Πίνακας Νικολάου Γκύζη |
Τα σκοτάδια της ψυχής μου.
Πάντοτε
υπήρχε και θα υπάρχει μέσα μας και γύρω μας σκοτάδι. Μα πάντα όσο πυκνό και να
είναι το σκοτάδι, ένα φως έστω και λιγοστό θα αγαλλιάζει την ψυχή μας. Θα μας
μεταφέρει την ελπίδα ότι όσο και αν πέσουμε, θα σηκωθούμε!!! Θα αναστηθούμε!!!
Θα επιτελέσουμε τον σκοπό μας.
Ο
μόνος τρόπος για να πολεμήσω τα σκοτάδια της ψυχής μου είναι να βοηθηθώ. Να
αποθησαυρίσω κάποιους σοφότερους. Γεροντότερους... Κάποτε στις οικογένειές μας
υπήρχε αυτός που συμβούλευε. Πού νουθετούσε. Και εγώ ο άθλιος, ο υπερόπτης, που
θεοποίησα την επιστήμη, που προσκύνησα τα είδωλα της καθημερινότητας, που
λάτρεψα την τεχνολογία, πού αποθέωσα το Εγώ Μου, που ανταγωνίστηκα τους πάντες
με οιονδήποτε τρόπο, που ξεκόπηκα από τις ρίζες και τις παραδόσεις μου, που αγνόησα
τους γεροντότερους, ξέχασα την πρώτιστη ιδιότητά μου... Του ανθρώπου!!! Που
ανέχεται, συμβιώνει, αλληλεπιδρά, στηρίζει, μοιράζεται, θυσιάζει εαυτόν, διάγει
βίον ταπεινόν, ευελπιστεί, αφήνει με την στάση ζωής του παρακαταθήκη στις
επόμενες γενιές. Μίλησα όλες τις γλώσσες των ανθρώπων, εξήγησα όλα τα άγνωστα,
κατέκτησα κάθε γωνιά της Γης, όμως αδιαφόρησα
για τους νόμους της Φύσης, δεν είχα αγάπη για τον διπλανό μου και ως
φυσική κατάληξη τώρα είμαι μονήρης, αδύναμος και εμποτισμένος στα πάθη μου. Αγνόησα
τους απλούς καθημερινούς ανθρώπους δίπλα
μου και τις διδαχές τους.
Αν
και εγώ γόνος απλών ανθρώπων είμαι. Όχι των σπουδασμένων, αλλά των σπουδαγμένων από την καθημερινή βιοπάλη. Τον
αγώνα του μεροκάματου. Των αφτιασίδωτων. Που δεν υπήρξε μέρα που να μη χύσουν
τα δάκρυά και τους αναστεναγμούς τους στο χωράφι, στο εργαστήριο, στο
εργοστάσιο. Μα πάντα με το χαμόγελο στα χείλη. Σπουδαίοι άνθρωποι της
καθημερινότητας... Ένας από αυτούς και η γλυκιά αρχόντισσα!!! Η Παναγιώτα
Πίκουλα – Αλεβίζου.
Η Παναγιώτα Πίκουλα – Αλεβίζου (1921-2012)
γεννήθηκε στο Ζευγολατιό της Μεσσηνίας
από αγρότες γονείς Αρκαδικής καταγωγής.
Έμεινε
ορφανή από πατέρα, τον οποίο δε γνώρισε σε μικρή ηλικία. Τελείωσε μόνο την πέμπτη
δημοτικού, και ταυτόχρονα δούλευε με μεροκάματο στα κτήματα του χωριού βοηθώντας
παράλληλα την μητέρα της, την αδελφή της και τους τρεις αδελφούς της στα προς
το ζην. Παντρεύτηκε τον συγχωριανό της Αλέξιο
Αλεβίζο (1915-2006) που ήταν και αυτός αγρότης και ο τσαγκάρης του χωριού συγχρόνως, με τον οποίο
απέκτησε δύο αγόρια: Τον Βασίλειο (1955) και τον Αναστάσιο (1958). Στις αρχές της δεκαετίας του ΄60 η οικογένεια
εγκατέλειψε το χωριό και εγκαταστάθηκε στον Κολωνό-Μεταξουργείο της Αθήνας για ένα καλύτερο αύριο.
Η μέρα των ψυχών. Η καλή μας
Αρχόντισσα.
Ξημερώνει Ψυχοσάββατο. Η μέρα των ψυχών, που δεν ξεχνιούνται ποτέ αν εμείς τις μνημονεύουμε. Επέλεξα άγνωστο γιατί, σαν επιταγή κάποιου να θυμηθώ την κυρία Παναγιώτα. Την καλή μας Αρχόντισσα. Ανέβηκα αξημέρωτα στο βουνό, εκεί που η απόσταση με τον ουρανό μικραίνει και η μνημόνευση άγεται κατευθείαν ψηλά.
