1970.
Πειραιάς. Ζάννειο Πειραματικό Τεχνικό Γυμνάσιο. Καλοκαίρι. Εισαγωγικές
εξετάσεις. Καλοκαίρι, μα με μπόρα. Θέμα έκθεσης Μια καλοκαιρινή μέρα γεμάτη
βροχή… Μια φιλόλογος διορθώνει εκθέσεις. Ξεχωρίζει μία. Την βαθμολογεί με 20.
2016.
Μια παρέα μεσόκοπων κυρίων συναντά την φιλόλογό τους στην Πεντέλη. Είναι τα «παιδιά της κυρίας». Ανάμεσα σ’ αυτούς
και ο μικρός μαθητής της που τον βαθμολόγησε τότε με άριστα.
Μια
φθινοπωρινή μέρα γεμάτη βροχή…..
Ξημερώνει των Εισοδίων της Παναγίας.
Νύχτα. Σκοτάδι. Πέφτω να κοιμηθώ, αλλά σκέψεις πολλές. Δεν κλείνω μάτι. Όπως
τότε πριν που διαγνώστηκε διατατική μυοκαρδιοπάθεια. Τι λες ρε που…τη μου!!!
Από που και γιατί; Παράπονο. Αλλά δεν μου λες, ο άνθρωπος είναι μόνο σώμα και
απολαύσεις; Και αν το σώμα πληγώθηκε υπάρχει και η ψυχή που γίνεται καλύτερη.
Ύστερα έρχονται οι φίλοι. Σε βοηθάνε. Το πρόβλημά σου, πρόβλημά τους. Ο Πολύζος
φτιάχνει το blog.
Βλέπεις και τα χειρότερα Εκτιμάς αυτό που έχεις. Αρχίζεις να το συνηθίζεις. Μα
για στάσου. Έχεις δάνεια πνευματικά…
Και
στο πίνακα της ζωής σου, το Ζάννειο
είναι ο καμβάς που εκεί πάνω του μπήκαν όλες
οι χρωματιστές πινελιές. Μα ο καμβάς φτιάχτηκε από κάποιους δασκάλους. Και αυτούς πρέπει να τους
τιμήσεις. Να τους γνωρίσεις στον κόσμο, για να μάθει το πόσο σπουδαίοι ήτανε… Στύβεις
την ψυχή σου, όχι το μυαλό σου, για να θυμηθείς λεπτομέρειες από τότε και να
τις γράψεις… Και με τον φόβο οι άλλοι που δεν τα ζήσανε να σε πουν υπερβολικό.
Και εκεί που είσαι να ναυαγός, βρίσκεις μια σχεδία και ξανοίγεσαι στον Ωκεανό.
Στο
πουθενά και στο παντού….
Κάπως
έτσι με παίρνει ο ύπνος για λίγο. Ακούω ένα αδύναμο παρατεταμένο θόρυβο, αλλά
δεν τον ξεχωρίζω. Στον ύπνο μου ή στο
ξύπνιο μου είναι. Ανοίγω τα μάτια. Ξανά ο θόρυβος. Έρχεται από το παράθυρο.
Έξω η
βροχή λυσσομανάει…
Επιτέλους ανοίγω το παράθυρο .Βλέπω ένα
αδύναμο ,μάλλον γέρικο περιστέρι. Ήταν αυτό που χτύπαγε το τζάμι. Μα στο ένα
πόδι του κρατάει ένα τριαντάφυλλο. Κόκκινο. Όμορφο χρώμα. Το χρώμα της καρδιάς.
Και στο άλλο πόδι του ένα σημείωμα. Με κοιτάει και το βλέμμα του μου λέει
πολλά. Το βάζω στο σπίτι και κλείνω το παράθυρο. Μαζί του μπαίνει και ένα φως….
Το παίρνω, το σκουπίζω απαλά με
μετάξινο ύφασμα και το βάζω να χουχουλιάσει στο πρεβάζι του τζακιού που ανάβει.
Παίρνω απαλά το τριαντάφυλλο και το σημείωμα. Το ανοίγω προσεχτικά.
Και γράφει.
Κυριακή 13:30… στου Κρυστάλλη.
Αναρωτιέμαι τι μήνυμα μου φέρνει. Και όπως
κάθομαι στον καναπέ πιο χαμηλά από το περιστέρι το ακούω. Μιλάει!!!
- - Πρέπει
να πας. Να τιμήσεις ένα ζωγράφο του πίνακα της ψυχής σου.
- - Μα
πως; Δεν ξέρω κανένα.
