Παρασκευή 18 Νοεμβρίου 2016

ΠΑΡΑΜΥΘΙ ΓΙΑ ΜΕΓΑΛΟΥΣ ΚΑΙ…ΓΕΩΛΟΓΟΥΣ

Ο παππούς ο Άσπρος

Μια ταπεινή προσπάθεια απόδοσης της ανακοίνωσης του Δασκάλου υπό την μορφή διαλόγου μεταξύ ενός παιδιού και ενός γέρου, του Άσπρου…..



Υπάρχει αλήθεια στους μύθους;

Ο ομότιμος καθηγητής Γεωλογίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, Ηλίας Μαριολάκος, θεωρεί αδιαμφισβήτητα πως ναι και το αποδεικνύει μέσα από πολυετείς έρευνες, όπως αυτή που αναφέρεται στην ιστορία για τον Αχελώο και τις Εχινάδες νήσους.

«Εάν ο χρόνος σχηματισμού των νησιών Εχινάδων είναι τόσο παλαιός, σε ποια γλώσσα η παράδοση έφτασε μέχρι την ιστορική εποχή όταν καταγράφηκε, εάν οι παλαιότεροι κάτοικοι δεν μιλούσαν μια κάποια πρωτο-Ελληνική γλώσσα; Μήπως τελικά δεν υπήρξε απότομη διακοπή της συνέχειας της γλώσσας των κατοίκων του Αιγαιακού και του Περι-Αιγαιακού χώρου κάπου την 3η χιλιετία π.Χ. όπως δέχονται οι Ινδο-Ευρωπαϊστές; Για τον λόγο αυτό, θεωρούμε ότι ένα μεγάλο τμήμα της Μυθολογίας περιγράφει με τρόπο ποιητικό και με τη χρήση συμβολισμών, άρα κρυπτογραφημένο, όλες αυτές τις διεργασίες της κλιματικής κυρίως μεταβολής και των συνεπειών της. Οι συνέπειες των μεταβολών αυτών καταγράφηκαν στη συλλογική μνήμη των ανθρώπων και μεταδόθηκαν από γενιά σε γενιά, έως την τελική επίσημη κωδικοποίησή τους»



-        Παππού, παππού γιατί σε λένε Άσπρο;

-     Με λέγανε Αχελώο, αλλά σιγά-σιγά μετά από τόσους και τόσους αιώνες μου άλλαξαν όνομα και με βγάλανε Ασπροπόταμο και στα γεράματά μου Άσπρο. Δες τα νερά μου και θα καταλάβεις.



-        Παππού έχεις μια μεγάλη ιστορία. Θα μου την πεις;

-     (Γελώντας). Κάτσε κάτω εγγονέ μου. Θα στην πω για να μάθεις μην σου χρειαστεί ποτέ κάτι απ’ αυτά στη ζωή σου. Ο πατέρας μου ήταν ο Ωκεανός και η μάνα μου η Γη. Σαν μικρό παιδί πέρασα ευτυχισμένα χρόνια. Μα μόλις μεγάλωσα και έγινα έφηβος, νέος που έβραζε το αίμα μου αγάπησα μια πριγκίπισσα – πανέμορφη κόρη – την Δηϊάνειρα, και την ζήτησα σε γάμο…  

-  Όμως δυστυχώς αυτή ενώ μου ’χε πάρει τα μυαλά γλυκοκοιτούσε τον Ηρακλή. Ήταν βλέπεις γιος του πατέρα των Θεών και σαν νέος που ήμουνα δεν υπολόγιζα την βοήθεια που θα’ χε απ’ τους Θεούς. Ήμουνα όμως και παλληκάρι αντρειωμένο. Δεν το ’βαλα κάτω. Τον κάλεσα σε μονομαχία. Ξεκίνησα με ορμή σαν φίδι που γλιστρούσε συνέχεια, σαν ταύρος αργότερα, αλλά είπαμε…



-        Είχε την βοήθεια των Θεών… Κάποια στιγμή μου ’σπασε το ένα κέρατο και με νίκησε. Έτσι συμβιβάστηκα και έφυγα πικραμένος μακριά απ’ την όμορφη  κόρη, που πήρε τον Ηρακλή. Όμως και οι Θεοί με λυπήθηκαν. Μου ’δωσαν το δικαίωμα να θυμώνω και να κατεβάζω όταν οργίζομαι πολλά νερά στον πατέρα μου τον Ωκεανό και να πηγαίνω καλούδια- εύφορες προσχώσεις στη μάνα μου την Γη. Κινούμαι μερικές φορές σαν φίδι μια δεξιά και μια αριστερά για να ξεφορτώνομαι απ’ το βάρος που κουβαλάω.