Λένε ότι το βλέμμα ενός
ανθρώπου καθρεφτίζει την ψυχή του. Και αυτή με την σειρά της πριν την τελευταία
αναφορά της για το Μεγάλο Ταξίδι, θα ανοίξει την Κιβωτό της Ζωής της και θα
βγάλει από μέσα της το πιο πολύτιμο μαργαριτάρι. Αυτό που θησαύρισε σε όλη την
ζωή της. Έτσι θυμήθηκα το ποίημα της και αποφάσισα να το διαβάσω εκεί ψηλά στο
βουνό μόλις το πρώτο φως ξεπροβάλει, αντί να ανάψω ένα κερί στην μνήμη της…
Το μαργαριτάρι της ψυχής της.
Ένα Κυριακάτικο μεσημέρι στις 13 Μαρτίου του 2011 σε ηλικία 90 ετών, η καλή μας Αρχόντισσα Παναγιώτα Πίκουλα, ενώ ήταν ήδη κατάκοιτη στο σπίτι της οικογένειας στην Αθήνα και με δυσκολία στην ομιλία μετά από τέσσερα εγκεφαλικά επεισόδια και τρεις πνευμονίες που είχε περάσει σε διάστημα δεκατριών μηνών, άρχισε να απαγγέλει το ποίημα ‘’Η Καλοσύνη’’, που ακούστηκε από το στόμα της για πρώτη φορά ολοκληρωμένο.
Όπως είπε στον γιο της Αναστάσιο, που είχε την ευτυχία να είναι εκείνη την
ημέρα μαζί της και το κατέγραψε, το είχε
απαγγείλει στο σχολείο όταν ήταν τετάρτη τάξη δημοτικού στο Ζευγολατιό της Μεσσηνίας.
Η Καλοσύνη.
Η
καλοσύνη βρε παιδιά.
Μονάχα
η καλοσύνη.
Όλα
στον κόσμο χάνονται.
Μόνη
απομένει εκείνη!!!
Στα
λόγια της γιαγιάς μαζεύτηκαν,
προσεκτικά
τα εγγόνια.
Ω!!!
Χρόνια των παραμυθιών,
αθώα
ωραία χρόνια.
Έξω
το χιόνια ν' αναγελά
την
άγρια ανεμοζάλη.
Και
εδώ στα μισοσκότεινα,
τριγύρω
στο μαγκάλι,
που
κρύβει ανάρια χόβολη,
και
όνειρα τα ανασταίνει.
Άλλο
από τα εγγόνια πρόσχαρο,
τα
χέρια του ζεσταίνει.
Άλλο
με στόμα ορθάνοιχτο
δείχνει
την προθυμία του,
κι
άλλο καθίζει στην προβιά
που'
ναι στρωμένη κάτου.
Κι
όλα μαζί με μία ψυχή
με
ένα παλμό στα στήθη,
θωρούν
στα μάτια τη γιαγιά
πού
αρχίζει παραμύθι.
Και
τους λέει:
Μία
χώρα πανώρια,
μαρμαρόχτιστη,
πλούσια, τρανή,
καλιώρα
σαν την Αθήνα.
Πιο
καλή, πιο όμορφη και άλλη τόση.
Είχε
ένα γέρο βασιλιά
με
φρόνηση και γνώση.
Και
αυτός ο γέρος βασιλιάς
βλαστάρια
του μονάχα,
είχε
δύο βασιλόπουλα.
Δύο
γιους να πούμε τάχα.
Ο
πρώτος άγριος και κακός
τον
κόσμο τυραννούσε.
Μηδέ
φτωχό εσπλαχνήζετο.
Μηδέ
άρχοντα αψηφούσε.
Ο
δεύτερος ευγενικός,
γενναίος
όσο παίρνει.
Ήξερε
χάρη να σκορπά,
χαρά
παντού να φέρνει.
Να
μη σας τα πολυλογώ
ύστερα
απ' ένα χρόνο,
πεθαίνει
ο γέρος βασιλιάς
κι
ανέβηκε στο θρόνο,
ο
γιος ο πρώτος ο κακός.
Τρόμος
παντού και φρίκη,
βασίλευε
με το σπαθί,
βγαλμένο
από τη θήκη.
Οι
φυλακές εγέμισαν,
το
ψέμα, η αδικία,
η
ατιμία, η κλεψιά.
Η
απάτη, η κολακεία.
Κάθε
κακό που βρέθηκε,
μες
στην κακή την ώρα,
εκάκιζε
και θέριζε
την
μαύρη εκείνη χώρα.
Ως'
ότου τα παράπονα
του
κόσμου μία μέρα,
έφτασαν
σ' αγανάκτηση,
και
κίνησε η φοβέρα.
Πως
αν αυτός ο βασιλιάς
δεν
θέλει να αλλάξει δρόμο,
να
κυβερνάει τη χώρα του
με
του Θεού τον νόμο,
η
χώρα ευθύς θα σηκωθεί
να
τον εξεθρονίσει.
Να
βάλει τον μικρότερο
για
να την κυβερνήσει.
Σαν
τ' άκουσε ο βασιλιάς
τον
αδερφό του κράζει.
