιερού και το ναό με ένα άγαλμα του Δία στο εσωτερικό
του, μαρμάρινους αετούς και πολλά άλλα αναθήματα.
Στο Αρχαιολογικό
Μουσείο, που χτίστηκε το 1983, στεγάζονται τα κινητά ευρήματα των ανασκαφών.
Βρίσκεται μέσα στο σύγχρονο οικισμό του Δίου, σε απόσταση 500 μ. από την είσοδο
του αρχαιολογικού χώρου. Τα ευρήματα των ανασκαφών εκτίθενται σε ενότητες
αντίστοιχες με το χώρο ανεύρεσής τους (δημόσια κτήρια, αστικό κέντρο, ιερά,
νεκροταφεία, κ.ά) Στον όροφο φιλοξενούνται επίσης ενδεικτικά ευρήματα από τις
ανασκαφές στην αρχαία Πύδνα και άλλες θέσεις αρχαιολογικού ενδιαφέροντος στην
Πιερία.
13.00-14.00:
Κάστρο Πλαταμώνα
Είναι
κάστρο της Φραγκοκρατίας, χτισμένο στη θέση οχυρωμένης
πόλης της Μεσοβυζαντινής περιόδου, νοτιανατολικά του
Ολύμπου, σε μικρή απόσταση από τη σημερινή κωμόπολη του Πλαταμώνα, σε θέση στρατηγική που ελέγχει τον
δρόμο Μακεδονίας - Θεσσαλίας - Νότιας Ελλάδας. Είναι το καλύτερα διατηρημένο
κάστρο της βόρειας-κεντρικής Ελλάδας, με τον επιβλητικό κεντρικό πύργο του, που
δεσπόζει πάνω στην Εθνική Οδό. Στο κάστρο
αυτό συναντάμε τα τρία βασικά χαρακτηριστικά των μεσαιωνικών φρουρίων: τον πρώτο περίβολο, τον δεύτερο περίβολο που αποτελεί και την
ακρόπολη και τον κεντρικό
πύργο.
Ο ευρύχωρος εξωτερικός τοίχος του κάστρου έχει σχήμα πολυγωνικό, ενισχύεται από πύργους τοποθετημένους σε
ακανόνιστα διαστήματα και διατηρείται σε καλή κατάσταση.
Στην βορειανατολική πλευρά υψώνεται ο μεγαλοπρεπής
κεντρικό πύργος του αμυντικού συγκροτήματος με σχήμα οκταγωνικό, ύψους 16μ. και
πάχους 2μ., του οποίου η είσοδος βρισκόταν, για λόγους ασφαλείας, σε ύψος
3,45μ. από την επιφάνεια του εδάφους, με πρόσβαση από ξύλινη σκάλα. Διαθέτει
ημικυκλικά παράθυρα, σε ένα από τα οποία υπάρχουν δύο ανοίγματα με κεντρικό
κιονίσκο με διακόσμηση από σταυρό πράγμα που πιθανόν να υποδεικνύει χρονολόγηση
στην περίοδο που το κάστρο επισκευάστηκε από το βυζαντινό Δεσποτάτο της Ηπείρου. Στον χώρο του κάστρου διατηρείται η εκκλησία της
Αγίας Παρασκευής (η μόνη από τις πέντε που υπήρχαν εκεί παλαιότερα) η οποία
κατά την Τουρκοκρατία είχε μετατραπεί σε τζαμί.
14.30-15.30:
Αμπελάκια
Είναι
παραδοσιακός οικισμός
του νομού Λάρισας, χτισμένα στις βορειοδυτικές πλαγιές του
όρους Όσσα στην είσοδο της κοιλάδας των Τεμπών. Το χωριό φημίζεται για τα σπουδαία
αρχοντικά του καθώς γνώρισε πολύ μεγάλη οικονομική ανάπτυξη κατά το παρελθόν. Τα
Αμπελάκια τον καιρό της Τουρκοκρατίας ήταν από τα τυχερά
χωριά που είχαν κάποια προνόμια και επίσης δεν κατοικούνταν από Τούρκους και
έτσι οι ‘Έλληνες μπόρεσαν πιο απρόσκοπτα και μόνο για το δικό τους συμφέρον να
καλλιεργούν τα χωράφια τους και να ασκούν τις βιοτεχνικές δραστηριότητές τους,
όπως την υφαντουργία, τη μεταξουργία, τη νηματοβαφή, την
αμπελοκαλλιέργεια, κ.α..