- Αυτοί
που θα’ναι εκεί είναι δικοί σου. Ομοπαίδευτοι. Μην χάσεις την ευκαιρία. Μόλις άρχισε να γλυκοχαράζει. Το
περιστέρι σηκώθηκε να φύγει.
- Μα
κάτσε να ξαποστάσεις. Να περάσεις τον χειμώνα.
- Ήρθε
η ώρα για να φύγω. Έχω την αποστολή που μου ανέθεσες. Να τους βρω.
- Μα
πρώτα φάε λίγο ψιχουλάκια από αντίδωρο, για να σε βαστήξει και να σ’ ευλογούν
στην αποστολή σου.
- Σ’
ευχαριστώ πολύ.
Του τα δίνω και ανοίγω το τζάμι. Πέταξε…
Μαζί του χάθηκε και το φως. Ξημέρωσε για τα καλά. Μα εξακολουθεί να βρέχει….
Μια
φθινοπωρινή μέρα γεμάτη βροχή…..
Ντύθηκα, πήρα το τριαντάφυλλο που μου
άφησε το περιστέρι και ξεκίνησα.. Για του Κρυστάλλη. Στην Παλιά Πεντέλη. Πως
αλλιώς να τιμήσεις μια φιλόλογο αν η ταβέρνα που πας δεν έχει σχέση με τα
γράμματα!!!
Μια παρέα μεσόκοπων κυρίων κάθεται σ’
ένα τραπέζι.
Είναι η «κυρία» με τα «παιδιά»
της.
Ανάμεσά τους και ένας ιερέας. Τι σημειολογία
κι αυτή Κρυστάλλης, ιερέας για να ευλογήσει την συνάντηση !!!
Αλλά βλέπω ένα γνώριμο χαμόγελο. Και ας
έχω να το δω σαράντα πέντε χρόνια. Είναι η φιλόλογος που μου διόρθωσε την
έκθεση στις εισαγωγικές εξετάσεις για το Ζάννειο το 1970. Η πρώτη που είδε την «κλίση» μου.
Μεγάλη… μα όπως πάντα αρχόντισσα.
Και αν το γιασεμί γεράσει το χώμα και ο αγέρας
δίπλα του πάλι γιασεμί θα μυρίζουν. Πλησιάζω αμήχανα. Την αγκαλιάζω και την φιλάω.
Με ρωτάει ποιος είμαι… Της εξηγώ. Και σαν αγενής εισβολέας αρχίζω να την
μονοπωλώ. Αλλά και τα υπόλοιπα «παιδιά» της είναι πολύ ευγενικά. Και μικρότερα
σε ηλικία από μένα. Και τόσο ευγενείς στην ψυχή που από μόνοι τους αλλάζουν
θέση για να’ρθουν όλοι κοντά της. Να πάρουν το αντίδωρο της ψυχής της.
Είπαμε
πολλά.
Δάκρυσε.
Η
δασκάλα μου. Η δασκάλα μας.
Την ίδια μέρα που είχα μήνυμα από την σύζυγο
του αγαπημένου μας δάσκαλου του Φίλιππα.
Πως τα φέρνει η ζωή; Να είναι το σπίτι της δασκάλας μου κοντά μου και να μην το ξέρω. Στα
Μελίσσια. …Και τι δεν θυμηθήκαμε από τότε…
Άγια
χρόνια γεμάτα ψυχή.
Ήρθε η ώρα του αποχωρισμού. Δυο δάκρια
κύλησαν ευγενικά από τα μάτια της. Όσο για εσάς συμμαθητές μου που με βρήκατε και κανονίσατε την
συνάντηση, δεν έχω λόγια. Σας ευχαριστώ.
Μια
φθινοπωρινή μέρα γεμάτη βροχή…..
Αμάν, βρε Βασίλη, νυχτιάτικα πρέπει να μας συγκινείς; (Ίσως ο ύπνος να είναι πιο γλυκός και η καινούργια βδομάδα ανάλαφρη...)
ΑπάντησηΔιαγραφήΗ "ΚΥΡΙΑ" που κέρασε απλόχερα με το νέκταρ της ψυχής της, εμάς "τα παιδιά της", θα ζει πάντα στην πιο ζεστή γωνιά της καρδιά μας, στην πιο τρυφερή ακρη του μυαλού μας, όπως εκείνη με την αγάπη της τα σμίλεψε.
ΑπάντησηΔιαγραφήΓιάννης Καραμηνάς
(ένα από τα παιδιά της ΚΥΡΙΑΣ)