Και
άδικα και παράνομα
μόνος
του τον δικάζει.
Τον
βρήκε φταίχτη και ένοχο
και
έτσι με λίγα λόγια,
τον
έκλεισε στου παλατιού
στα
σκοτεινά κατώγια.
Τις
μέρες και τις νύχτες του
με
πίκρα να περνάει.
Μα
τ' άδικο δεν ζει ποτέ,
και
δεν πολυχρονάει.
Κάποιος
μεγάλος βασιλιάς,
απ'
άλλη Πολιτεία,
κάκιωσε
δίχως αφορμή,
δίχως
καμία αιτία.
Και
παίρνει τα φουσάτα του
Και
ξεκινάει και μπαίνει
στη
Χώρα την πολυπαθή.
Την
κακοκυβερνημένη.
Δίνει
μία μάχη μονάχα,
νικάει
και δεκατίζει.
Πιάνει
και τον βασιλιά
σκλάβο
τον ορίζει.
Τον
αδελφό του ?
Ρώτησαν
προσεκτικά τ' εγγόνια.
Τώρα
θα δείτε τι έγινε.
Δεν
τέλειωσα ακόμα.
Όταν
η μάχη απόσωσε,
κ'
ειρήνεψε τ' ασκέρι,
έστειλε
τότε ο νικητής
την
κόρη του να φέρει.
Να
δει τα μαρμαρόχτιστα,
να
δει τα νέα παλάτια.
Έρχεται
εκείνη βιαστική
Και
δείχνει τη χαρά της,
σε
καθετί πολύτιμο,
που
βλέπει ολόγυρα της.
Όταν
στο τέλος φτάσανε
στα
κατώγεια εκείνα,
που
ο αδελφός του βασιλιά
κλεισμένος ένα μήνα,
σεπώτανε μέσ' τη βαθειά
κι
άδικη καταδίκη.
Μπαίνει με βία ο νικητής,
και
τον φρουρό του πνίγει.
Το
χαλινάρι βάλε εσύ,
της
θεϊκής αγάπης.
Να
γίνεις πατέρας βασιλιάς
και
όχι σκληρός σατράπης.
Η
κόρη μου σε αγάπησε.
Γυναίκα
σου τη δίνω.
Και
έγινε ο γάμος
το
ίδιο βράδυ εκείνο.
Με
όργανα και με τούμπανα
και
με χαρά μεγάλη.
Και
τον κακό τον βασιλιά
τον
ξαναφέραν πάλι.
Μαζί
με δούλους να κερνά
το
ασκέρι στη χαρά τους!
Κείνοι
περάσανε καλά
Και
εμείς καλύτερα τους!!!
Η καλή μας Αρχόντισσα άφησε την
τελευταία της πνοή στο Ζευγολατιό στις 29 Ιουνίου του 2012 και το ποίημα αυτό
διαβάστηκε σαν επικήδειο αποχαιρετιστήριο, ως ευλογία της ψυχής της και μεγάλη παρακαταθήκη σε όσους το
διαβάσουν.
Το φως της ψυχής μου.
Και ο γιος της, ο "αδερφός" μου για κάποιες δεκαετίες Τάσος μου παρέδωσε αυτό το ποίημα ως σύμβολο και οδηγό για να φωτίζει τα σκοτάδια της ψυχής μου και να μου δείχνει τον δρόμο για την τελείωση μου. Προσπαθώντας ως μοναδικό σκοπό της ζωής μου να ολοκληρώσω των βίο μου ανώδυνα, ανεπαίσχυντα, ειρηνικά. Προσπάθησα να σκοτώσω το κτήνος που κρύβω μέσα μου αλλά φευ…. Δεν θα τα καταφέρω…. Όταν ξανανταμώσουμε όμως καλή μου Αρχόντισσα, μάζεψε μας σε ένα τζάκι και διηγήσου μας τα ποιήματά σου, αυτά που καταξιώνουν την σοφία σου και τις αρετές σου. Την ευγένεια της ψυχής σου!!! Είναι σίγουρο τότε ότι ένα φως θα αρχίσει να φωτίζει τα σκοτάδια της ψυχής μου χάρη σε σένα.
Σε
ευγνωμονώ για την Καλοσύνη που μας
παρέδωσες.
Αποθησαύριση των γερόντων. Η Καλοσύνη. Την μέρα των ψυχών.
Πολύ τρυφερος όπως πάντα, ο Βασίλης. Ευχαριστούμε.
ΑπάντησηΔιαγραφήΜε συγκινησες Βασίλη. Στον τοίχο η φωτογραφία της κ. Παναγιώτας από ψηλά μας κοιταγε. Κι ήταν ωραία σήμερα,
ΑπάντησηΔιαγραφήεσύ, ο Τάσος, εγώ, φίλοι παλιοί κι αγαπημένοι, που ανταμώσαμε πάλι σε ένα τραπέζι, με ένα ποτήρι κρασί, ημέρα Κυριακή.