Οι
κάτοικοι ήταν υποχρεωμένοι μόνο σε πληρωμή του φόρου υποτέλειας και αφού
γινόταν αυτό ήταν παντελώς ελεύθεροι να αυτοδιοικούνται. Στα τέλη του 18ου αιώνα οι κάτοικοι των Αμπελακίων που
επεξεργάζονταν κόκκινα νήματα τα οποία έβαφαν με βαφή που παρήγαγαν από το φυτό
ριζάρι (Ρούβια η βαφική - Rubia tinctorum) αποφάσισαν να
συνεταιριστούν για να αντιμετωπίσουν τον εξωτερικό ανταγωνισμό. Αρχικά
δημιουργήθηκαν μικροί συνεταιρισμοί αλλά το 1778 ενώθηκαν σε έναν.
Πρόεδρος του συνεταιρισμού ήταν ο Αμπελακιώτης Γεώργιος Μαύρος.
Ο συνεταιρισμός των
Αμπελακίων θεωρείται ο πρώτος παγκοσμίως. Στο διάστημα λειτουργίας του
συνεταιρισμού τα Αμπελάκια γνώρισαν μεγάλη ακμή και ανάπτυξη. Τα σπίτια των
κατοίκων έγιναν πλουσιότερα και κτίστηκαν πολλά αρχοντικά, πολλά από τα οποία
έχουν αναπαλαιωθεί σήμερα. Ο συνεταιρισμός διατηρήθηκε μέχρι το 1812 οπότε διαλύθηκε.
Οι κυριότεροι λόγοι που οδήγησαν στην διάλυση του συνεταιρισμού ήταν η εφεύρεση
της ανιλίνης που παρήγαγε ίδιο αποτέλεσμα με το ριζάρι και ήταν
φθηνότερη, οι συγκρούσεις μεταξύ των μελών του συνεταιρισμού και η υψηλή
φορολογία που επέβαλε στους κατοίκους ο Αλή Πασάς. Παράλληλα μεγάλο πλήγμα δέχτηκε ο
συνεταιρισμός από την πτώση της Ευρωπαϊκής οικονομίας λόγω των Ναπολεόντειων πολέμων. Στα 1780, γνωρίζουμε
από το δεύτερο καταστατικό του συνεταιρισμού που σώθηκε, ότι αριθμούσε 6.000
μέλη, εκ των οποίων τα 4.000, δούλευαν στα 24 εργαστήρια, νηματοβαφεία,
πλυντήρια, στα Αμπελάκια και τα υπόλοιπα 2.000 δούλευαν στον κάμπο για την
καλλιέργεια και παραγωγή των πρώτων υλών, που ήταν το ριζάρι και το βαμβάκι, σε
σύνολο περίπου 6.000 κατοίκων, την ίδια περίοδο. Επίσης συνεργαζόταν με άλλα 22
χωριά της περιοχής. Στη συνέχεια τα βαμμένα νήματα προωθούνταν για πώληση στα
17 υποκαταστήματα του συνεταιρισμού στην Ευρώπη, σε διάφορες πόλεις, όπως
Βιέννη, Άμστερνταμ, Αμβούργο, Λονδίνο, Μασσαλία. Λειψία, Βoυδαπέστη, Τεργέστη,
Οδησσό, Άνχεν, Ρουέν, Λυών, Δρέσδη, Κωνσταντινούπολη, Θεσσαλονίκη, Σμύρνη. Στο
περίφημο Ελληνομουσείο, το σχολείο του συνεταιρισμού δίδαξαν διάσημοι διδάσκαλοι του Γένους, όπως ο
Νεόφυτος Δούκας, ο Ευγένιος Βούλγαρης, ο Γρηγόριος Κωνσταντάς, ο Κωνσταντίνος
Κούμας και ο Αδαμάντιος Μάναρης, ο οποίος και κληροδότησε στην κοινότητα μέρος
της περιουσίας του για τη συντήρηση της σχολής. Αξιόλογο κτίριο είναι το
φρουριακής μορφής τριώροφο αρχοντικό του Γεωργίου Σβαρτς, του προέδρου της
Κοινής Συντροφίας. Χτίστηκε το 1787 και είναι διακοσμημένο με πολύχρωμες
τοιχογραφίες, ένα εντυπωσιακό πορσελάνινο τζάκι ενώ τα ταβάνια είναι
ξυλόγλυπτα.
18.30-19.00:
Στάση
21.30:
Άφιξη στην Αθήνα
Δεν παίζεσαι φίλε
ΑπάντησηΔιαγραφή