  


-        Αλλά επειδή σε βλέπω φιλομαθή να σου πω μερικά μυστικά να γίνεις καλός γεωλόγος και χαρτογράφος. Μάθε λοιπόν ότι όλα έχουν ψυχή και άμα τα χαϊδέψεις θα σου πουν την ιστορία τους…

-        Παππού, ακόμα και τα άψυχα σαν το νερό και τις πέτρες;

-   Όλα παιδί μου. Το πρωτόνερο, αυτό που ’ναι ξεκούραστο κατ’ ευθείαν από το λιώσιμο των πάγων είναι δροσερό, γεμάτο ζωή. Ενώ αυτό που ’ναι κουρασμένο από την διαδρομή και την ταλαιπωρία είναι ζεστό και επιβλαβές για την υγεία σου. Όσο για τις πέτρες… Πήγαινε ένα ολόγιομο φεγγάρι σε μια παραλία, κάτσε αμίλητος κάτω, πιάσε στα χέρια σου μια πέτρα και μείνε ξάγρυπνος και ατάραχος. Δες την νοικοκυρά την Θάλασσα που τακτοποιεί  τα υλικά στο σπίτι της με την σειρά, τα βαριά και δύσχρηστα πάνω- πάνω, τα ψιλά και ταξιδιάρικα σαν την άμμο στην άκρη κάτω- κάτω και τα υπόλοιπα ανάλογα με την διάθεσή τους να ταξιδέψουν. Και αν δυσκολευτείς άκου και το τραγούδι του μπάρμπα Άνεμου. Θα σε βοηθήσει…


-        Το πρωί χάιδεψε την πέτρα και κοίταξέ την. Αν είναι μεγάλη και με γωνίες, σημαίνει ότι γρήγορα ήρθε από το σπίτι της γιατί βιαζότανε, αν είναι στρογγυλή ήτανε τεμπέλα και πήγαινε μια από δω και μια από κει από τα νερά του κουβαλητή, του Ποταμού. Αν έχει γραμμές χαραγμένες στο σώμα της, πέρασε βάσανα και στεναχώριες, αν δεν έχει σημαίνει ότι ήταν καλότυχη. Αν είναι μαλακή και σπάει είναι ευαίσθητη στις αλλαγές μα σαν χαλάσει θα δώσει άμμο. Αν παραμένει σκληρή είναι γιατί αντέχει στις δυσκολίες. Η όψη της, το χρώμα της θα σου πουν από πού ξεκίνησε.

-        Αλλά ξεχάστηκα πάλι. Α, ναι… αφού με νίκησε ο Ηρακλής ζούσα δω στην περιοχή και κάποια στιγμή ήρθαν και κατοίκησαν στις όχθες μου πανέμορφες κοπέλες. Νύμφες τις ονόμασαν. Εγώ θυμόμουνα τον εφηβικό μου έρωτα και τις φέρθηκα όπως έπρεπε. Τους κουβαλούσα πρωτόνερο και εύφορα χώματα για να ’χουν απ’ τα δέντρα ότι καρπό ήθελαν. Όμως αυτές ήταν αχάριστες. Λάτρευαν τους άλλους θεούς, τους άγνωστους και εμένα που τις πρόσεχα και τις φρόντιζα μου ’δωσαν αγνωμοσύνη και χολή. Γι’ αυτό και τις έδιωξα μακριά μου και μέχρι σήμερα περίεργες και τσούχτρες είναι. Εχινάδες είναι το όνομά τους.
  


-        Πότε έγινε αυτό παππού;

-        Από τα  125.000 χρόνια έως και τα 18.000 χρόνια πριν από τώρα που μιλάμε  θαρρώ, η Μάνα Γη ήταν πιο παγωμένη από ποτέ και η στάθμη των νερών του Πατέρα μου του Ωκεανού  στο χαμηλότερο σημείο. Η Λευκάδα ήταν στεριά ενωμένη με τον κορμό της Ελλάδας, ενώ η Κεφαλονιά και η Ιθάκη ενωμένες σ’ ένα μεγάλο νησί.  Αυτές οι αχάριστες οι Εχινάδες ζούσαν πολύ κοντά, απέναντι από το μέτωπο μου. Αυτές τότε τιμωρήθηκαν περισσότερο από τους Θεούς γιατί δεν μετάνιωσαν για την στάση τους και απομακρύνθηκαν πιο πολύ από μένα. Τις έκαναν νησιά…

-        Και δεν μου λες παππού δεν τις συναντάς ποτέ;

-        Που και που, όπως τότε που κάτι έγινε και η Μάνα μου η Γη ζεστάθηκε. Λιώσανε οι πάγοι και φούσκωσε ο Πατέρας μου  και οι θεοί επέτρεψαν σε κάποιες -τις πιο μετανοιωμένες απ’ αυτές να ‘ρθουν κοντά μου- να με ξαναπλησιάσουν, ενώ οι άλλες παρέμειναν νησιά και μακριά μου. Κάποιοι σοφοί άνθρωποι σαν και σένα μα πολύ πριν από σένα τα είδαν και τα διηγήθηκαν από στόμα σε στόμα. Μπορεί και συ να τα’ χεις ακούσει.

-        Όχι παππού.

-  Ομως με ρώτησες αν θα τις συγχωρήσω. Δεν ξέρω αν θα ξανάρθουν κοντά μου. Ποιος ορίζει το μέλλον όλων των πραγμάτων και των γεγονότων…



-         Εγώ πάντως ξεθύμωσα. Πάει πολύς καιρός. Άλλαξα. Δεν είμαι πια ο ίδιος.

-        Παππού, αλλάζεις και συ;


-        (Γελώντας). Όλοι και όλα αλλάζουν στη ζωή. Και ευτυχώς εγγονέ μου. Άντε τώρα πήγαινε για να διαβάσεις. Και ξαναέλα κάποια άλλη στιγμή να σου πω και άλλες ιστορίες.



Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου